Μετὰ ἀπὸ τὴν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν Του ὁ Κύριος ξεκινάει τὴν ἐπίγεια δράση Του, θέτοντας τὶς βάσεις τῆς διδασκαλίας Του στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία, μέρος τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Β’ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ. Προκειμένου νὰ προσεγγίσῃ τὰ πλήθη ποὺ διψοῦν νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο Του καὶ νὰ θεραπευτοῦν ἀπὸ Αὐτὸν σωματικὰ καὶ ψυχικά, «ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐδίδασκεν αὐτούς» (Ματθ., ε’ 1-2), ἤ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς, «ἔστη ἐπὶ τόπου πεδινοῦ…καὶ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ … ἔλεγε» (Λουκ., στ’ 17-20).
Ὁ λόγος Του εἶναι παρηγορητικός, στάζει σὰν βάλσαμο στὶς καρδιὲς τῶν πτωχῶν, ὑλικὰ καὶ πνευματικά, τῶν πεινώντων, τῶν κλαιόντων, τῶν ὀνειδιζομένων καὶ διωκομένων ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Του. Εἶναι, ὅμως, καὶ ἀνατρεπτικὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Καλεῖ ὅλους τοὺς ἀδικημένους ὄχι νὰ ἐκδικηθοῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀδικοῦν, οὔτε ἁπλῶς νὰ ἀμυνθοῦν, ἐπιλέγοντες τὴν παθητικὴ στάση, ἂν καὶ αὐτὴ ἐνδείκνυται σὲ κάποιες περιπτώσεις, ἀλλὰ νὰ γίνουν ἐπιθετικοί.