Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Τό Εὐαγγέλιο καί ὁ Ἀπόστολος τῆς Κυριακῆς 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024


Ἑωθινόν
 
 
Ἦχος πλ. α´ - Ἑωθινόν Γ´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20

9 Ἀναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. 10 ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ’ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. 11 κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ’ αὐτῆς, ἠπίστησαν. 12 Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. 13 κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. 14 Ὕστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ τὴν σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν. 15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. 16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται· 17 σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει· ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· 18 ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει· ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. 19 Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. 20 ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. ἀμήν.
 
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα 
 
Ἦχος πλ. α´ - Ἑωθινόν Γ´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20

9 Ὅταν δὲ ἀνέστη ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἐφάνη πρῶτον εἰς τὴν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια. 10 Ἐκείνη ἐπῆγε καὶ ἀνήγγειλε τοῦτο εἰς τοὺς μαθητάς, ποὺ ἦσαν προτήτερα μαζί του καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν πένθος καὶ ἔκλαιαν διὰ τὸν θάνατον τοῦ διδασκάλου των. 11 Ἀλλ’ ἐκεῖνοι, ὅταν ἤκουσαν ὅτι ζῇ καὶ ὅτι αὐτὴ τὸν εἶδε, δὲν ἐπίστευσαν εἰς τοὺς λόγους της. 12 Μετὰ ταῦτα δὲ ἐνεφανίσθη μὲ ἄλλην μορφήν, διαφορετικὴν ἀπὸ ἐκείνην ποὺ εἶχε προτοῦ σταυρωθῇ, εἰς δύο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐβάδιζαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς κάποιο χωράφι. 13 Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν καὶ ἀνήγγειλαν τοῦτο εἰς τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους, ἀλλ’ οὔτε εἰς ἐκείνους ἐπίστευσαν. 14 Ὕστερα ἐνεφανίσθη εἰς τοὺς ἕνδεκα, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν καθίσει νὰ δειπνήσουν. Καὶ τοὺς ἐμέμφθη διὰ τὴν ὀλιγοπιστίαν τους καὶ διὰ τὴν σκληρότητα τῆς καρδίας των, διότι δὲν ἐπίστευσαν εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν εἶδαν ἀναστημένον. 15 Καὶ τοὺς εἶπε· Νὰ πᾶτε εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην καὶ νὰ κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλην τὴν λογικὴν κτίσιν καὶ δημιουργίαν. 16 Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πιστεύσῃ εἰς τὸ κήρυγμά σας καὶ θὰ βαπτισθῇ, θὰ σωθῇ, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ ἀπιστήσῃ, θὰ κατακριθῇ. 17 Εἰς ἐκείνους δὲ ποὺ θὰ κιοτεύσουν, θὰ παρακολουθήσουν αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ σημάδια, ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴν δι’ αὐτῶν ἐνεργοῦσαν χάριν, καὶ τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεώς των· διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός μου θὰ βγάλουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δαιμόνια, θὰ ὁμιλήσουν γλώσσας ξένας, ποὺ δι’ αὐτοὺς θὰ εἶναι νέαι καὶ ἄγνωστοι μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης. 18 Θὰ σηκώσουν μὲ τὰ χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρὶς νὰ πάθουν τίποτε ἀπὸ τὰ δαγκώματά των· καὶ ἐὰν ἀκόμη πίουν δηλητήριον, ποὺ φέρει θάνατον, δὲν θὰ τοὺς βλάψῃ· θὰ βάλουν τὰ χέρια τους ἐπὶ ἀσθενῶν καὶ θὰ γίνουν καλά. 19 Ὁ μὲν Κύριος λοιπόν, ἀφοῦ τοὺς ὡμίλησεν ἐπανειλημμένως καὶ τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων καὶ αὐτά, ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. 20 Ἐκεῖνοι δέ, ἀφοῦ ἐβγῆκαν εἰς περιοδείαν, ἐκήρυξαν εἰς κάθε μέρος, καὶ ὁ Κύριος ἦτο συνεργός των καὶ ἐπεβεβαίωνε τὸν λόγον τοῦ κηρύγματός των μὲ τὰ θαύματα, ποὺ ἐπηκολούθουν εἰς τὸ κήρυγμά των. Ἀμήν.
 

Εὐαγγέλιον 
 
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 31 - 36

31 καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. 32 καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. 33 καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. 34 καὶ ἐὰν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. 35 πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. 36 Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.
 
 
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
 
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ϛ´ 31 - 36

31 Καὶ μὲ ὀλίγας λέξεις, ὅπως θέλετε νὰ συμπεριφέρωνται πρὸς σᾶς καὶ νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ σεῖς νὰ κάνετε εἰς αὐτοὺς τὰ ἴδια. 32 Διότι ἐὰν ἀγαπᾶτε μόνον ἐκείνους, ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποία εὔνοια ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ποία ἀμοιβὴ ἀπὸ αὐτὸν σᾶς ἀνήκει; Καμμία. Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀγαποῦν. 33 Καὶ ἂν κάνετε τὸ καλὸν εἰς ἐκείνους, ποὺ σᾶς εὐεργετοῦν, ποία εὔνοια καὶ χάρις καὶ ἀνταμοιβὴ σᾶς ἀνήκει ἀπὸ τὸν Θεόν; Καμμία. Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο κάνουν. 34 Καὶ ἐὰν δανείζετε ἐκείνους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐλπίζετε νὰ λάβετε ὀπίσω τὰ δανεισθέντα, ποῖα χάρις καὶ ἀνταπόδοσις ἀπὸ τὸν Θεὸν σᾶς ἀνήκει; Καμμία. Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ δανείζουν ἄλλους ἁμαρτωλοὺς διὰ νὰ λάβουν ὀπίσω ὁλόκληρον τὸ δανεισθὲν ποσὸν ἢ καὶ ἐν καιρῷ ἀνάγκης λάβουν καὶ αὐτοὶ ἴσα ὠφελήματα καὶ δάνεια ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐδάνεισαν. 35 Σεῖς ὅμως νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐεργετῆτε καὶ νὰ τοὺς δανείζετε, χωρὶς νὰ ἐλπίζετε τίποτε ὡς ἀνταπόδοσιν ἀπὸ αὐτούς. Καὶ θὰ εἶναι πολὺς ὁ μισθός σας καὶ μεγάλη ἡ ἀνταμοιβή σας ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ θὰ εἶσθε ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν κατὰ χάριν τέκνα τοῦ ὑψίστου Θεοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον θὰ ὁμοιάζετε ἡθικῶς. Διότι καὶ αὐτὸς εἶναι εὐεργετικὸς καὶ ὠφέλιμος εἰς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δεικνύουν ἀχαριστίαν εἰς τὰς τόσας εὐεργεσίας του καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καλὴν διάθεσιν καὶ προαίρεσιν ἀλλ’ εἶναι πονηροί. 36 Γίνεσθε λοιπὸν σπλαγχνικοὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ συμπονετικοὶ εἰς τὰς δυστυχίας του καὶ τὰς ἀνάγκας του, καθὼς καὶ ὁ οὐράνιος Πατήρ σας εἶναι εὐσπλαγχνικὸς πρὸς ὅλους.
 

Ἀπόστολος
 
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Α´ 21 - 24

21 ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, 22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. 23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. 24 οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Β´ 1 - 4

1 Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 2 εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; 3 καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτὸ, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ’ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. 4 ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.
 
Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
 
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Α´ 21 - 24

24 Ἐνῳ λοιπὸν ἐσκεπτόμην καὶ ἐσχεδίαζα τοῦτο, δὲν τὸ ἐπραγματοποίησα. Μήπως ἄραγε ἀπὸ τὴν ματαίωσιν τοῦ σχεδίου μου αὐτοῦ ἠμπορεῖ νὰ ἐξαχθῇ τὸ συμπέρασμα, ὅτι μετεχειρίσθην τὴν ἐλαφρότητα καὶ ἐπιπολαιότητα, τὴν ὁποίαν μερικοὶ μοῦ ἀποδίδουν; Ὄχι. Ἢ μήπως ἐκεῖνα, ποὺ ἀποφασίζω, τὰ ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικός, ποὺ ὁρίζει τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν διευθύνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; Μόνον ἐὰν ὤριζα τὸν ἑαυτόν μου, θὰ ἦτο βέβαιον τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι μου. Ἀλλὰ δὲν ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικὸς καὶ ἔτσι ἀναγκάζομαι νὰ ἀθετῶ τὸν λόγον μου καὶ τὰς ἀποφάσεις μου, ὅταν τὸ Πνεῦμα, ποὺ μὲ κυβερνᾷ, διατάσσῃ διαφορετικά. 21 Ἐκεῖνος δέ, ὁ ὁποῖος δίδει τὴν βεβαιότητα καὶ εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς σᾶς, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς στηρίζει, ὥστε νὰ μένωμεν πιστοὶ καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχρισε μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός. 22 Αὐτὸς καὶ μᾶς ἐσφράγισεν ὡς ἰδικούς του καὶ ἔδωκεν εἰς τὰς καρδίας μας τὸ Πνεῦμα του ὡς ἀρραβῶνα καὶ ἀσφαλῆ ἐγγύησιν περὶ τοῦ ὅτι θὰ πληρώσῃ ὅλας τὰς ὑποσχέσεις, ποὺ μᾶς δίδει μὲ τὸ εὐαγγέλιόν του. 23 Καὶ διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ταξιδίου μου, ἐπικαλοῦμαι τὸν καρδιογνώστην Θεόν νὰ ἴδῃ αὐτὸς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ νὰ μαρτυρήσῃ, ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δὲν ἦλθα ἀκόμη εἰς τὴν Κόρινθον, ἐπειδὴ σᾶς λυποῦμαι καὶ δὲν θέλω νὰ δοκιμάσετε τὴν αὐστηρότητά μου. 24 Λέγω δὲ τὸ τελευταῖον αὐτό, ὄχι διότι εἴμεθα κύριοι τῆς πίστεώς σας καὶ ἔχομεν ἐξουσίαν εἰς σᾶς σὰν νὰ εἶσθε δοῦλοι μας. Εἴμεθα ὅμως συνεργάται τῆς χαρᾶς σας καὶ θέλομεν νὰ συντελῶμεν, ὅπως αὐξάνῃ ἡ χαρά σας. Ἀποκλείεται δὲ ὁλότελα τὸ νὰ ἐξουσιάζωμεν τὴν πίστιν σας, διότι σεῖς στέκεσθε καλὰ καὶ εἶσθε στερεωμένοι εἰς τὴν πίστιν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Β´ 1 - 4

1 Απεφάσισα δὲ τοῦτο καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Ηὗρα δηλαδὴ καλύτερον καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου νὰ μὴ ἔλθω πάλιν εἰς σᾶς ἀναγκασμένος καὶ ἐγὼ νὰ σᾶς λυπῶ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου, ἀλλὰ καὶ σεῖς νὰ μὲ λυπῆτε μὲ τὰς ἀταξίας, ποὺ θὰ βλέπω μεταξύ σας. 2 Ὠρισμένως δὲ ἡ ἐγὼ ἢ σεῖς θὰ ἐδοκιμάζαμεν λύπην. Διότι, ἐὰν ἑγὼ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου προκαλῶ λύπην μετανοίας εἰς σᾶς, ποῖος ἄλλος μὲ εὐφραίνει παρὰ ἐκεῖνος, ποὺ δέχεται τοὺς ἐλέγχους μου καὶ λυπεῖται ἀπὸ ἑμέ; Ἔτσι ἐὰν ἐγὼ δὲν λυποῦμαι, θὰ λυπῆσθε ὅμως σεῖς. 3 Καὶ σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς τοῦτο εἰς προηγουμένην μου ἐπιστολήν, διὰ νὰ διορθώσετε ἐν τῷ μεταξὺ τὰς ἀταξίας, ὥστε, ἐὰν ἔλθω εἰς Κόρινθον, νὰ τὰ εὕρω ὅλα ἐν τάξει καὶ νὰ μὴ δοκιμάσω λύπην ἐξ αἰτίας ἐκείνων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ χαίρω. Ἄλλως τε ἡ λύπη μου θὰ ἐλύπει καὶ σᾶς. Διότι ἔχω δι’ ὅλους σας πεποίθησιν, ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρὰ ὅλων σας. 4 Μὴ νομίσετε δὲ ὅτι διὰ τοὺς ἐλέγχους, ποὺ σᾶς ἔγραψα εἰς τὴν ἐπιστολήν μου ἐκείνην, ἐγὼ δὲν ἐδοκίμασα τίποτε. Διότι σᾶς ἔγραψα ἀπὸ πολλὴν θλῖψιν καὶ στενοχώριαν τῆς καρδίας, μὲ δάκρυα πολλά, ὄχι διὰ νὰ λυπηθῆτε, ἀλλὰ διὰ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ὑπερβολικὰ ἔχω πρὸς σᾶς.

  
«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου