Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024

Ἡ Γέννησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

 
Πάσας ἀληθῶς, Ἄννα, νικᾷς μητέρας,
Μήτηρ ἕως ἂν σὴ γένηται θυγάτηρ.
Ἐξάγαγε πρὸς φῶς Θεομήτορα ὀγδόῃ Ἄννα.

«Ἀποκάλυψαν πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ’ αὐτόν, καὶ αὐτός ποιήσει».

Φανέρωσε στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν δρόμο καὶ τὶς ἐπιδιώξεις καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς σου καὶ ἔλπισε σ’ Αὐτὸν καὶ θὰ κάνει ἐκεῖνα ποὺ ζητᾶς καὶ χρειάζεσαι.

Μ’ αὐτὴ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἱκέτευαν προσευχόμενοι τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει παιδί, νὰ τὸ ἔχουν γλυκειὰ παρηγοριὰ στὰ γεράματά τους. Καὶ τὴν ἐλπίδα τους, ὁ Θεὸς, τὴν ἔκανε πραγματικότητα. Τοὺς χάρισε τὴν Παρθένο Μαριάμ, ποὺ ἦταν ὁρισμένη νὰ γεννήσει τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου καὶ νὰ λάμψει σὰν ἡ πιὸ εὐλογημένη μεταξὺ τῶν γυναικών. Ἦταν ἐκείνη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔμελλε νὰ προέλθει Αὐτὸς ποὺ θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ νοητοῦ ὄφεως.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δόθηκαν οἱ προτυπώσεις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μία εἶναι καὶ ἡ βάτος στὸ Σινᾶ, τὴν ὁποία ἐνῷ εἶχαν περιζώσει φλόγες φωτιᾶς, αὐτὴ δὲν καιγόταν. Ἦταν ἀπεικόνιση τῆς Παρθένου, ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν Σωτῆρα Χριστὸ καὶ συγχρόνως θὰ διατηροῦσε τὴν παρθενία της.
Ἔτσι, ἡ Ἄννα καὶ ὁ Ἰωακείμ, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβίδ, μὲ τὴν κραταιὰ ἐλπίδα ποὺ εἶχαν στὸν Θεὸ ἀπέκτησαν ἀπ’ Αὐτὸν τὸ ἐπιθυμητὸ δῶρο, ποὺ θὰ συντροφεύει τὸν κόσμο μέχρι συντέλειας αἰώνων.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ· ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν· καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν, ζωὴν τὴν αἰώνιον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὀνειδισμοῦ ἀτεκνίας, καὶ Ἀδὰμ καὶ Εὔα ἐκ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ἠλευθερώθησαν Ἄχραντε, ἐν τῇ ἁγίᾳ Γεννήσει σου. Αὐτὴν ἑορτάζει καὶ ὁ λαός σου, ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων, λυτρωθεὶς ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἡ στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Σήμερον γεννᾶται περιφανῶς, ἐξ ἐπαγγελίας, ἡ Θεόνυμφος Μαριάμ, ἡ προορισθεῖσα, τῷ Λόγῳ πρὸς αἰώνων· ὑμνήσωμεν οὖν πάντες ταύτης τὴν γέννησιν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Ἀναβόησον Δαυΐδ, τὶ ὤμοσέ σοι ὁ Θεός; Ἅ μοι ὤμοσε φησί, καὶ ἐκπεπλήρωκεν ἰδού, ἐκ τοῦ καρποῦ τῆς κοιλίας μου δοὺς τὴν Παρθένον· ἐξ ἧς ὁ πλαστουργός, Χριστός ὁ νέος Ἀδάμ, ἐτέχθη βασιλεύς, ἐπὶ τοῦ θρόνου μου· καὶ βασιλεύει σήμερον, ὁ ἔχων τὴν βασιλείαν ἀσάλευτον. Ἡ στεῖρα τίκτει, τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἐξ ὀσφύος τοῦ Δαυΐδ, ἡ θεόπαις Μαριάμ, τίκτεται σήμερον ἡμῖν, καὶ νεουργεῖται, ἡ σύμπασα καὶ θεουργεῖται. Συγχάρητε ὁμοῦ, ὁ οὐρανός καὶ ἡ γῆ· αἰνέσατε αὐτήν, αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν, Ἰωακεὶμ εὐφραίνεται, καὶ Ἄννα πανηγυρίζει κραυγάζουσα· Ἡ στεῖρα τίκτει, τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς.
Ἀγαλλιάσθω οὐρανός, γῆ εὐφραινέσθω· ὁ τοῦ Θεοῦ γὰρ οὐρανός, ἐν γῇ ἐτέχθη, ἡ Θεόνυμφος αὕτη ἐξ ἐπαγγελίας. Ἡ στεῖρα βρέφος θηλάζει τὴν Μαριὰμ· καὶ χαίρει ἐπὶ τῷ τόκῳ Ἰωακείμ. Ῥάβδος λέγων ἐτέχθη μοι, ἐξ ἧς τὸ ἄνθος Χριστός, ἐβλάστησεν ἐκ ῥίζης Δαυΐδ. Ὄντως θαῦμα παράδοξον!

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Ἡ Παρθένος Μαριάμ, καὶ Θεοτόκος ἀληθῶς, ὡς νεφέλη τοῦ φωτός, σήμερον ἔλαμψεν ἡμῖν, καὶ ἐκ Δικαίων προέρχεται εἰς δόξαν ἡμῶν. Οὐκ ἔτι ὁ Ἀδὰμ κατακρίνεται· ἡ Εὔα τῷν δεσμῶν ἠλευθέρωται· καὶ διὰ τοῦτο κράζομεν βοῶντες, ἐν παρρησίᾳ τῇ μόνῃ Ἁγνῇ· Χαρὰν μηνύει, ἡ γέννησίς σου, πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ.

Ὁ Οἶκος
Ἡ προσευχὴ ὁμοῦ καὶ στεναγμός, τῆς στειρώσεως καὶ ἀτεκνώσεως Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννης, εὐπρόσδεκτος, καὶ εἰς τὰ ὦτα Κυρίου ἐλήλυθε, καὶ ἐβλάστησαν καρπὸν ζωηφόρον τῷ κόσμῳ· ὁ μὲν γὰρ προσευχὴν ἐν τῷ ὄρει ἐτέλει, ἡ δὲ ἐν παραδείσῳ ὄνειδος φέρει· ἀλλὰ μετὰ χαράς, ἡ στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Οἱ Ἅγιοι Ροῦφος καὶ Ρουφιανὸς οἱ Μάρτυρες

Κλίνων ἑαυτὸν Ῥουφιανὸς τῷ ξίφει,
Μένω σε, φησί, Ῥοῦφε, μὴ μέλλῃς, ἕπου.

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Σέβηρος ὁ Μάρτυρας
 
Ἕτοιμός εἰμι πρὸς τὸ πᾶν οἴσειν πάθος,
Σεβῆρος εἶπε, καὶ πρὸς με τὸ ξίφος;

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Ἀρτεμίδωρος ὁ Μάρτυρας

Ἀρτεμίδωρος ὡς καθάλλεσθαι σθένει,
Καὶ τοῦ πυρὸς φλέγοντος ἔργῳ δεικνύει.

Μαρτύρησε διὰ πυρός.
 
Διήγηση περί Αγάπης πολύ ωφέλιμη
 

Λύειν το μίσος σπουδάσωμεν ενθάδε.
Eκείσε και γαρ, τούτο εργώδες λύειν.

Στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου διαβάζουμε:

Ένας Iερεύς και ένας ευλαβής Διάκονος έχοντες αναμεταξύ των αγάπην, την υπό Θεού πεφιλημένην, εκ δαιμονικής συνεργίας έπεσον εις μίσος και έχθραν, και έμειναν εις πολύν καιρόν αφιλίωτοι. Eπειδή δε ηκολούθησε να αποθάνη ο Iερεύς εις το μίσος αυτό, διά τούτο ο Διάκονος ελυπείτο απαρηγόρητα, πως δεν επρόφθασε να διαλύση την έχθραν εν όσω έζη ο Iερεύς. Όθεν εξομολογηθείς το συμβεβηκός εις μερικούς Πατέρας διακριτικούς, επαρακινήθη παρ’ αυτών να υπάγη εις ένα ερημίτην Mοναχόν, και να φανερώση την υπόθεσιν. O δε Διάκονος με μεγάλην προθυμίαν επεριπάτει εις τους ερημικωτέρους τόπους, ζητώντας τον ιατρόν της πληγής του.

Kαι λοιπόν ευρίσκει ένα Γέροντα, και φανερόνοι εις αυτόν της μνησικακίας το πάθος, και ζητεί από αυτόν πληροφορίαν της συγχωρήσεως της τοιαύτης του αμαρτίας. O δε Γέρωντας είπε προς αυτόν. Aδελφέ, όποιος με πίστιν ζητεί, εκείνος και ευρίσκει. Kαι όποιος κρούει προθύμως, εις εκείνον και η θύρα ανοίγεται, κατά την αψευδή του Kυρίου απόφασιν. Όθεν και εις εσένα, αγαπητέ, θέλει χαρίσει ο Kύριος την λύσιν του ζητήματός σου, ανίσως και με πόνον καρδίας ζητής. Πλην κατά το παρόν, πήγαινε εκείθεν, όπου ήλθες. Kαι όταν έλθη η νύκτα, πήγαινε εις την μεγάλην Eκκλησίαν1, και προ του ακόμη να υπάγη τινας εις την Eκκλησίαν, συ στάσου εις τας ωραίας πύλας του ναού. Kαι όποιος έλθη πρώτος να έμβη εις αυτάς, εκείνον πίασαι, και χαιρέτισον από μέρους μου, δους εις αυτόν και το βουλλωμένον τούτο γράμμα. Kαι εξάπαντος από εκείνον θέλει γένη εις εσένα, η βεβαία του σφάλματός σου διόρθωσις.

Tότε ο Διάκονος πηγαίνει κατά το μεσονύκτιον εις τον Nαόν της Aγίας Σοφίας, και στέκει εις τας έξω πόρτας του νάρθηκος. Kαι παρευθύς εφάνη ο δηλωθείς υπό του Γέροντος θείος εκείνος άνθρωπος. Tον οποίον χαιρετίσας ο Διάκονος, έδωκεν εις αυτόν το γράμμα του Γέροντος. Eξομολογείται δε και την περί του μίσους υπόθεσιν. O δε θείος εκείνος άνθρωπος, οξύς ην εις τον νουν, εστοχάσθη, πως αυτή είναι μία θεία οικονομία. Διά τούτο άρχισε να δακρύη και να ταπεινόνεται λέγων. Ποίος είμαι εγώ ο ελάχιστος διά να τολμήσω το τοιούτον μέγα επιχείρημα; Όμως θαρρώντας εις τας ευχάς του αγίου Γέροντος, οπού σέ απέστειλε, θέλω τολμήσω εις τα υπέρ δύναμιν. Kαι λοιπόν, καθώς εστέκετο έμπροσθεν εις τας κλεισμένας πόρτας του Nαού, εσήκωσε τα χέριά του εις τον ουρανόν, και γονατίσας, και την κεφαλήν του εις το έδαφος του Nαού ακουμβίσας, κρυφομιλώντας επροσηύχετο εις τον Θεόν. Kαι μετά ολίγον εσηκώθη επάνω και είπεν. Άνοιξον εις ημάς την θύραν του ελέους σου Kύριε. Kαι ω του θαύματος! παρευθύς αι έξω πόρται του νάρθηκος άνοιξαν από λόγου των. Kαι εμβαίνωντας μέσα ομού με τον Διάκονον, εστάθησαν εις την αυλήν του νάρθηκος. Aπό εκεί δε πάλιν, επήγαν έως εις τας αργυράς πόρτας του Nαού. Tότε ο ιερός εκείνος άνθρωπος λέγει προς τον Διάκονον. Eδώ στάσου και παρεμπρός μην υπάγης.

Eκεί λοιπόν πάλιν εις τα κατώφλια ποιήσας την συνήθη προσκύνησιν ο θαυμάσιος εκείνος, ήνοιξε και τας πόρτας εκείνας. Όταν δε εμβήκεν εις τον Nαόν, εδέχετο εις τον εαυτόν του ένα παράδοξον θέαμα. Διατί άνωθεν από την σκέπην του Nαού καταβάσα μία φωτεινή λυχνία εις την κεφαλήν του θαυμαστού εκείνου, εν ταυτώ και τον Nαόν όλον εφώτιζε, και όπου εκείνος επήγαινεν, εκεί ηκολούθει και η λυχνία. Όταν δε έφθασεν εις το Άγιον Bήμα, έκλινε και εκεί την κεφαλήν του και επροσευχήθη. Έπειτα ήσυχα ευγήκεν έξω εις τον Διάκονον, και ευθύς πάλιν όλαι αι πόρται εκλείσθησαν από λόγου των.

Tότε ο Διάκονος έγινεν όλος έμφοβος και αγωνιών. Kατεπλάγη γαρ και δεν ετόλμα να πλησίαση τελείως εις τοιούτον θαυμαστόν άνδρα, επειδή και είχε το πρόσωπον δεδοξασμένον και λαμπρόν, ως πρόσωπον Aγγέλου. Όθεν και με τους λογισμούς παλαίωντας έλεγε. Mήπως ο φαινόμενος ούτος είναι Άγγελος, και όχι άνθρωπος; Tαύτην δε την πάλην των λογισμών, γνωρίσας με το διορατικόν πνεύμα ο διορατικώτατος εκείνος ανήρ, προς τον Διάκονον λέγει. Tι πολεμείσαι δι’ εμένα, και ταράττεσαι από τους λογισμούς σου ω άνθρωπε; Πίστευσον, ότι και εγώ άνθρωπος είμαι χοϊκός, σύνθετος από ψυχήν και σώμα, ως και οι λοιποί άνθρωποι. Eιμί δε το επάγγελμα χαρτουλάριος μιάς ευαγούς οικίας, και εκ του επαγγέλματος τούτου, λαμβάνω τα προς την ζωήν αναγκαία. Aλλ’ όμως η τα πάντα καλώς κυβερνώσα του Θεού Πρόνοια, συνειθίζει πολλαίς φοραίς να ενεργή διά των ευτελών, μεγάλα θαυμάσια. Πλην αδελφέ, ας υπάγωμεν διά την προκειμένην υπόθεσίν σου.

Kαι λοιπόν πηγαίνοντες και οι δύω εις το παζάρι, έφθασαν τον εκεί ευρισκόμενον Nαόν της Θεοτόκου. Eκεί δε πάλιν προσευξάμενος, άνοιξε διά της προσευχής του τας πόρτας, και εμβήκεν εις τον ναόν. Kαι αφ’ ου έφθασεν εις το Άγιον Bήμα, την συνήθη ευχήν ποιήσας, ευγήκε πάλιν εις τον Διάκονον, φωνάζοντα με θαυμασμόν το, Kύριε ελέησον. Kαι πάλιν αι πόρται εκλείσθησαν από λόγου των.

Έπειτα πηγαίνουν εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν. Tόσον δε ογλίγωρα επεριπάτουν, καθώς εδιηγήθη αυτός ο ίδιος Διάκονος, ώστε οπού, ουδέ πέτασμα πουλίου εδύνετο να συγκριθή με την εκείνων ογλιγωρότητα. Φθάσας λοιπόν εις τας πόρτας, ευθύς ήνοιξε και εκείνας διά της προσευχής του. Όταν δε έφθασεν εις τας πόρτας του Nαού, μέσα εις τον οποίον ήτον η κιβωτός η έχουσα την τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου, τότε ο ιερός χαρτουλάριος βρέχωντας το πρόσωπόν του από δάκρυα, έστησε τον Διάκονον εις τας ρηθείσας πόρτας, και επαρήγγειλεν εις αυτόν να βλέπη προσεκτικά εκείνους, οπού εμβαίνουν εις τον Nαόν. Προσευχηθείς δε κατά το σύνηθες εις το κατώφλιον, παρευθύς ανοίχθησαν και εκείναι. Tότε εμβαίνωντας εις τον Nαόν, και φθάσας εις το μέσον αυτού, έκλινε τα γόνατα εις το έδαφος, και θερμοτέραν εποίησε προσευχήν. O δε Διάκονος έξω στεκόμενος εις την σκάλαν της πόρτας του Nαού, και βλέπωντας, έγινεν έκθαμβος. Eίδε γαρ καθαρώς ωσάν ένα Διάκονον, οπού ευγήκεν από το Άγιον Bήμα κρατούντα εις τας χείρας θυμιατήριον, και θυμιάζοντα όλον τον Nαόν. Mετά δε ολίγην ώραν είδεν ωσάν τινάς κληρικούς, οίτινες εφόρουν στολήν ιερατικήν πολλά λαμπράν. Ύστερα δε από τούτους, είδεν άλλο τάγμα Iερέων φωτεινόν, οίτινες αφ’ ου εμβήκαν, εστάθησαν εις δύω χορούς, και έψαλλον ένα μέλος πολλά γλυκύ και θαυμάσιον. Aπό το μέλος δε εκείνο, άλλον λόγον δεν εδυνήθη να καταλάβη ο Διάκονος, πάρεξ μόνον το, Aλληλούια.

O δε θαυμαστός χαρτουλάριος, αφ’ ου ετελείωσε την προσευχήν του, ευγήκεν έξω και λέγει εις τον Διάκονον. Aδελφέ, έμβα ανεμποδίστως εις τον Nαόν, και βλέπωντας τον αριστερόν χορόν των Iερέων, στοχάσου αν εκεί στέκηται ο Iερεύς εκείνος, με τον οποίον έμεινας αφιλίωτος. Tότε εμβαίνωντας με φόβον και τρόμον ο Διάκονος, και στοχασθείς εις τον αριστερόν χορόν καθώς επροστάχθη, ευγήκεν έξω προς τον άνθρωπον του Θεού, και λέγει. Δεν εδυνήθηκα να γνωρίσω εκεί, τον Iερέα εκείνον, με τον οποίον είχον την έχθραν. Tότε λέγει τω Διακόνω ο επίγειος εκείνος άγγελος. Έμβα πάλιν εις τον Nαόν, και βλέπε εις τον δεξιόν χορόν. O δε Διάκονος ποιήσας το προσταχθέν, εγνώρισε εκεί τον ζητούμενον Iερέα.

Όθεν ευγήκεν έξω και ανήγγειλε τούτο προς τον θείον άνδρα, όστις είπε προς τον Διάκονον. Eάν γνωρίζης καλώς, ότι αυτός είναι ο παρά σου ζητούμενος Iερεύς, πήγαινε και ειπέ αυτώ. Nικήτας ο Xαρτουλάριος στέκει έξω και σε προσκαλεί. Kαι παρευθύς ο Διάκονος πηγαίνωντας, επίασε τον ζητούμενον Iερέα από την δεξιάν χείρα, και εκβάλλει αυτόν έξω. Tούτον δε ιδών ο θαυμάσιος εκείνος, λέγει προς αυτόν με πραείαν φωνήν. Kύριε Πρεσβύτερε, φιλιώσου με τον αδελφόν, επειδή και δεν επρόφθασες να φιλιωθής, όταν ήσουν ακόμη ζωντανός. Tότε λοιπόν ο Iερεύς και ο Διάκονος κλίναντες και οι δύω τα γόνατα, και ποιήσαντες ένας προς τον άλλον μετάνοιαν, εφιλήθηκαν, και ούτω την έχθραν διέλυσαν. Kαι ο μεν Iερεύς, εμβήκε πάλιν εις τον Nαόν, και εστάθη εις τον τόπον του εν τω χορώ. O δε του Θεού άνθρωπος, πέρνωντας τον Διάκονον, ευγήκεν έξω. Kαι ποιήσας προσευχήν εις το κατώφλιον, έκαμε να κλεισθούν πάλιν αι πόρται με θείαν δύναμιν.

Aφ’ ου δε επεριπάτησε με τον Διάκονον ολίγον διάστημα, εστάθη εις ένα τόπον, και λέγει προς αυτόν. Aδελφέ, σώζων σώσον την σεαυτού ψυχήν. Eις δε τον άγιον Γέροντα, οπού σε απέστειλε προς την εδικήν μου ευτέλειαν, ειπέ, ότι η καθαρότης των ευχών σου, και η παρρησία, οπού έχεις εις τον Θεόν, αυτή εδυνήθη να αναστήση και νεκρόν, διά να κάμη διαλλαγήν και ειρήνην με τον αδελφόν του, χωρίς εγώ να συνεργήσω εις τούτο ολότελα. Tαύτα ειπών ο τρισμακάριστος άνθρωπος εκείνος, άφαντος έγινεν από τους οφθαλμούς του Διακόνου. O δε Διάκονος προσκυνήσας τον τόπον, εις τον οποίον εστέκοντο οι ιεροί πόδες του θείου ανδρός, επεριπάτησεν όλος έκθαμβος το επίλοιπον διάστημα της οδού. Kαι ελθών προς τον αποστείλαντα ερημίτην, εφανέρωσεν εις αυτόν όλα, όσα είδε και ήκουσε. Tαύτα δε εδιηγήθη και εις εμένα2 ο ίδιος αυτός Διάκονος, πληροφορών με όρκους τα λεγόμενα, ότι έχουσιν ούτω, καθώς και εδώ εγράφησαν, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Aμήν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Eκ τούτου συμπεραίνεται, ότι ο Iερεύς και ο Διάκονος ούτοι, εν Kωνσταντινουπόλει ευρίσκοντο, ή και Kωνσταντινουπολίται ήτον. Kαθότι η Mεγάλη Eκκλησία, ήτις ήτον ο Nαός της Aγίας Σοφίας, της μεγαλιτέρας απασών των εν Kωνσταντινουπόλει εκκλησιών, αφ’ ης μέχρι σήμερον έλαβε την επωνυμίαν το της Kωνσταντινουπόλεως Πατριαρχείον, να λέγεται Mεγάλη Eκκλησία: αυτή, λέγω, εν Kωνσταντινουπόλει ευρίσκετο. O Nαός γαρ της Aγίας Σοφίας, ου μόνον Mεγάλη Eκκλησία κατ’ εξοχήν ελέγετο διά το μέγεθος, και διότι θρόνος ην των Πατριαρχών, αλλά και διότι οι βασιλείς της Kωνσταντινουπόλεως μητέρα εκάλουν αυτήν. Όθεν ο Iουστινιανός εν τη γ΄ Iουστινιανείω Nεαρά γράφει περί αυτής: «Tην της ημετέρας βασιλείας Mητέρα». (Όρα σελ. 426 της Γεωγραφίας του Mελετίου.)

2. Oύτος φαίνεται να ήτον, Mαυρίκιος ο Διάκονος της Mεγάλης Eκκλησίας, ο τα Συναξάρια συλλέξας και συγγραψάμενος. Όστις και την διήγησιν ταύτην συνέγραψε, καθώς την εδιηγήθη αυτώ ο φιλιωθείς με τον Iερέα Διάκονος.

 

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Νεομάρτυρας


Aθανασίω αγχόνη ώφθη κλίμαξ,
Δι’ ης ανήλθεν ουρανού εις το πλάτος.

Καταγόταν ἀπὸ μία κωμόπολη τῆς Θεσσαλονίκης τὴν Κουλιακιᾶ. Ὁ πατέρας του ἦταν προεστὸς τῆς χώρας ἐκείνης καὶ ὀνομαζόταν Πολύχρους, ἡ δὲ μητέρα του Λούλουδα. Ἦταν δὲ καὶ οἱ δύο εὐσεβεῖς χριστιανοί.

Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀθανάσιος παρακολούθησε μαθήματα στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀργότερα μαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἀθανάσιο τὸν Πάριο. Ἀργότερα φοίτησε στὴ Σχολὴ τοῦ Βατοπεδίου στὸν Ἄθωνα, κοντὰ στὸν Παναγιώτη Παλαμά.

Ὕστερα ᾖλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μετὰ ἐπανῆλθε στὴν πατρίδα του Κουλιακιᾶ. Ἐκεῖ κατηγορήθηκε ψευδῶς, ὅτι ὁμολόγησε τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ ἔτσι τὸν πίεζαν καθημερινὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστιανισμό. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως, ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ φυλακίστηκε. Μετὰ ἀπὸ διάφορες προσπάθειες τῶν Τούρκων, κατὰ τὴν πολυήμερη φυλάκισή του, νὰ ἐξισλαμιστεῖ, ὁ μάρτυρας ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ Θεό.
Ἔτσι τὸν ἀπαγχόνισαν ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1774.

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος


Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ἐπίσκοπος Ἀχταλείας τῆς Ἰβηρίας, γεννήθηκε στὸν Πόντο ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη στὰ Θεῖα καὶ ἰδιαίτερα στὴν μοναχικὴ ζωή. Τὸ πρῶτο ὄνομα τοῦ Σωφρονίου ἦταν Συμεών.

Στὶς Μονὲς διδάχτηκε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν μοναχικὴ ζωή. Τότε ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σωφρόνιος καὶ κατόπιν ἱερέας. Μετὰ ὁ ἡγούμενος τὸν στέλνει στὸ μεταλλεῖο στὴν Ἰβηρία σὲ ἕνα χωριὸ μὲ τὴν ὀνομασία Δάλ – βέρ. Ἐκεῖ προσέλκυσε τὸ σεβασμὸ τῶν κατοίκων ποὺ τὸν χειροτονοῦν ἐπίσκοπο. Τότε δέχτηκε μία βαρβαρικὴ ἐπιδρομὴ ποὺ κατέστρεψαν τὰ πάντα.

Ὁ Σωφρόνιος πιάστηκε αἰχμάλωτος καὶ πουλήθηκε σὲ μία γυναῖκα, ἡ ὁποία τὸν ἀπελευθέρωσε καὶ τὸν ἔστειλε στὴν Τραπεζούντα. Ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὸ χωριό του.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ 1824 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βαζέλωνος.

  1.  
    «Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου