Ὁ Ὅσιος Χαρίτων ὁ Ὁμολογητής
Τῆς γῆς πατήσας τάς τρυφὰς ὁ Χαρίτων,
Κατατρυφᾷ νῦν οὐρανοῦ τῶν χαρίτων.
Εἰκάδι ὀγδοάτῃ Χαρίτων θάνε γήραϊ μακρῷ.
Κατεῖχε μεγάλη κοινωνικὴ θέση στὸ Ἰκόνιο, ἀλλὰ καὶ μεγάλες χριστιανικὲς ἀρετές.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ αὐτοκράτωρ Αὐρηλιανὸς (270 – 275) ἐξέδωσε διάταγμα κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἰκονίου συνέλαβε τὸν Χαρίτωνα ἀπὸ τοὺς πρώτους. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη ἦταν σκληρά. Ὅμως ὁ Χαρίτων ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του.
Στὸ διάστημα δὲ ποὺ βρισκόταν στὴ φυλακή, ὁ Αὐρηλιανὸς δολοφονήθηκε. Ὁ Διάδοχός του Πρόβος σταμάτησε τὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Χαρίτων ἀπελευθερώθηκε.
Ἀποφάσισε, τότε, νὰ πάει προσκυνητὴς στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ στὸν δρόμο συνελήφθη ἀπὸ λῃστές, ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὸ κρησφύγετό τους. Ὅταν ἔφθασαν στὴ σπηλιά τους, ἔφαγαν καὶ ἤπιαν. Ἀλλὰ τὸ κρασὶ ἦταν δηλητηριασμένο καὶ πέθαναν ὅλοι. Τότε, ἡ σπηλιὰ ἐκείνη τῶν λῃστῶν μετατράπηκε ἀπὸ τὸν Ὅσιο σὲ ἐκκλησία τοῦ θεοῦ.
Ἡ φήμη τοῦ Χαρίτωνα ἔφερε κοντὰ του πολλοὺς μαθητές. Τοὺς κυβερνοῦσε μὲ στοργὴ καὶ τοὺς προήγαγε σὲ ὑψηλὲς βαθμίδες ἀρετῆς. Ποθώντας, ὅμως, περισσότερη ἡσυχία, ὅρισε διάδοχό του στὸ μοναστῆρι καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρημο, ὅπου ἀσκήτεψε μέσα σὲ διάφορα σπήλαια.
Ὅταν πλησίαζε τὸ τέλος του, ἐπέστρεψε στὸ ἀρχικό του μοναστῆρι, κοντὰ στοὺς ἀγαπημένους του μαθητές, τοὺς ὁποίους εἶχε ὁδηγήσει «ἐπὶ ζωῆς πηγᾶς ὑδάτων». Δηλαδὴ τοὺς εἶχε ὁδηγήσει σὲ πηγὲς νερῶν, ποὺ εἶναι γεμάτα ζωή.
Ἐκεῖ, λοιπόν, παρέδωσε ἥσυχα καὶ εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεὶς ταῖς αὐγαῖς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε· σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοῖς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σε, Πάτερ μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν χαρίτων ἐραστὴς τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Ὁμολογίας ἐθησαύρισας τὰς χάριτας
Τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας, Πάτερ Χαρίτων.
Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας ἐνδιαίτημα
Μοναζόντων παιδοτρίβης ἐχρημάτισας
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Θείων Ἀθλοφόρων συγκοινωνός, εὐκλεῶν Ὁσίων, ὑποφήτης θεοειδής, Χαρίτων ἐδείχθης, ἐν ἑκατέροις λάμψας· ἐντεῦθεν καταυγάζεις, κόσμον ταῖς χάρισι.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ αὐτοκράτωρ Αὐρηλιανὸς (270 – 275) ἐξέδωσε διάταγμα κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἰκονίου συνέλαβε τὸν Χαρίτωνα ἀπὸ τοὺς πρώτους. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη ἦταν σκληρά. Ὅμως ὁ Χαρίτων ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του.
Στὸ διάστημα δὲ ποὺ βρισκόταν στὴ φυλακή, ὁ Αὐρηλιανὸς δολοφονήθηκε. Ὁ Διάδοχός του Πρόβος σταμάτησε τὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Χαρίτων ἀπελευθερώθηκε.
Ἀποφάσισε, τότε, νὰ πάει προσκυνητὴς στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ στὸν δρόμο συνελήφθη ἀπὸ λῃστές, ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὸ κρησφύγετό τους. Ὅταν ἔφθασαν στὴ σπηλιά τους, ἔφαγαν καὶ ἤπιαν. Ἀλλὰ τὸ κρασὶ ἦταν δηλητηριασμένο καὶ πέθαναν ὅλοι. Τότε, ἡ σπηλιὰ ἐκείνη τῶν λῃστῶν μετατράπηκε ἀπὸ τὸν Ὅσιο σὲ ἐκκλησία τοῦ θεοῦ.
Ἡ φήμη τοῦ Χαρίτωνα ἔφερε κοντὰ του πολλοὺς μαθητές. Τοὺς κυβερνοῦσε μὲ στοργὴ καὶ τοὺς προήγαγε σὲ ὑψηλὲς βαθμίδες ἀρετῆς. Ποθώντας, ὅμως, περισσότερη ἡσυχία, ὅρισε διάδοχό του στὸ μοναστῆρι καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρημο, ὅπου ἀσκήτεψε μέσα σὲ διάφορα σπήλαια.
Ὅταν πλησίαζε τὸ τέλος του, ἐπέστρεψε στὸ ἀρχικό του μοναστῆρι, κοντὰ στοὺς ἀγαπημένους του μαθητές, τοὺς ὁποίους εἶχε ὁδηγήσει «ἐπὶ ζωῆς πηγᾶς ὑδάτων». Δηλαδὴ τοὺς εἶχε ὁδηγήσει σὲ πηγὲς νερῶν, ποὺ εἶναι γεμάτα ζωή.
Ἐκεῖ, λοιπόν, παρέδωσε ἥσυχα καὶ εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεὶς ταῖς αὐγαῖς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε· σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοῖς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σε, Πάτερ μνημόνευε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν χαρίτων ἐραστὴς τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Ὁμολογίας ἐθησαύρισας τὰς χάριτας
Τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας, Πάτερ Χαρίτων.
Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας ἐνδιαίτημα
Μοναζόντων παιδοτρίβης ἐχρημάτισας
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Θείων Ἀθλοφόρων συγκοινωνός, εὐκλεῶν Ὁσίων, ὑποφήτης θεοειδής, Χαρίτων ἐδείχθης, ἐν ἑκατέροις λάμψας· ἐντεῦθεν καταυγάζεις, κόσμον ταῖς χάρισι.
Ὁ Προφήτης Βαροὺχ ὁ Δίκαιος
Bαροὺχ Προφήτης Ἱερεμίου φίλος,
Xριστοῦ Προφήταις συγχορεύει ἐν πόλῳ.
Φιλαλήθης καὶ θαρραλέος ὁ Βαρούχ, ἔζησε τὸν 7ο αἰῶνα π.Χ. Ἦταν γιὸς τοῦ Νηρίου καὶ ὑπῆρξε ἀφοσιωμένος ἀκόλουθος καὶ γραμματέας τοῦ προφήτη Ἱερεμία.
Ὅταν ἦταν φυλακισμένος ὁ Ἱερεμίας, ὁ Βαροὺχ ἔγραψε μὲ ὑπαγόρευσή του προφητεῖες, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὶς ἀναγνώσει στὸ λαὸ σὲ ἡμέρα νηστείας. Ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς Ἰωακείμ, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό, ἀντὶ νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ
τὶς νουθεσίες τοῦ προφήτη, ἔριξε τὸ βιβλίο του στὴν φωτιά. Οἱ προφητεῖες ὅμως ἐκεῖνες, γράφηκαν καὶ πάλι.
Ὁ Βαροὺχ ὑπέστη καὶ φυλάκιση, διότι οἱ Ἰουδαῖοι τὸν μισοῦσαν γιὰ τὴ φιλαλήθη καὶ θαρραλέα του γλῶσσα. Τὸν κατηγοροῦσαν μάλιστα, ὅτι αὐτὸς παρακινοῦσε ἐναντίον τους τὸν προφήτη Ἱερεμία.
Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι κατέφυγαν φοβισμένοι στὴν Αἴγυπτο γιὰ τὴν στάση τους κατὰ τοῦ βασιλιὰ τῆς Βαβυλῶνας, μαζὶ μὲ τὸν Ἱερεμία πῆγε ἐκεῖ καὶ ὁ Βαρούχ.
Ραβινιστικὴ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι αὐτὸς μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἱερεμία ἐπανῆλθε στὴν Βαβυλῶνα. Ὁ Βαροὺχ στὸ ὁμώνυμό του βιβλίο μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, προλέγει καθαρὰ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προφητικῆς ἀξιωθεῖς λαμπηδόνος, Ἱερεμίᾳ τῷ κλεινῷ συνεδέθης, καὶ τούτῳ ὁμοδίαιτος ἐγένου σοφέ· ὅθεν προηγόρευσας, θεηγόρω σου γλώττῃ, τὴν τοῦ Λόγου κένωσιν, εἰς ἀνάπλασιν κόσμου· ἧς μετασχόντες πίστει ἀληθεῖ, Βαροὺχ Προφῆτα, ἐνθέως τιμῶμέν σε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν τοῦ Λυτρωτοῦ, κηρύττων οἰκονομίαν, ὡς προφητική, κινύρα προεμελῴδης· Ὁ Θεὸς ἡμῶν οὗτος, τεχθεὶς ὡς ηὐδόκησεν, ᾧ παρόμοιος οὐχ ἕτερος, ἐπὶ γῆς ὀφθεὶς ἐγνώρισεν, ἐπιστήμης θείας εἴσοδον, τοῖς προσκυνοῦσι Βαρούχ, τὴν παρουσίαν αὐτοῦ.
Μεγαλυνάριον.
Βάρος ἀπορρίψας τὸ χθαμαλόν, βαρύτητι βίου, ἐπτερώθης πρὸς οὐρανόν, Βαροὺχ θεηγόρε· διό σε ὡς Προφήτην, θεόληπτον ὑμνοῦμεν, καὶ μεγαλύνομεν.
Ὅταν ἦταν φυλακισμένος ὁ Ἱερεμίας, ὁ Βαροὺχ ἔγραψε μὲ ὑπαγόρευσή του προφητεῖες, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὶς ἀναγνώσει στὸ λαὸ σὲ ἡμέρα νηστείας. Ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς Ἰωακείμ, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό, ἀντὶ νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ
τὶς νουθεσίες τοῦ προφήτη, ἔριξε τὸ βιβλίο του στὴν φωτιά. Οἱ προφητεῖες ὅμως ἐκεῖνες, γράφηκαν καὶ πάλι.
Ὁ Βαροὺχ ὑπέστη καὶ φυλάκιση, διότι οἱ Ἰουδαῖοι τὸν μισοῦσαν γιὰ τὴ φιλαλήθη καὶ θαρραλέα του γλῶσσα. Τὸν κατηγοροῦσαν μάλιστα, ὅτι αὐτὸς παρακινοῦσε ἐναντίον τους τὸν προφήτη Ἱερεμία.
Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι κατέφυγαν φοβισμένοι στὴν Αἴγυπτο γιὰ τὴν στάση τους κατὰ τοῦ βασιλιὰ τῆς Βαβυλῶνας, μαζὶ μὲ τὸν Ἱερεμία πῆγε ἐκεῖ καὶ ὁ Βαρούχ.
Ραβινιστικὴ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι αὐτὸς μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἱερεμία ἐπανῆλθε στὴν Βαβυλῶνα. Ὁ Βαροὺχ στὸ ὁμώνυμό του βιβλίο μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, προλέγει καθαρὰ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προφητικῆς ἀξιωθεῖς λαμπηδόνος, Ἱερεμίᾳ τῷ κλεινῷ συνεδέθης, καὶ τούτῳ ὁμοδίαιτος ἐγένου σοφέ· ὅθεν προηγόρευσας, θεηγόρω σου γλώττῃ, τὴν τοῦ Λόγου κένωσιν, εἰς ἀνάπλασιν κόσμου· ἧς μετασχόντες πίστει ἀληθεῖ, Βαροὺχ Προφῆτα, ἐνθέως τιμῶμέν σε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν τοῦ Λυτρωτοῦ, κηρύττων οἰκονομίαν, ὡς προφητική, κινύρα προεμελῴδης· Ὁ Θεὸς ἡμῶν οὗτος, τεχθεὶς ὡς ηὐδόκησεν, ᾧ παρόμοιος οὐχ ἕτερος, ἐπὶ γῆς ὀφθεὶς ἐγνώρισεν, ἐπιστήμης θείας εἴσοδον, τοῖς προσκυνοῦσι Βαρούχ, τὴν παρουσίαν αὐτοῦ.
Μεγαλυνάριον.
Βάρος ἀπορρίψας τὸ χθαμαλόν, βαρύτητι βίου, ἐπτερώθης πρὸς οὐρανόν, Βαροὺχ θεηγόρε· διό σε ὡς Προφήτην, θεόληπτον ὑμνοῦμεν, καὶ μεγαλύνομεν.
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ Μοναχός
Ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἠθικὴ καθαρότητα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμολογία καὶ τῆς ἴδιας της ἐπιστήμης, εἶναι δυὸ ἀπὸ τοὺς πολύτιμους παράγοντες πάνω στοὺς ὁποίους στηρίζεται ἡ σωματικὴ ὑγεία καὶ ἡ μακροβιότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι πιὰ διαπιστωμένο καὶ ἀποδεκτὸ ἀπ’ ὅλους, ὅτι κανένα πρᾶγμα δὲν καταστρέφει τόσο τὴν ὑγεία καὶ δὲν σακατεύει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοιο βαθμό, ὅσο οἱ καταχρήσεις καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπές.
Αὐτὲς εἶναι ποὺ κλονίζουν πρόωρα τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν νὰ φαίνεται γερασμένος, καὶ ἀπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴ νεανική του ἡλικία.
Ἀντίθετα ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν βίωμά τους ἀπὸ νωρὶς τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ὑμεῖς ἔστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος», καὶ ζοῦν μία ζωὴ συγκρατημένη καὶ σέβονται τὸ σῶμά τους, γιατί τὸ θεωροῦν ἔμψυχο ναὸ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ μποροῦν νὰ χαίρονται τὴν ὑγεία τους καὶ νὰ δουλεύουν εὐτυχισμένοι σ’ ὁλόκληρη τὴν ζωή τους.
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ βεβαιώνουν οἱ μυριάδες τῶν ἀσκητῶν ἁγίων, ποὺ ἔζησαν μὲ ἐγκράτεια, ἀλλὰ καὶ θολερότητα μέχρι τὰ βαθιὰ τους γηρατειά.
Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ξεχωριστοὺς καὶ γνωστοὺς στὴν Κύπρο μας ἁγίους, εἶναι καὶ ὁ ἱερὸς Αὐξέντιος.
Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους Ἀλαμανούς, ὅπως λέγονται, ἁγίους, ποὺ ᾖρθαν στὸ νησί μας τὸν 12 αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μάλιστα καὶ ὁ ἀρχηγός τους. Ὁ μακάριος αὐτὸς Ὅσιος ὑπῆρξε μία μορφὴ ἐξαιρετικὴ καὶ ἀσκητική. Μιὰ προσωπικότητα ἱερὴ καὶ φωτεινή. Ἕνα παράδειγμα φλογερῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσίωσης στὸν Χριστό. Ἀπὸ παιδὶ γνώρισε τὴ στρατιωτικὴ τέχνη, μὰ καὶ τὴν δόξα καὶ τὰ κέρδη τῆς παλικαριᾶς. Ἡ καρδιὰ του ὅμως δὲν παρασύρθηκε. Δὲν ξεγελάστηκε ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ἀγαθά. Δὲν νικήθηκε. Διψοῦσε κάτι ἀνώτερο, ὑψηλότερο, ἁγιότερο. Καὶ σὰν τέτοιο δὲν ἔβρισκε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀφιέρωσή του στὸν Χριστό.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Εὐρώπη συγκλονιζόταν ἀπὸ ἕνα κήρυγμα: Οἱ Ἅγιοι Τόποι, οἱ τόποι ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε, περπάτησε καὶ δίδαξε ὁ Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων, ὅπως καὶ οἱ τόποι ποὺ θαυματούργησε, ἀλλὰ καὶ συλλήφθηκε κι ὑβρίστηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ πέθανε καὶ τάφηκε, βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν μωαμεθανικὴ ἐξουσία.
Καὶ οἱ κατακτητές, βάρβαροι καὶ σκληροί, ὑπέβαλλαν σὲ μύριους ἐξευτελισμοὺς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀποτολμοῦσαν νὰ πᾶνε μέχρι τὴν Ἁγία Γῆ, γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερὰ προσκυνήματα. Οἱ Ἅγιοι Τόποι πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦν. Ὅσοι νοιώθουν τὴν καρδιά τους νὰ πυρώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἂς ἔλθουν νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας γιὰ τὸν ἱερὸ τοῦτο πόλεμο. Τὸν πόλεμο ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων. Χιλιάδες πολεμιστὲς πίστεψαν στὸ προσκλητήριο σάλπισμα καὶ ἑνώθηκαν σὲ μία μεγάλη στρατιά, τὴ Β’ Σταυροφορία.
Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοὺς φλογεροὺς ὁραματιστὲς ποὺ κατατάχτηκαν καὶ σχημάτισαν τὴν ἱερὴ στρατιὰ ἦταν καὶ τριακόσιοι Ἕλληνες, ποὺ ἐργάζονταν στὴν Γερμανία. Μὲ ἀρχηγὸ τὸν πιστὸ καὶ θαρραλέο Αὐξέντιο σμίχτηκαν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν μεγάλη προσπάθεια. Δυστυχῶς ἡ στρατιὰ αὐτή, ὅπως ξέρουμε, ἀπέτυχε στὸν σκοπό της. Τὰ διάφορα τάγματα διαλύθηκαν καὶ διασκορπίστηκαν. Ὁ ἱερὸς Αὐξέντιος στὴν περίπτωση αὐτὴ κάλεσε τὰ παλικάρια του κι ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ παλμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ θυσία του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὑπέδειξε, ἂν ἤθελαν νὰ μὴ γυρίσουν πίσω, ἄλλα νὰ τραβήξουν πρὸς τὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνη, γιὰ νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀσκητική, μιὰ ζωὴ ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης στὸν Θεό.
Ἡ πρόταση ἔγινε ἐνθουσιαστικὰ δεκτή. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὅλοι τους ἔσπευσαν νὰ τὴν κάμουν ἔργο. Ἀφοῦ πῆγαν ὅλοι μαζὶ καὶ προσκύνησαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ὕστερα γύρισαν στὴν ἔρημό τοῦ Ἰορδάνη μὲ σκοπό, νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ τὴν μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή. Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν, ἡ εὐποιΐα κι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς ἐκείνους, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη τῆς βοήθειάς τους, ἦταν ἡ καθημερινή τους φροντίδα. Τὸ περιβάλλον ὅμως τοῦ Ἰορδάνη δὲν τοὺς βοηθοῦσε γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ διάλεξαν νὰ ζήσουν. Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα κατέβηκαν στὴν παραλία μὲ τὸν σκοπὸ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἐδῶ βρῆκαν ἕνα καράβι, μπῆκαν μέσα, κι ᾖρθαν στὴν Κύπρο μας, ποὺ ἦταν τότε ὀνομαστὴ γιὰ τὴ θεοσέβειά της. Τὸ πλοῖο σταμάτησε στὴν Πάφο. Μιὰ παράδοση, λέει, πὼς τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας. Οἱ ἐπιβάτες ὅμως δὲν ἔπαθαν τίποτε καὶ βγῆκαν ὅλοι στὴν στεριά. Ἀπ’ ἐδῶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη κι ἔζησαν ὁ καθένας τους τὴ μακαριὰ ζωὴ μὲ τὸ δικό του τρόπο.
Ὁ Αὐξέντιος, ἀφοῦ περιῆλθε τὸ νησί, κατέληξε σὲ μία σπηλιὰ στὴν περιοχὴ τῆς Καρπασίας μεταξὺ τῶν χωριῶν Κώμης Κεπὴρ καὶ Ἐπτακώμης.
Ἡ ζωὴ του ὑπῆρξε μία ζωὴ θερμῆς ἀγάπης καὶ στ’ ἀλήθεια ὁλοκληρωτικῆς προσφορᾶς στὸν Χριστό. Κάθε ἡμέρα ὕστερα ἀπὸ θερμὴ καὶ ἄγρυπνη προσευχὴ ποὺ κρατοῦσε ὤρα πολλή, ἄρχιζε νὰ διαβάζει ἢ καὶ νὰ ἀποστηθίζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὴν προσπάθειά του αὐτὴ ἀγωνιζόταν νὰ κρατάει στὸ νοῦ του τὴν κάθε περικοπὴ χωρὶς βία, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα καὶ ταπεινοφροσύνη. Τὰ λόγια του Κυρίου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του.
Γιὰ ν’ ἀποφεύγει τοὺς πονηροὺς καὶ ἀκάθαρτους λογισμούς, ποὺ ὁ Σατανᾶς τοῦ ἔριχνε στὴν σκέψη, γιὰ νὰ τοῦ λερώνει τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὁ οὐρανοπολίτης ἀθλητὴς μὲ φόβο Θεοῦ στοχαζόταν πάντα τὴν μέλλουσα κρίση.
«Πρόσεχε», ἔλεγε ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, «ἔπεχε, σεαυτῶ, Αὐξέντιε. Ἐνθυμοῦ τὸ Δικαστήριο. Ἐνθυμοῦ τὶς δοκιμασίες τῆς αἰώνιας τιμωρίας». Μὲ τὰ συνθήματα αὐτὰ καὶ μὲ παρόμοιες εὐλαβεῖς σκέψεις κρατοῦσε τὴν καρδιὰ του ἄγρυπνη καὶ προσεχτικὴ ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τῶν λῃστῶν, ποὺ λέγονται πονηροὶ διαλογισμοί. Ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ τὸν ἀπάλλασσε ἀπὸ τὰ «πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ», τότε ἡ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου γινόταν καὶ πιὸ θερμή.
«Κύριε», ἔλεγε τότε μὲ πόνο ψυχῇς ὁ ἀσκητής, «γενηθήτω ἡ καρδία μου ἄμωμος ἐν τοὶς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν μὴ αἰσχυνθῶ» (ψαλμ. ριη’ 80). Δηλαδή, Κύριε, εἴθε ἡ καρδιά μου μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἐνίσχυσή σου νὰ γίνει ἄμεμπτη στὴν προσπάθειά μου νὰ κρατήσω τὰ δικαιώματά σου. Νὰ γίνει ἄμεμπτη γιὰ νὰ μὴ ντροπιαστὼ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ μπροστὰ στὸ φοβερό σου κριτήριο σὰν ἕνας ἔνοχος ἄνθρωπος καὶ παραβάτης. «Ἐλθέτω σὰν μοὶ οἱ οἰκτιρμοί σου, καὶ ζήσομαι, ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μου ἐστίν» (Ψαλμ. ριη’ 77). Ἂς ἔλθουν σὲ μένα οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, γιὰ νὰ μοῦ δώσουν ζωή, γιατί καὶ μέσα στὶς θλίψεις μου δὲν σὲ λησμόνησα. Ὁ νόμος σου ἀποτελεῖ γιὰ μένα τὴ διαρκὴ σκέψη καὶ ἀπασχόληση τοῦ μυαλοῦ μου.
Πολλὲς φορὲς ὁ πονηρὸς δημιουργοῦσε τέτοια ταραχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου καὶ τέτοιο θόρυβο ποὺ νόμιζε κανεὶς πὼς γινόταν σεισμός. Σεισμὸς ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ καταρρίψει καὶ νὰ ἰσοπεδώσει τὰ πάντα. Καὶ τὶς στιγμὲς αὐτὲς ὁ Ἅγιος εἰρηνικὸς κι ἀτάραχος ἔψαλλε δυνατὰ καὶ μελωδικὰ τὸν ψαλμὸ τῆς βαθιᾶς ἐμπιστοσύνης καὶ πίστεως στὸν Θεό. «Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὐρούσαις ἡμᾶς σφόδρα, διὰ τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆ καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν» (ψαλμ. με’ 2 – 3). Δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καταφυγὴ καὶ ἡ δύναμή μας εἶναι ὁ παντοδύναμος βοηθός μας στὶς θλίψεις πού μᾶς βρῆκαν. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ὁτιδήποτε καὶ ἂν συμβεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη συμβοῦν οἱ ἀνατροπὲς καὶ οἱ καταστροφὲς ποὺ θὰ γίνουν στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἐμεῖς δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Δὲν θὰ φοβηθοῦμε ἔστω καὶ ἂν ἡ γῆ θὰ σείεται συθέμελα κι ἂν τὰ βουνὰ θὰ κόβονται ἀπ’ τὴ ρίζα τους καὶ θὰ πέφτουν μέσα στὴν θάλασσα.
Ὁ Ὅσιος ὑπέμεινε καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ σκληροὺς πειρασμούς. Μὲ τὴν προσευχὴ ὅμως, τὴν αὐστηρὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτειά του, τοὺς ἀποδίωκε καὶ ἔβγαινε νικητὴς καὶ θριαμβευτής, ζωντανὸ δοχεῖο τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τοῦτο μαρτυρᾶνε τὰ πάμπολλα θαύματα, ποὺ ἔκανε ὅσο ζοῦσε. Τοῦτο βεβαιώνουνε ἀκόμη καὶ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται μὲ τὴν χάρη του ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ Θαύματα εἶναι καὶ τοῦτο:
Ἐκεῖ στὴ σπηλιὰ ὅπου ἔζησε χρόνια ὁ Ἅγιος, ἀναπαύτηκε κιόλας. Οἱ χριστιανοὶ τῶν γύρω χωριῶν μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια μαζεύτηκαν τότε γιὰ νὰ κηδέψουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ πάρουν μὲ τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ τὴν εὐλογία του. Μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἐνταφίασαν τὸ σῶμα στὴν γῆ, ἐνῷ ἡ ἡρωικὴ ψυχὴ του πέταξε ὁλόλευκη στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ χαρεῖ καὶ νὰ ζήσει ἐκεῖ τὴν ἀσφαλὴ κι ἄμεμπτη ζωὴ τῶν νικητῶν τῆς πίστεώς μας.
Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ κάτοικοι τῶν δυὸ χωρίων βρῆκαν στὴ σπηλιὰ τὸ ἅγιο λείψανό του. Δὲν δυσκολεύτηκαν νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν. Ἡ εὐωδία καὶ τὸ μύρο ποὺ ξέχυνε ἦταν χαρακτηριστική. Ὁ πόθος τῶν κατοίκων τῶν δυὸ χωριῶν νὰ μεταφέρουν τὸν θησαυρὸ ποὺ βρῆκαν στὸ χωριό τους γιὰ νὰ τὸν ἔχουν πάντα κοντά τους, σκόνταψε στὸ ποῦ νὰ τὸν μεταφέρουν. Καὶ τὰ δυὸ χωριὰ τὸν ἀπαιτοῦσαν. Κανένας δὲν ὑποχωροῦσε γιὰ τὸ ἄλλο. Ἡ χαρὰ ποὺ γέμισε τὶς καρδιὲς μὲ τὴν εὕρεση τοῦ λειψάνου, χάθηκε γιὰ μία στιγμὴ καὶ τὴ θέση της πῆρε μία ζωηρὴ συζήτηση, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἐπικίνδυνη φιλονικία. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη μιὰ πρόταση ποὺ ρίχτηκε ἀπὸ κάποιο ἔδωκε τὴ διέξοδο καὶ τὴ λύση στὸ πρόβλημα ποὺ δημιουργήθηκε:
- Νὰ δώσουμε ἕνα βόδι τὸ ἕνα χωριὸ καὶ ἕνα βόδι τὸ ἄλλο. Νὰ τὰ ζέψουμε σ’ ἕνα ἁμάξι, στὸ ὁποῖο νὰ βάλουμε τὸ ἅγιο λείψανο κι ὅπου σταματήσουν τὰ βόδια, ἐκεῖ νὰ κτίσουμε ἕνα ναὸ καὶ νὰ τὸ ἀποθέσουμε, εἶπε ἡ φωνή.
Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Τὰ βόδια ἔσυραν τὸ ἁμάξι καὶ σταμάτησαν στὴν Κώμη Κεπήρ. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε τὸ ἅγιο λείψανο καὶ βρίσκεται μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ θυμίζει σ' ὅλους τὴ δύναμη τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἠθικῆς καθαρότητας, τὴν ἀνυπέρβλητη δύναμη τῆς ἀρετῆς.
Τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἠθικὴ καθαρότητα, τὴν ἀρετὴ μὲ μία λέξη καλεῖται νὰ κάμει βίωμα καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Τὸ ἀπαιτεῖ ἡ ἔξοδός μας ἀπὸ τὴ συμφορὰ καὶ τὸν ὄλεθρο στὸν ὁποῖο μᾶς ἔχουν ρίξει οἱ καταχρήσεις καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ καιροῦ μας. Τὸ ζητᾶ ἡ εἰρηνικὴ ζωὴ ποὺ νοσταλγοῦμε ὅλοι μας. Τὸ θέλει αὐτὸ τοῦτο τὸ συμφέρον μας. Γιατί ὅπως πολὺ σοφὰ τονίζει ὁ μεγάλος τῆς ἐρήμου ἀσκητής, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἅγιός μας μὲ τὸ παράδειγμά του, «ὁ μὲν πλοῦτος καὶ συλᾶται καὶ ὑπὸ τῶν δυνατωτέρων ἁρπάζεται, ἡ δὲ ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, μόνη ἐστι κτῆσις ἀσφαλὴς καὶ ἀσύλητος καὶ μετὰ θάνατον σῴζουσα τοὺς κεκτημένους αὐτήν».
Ἀλήθεια! Μόνη αὐτὴ καὶ ὑψώνει καὶ σῴζει.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἡμᾶς τοὺς πιστῶς σοι κράζοντας, ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἡ πρόταση ἔγινε ἐνθουσιαστικὰ δεκτή. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὅλοι τους ἔσπευσαν νὰ τὴν κάμουν ἔργο. Ἀφοῦ πῆγαν ὅλοι μαζὶ καὶ προσκύνησαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ὕστερα γύρισαν στὴν ἔρημό τοῦ Ἰορδάνη μὲ σκοπό, νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ τὴν μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή. Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν, ἡ εὐποιΐα κι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς ἐκείνους, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη τῆς βοήθειάς τους, ἦταν ἡ καθημερινή τους φροντίδα. Τὸ περιβάλλον ὅμως τοῦ Ἰορδάνη δὲν τοὺς βοηθοῦσε γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ διάλεξαν νὰ ζήσουν. Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα κατέβηκαν στὴν παραλία μὲ τὸν σκοπὸ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἐδῶ βρῆκαν ἕνα καράβι, μπῆκαν μέσα, κι ᾖρθαν στὴν Κύπρο μας, ποὺ ἦταν τότε ὀνομαστὴ γιὰ τὴ θεοσέβειά της. Τὸ πλοῖο σταμάτησε στὴν Πάφο. Μιὰ παράδοση, λέει, πὼς τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας. Οἱ ἐπιβάτες ὅμως δὲν ἔπαθαν τίποτε καὶ βγῆκαν ὅλοι στὴν στεριά. Ἀπ’ ἐδῶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη κι ἔζησαν ὁ καθένας τους τὴ μακαριὰ ζωὴ μὲ τὸ δικό του τρόπο.
Ὁ Αὐξέντιος, ἀφοῦ περιῆλθε τὸ νησί, κατέληξε σὲ μία σπηλιὰ στὴν περιοχὴ τῆς Καρπασίας μεταξὺ τῶν χωριῶν Κώμης Κεπὴρ καὶ Ἐπτακώμης.
Ἡ ζωὴ του ὑπῆρξε μία ζωὴ θερμῆς ἀγάπης καὶ στ’ ἀλήθεια ὁλοκληρωτικῆς προσφορᾶς στὸν Χριστό. Κάθε ἡμέρα ὕστερα ἀπὸ θερμὴ καὶ ἄγρυπνη προσευχὴ ποὺ κρατοῦσε ὤρα πολλή, ἄρχιζε νὰ διαβάζει ἢ καὶ νὰ ἀποστηθίζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὴν προσπάθειά του αὐτὴ ἀγωνιζόταν νὰ κρατάει στὸ νοῦ του τὴν κάθε περικοπὴ χωρὶς βία, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα καὶ ταπεινοφροσύνη. Τὰ λόγια του Κυρίου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του.
Γιὰ ν’ ἀποφεύγει τοὺς πονηροὺς καὶ ἀκάθαρτους λογισμούς, ποὺ ὁ Σατανᾶς τοῦ ἔριχνε στὴν σκέψη, γιὰ νὰ τοῦ λερώνει τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὁ οὐρανοπολίτης ἀθλητὴς μὲ φόβο Θεοῦ στοχαζόταν πάντα τὴν μέλλουσα κρίση.
«Πρόσεχε», ἔλεγε ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, «ἔπεχε, σεαυτῶ, Αὐξέντιε. Ἐνθυμοῦ τὸ Δικαστήριο. Ἐνθυμοῦ τὶς δοκιμασίες τῆς αἰώνιας τιμωρίας». Μὲ τὰ συνθήματα αὐτὰ καὶ μὲ παρόμοιες εὐλαβεῖς σκέψεις κρατοῦσε τὴν καρδιὰ του ἄγρυπνη καὶ προσεχτικὴ ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τῶν λῃστῶν, ποὺ λέγονται πονηροὶ διαλογισμοί. Ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ τὸν ἀπάλλασσε ἀπὸ τὰ «πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ», τότε ἡ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου γινόταν καὶ πιὸ θερμή.
«Κύριε», ἔλεγε τότε μὲ πόνο ψυχῇς ὁ ἀσκητής, «γενηθήτω ἡ καρδία μου ἄμωμος ἐν τοὶς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν μὴ αἰσχυνθῶ» (ψαλμ. ριη’ 80). Δηλαδή, Κύριε, εἴθε ἡ καρδιά μου μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἐνίσχυσή σου νὰ γίνει ἄμεμπτη στὴν προσπάθειά μου νὰ κρατήσω τὰ δικαιώματά σου. Νὰ γίνει ἄμεμπτη γιὰ νὰ μὴ ντροπιαστὼ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ μπροστὰ στὸ φοβερό σου κριτήριο σὰν ἕνας ἔνοχος ἄνθρωπος καὶ παραβάτης. «Ἐλθέτω σὰν μοὶ οἱ οἰκτιρμοί σου, καὶ ζήσομαι, ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μου ἐστίν» (Ψαλμ. ριη’ 77). Ἂς ἔλθουν σὲ μένα οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, γιὰ νὰ μοῦ δώσουν ζωή, γιατί καὶ μέσα στὶς θλίψεις μου δὲν σὲ λησμόνησα. Ὁ νόμος σου ἀποτελεῖ γιὰ μένα τὴ διαρκὴ σκέψη καὶ ἀπασχόληση τοῦ μυαλοῦ μου.
Πολλὲς φορὲς ὁ πονηρὸς δημιουργοῦσε τέτοια ταραχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου καὶ τέτοιο θόρυβο ποὺ νόμιζε κανεὶς πὼς γινόταν σεισμός. Σεισμὸς ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ καταρρίψει καὶ νὰ ἰσοπεδώσει τὰ πάντα. Καὶ τὶς στιγμὲς αὐτὲς ὁ Ἅγιος εἰρηνικὸς κι ἀτάραχος ἔψαλλε δυνατὰ καὶ μελωδικὰ τὸν ψαλμὸ τῆς βαθιᾶς ἐμπιστοσύνης καὶ πίστεως στὸν Θεό. «Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὐρούσαις ἡμᾶς σφόδρα, διὰ τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆ καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν» (ψαλμ. με’ 2 – 3). Δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καταφυγὴ καὶ ἡ δύναμή μας εἶναι ὁ παντοδύναμος βοηθός μας στὶς θλίψεις πού μᾶς βρῆκαν. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ὁτιδήποτε καὶ ἂν συμβεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη συμβοῦν οἱ ἀνατροπὲς καὶ οἱ καταστροφὲς ποὺ θὰ γίνουν στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἐμεῖς δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Δὲν θὰ φοβηθοῦμε ἔστω καὶ ἂν ἡ γῆ θὰ σείεται συθέμελα κι ἂν τὰ βουνὰ θὰ κόβονται ἀπ’ τὴ ρίζα τους καὶ θὰ πέφτουν μέσα στὴν θάλασσα.
Ὁ Ὅσιος ὑπέμεινε καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ σκληροὺς πειρασμούς. Μὲ τὴν προσευχὴ ὅμως, τὴν αὐστηρὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτειά του, τοὺς ἀποδίωκε καὶ ἔβγαινε νικητὴς καὶ θριαμβευτής, ζωντανὸ δοχεῖο τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τοῦτο μαρτυρᾶνε τὰ πάμπολλα θαύματα, ποὺ ἔκανε ὅσο ζοῦσε. Τοῦτο βεβαιώνουνε ἀκόμη καὶ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται μὲ τὴν χάρη του ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ Θαύματα εἶναι καὶ τοῦτο:
Ἐκεῖ στὴ σπηλιὰ ὅπου ἔζησε χρόνια ὁ Ἅγιος, ἀναπαύτηκε κιόλας. Οἱ χριστιανοὶ τῶν γύρω χωριῶν μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια μαζεύτηκαν τότε γιὰ νὰ κηδέψουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ πάρουν μὲ τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ τὴν εὐλογία του. Μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἐνταφίασαν τὸ σῶμα στὴν γῆ, ἐνῷ ἡ ἡρωικὴ ψυχὴ του πέταξε ὁλόλευκη στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ χαρεῖ καὶ νὰ ζήσει ἐκεῖ τὴν ἀσφαλὴ κι ἄμεμπτη ζωὴ τῶν νικητῶν τῆς πίστεώς μας.
Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ κάτοικοι τῶν δυὸ χωρίων βρῆκαν στὴ σπηλιὰ τὸ ἅγιο λείψανό του. Δὲν δυσκολεύτηκαν νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν. Ἡ εὐωδία καὶ τὸ μύρο ποὺ ξέχυνε ἦταν χαρακτηριστική. Ὁ πόθος τῶν κατοίκων τῶν δυὸ χωριῶν νὰ μεταφέρουν τὸν θησαυρὸ ποὺ βρῆκαν στὸ χωριό τους γιὰ νὰ τὸν ἔχουν πάντα κοντά τους, σκόνταψε στὸ ποῦ νὰ τὸν μεταφέρουν. Καὶ τὰ δυὸ χωριὰ τὸν ἀπαιτοῦσαν. Κανένας δὲν ὑποχωροῦσε γιὰ τὸ ἄλλο. Ἡ χαρὰ ποὺ γέμισε τὶς καρδιὲς μὲ τὴν εὕρεση τοῦ λειψάνου, χάθηκε γιὰ μία στιγμὴ καὶ τὴ θέση της πῆρε μία ζωηρὴ συζήτηση, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἐπικίνδυνη φιλονικία. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη μιὰ πρόταση ποὺ ρίχτηκε ἀπὸ κάποιο ἔδωκε τὴ διέξοδο καὶ τὴ λύση στὸ πρόβλημα ποὺ δημιουργήθηκε:
- Νὰ δώσουμε ἕνα βόδι τὸ ἕνα χωριὸ καὶ ἕνα βόδι τὸ ἄλλο. Νὰ τὰ ζέψουμε σ’ ἕνα ἁμάξι, στὸ ὁποῖο νὰ βάλουμε τὸ ἅγιο λείψανο κι ὅπου σταματήσουν τὰ βόδια, ἐκεῖ νὰ κτίσουμε ἕνα ναὸ καὶ νὰ τὸ ἀποθέσουμε, εἶπε ἡ φωνή.
Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Τὰ βόδια ἔσυραν τὸ ἁμάξι καὶ σταμάτησαν στὴν Κώμη Κεπήρ. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε τὸ ἅγιο λείψανο καὶ βρίσκεται μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ θυμίζει σ' ὅλους τὴ δύναμη τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἠθικῆς καθαρότητας, τὴν ἀνυπέρβλητη δύναμη τῆς ἀρετῆς.
Τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἠθικὴ καθαρότητα, τὴν ἀρετὴ μὲ μία λέξη καλεῖται νὰ κάμει βίωμα καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Τὸ ἀπαιτεῖ ἡ ἔξοδός μας ἀπὸ τὴ συμφορὰ καὶ τὸν ὄλεθρο στὸν ὁποῖο μᾶς ἔχουν ρίξει οἱ καταχρήσεις καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ καιροῦ μας. Τὸ ζητᾶ ἡ εἰρηνικὴ ζωὴ ποὺ νοσταλγοῦμε ὅλοι μας. Τὸ θέλει αὐτὸ τοῦτο τὸ συμφέρον μας. Γιατί ὅπως πολὺ σοφὰ τονίζει ὁ μεγάλος τῆς ἐρήμου ἀσκητής, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἅγιός μας μὲ τὸ παράδειγμά του, «ὁ μὲν πλοῦτος καὶ συλᾶται καὶ ὑπὸ τῶν δυνατωτέρων ἁρπάζεται, ἡ δὲ ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, μόνη ἐστι κτῆσις ἀσφαλὴς καὶ ἀσύλητος καὶ μετὰ θάνατον σῴζουσα τοὺς κεκτημένους αὐτήν».
Ἀλήθεια! Μόνη αὐτὴ καὶ ὑψώνει καὶ σῴζει.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἡμᾶς τοὺς πιστῶς σοι κράζοντας, ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Νεοφύτου τοῦ ἐν Κύπρῳ Ἐγκλείστου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐνεργείᾳ, χάριν βλύζουσι, τῇ Ἐκκλησίᾳ, τὰ ἱερά σου καὶ πάνσεπτα Λείψανα· ὅθεν τὴν τούτων γεραίροντες εὕρεσιν, θεοπρεπῶς σοι βοῶμεν Νεόφυτε· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν σεπτῶν λειψάνων σου τῇ ἀναδείξει, ἐκ τοῦ τάφου Ὅσιε, χαρᾶς πληρούμεθα πολλῆς, ἐν εὐφροσύνῃ βοῶντές σοι· χαίροις Ὁσίων τὸ κλέον Νεόφυτε.
Μεγαλυνάριον.
Ὄλβον ὡς πολύτικομ ἀληθῶς, σοῦ τὸ θεῖον σκῆνος, ἡ Ἐγκλείστρα σου ἡ σεπτή, Πάτερ κεκτημένη, Νεόφυτε ὑμνεῖ σε, καὶ τούτου ἑορτάζει, τὴν θείαν εὕρεσιν.
Όσιος Ισαάκ ο Σύρος
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εορτασμού στο ελληνορθόδοξο ημερολόγιο.
Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας, τον όσιο Εφραίμ.
Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του.
Μάλιστα χτίστηκε στο Αγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου, σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου.
Από το βιβλίο «Ασκητικοί λόγοι. Αββάς Ισαάκ του Σύρου», Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας, διαβάζουμε:
Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ' άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.
Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο. Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.
Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.
Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.
Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, αλλά ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν' αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.
Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.
Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης· και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή.
Ο δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικός υπέμεινε.
Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποιός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος· Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.
Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»· στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»· αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης».
Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποιός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος· Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.
Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»· στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»· αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης».
Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ' υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»· για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.
Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αρετών ταις ακτίσι καταλαμπόμενος, της εν Χριστώ πολιτείας φωστήε πολύφωτος, θεοφόρε Ισαάκ ώφθης εν Πνεύματι, και κατευθύνεις ασφαλώς, σωτηρίας προς οδόν, διδάγμασι θεοπνεύστοις, τους ευφημούντας σε Πάτερ, ως του Χριστού θείον θεράποντα.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.
Τη ισαγγέλω πολιτεία σου, μακάριε, του Παρακλήτου ανεδείχθης θείον όργανον, Ισαάκ, και μοναζόντων τύπος εν πάσιν, αλλ' ως χάριτος της θείας ενδιαίτημα, χάριν αίτησαι ημίν και φως ουράνιον, τοις βοώσι σοι, χαίροις, Πάτερ θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ησυχίας θείος κανών, χαίροις μοναζόντων, ο διδάσκαλος ο σοφός, χαίροις ο παρέχων, τα πρόσφορα εκάστω, της χάριτος τω λόγω, Ισαάκ Όσιε.
Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αρετών ταις ακτίσι καταλαμπόμενος, της εν Χριστώ πολιτείας φωστήε πολύφωτος, θεοφόρε Ισαάκ ώφθης εν Πνεύματι, και κατευθύνεις ασφαλώς, σωτηρίας προς οδόν, διδάγμασι θεοπνεύστοις, τους ευφημούντας σε Πάτερ, ως του Χριστού θείον θεράποντα.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.
Τη ισαγγέλω πολιτεία σου, μακάριε, του Παρακλήτου ανεδείχθης θείον όργανον, Ισαάκ, και μοναζόντων τύπος εν πάσιν, αλλ' ως χάριτος της θείας ενδιαίτημα, χάριν αίτησαι ημίν και φως ουράνιον, τοις βοώσι σοι, χαίροις, Πάτερ θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ησυχίας θείος κανών, χαίροις μοναζόντων, ο διδάσκαλος ο σοφός, χαίροις ο παρέχων, τα πρόσφορα εκάστω, της χάριτος τω λόγω, Ισαάκ Όσιε.
Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος ὁ ποιμένας, Ἀλέξανδρος, Ἀλφειὸς καὶ Ζώσιμος τὰ ἀδέλφια, Νίκων, Νέων, Ἠλιόδωρος καὶ λοιπὲς Παρθένες καὶ Παιδιὰ οἱ Μάρτυρες
Eις τον Μάρκον
Ποιμὴν ὁ Μᾶρκος, Μᾶρκος, ὃν κτείνει ξίφος,
Ποιμὴν προβάτων, ὡς ὁ τῆς Γραφῆς Ἄβελ.
Εις τον Αλέξανδρον, Αλφείον και Ζωσίμον
Εἰσδύντες εἰς γῆν Μάρτυρες τρεῖς Κυρίου,
Ἐκεῖθεν ἐκδύνουσιν εἰς θείαν δρόσον.
Eις τον Nίκωνα, Nέωνα, και Hλιόδωρον.
Ἡλιόδωρος, Νίκων, ἀλλὰ καὶ Νέων,
Χριστοῦ κατ' ἐχθρῶν ἐκ ξίφους νίκη νέα.
Eις τας Παρθένους και Παίδας.
Τμηθέντα Παίδων καὶ Γυναικῶν μύρια,
Ὦ παῖ γυναικός, καὶ Θεέ, πλήθη δέχου.
Eις τον Μάρκον
Ποιμὴν ὁ Μᾶρκος, Μᾶρκος, ὃν κτείνει ξίφος,
Ποιμὴν προβάτων, ὡς ὁ τῆς Γραφῆς Ἄβελ.
Εις τον Αλέξανδρον, Αλφείον και Ζωσίμον
Εἰσδύντες εἰς γῆν Μάρτυρες τρεῖς Κυρίου,
Ἐκεῖθεν ἐκδύνουσιν εἰς θείαν δρόσον.
Eις τον Nίκωνα, Nέωνα, και Hλιόδωρον.
Ἡλιόδωρος, Νίκων, ἀλλὰ καὶ Νέων,
Χριστοῦ κατ' ἐχθρῶν ἐκ ξίφους νίκη νέα.
Eις τας Παρθένους και Παίδας.
Τμηθέντα Παίδων καὶ Γυναικῶν μύρια,
Ὦ παῖ γυναικός, καὶ Θεέ, πλήθη δέχου.
Ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ καὶ ἡγεμόνα τῆς Πισιδίας Μάγνου (290).
Ὁ Μᾶρκος ἦταν βοσκὸς προβάτων καὶ γέροντας. Ἐπειδὴ ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανός, βασανίστηκε φρικτὰ καὶ στάλθηκε στὴν Κλαυδιούπολη.
Ἐκεῖ κάλεσαν τρία ἀδέλφια, τὸν Ἀλέξανδρο, τὸν Ἀλφειὸ καὶ τὸν Ζώσιμο, ἀπὸ τὸ χωριὸ Κατάλυτο, γιὰ νὰ κατασκευάσουν χάλκινα δεσμὰ γιὰ τὸν Μᾶρκο. Ὅταν ὅμως ἄρχισαν νὰ τὰ κατασκευάζουν, ἔνιωσαν τὰ χέρια τους νὰ παραλύουν. Θαύμασαν γιὰ τὸ γεγονὸς καὶ ἀμέσως ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Τότε μαρτύρησαν μὲ φρικτὸ τρόπο, ἀφοῦ ἔριξαν στὸ στόμα τους βραστὸ μολύβι καὶ ἔπειτα τοὺς κάρφωσαν ἐπάνω σὲ πέτρα.
Τὸν δὲ Μᾶρκο, ἀφοῦ συνέχισαν νὰ τὸν βασανίζουν φρικτά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Τὸν ἴδιο θάνατο εἶχαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι Μάρτυρες, Ἠλιόδωρος, Νίκων καὶ Νέων, μαζὶ μὲ πολλὲς Παρθένες καὶ Παιδιά. Ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν στὴν τοποθεσία Μωρομίλιο.
Ὁ Μᾶρκος ἦταν βοσκὸς προβάτων καὶ γέροντας. Ἐπειδὴ ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανός, βασανίστηκε φρικτὰ καὶ στάλθηκε στὴν Κλαυδιούπολη.
Ἐκεῖ κάλεσαν τρία ἀδέλφια, τὸν Ἀλέξανδρο, τὸν Ἀλφειὸ καὶ τὸν Ζώσιμο, ἀπὸ τὸ χωριὸ Κατάλυτο, γιὰ νὰ κατασκευάσουν χάλκινα δεσμὰ γιὰ τὸν Μᾶρκο. Ὅταν ὅμως ἄρχισαν νὰ τὰ κατασκευάζουν, ἔνιωσαν τὰ χέρια τους νὰ παραλύουν. Θαύμασαν γιὰ τὸ γεγονὸς καὶ ἀμέσως ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Τότε μαρτύρησαν μὲ φρικτὸ τρόπο, ἀφοῦ ἔριξαν στὸ στόμα τους βραστὸ μολύβι καὶ ἔπειτα τοὺς κάρφωσαν ἐπάνω σὲ πέτρα.
Τὸν δὲ Μᾶρκο, ἀφοῦ συνέχισαν νὰ τὸν βασανίζουν φρικτά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Τὸν ἴδιο θάνατο εἶχαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι Μάρτυρες, Ἠλιόδωρος, Νίκων καὶ Νέων, μαζὶ μὲ πολλὲς Παρθένες καὶ Παιδιά. Ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν στὴν τοποθεσία Μωρομίλιο.
Οἱ Ἅγιοι Καλλίνικος καὶ Εὐστάθιος ὁ Ρωμαῖος οἱ Μάρτυρες
Ῥωμαῖός ἐστιν, ἀλλὰ καὶ ῥωμαλέος.
Ὁ Μάρτυς Εὐστάθιος, ἄθλων πρὸς ξίφος.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, μᾶλλον στὴν Ρώμη.
Ῥωμαῖός ἐστιν, ἀλλὰ καὶ ῥωμαλέος.
Ὁ Μάρτυς Εὐστάθιος, ἄθλων πρὸς ξίφος.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, μᾶλλον στὴν Ρώμη.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 30 Μάρτυρες
Ἔξαρχον Ἀλέξανδρον εἶχον τοῦ τέλους,
Τμηθέντες ἄνδρες, ὧν ἀριθμὸς τρισδέκα.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
(Μᾶλλον πρόκειται περὶ ἐπαναλήψεως τοῦ ἰδίου μάρτυρα μὲ αὐτὸν ποὺ μαρτύρησε μὲ τοὺς Μᾶρκο, Ἀλφειό, Ζώσιμο κλπ.).
(Μᾶλλον πρόκειται περὶ ἐπαναλήψεως τοῦ ἰδίου μάρτυρα μὲ αὐτὸν ποὺ μαρτύρησε μὲ τοὺς Μᾶρκο, Ἀλφειό, Ζώσιμο κλπ.).
Σύναξη των Οσιομαρτύρων και Οσίων των εν τη Ιερά Μονή Παναγίας Καλυβιανής
Οι Όσιοι αυτοί διέλαμψαν στην Ιερά Μονή Καλυβιανής, κατά τούς δυσχειμέρους καιρούς της Ενετικής και Οθωμανικής κατοχής της Κρήτης. Εμφανίστηκαν σε πολλούς διηγούμενοι τον βίο και την εν Χριστώ τελείωσή τους.
Το 1993 μ.Χ. στον αύλειο χώρο της Ιεράς Μονής ξεράθηκε ένα κυπαρίσσι το οποίο έπρεπε να κοπεί για λόγους ασφαλείας. Όταν έγινε η εκρίζωση του δένδρου βρέθηκαν τάφοι και λείψανα τα οποία απέπνεαν ευωδία. Τότε πλήθυναν τα σημεία της εμφανείας τους σε μοναχές, ευσεβείς χριστιανούς, εργάτες, τεχνίτες και προσκυνητές από την Κρήτη και εκτός αυτής.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2008 μ.Χ. ο Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριος καθαγίασε κατά την Θεία Λειτουργία την Ιερά Εικόνα των Οσιομαρτύρων και Μαρτύρων και καθιέρωσε την εορτή της συνάξεώς των. Στις 28 Σεπτεμβρίου 2012 μ.Χ. εγκαινίασε τον Ιερό Ναό των Οσιομαρτύρων και Μαρτύρων και του Οσίου Χαραλάμπη, δίπλα στον οποίο βρέθηκαν οι τάφοι.
Τα λείψανά τους, βρύουν ιάσεις.
Το 1993 μ.Χ. στον αύλειο χώρο της Ιεράς Μονής ξεράθηκε ένα κυπαρίσσι το οποίο έπρεπε να κοπεί για λόγους ασφαλείας. Όταν έγινε η εκρίζωση του δένδρου βρέθηκαν τάφοι και λείψανα τα οποία απέπνεαν ευωδία. Τότε πλήθυναν τα σημεία της εμφανείας τους σε μοναχές, ευσεβείς χριστιανούς, εργάτες, τεχνίτες και προσκυνητές από την Κρήτη και εκτός αυτής.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2008 μ.Χ. ο Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριος καθαγίασε κατά την Θεία Λειτουργία την Ιερά Εικόνα των Οσιομαρτύρων και Μαρτύρων και καθιέρωσε την εορτή της συνάξεώς των. Στις 28 Σεπτεμβρίου 2012 μ.Χ. εγκαινίασε τον Ιερό Ναό των Οσιομαρτύρων και Μαρτύρων και του Οσίου Χαραλάμπη, δίπλα στον οποίο βρέθηκαν οι τάφοι.
Τα λείψανά τους, βρύουν ιάσεις.
Όσιοι Σπυρίδων και Νικόδημος «οι εν τω σπηλαίω»
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο των Ρώσων Οσίων. Η μνήμη τους επαναλαμβάνεται στις 31 Οκτωβρίου και την Κυριακή των Απόκρεω.
Άγιος Βιασεσλάβος Πρίγκιπας της Τσεχίας
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου