ΜΕΡΟΣ 1ον
Κείμενα
Ι. Καποδίστρια 1806-1831
περί
ιδιογενούς εκπαίδευσης και εθνικής ανεξαρτησίας.
γράφει και ανθολογεί ο Ιωάννης Δ. Παπακωνσταντίνου
Τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας παραθέτουν σε πρώτη δημοσίευση
ολόκληρο το βαρυσήμαντο άρθρο-ανθολογία περί τής
εθνικά κρίσιμης και πάντα επίκαιρης παρακαταθήκης τού Μεγάλου Εθνάρχου Ιωάννου Καποδίστρια για μια Δημόσια Εκπαίδευση αντάξια της τεράστιας και κοσμογονικής
πολιτισμικής κληρονομιάς των Ελλήνων. Τα ανθολογούμενα (33) κείμενα του Καποδίστρια —που εδώ και δύο αιώνες μάς δείχνουν
και φωτίζουν τον ΜΟΝΑΔΙΚΟ δρόμο για την πραγματική ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ των Ελλήνων και την
βιώσιμη ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ τής Νεότερης Ελλάδος— αποδίδονται παρακάτω προσαρμοσμένα στο MONOTONIKO σύστημα. Όσον αφορά στα
πρωτότυπα κείμενα στο ΠΟΛΥTONIKO, καθηγητές και ιστοριογράφοι
μπορούν εδώ να διαβάσουν ή
και να αποκτήσουν το άρθρο σε αρχείο pdf δωρεάν (free downloading), με τα
ανθολογούμενα κείμενα του Καποδίστρια στο ΠΟΛΥTONIKO, με συναφή βιβλιογραφία και με
τους κανόνες τής γλώσσας τού κειμένου, στο ακαδημαϊκό
site τού συγγραφέα.
Πριν από δύο αιώνες, ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος Κυβερνήτης και
πραγματικός Εθνάρχης τής Νεωτέρας Ελλάδος, διετύπωσε επιγραμματικά στην
αυτοβιογραφία του τήν μείζονα εθνική πρόκληση, που η ελεύθερη πλέον Ελλάδα
έμελλε να αντιμετωπίσει τότε και έκτοτε, επί λέξει ως εξής:
“Ως Έλλην οφείλω μόνον εκείνην τήν
ελευθερίαν να επιθυμώ, ήν οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει διά τών ιδίων των δυνάμεων και διά τής
προηγουμένης προόδου των εις τόν αληθή
πολιτισμόν...”
Πώς όμως επακριβώς εννοιολογούσε ο Καποδίστριας
τόν “αληθή πολιτισμόν”;
Γιατί μάλιστα εκείνος ο Μεγάλος Έλληνας
θεωρούσε ότι ένας τέτοιος (“αληθής”)
πολιτισμός αποτελούσε μία εκ τών δύο θεμελιωδών προϋποθέσεων για τήν πραγματική
ελευθερία τών Ελλήνων και για τήν βιώσιμη ανεξαρτησία τής Ελληνικής
Πολιτείας;
Κατ’ εννοιολογική δε αντιπαράθεση, ποιός είναι
ο “ψευδής” πολιτισμός, ο οποίος σύμφωνα με τον Καποδίστρια όχι μόνον αντιτίθεται προς ζωτικά εθνικά
συμφέροντα τής Ελλάδος, αλλά επί πλέον απειλεί
και αυτήν ταύτη τήν επιβίωση τού ελληνικού Γένους, και επομένως δεν συνάδει με τήν μεγαλοσύνη τών
Ελλήνων ως οικουμενικού έθνους;
2. “Σύμμετρος μάθησις”
Κατ' αρχήν, η ελληνική νεολαία θα μπορούσε να εμβαπτισθεί στον “αληθή πολιτισμόν” μόνον στο πλαίσιο ενός αποτελεσματικού συστήματος παιδείας (και
όχι απλώς εκπαίδευσης). Τήν διαφορά μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης,
ήτοι μεταξύ σφυρηλατήσεως ήθους
πολιτών και προσκτήσεως (χρηστικών-τεχνικών) γνώσεων αντίστοιχα, ο Καποδίστριας τήν συνοψίζει επιγραμματικά σε
επιστολή του προς τόν στενό του συνεργάτη σε θέματα Παιδείας Ανδρέα Μουστοξύδη, επί λέξει ως εξής:
“Τά σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως
φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής.”
Δηλαδή τό κατά Καποδίστρια ζητούμενο είναι η διά τής Παιδείας αγωγή τών νέων τής Ελλάδος σύμφωνα με τά
ελληνικά ήθη και τήν ελληνορθόθοξη παράδοση. Θεωρούσε ότι οι
όποιες τεχνικές γνώσεις είναι χρήσιμες ή και αναγκαίες, με τήν προϋπόθεση όμως
ότι η προτεραιότητα προσδίδεται στη διάπλαση ήθους και στη σφυρηλάτηση τής
εθνικής συνείδησης τών νέων σύμφωνα με τήν ελληνική
παράδοση, ήτοι με τά “ήθη ημών”
(και όχι ξενόφερτα “ήθη άλλων”),
όπως διατυπώνει σε επιστολή του τό 1827 προς τόν Μισαήλ Αποστολίδη, εφημέριο τότε στη Βιέννη και μετέπειτα καθηγητή
τού Πανεπιστημίου Αθηνών και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών:
“Άν η παρούσα γενεά δεν ενισχυθή δι’ ανθρώπων
μορφωθέντων εν αρίστω σχολείω, ιδίως
κατά τούς κανόνας τής αγίας ημών θρησκείας
και τών ηθών ημών, αμφιβάλλω ότι θα δυνηθή
να καταστή αξία τού προορι-σμού, όν φαίνεται ότι η Θεία Πρόνοια επιφυλάττει αυτή.”
Η έμφαση τήν οποία ο Καποδίστριας προσδίδει στη χριστιανική
ελληνορθόδοξη παράδοση, ως θεμελιώδη συνιστώσα μιας εθνικής Παιδείας, δεν είχε
τήν έννοια μιας μονομερούς θρησκευτικής αγωγής τών νέων τής Ελλάδος σε βαθμό
δηλαδή δογματικού φανατισμού ή και θρησκοληψίας. Απεναντίας μάλιστα. Ο
Καποδίστριας προσέβλεπε σε μια Παιδεία ισόρροπης αγωγής, διά “συμμέτρου μαθήσεως”, στο πλαίσιο τής οποίας οι νέοι τής Ελλάδος
θα διδάσκοντο ισορρόπως πρωτότυπα κείμενα τής Κλασικής Γραμματείας (αρχαίους
Φιλοσόφους και Τραγικούς), τήν Καινή Διαθήκη και Πατερικά κείμενα τής
Ελληνορθοδοξίας, όπως επίσης και νεωτερικές επιστημονικές ή και επιστημονικοφανείς
θεωρίες εκ τής Εσπερίας. Δηλαδή ο αντικειμενικός σκοπός τού Καποδίστρια ήταν τό
έθνος να παραμένει ενωμένο όχι μόνον επί τή βάσει πίστεως, αλλά
συνδυαστικά και επί τή βάσει γνώσεως, όπως ρητά και επιγραμματικά
προσδιόρισε στη β΄ επιστολή τήν οποία απέστειλε στις 6 Νοεμβρίου 1827 προς τόν Ανδρέα Μουστοξύδη, επί λέξει ως εξής:
“Τό πρώτιστον και ουσιωδέστατον τών χρεών τής ελληνικής κυβερνήσεως
είναι να προμηθεύση εις τό έθνος τήν
διδασκαλίαν τής πίστεως, υπάρχον αυτό
αφωσιωμένον μέν ομολογουμένως εις τήν εκκλησίαν
του, αλλ᾿ από αισθήματος απλού, και ειμή τολμηρόν ειπείν,
από εμφύτου ροπής.
Τήν δε σήμερον χρειάζεταί
τι περισσότερον, να ήναι δηλαδή ευσεβές και διά τού λογικού, ήτοι διά συμμέτρου
μαθήσεως, ότι άνευ τής επικουρίας ταύτης ούτε ο κλήρος θέλει δυνηθή να κατεπαλαίση
τούς νεωτερίζοντας περί τά τής πίστεως, ούτε η νεολαία να προφυλαχθή από τάς κενάς των απάτας.”
Η κατά Καποδίστρια εθνοενωτική
λειτουργία τής Παιδείας επομένως πραγματούται όταν η εκπαίδευση τών νέων
συντελεί στην ανάπτυξη τής ικανότητός τους προς συγκριτική ανάλυση και κριτική
σκέψη επί τή βάσει τών (Αριστοτελικών) κανόνων τής λογικής σύμφωνα με τά
κλασικά πρότυπα. Για τόν Καποδίστρια, αποτελούσε και αποτελεί επιτακτική εθνική
ανάγκη η διά τής Παιδείας αναβάθμιση τής παραδοσιακής “αφοσίωσης” τού έθνους εις τήν Ελληνορθόδοξη εκκλησία του όχι απλώς και μόνον “από
αισθήματος απλού ή από εμφύτου ροπής” αλλά και από εν γνώσει και επιγνώσει
“ευσέβεια και διά τού λογικού”. Θεμελιώδη κλασικά εκπαιδευτικά πρότυπα (ανάπτυξη
“τού λογικού”), αποτελούσαν τότε και έκτοτε τήν μοναδική
ασπίδα τού έθνους κατά διχονοιών ή και εμφυλίων σπαραγμών, στους οποίους απειλείτο
τό έθνος να καταβυθισθεί ή και καταβαραθρωθεί από εκάστοτε “νεωτερικές” επιστημονικές ή ψευδοεπιστημονικές
ξένες (δυτικογενείς) θεωρίες και “από τάς κενάς των απάτας”.
3. Διαχρονική Ιστορία
Η βαθιά πεποίθηση τού Καποδίστρια περί μιας εθνικής Παιδείας στην
οποία η θρησκευτική αγωγή θα διαδραματίζει κομβικό ρόλο για τήν διάπλαση τού
ήθους τών Ελλήνων ως ελευθέρων πολιτών και παράλληλα για τήν σφυρηλάτηση τού
εθνικού τους φρονήματος, όπως επίσης και για τήν εσαεί καταλαγή εμφυλιακών
διχονοιών, εδράζετο στην ιστορική του γνώση όσον αφορά στην διαδρομή τού Ελληνισμού
από την Άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως και έκτοτε. Ενδεικτικά, ο Καποδίστριας διετύπωσε
τόν εξής επακριβή εννοιολογικό ορισμό όσον αφορά στις λέξεις «Ελλάδα» και «Ελληνικόν έθνος» στην εποχή του, αποκρινόμενος
σε σχετική ερώτηση—επί λέξει εν μεταφράσει: “Τί πρέπει να εννοήσωμεν λέγοντες Ελλάδα σήμερον;”—σε συνέντευξή του προς τόν Άγγλο Ουΐλλμοτ Όρτον στο Παρίσι στις 3 Οκτωβρίου 1827, λίγες
δηλαδή ημέρες πριν τήν Ναυμαχία τού Ναυαρίνου και καθόν χρόνο ο Καποδίστριας
προετοίμαζε τήν κάθοδό του στην Ελλάδα για να ηγηθεί τού εθνοαπελευθερωτικού
αγώνος ως πρώτος Κυβερνήτης και Εθνάρχης τής Νεωτέρας Ελλάδος:
“Τό Ελληνικόν έθνος σύγκειται εκ τών ανθρώπων οίτινες από αλώσεως
τής Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες τήν ορθόδοξον πίστιν, και τήν γλώσσαν
τών πατέρων αυτών λαλούντες, και διέμειναν υπό τήν πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν τής εκκλησίας των, όπου ποτέ τής
Τουρκίας και αν κατοικώσι.”
Η ιστορική δε οπτική τού Καποδίστρια όσον αφορά στην επί αιώνες
δυναμική εξέλιξη τού ελληνικού έθνους κατά τήν Τουρκοκρατία, συνοψίζεται με ενάργεια
και με τόν πλέον επίσημο τρόπο, στην από 12 Δεκεμβρίου 1825 επιστολή του, τήν οποία
απέστειλε από τήν Γενεύη προς τήν Προσωρινή
Κυβέρνηση τής Ελλάδος—καθόν χρόνο δηλαδή η απελευθερωθείσα Ελλάδα σπαράσσετο
από εμφύλιες διαμάχες εν μέσω τής λαίλαπος τής αιγυπτιοαφρικανικής εισβολής
στην Πελοπόννησο—επί λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:
“Οι ειρημένοι [Τούρκοι], αφ᾿ ενός μέρους, παίζοντες αδιακόπως τά υλικά
συμφέροντα και όλα τά πάθη, άτινα συνακολουθούσιν εκείνα, διήρεσαν, εμόνωσαν
και ώπλισαν τούς πατέρες σας, τόν ένα κατά τού άλλου· αλλ' ούτοι [Έλληνες πατέρες σας] αφ᾿
ετέρου, ηνωμένοι διά τής εις Χριστόν και
εις τήν Αγίαν του Εκκλησίαν σταθεράς πίστεώς των, αντέτειναν εις τήν ολεθρίαν
μάστιγα εκείνων φυλάττοντες αγνάς τάς αρχάς
και τά ήθη, άτινα μόνα συνιστώσιν έν έθνος διά τής ενώσεως ανθρώπων τινων,
λέγω τήν θρησκείαν και δι᾿
εκείνης τήν γενικήν καταγωγήν του και τήν εκουσίαν υποταγήν του εις μίαν και τήν
αυτήν πνευματικήν κυριότητα.
Ισχυρά
η Ελλάς δι᾿ εκείνης τής απείρου
δυνάμεως, διήλθε τέσσαρας αιώνας διαφθοράς και παντοίων άλλων δυστυχημάτων, χωρίς να παύση ποτέ τού να σχηματίζη έθνος,
και να υποτάσσηται εις τούς ιερούς νόμους τού θείου νομοθέτου μας· καθότι έχουσα Εκκλησίαν, είχε πνευματικούς
ποιμένας, και εστηρίζετο εις τάς συμφοράς της διά τών παρηγοριών τού Ευαγγελίου· σχηματίζουσα
δε έθνος, είχεν άνδρας γενναίους εις
τά όρη της, διά να τήν υπερασπίζωνται, ομοίους
εις τάς νήσους της, διά να τήν αναδείξουν εις τόν εξευγενισμένον κόσμον πεπαιδευμένους, διά να τή διατηρώσι τάς
αναφοράς της με τήν παλαιάν εκείνην Ελλάδα,
τής οποίας τό πνεύμα έφερε τό φώς τών επιστημών εις τήν Ευρώπην.”
Το ως άνω κείμενο τού Καποδίστρια, όσον αφορά στον εθνοενωτικό και
εθνοπροσδιοριστικό ρόλο τής Ελληνορθοδοξίας επί Τουρκοκρατίας, αρκεί αυτό
καθεαυτό για να καταρρίψει άπαξ διά παντός τόν μύθο ή πλάνη ένιων ιστοριογράφων
ότι η «διαχρονική συνέχεια» τού ελληνικού έθνους είναι δήθεν σκόπιμη
επινόηση (ή και εθνικιστικό ιδεολόγημα) τού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, εθνικού ιστορικού τής Νεωτέρας Ελλάδος:
Ο Καποδίστριας συνέταξε τήν ως άνω επιστολή του προς τήν «Προσωρινήν Κυβέρνησιν τής Ελλάδος» τό 1825, ήτοι δεκαετίες πριν
ο Παπαρρηγόπουλος συγγράψει και εκδόσει τήν Ιστορία
τού Ελληνικού Έθνους. Επομένως μπορεί ευλόγως και βασίμως να λεχθεί ότι ο
Παπαρρηγόπουλος απλώς ανέδειξε, με τό μνημειώδες ιστορικό του έργο, τήν περί Ιστορίας τής Νεωτέρας Ελλάδος
παρακαταθήκη τού Καποδίστρια.
Επί πλέον, η ως άνω επιστολή είναι ενδεικτική τού ότι η
Καποδιστριακή ιστορική αναλυτική οπτική περί τού Ελληνικού έθνους επί
Τουρκοκρατίας, ήταν η διεθνώς τότε παραδεδεγμένη
και επικρατούσα ιστορική άποψη
στα διπλωματικά υψίπεδα τών Μεγάλων Δυνάμεων, δεδομένου μάλιστα ότι όταν ο
Καποδίστριας τήν συνέγραψε διατελούσε τύποις στην υπηρεσία τού Τσάρου ως επ'
αορίστω αδεία υπουργός Εξωτερικών τής Ρωσίας.
4. Ελληνόγλωσση Παιδεία
Προφανώς, η εθνική ελληνοχριστιανική αγωγή που επαγγέλλεται ο
Καποδίστριας έχει ως θεμελιώδη συνιστώσα τήν επαρκή διδασκαλία τής πατρογονικής
γλώσσης στους νέους τής Ελλάδος, ήτοι τής γλώσσης τής κλασικής Γραμματείας, τής
Αγίας Γραφής και τών Πατερικών κειμένων. Προς τούτο όμως απαιτούνται διδάσκαλοι
με “έρωτα πρός τήν εθνικήν γλώσσαν”, κατά ρητή και επίσημη διατύπωση τού
Καποδίστρια, σε υπόμνημά του προς τόν Υπουργό Εξωτερικών τής Αγγλίας Λόρδο Κάστλερη, κατά τήν διάρκεια τού
Συνεδρίου τών Παρισίων τό 1815, επί λέξει ως εξής:
“Τό συμφέρον και η εθνική φιλοτιμία θα υποκινηθώσι εξ ίσου εάν
διδάσκαλοι διακεκριμένοι επί φιλοθρησκεία και έρωτι πρός τήν εθνικήν γλώσσαν εκλέγωνται μεταξύ τών Ελλήνων οίτινες
δικαίως υπολήπτονται εν τώ κόσμω τών
γραμμάτων και τών τεχνών.”
Το πόσο απόλυτος ήταν ο Καποδίστριας όσον αφορά στην ελληνική
γλώσσα ως ακρογωνιαίο λίθο τής Παιδείας για τούς Έλληνες, αναφαίνεται από τό παρακάτω
απόσπασμα επιστολής του, που απέστειλε από τήν Πετρούπολη τό 1811 προς τόν Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο:
“Ιδού Πανιερώτατε η δέησίς μου. Προστάξατε ως
νομοθέτης «όστις
γραικός πρός γραικόν γράψει εις διάλεκτον αλλογενών, κηρύττεται αλλογενής...» ”
Σε επίπεδο δε Ομογένειας, είναι ενδεικτική η επιρροή τής περί
Παιδείας παρακαταθήκης τού Καποδίστρια στην ελληνική Ομογένεια στη Μαριούπολη
(στην σημερινή Ουκρανία). Οι Έλληνες Ομογενείς τής Μαριουπόλεως—οι οποίοι μέχρι
τό 1819 ομιλούσαν μόνο στη Ρωσική—προσέφεραν στον Ιωάννη Καποδίστρια ένα
χρηματικό ποσό εις ένδειξη ευγνωμοσύνης για τήν υποστήριξη που τούς είχε παράσχει
ως Υπουργός Εξωτερικών τού Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄. Ο Καποδίστριας αποδέχθηκε τήν προσφορά
τους τότε εγγράφως, δι' επιστολής του (1819), με τόν εξής επί λέξει όρο:
“Κ α π ο δ ί σ τ ρ ι α ς
πρός τούς Έλληνες τής Μαριουπόλεως.
Δέχομαι τό χρηματικόν ποσόν, τό οποίον
προσφέρετε εις εμέ εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης, υπό τήν προϋπόθεσιν ότι θα καταθέσητε
αυτό διά παντός εις τινα Τράπεζαν και διά τών τόκων τού κεφαλαίου θα προσκαλέσητε
εις τήν υμετέραν πόλιν Έλληνα διδάσκαλον, όπως διδάσκη εις υμάς και τά τέκνα υμών
αποκλειστικώς τήν ελληνικήν γλώσσαν
εις σχολείον τό οποίον θα ιδρύσητε. Διότι αποτελεί εντροπήν να είσθε Έλληνες και να αγνοήτε τήν μητρικήν γλώσσαν, τήν ευγενεστέραν
τού κόσμου.”
Ο Καποδίστριας μάλιστα θεωρούσε ότι η επαρκής γνώση τής Ελληνικής
αποτελούσε θεμελιώδη προϋπόθεση που πρέπει να πληρούν όσοι διευθύνουν τά δημόσια
πράγματα τής χώρας (πολιτικοί εκπρόσωποι και διοικητικά στελέχη), όπως ρητά ο
ίδιος διατύπωσε σε επιστολή του προς τόν Υπουργό Εξωτερικών τής Αγγλίας Λόρδο Πάλμερστων στις 9 Ιουλίου 1831,
απαντών σε αιτιάσεις και αντιπολιτευτικές διαβολές διαφόρων Ελλήνων προκρίτων
και κοτσαμπάσιδων προς τήν Κυβέρνηση τής Αγγλίας —ότι δηλαδή ο Καποδίστριας δεν
τούς διόριζε, δήθεν αδίκως ή αντιδημοκρατικώς, σε διευθυντικές (υπουργικές)
θέσεις στην κυβέρνηση—επί λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:
“Επ᾿
αληθείας δε πώς οι πρόκριτοι ούτοι, γινόμενοι διευθυνταί τών πραγμάτων, ήθελαν
δυνηθή να ενεργήσωσι τήν εξουσίαν, μή έχοντες εν εαυτοίς τήν αναγκαίαν ικανότητα, στερούμενοι και τών ελαχίστων
γνώσεων, και τήν ιδίαν αυτών γλώσσαν μετριώτατα ειδότες γράφειν και αναγιγνώσκειν
! ”
5. Παιδεία αριστείας
Η ιδιαίτερη έμφαση τού Καποδίστρια στην ελληνορθόδοξη θρησκευτική
αγωγή, ως αναπόσπαστο μέρος μιας πραγματικά
εθνικής Παιδείας για μια πραγματικά
ανεξάρτητη Ελλάδα ελευθέρων πολιτών, ευθυγραμμίζεται και με τά τρία επαναστατικά
Συντάγματα—Επιδαύρου 1822, Άστρους 1823, Τροιζήνος 1827—στην προμετωπίδα απάντων
τών οποίων αναγράφεται εν προοιμίω ότι συνετάγησαν «Εν ονόματι τής Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος» (όπως ισχύει και με τό
τό παρόν Σύνταγμα τής Ελλάδος).
Επιπροσθέτως, οι αρχές τής αριστείας
και τής αξιοσύνης, στις οποίες ο
Καποδίστριας αναφέρεται σε κείμενά του—υποσημαίνων ρητώς τήν εθνική ανάγκη για “άριστα” σχολεία με “διακεκριμένους” διδασκάλους “οίτινες δικαίως υπολήπτονται εν τώ κόσμω τών γραμμάτων
και τών τεχνών”—ευθυγραμμίζεται
με τό θεμελιώδες περί αξιοσύνης άρθρο τών τριών
επαναστατικών Συνταγμάτων (Σύνταγμα Επιδαύρου 1822, άρθρο στ΄, κ.τ.λ.), τό οποίο ορίζει:
“Όλοι οι Έλληνες εις όλα τά αξιώματα και τιμάς έχουσι τό αυτό
δικαίωμα δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου.”
Αυτό τό άρθρο, «απ᾿ τά κόκκαλα βγαλμένο τών Ελλήνων τά ιερά»,
προσδιορίζει τήν αξιοκρατία ως
θεμελιώδη δημοκρατική αρχή για μια
λειτουργική, δικαία και επομένως βιώσιμη Πολιτεία, ήτοι για μια συνεκτική
κοινωνία, για μια πραγματική (και όχι
προσχηματική) δημοκρατία, και για μια ισχυρή και ανεξάρτητη Ελλάδα ελευθέρων
πολιτών (και όχι υπηκόων).
Είναι ενδεικτικό ότι ο Καποδίστριας χαρακτηρίζει σωρηδόν τούς
νέους που χρησιμοποιούν «πολιτικό» μέσο για να διορισθούν αναξιοκρατικώς σε
δημόσιες θέσεις, ως “δυστυχή νεολαία” και “απερίσκεπτον συρφετόν νεολαίας”, που στερείται “υγιούς ήθους” και “κακώς εξυπηρετεί τό κράτος”, εις βλάβην τών εθνικών συμφερόντων και τής μεγαλοσύνης τού Γένους,
επί λέξει ως εξής:
“Η δυστυχής νεολαία διδάσκεται μόνον πώς είναι δυνατόν να απολαμβάνη ελάχιστα κέρδη [μισθό].
Ο απερίσκεπτος ούτος συρφετός τής νεολαίας κακώς εξυπηρετεί τό κράτος, τό οποίον δεν αγαπά, διότι τήν θέσιν του οφείλει εις τόν προϊστάμενον [κομματικό μέσο θα λέγαμε σήμερα] και ουχί εις αυτό [το
κράτος]. Τουναντίον η Κυβέρνησις χάνει τό δικαίωμα να βραβεύη διά θέσεως τούς αξίους νέους, ικανούς να τήν εξυπηρετήσωσι και με υγιές τό ήθος. Είναι δε φανερόν ότι προκύπτει μεγάλη απογοήτευσις διά τούς καλούς νέους εκ τού περιέργου τούτου συστήματος... Εάν η κατάστασις εξακολουθήση, προτιμώτερον είναι οι πόροι οι διατεθέντες διά τήν εκπαίδευσιν να προορισθώσιν δι᾿
άλλον σκοπόν.”
Συνεχίζεται
«Τριβέλι Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου