Όσο
θυμούμαι και συλλογίζομαι το πέρασμα του αγίου Πορφυρίου απ’ τη ζωή
μας, εκτιμώ το πέρασμά του σαν ένα δώρο του Θεού παρατεταμένο προς το
λαό του· έτσι βεβαιώνομαι και για όλους τους αγίους ότι είναι ένας
θησαυρός δωρεών του Θεού, που και με πολύ λίγη θέληση μπορούν να μας
στηρίξουν τις καρδιές μας μέσα στους πειρασμούς της απογοήτευσης.
Κι
όταν μελετούμε τα συναξάρια των αγίων, διαπιστώνουμε ότι ο βίος του
καθενός προβάλλεται ειδικά στις ανάγκες και στις περιπέτειες της εποχής
του σαν ξεχωριστή απάντηση του Θεού στα ερωτήματα και τα προβλήματα των
ανθρώπων της κάθε εποχής.
Τους
ανθρώπους, που πήγαιναν κοντά του, δεν τους μετρούσε σαν άτομα ούτε
τους κατέτασσε σε ομάδες. Έβλεπε τον καθένα ως πρόσωπο με όλες τις
ιδιαιτερότητές του και τους θυμόταν. Διέβλεπε τα πάθη αλλά και τα
παθήματα των επισκεπτών του, και πολλές φορές πριν να τους δει ακόμα.
Συμπονούσε, παρηγορούσε, καθησύχαζε και θεράπευε τους ταλαιπωρημένους
ανθρώπους. Ακόμα συμβούλευε αλλά και μάλωνε συχνά. Μάλωνε με πραότητα
σχεδόν πάντοτε.
Κάποτε
τον επισκεφτήκαμε μαζί με τη γυναίκα μου, που την έβλεπε για πρώτη
φορά. Μόλις μπήκαμε στο καλυβάκι του και μας είδε, βάζει τις φωνές στη
γυναίκα μου:
«Άφησέ τα, κυρά μου, τα παιδιά σου, μην τα βασανίζεις· τά
‘φαγες τα καημένα. Θα σου φύγουνε». Εμείς μ’ ένα στόμα απολογηθήκαμε ότι
για να γίνουν καλά παιδιά τα πιέζουμε κι εκείνος συνέχισε με αυστηρό
ύφος:
«Εσείς να γίνετε καλύτεροι και να τα αφήσετε ήσυχα». Μετά ζήτησε
να του πούμε τα ονόματά τους με τη σειρά ηλικίας τους και ξαναζήτησε και
δεύτερη φορά να τα ονοματίσουμε.
«Γιατί ξαναζητάς τα ονόματά τους»,
ρώτησα εγώ υποψιασμένος. Κι εκείνος απήντησε: «Για να τα θυμούμαι, βρε…»
Έτσι ήξερα κι εγώ ότι τα θυμούνταν ο άγιος στις προσευχές του.
Ο
άγιος Πορφύριος είχε συνείδηση της ιερής αποστολής του μέσα στο λαό τού
Θεού και εκτιμούσε και κάθε άλλη προσπάθεια γι’ αυτόν τον σκοπό.
Θυμούμαι
ήταν Οκτώβρης του 1989 και η Πειραϊκή Εκκλησία, που μόλις είχε ιδρύσει
τον ραδιοφωνικό της σταθμό στα 91,2, έκανε την πρώτη εξωτερική της
μετάδοση από τον Παρνασσό στην πλατεία Καρύτση.
Μετέδιδε την παρουσίαση
του πρώτου μου εγχειριδίου «Τα κρυφά σχολειά», για τη διδασκαλία της
αρχαίας ελληνικής στα πρώτα τμήματα που σχηματίστηκαν από εθελοντές
μαθητές στους νάρθηκες των ιερών ναών.
Ο
άγιος Πορφύριος παρακολούθησε την ομιλία με ένα κασετοφωνάκι και
ενθουσιάστηκε υπερβολικά ίσως όχι από την ομιλία, αλλά οπωσδήποτε από
την πρωτοβουλία μας. Ιδιαίτερα ενθουσιάστηκε με τη λειτουργία του πρώτου
Εκκλησιαστικού Ραδιοφωνικού Σταθμού στην Ελλάδα.
Πήρε αμέσως τηλέφωνο
σπίτι μου, χωρίς να είμαι ακόμα εκεί, και βρήκε τη γυναίκα μου και
εξέφρασε τον θαυμασμό του. Η γυναίκα μου απ’ τη συγκίνησή της δεν
συγκράτησε σχεδόν τίποτε από τα λόγια του, ξαφνιάστηκε από τον
ενθουσιασμό του αγίου.
«Πραγματοποιήσατε», έλεγε, «το όνειρο του αγίου
Κοσμά του Αιτωλού, που ήθελε να μπορέσει να ανέβει στα σύννεφα κι από
‘κει να κηρύξει στο λαό του Θεού».
Τον
απασχολούσε τον άγιο η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και μου
πρότεινε να πάω κάποια μέρα, για να μου δείξει πώς να τα διδάσκω
καλύτερα και είμαι πλέον βέβαιος ότι νοερά με δίδαξε και με βελτίωσε,
παρ’ όλο που δεν ολοκληρώσαμε… Και αυτά έγιναν ενώ συσταίνονταν ο ίδιος
ως «πτυχιούχος» της Α’ Δημοτικού.
Από
τότε ένιωθα ότι με συνοδεύει και με παρακολουθεί στο πενιχρό διδακτικό
και κηρυκτικό μου έργο. Κάποια μέρα με κάλεσε ο πατήρ Βασίλειος
Τσιμούρης, εφημέριος του Ι. Ναού Αγίων Αναργύρων Καραβά, να τον
συνοδεύσω στο μοναστήρι του αγίου, για να τελέσουμε μαζί τον εσπερινό,
μετά από πρόσκληση των μοναζουσών.
Όταν
μπήκα στο μικρό ναό, που είναι ανάμεσα στα κελλιά, ένιωσα έντονη
συγκίνηση καθώς ανέπνεα τον αέρα που είχε αγιάσει ο άγιος με τις συχνές
ακολουθίες του μέσα σ’ αυτόν. Από τη συγκίνηση νόμιζα πως έτρεμα, αν δεν
έτρεμα πραγματικά. Κι ενώ εγώ τα είχα χαμένα, κάποιος με ειδοποίησε να
πάω στο ιερό βήμα.
Εκεί
ο πατήρ Βασίλειος μου πρότεινε να «πω δυό λόγια» στο μικρό εκκλησίασμα.
Έντρομος καθώς ήμουν είπα πως δεν είμαι σε θέση να μαζέψω τις σκέψεις
μου, τα είχα χαμένα.
Τότε ο πατήρ Βασίλειος ανοίγει μια κασέλα και
βγάζει από μέσα ένα φελόνιο και το ρίχνει επάνω μου, όπως ο πνευματικός
το πετραχήλι του στον εξομολογούμενο και έκανε μια σύντομη ευχή. Με μιας
η ταραχή μου σταμάτησε, γέμισα γαλήνη και αυτοκυριαρχία και τον άκουσα
να μου λέει:
– Τώρα βγες στην Ωραία Πύλη.
Κατάλαβα
ότι αυτό το φελόνιο ήταν του αγίου και δυναμώθηκα. Βγήκα στην Ωραία
Πύλη, εξακολουθώντας ν’ αμφιβάλλω αν θα έλεγα κάτι αξιόλογο.
Είδα όμως
από κάτω τις μοναχές να γράφουν στο μαγνητοφωνάκι τους την ομιλία μου κι
απ’ αυτό συμπέρανα ότι δεν έλεγα ανοησίες, όπως φοβόμουν.
Έτσι
αντιλήφθηκα ότι και μετά θάνατον ο άγιος είναι μαζί μας και μας
παρακολουθεί, γι’ αυτό τον επικαλούμαι σε κάθε δύσκολη ώρα σαν να τον
έχω μπροστά μου και συνειδητά το πιστεύω ότι τον έχω μπροστά μου.
Και
πιστεύω ότι βλέπει τα καμώματά μας, τους φόβους και τις λιποψυχίες μας
και θ’ αγανακτεί με την ανωριμότητά μας και θα λέει: «Τι φοβάστε, βρε
χαζοί;»
Κωνσταντίνος Γανωτής
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου