Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Εἶναι θαυμάσιο νὰ διαπιστώνῃ κανεὶς πόσο ὄμορφα συνταιριασμένα εἶναι στὴν Ἐκκλησία μας τὰ φυσικὰ μὲ τὰ πνευματικὰ γεγονότα καὶ μὲ πόση σύνεση καὶ σοφία ἀξιοποίησαν οἱ Πατέρες μας αὐτὴν τὴν σύνδεση στὴν ἑρμηνεία των.
Πράγματι, ὁ ἴδιος Θεός, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ποὺ σαρκώθηκε, γιὰ νὰ ἐνεργήσῃ μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ἴδιος, συγχρόνως, φρόντιζε καὶ γιὰ τὴν κάλυψη τῶν ὑλικῶν των ἀναγκῶν, ὅπως συνέβη μὲ τὸ πρῶτο κιόλας θαῦμα, στὴν Κανά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν χορτασμὸ τῶν πεντάκις χιλίων. Ὕστερα, μάλιστα, ἀπὸ ἄλλες θαυματουργίες, πρόσταζε νὰ δώσουν τροφὴ στὸν πρώην ἀσθενοῦντα, γιὰ νὰ δυναμώσῃ (Λουκ., η’ 56). Δικαίως, λοιπόν, ἀποκαλεῖται ὁ Χριστός «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν.»
Ὅσο γιὰ τὴν ἀντιστοιχία τῶν φυσικῶν μὲ τὰ πνευματικὰ γεγονότα, αὐτὴ εἶναι ἀπολύτως ξεκάθαρη στὴν Παραβολὴ τοῦ Σπορέως (Λουκ., η’ 5-15), ποὺ ἀναγιγνώσκεται στὴν Ἐκκλησία μας τὴν Δ’ Κυριακή τοῦ Λουκᾶ, σὲ μιὰ περίοδο ποὺ διενεργεῖται ἡ φυσικὴ σπορά. Εἶναι, μάλιστα, μιὰ περικοπὴ ποὺ ἐξηγεῖ ἀναλυτικὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, παρομοιάζοντας τὸν φυσικὸ γεωργὸ μὲ τὸν πνευματικό μας πατέρα, τὸν Θεό, ποὺ σπέρνει τὸν σπόρο του-τὸν λόγο Του- στὴν γῆ- τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.
«ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ.» (ὅ. π. 5). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (Migne P.G. τ. 57, σ. 463- 472), ἀναφέρει, χαρακτηριστικά, ὅτι ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε, λόγῳ τῶν ἁμαρτημάτων μας, νὰ εἰσέλθωμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, «ἐξῆλθεν» Ἐκεῖνος, κατ’ οἰκονομία, πρὸς ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πρώτη Του αὐτὴ «ἔξοδος» δὲν ἔχει ἐπικριτικὸ ἀλλὰ ἀγαπητικὸ χαρακτῆρα. Σκοπός τοῦ Κυρίου, σ’ αὐτὴν τὴν φάση, εἶναι νὰ καλλιεργήσῃ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, νὰ σπείρῃ τὸν λόγο Του, ὥστε νὰ τὸν ἀκούσουν οἱ ἄνθρωποι καί, ἀφοῦ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ διδασκαλία Του δὲν εἶναι λόγια ἀλλὰ «ῥήματα ζωῆς αἰωνίου» (Ἰωάν., στ’ 68), νὰ τὴν ἀκολουθήσουν, γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἐὰν δὲν ἀκούσουν, πῶς θὰ πιστεύσουν; (Ῥωμ., ι’ 14-15)
Ἔτσι, ἡ χρησιμοποίηση τῆς λέξεως «οἱ ἀκούσαντες» ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὑποδηλώνει ὅτι ὅλοι ἄκουσαν τὴν διδασκαλία Του, ἀσχέτως ἐὰν δὲν τὴν ἐφήρμοσαν ὅλοι. Κανείς, πλέον, δὲν μπορεῖ νὰ ῥίξῃ τὴν εὐθύνη στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν δική του ὀλιγωρία, τὴν ἀσυνέπειά του καὶ γενικῶς γιὰ τὶς δικές του ἀστοχίες (δηλ. ἁμαρτίες < ῥ. ἁμαρτάνω = σφάλλω, ξαστοχῶ).
Εἶναι, βεβαίως, λυπηρὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ὁ ἴδιος «σπόρος» ἔπεσε παντοῦ, σὲ ἕνα μόνον «ἔδαφος» εὐδοκίμησε, πράγμα ποὺ φανερώνει, ὅπως εἴπαμε, ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἀπευθύνεται, χωρὶς διάκριση, σὲ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων, σὲ ὅλες τὶς ψυχές, δὲν εἶναι, ὅμως, ὅλες κατάλληλες πρὸς καλλιέργεια καὶ γονιμοποίηση.
Ὁ Κύριος διακρίνει τρεῖς τέτοιες ἀτυχεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων, ποὺ δὲν εὐτύχησαν νὰ δοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ καρπίζῃ μέσα των. Ἡ πρώτη κατηγορία εἶναι «οἱ παρὰ τὴν ὁδόν», ἐκεῖνοι πού, ἐνῶ ἄκουσαν, ἐν τούτοις ἄφησαν τὸν λόγο Του νὰ πέσῃ κάτω, ἀδιαφόρησαν ἐπιδεικτικά, ἔτσι ὥστε ὁ λόγος νὰ μὴν μπῇ μέσα των, νὰ μὴν βρῇ κἂν τὸν στόχο του. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, ὁ μισό-καλος διάβολος ἔσπευσε νὰ ἁρπάξῃ ἀμέσως τὸν καλὸ τὸν λόγο, ποὺ ἔπεσε κάτω περιφρονημένος καὶ καταπατήθηκε, «ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν» (ὅ. π. 12)
Ἡ δεύτερη κατηγορία εἶναι «οἱ ἐπὶ τῆς πέτρας», «οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον», ἀλλὰ «οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται.» (ὅ. π. 13). Ἔτσι, καὶ σ’ αὐτὴν τὴν κατηγορία ἀνθρώπων, τοὺς ἐπιφανειακούς, τοὺς ἀσταθεῖς καὶ ὀλιγόπιστους ἢ καὶ σκληρόκαρδους, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀδυνατεῖ νὰ εὐδοκιμήσῃ, «διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἱκμάδα», ἐπειδὴ οἱ καρδίες των δὲν ἔχουν πείνα οὔτε δίψα γιὰ τὸν Κύριο, «ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων.»
Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη κατηγορία: «οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες καί, ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι, συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι.» (ὅ. π. 14). Οὔτε καὶ σ’ αὐτοὺς βλαστάνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, διότι πνίγεται ἀπὸ τὰ ἀγκάθια, τὶς -περιττές- μέριμνες τοῦ βίου γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὅλο καὶ περισσοτέρων ἀγαθῶν καὶ γιὰ τὴν ἀπόλαυση ὅλο καὶ μεγαλυτέρων ἡδονῶν. Ὁ Κύριος, βεβαίως, δὲν μᾶς συνέστησε νὰ μένωμε ἀδρανεῖς ἢ ἀπαθεῖς γιὰ τὸ καλό, ἀντιθέτως, μάλιστα, μᾶς προέτρεψε νὰ ἐπιζητοῦμε πρῶτον «τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» καὶ νὰ ἔχωμε ἐμπιστοσύνη ὅτι «ταῦτα πάντα -ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ἀγαθά- προστεθήσεται ἡμῖν» (Ματθ., στ’ 33), διότι γιὰ ἐμᾶς τὰ ἔδωσε τὰ ἀγαθά Του ὁ Κύριος, γιὰ νὰ κάνωμε, ὅμως, συνετὴ χρήση καὶ ὄχι κατάχρηση.
Τελικά, γιὰ νὰ εὐδοκιμήσῃ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτεῖται «καλὴ καὶ ἀγαθὴ γῆ», πρόσφορο ἔδαφος, γιὰ νὰ καλλιεργηθῆ ἐπιμελῶς, ὦτα εὐήκοα καὶ πρόθυμα νὰ ἐφαρμόσουν ὅ τι ἀκοῦν. Δὲν ἀρκεῖ, ὅμως, μόνον αὐτό: Χρειάζεται καὶ μιὰ δεύτερη καὶ πολὺ βασικὴ προϋπόθεση, ποὺ συνήθως μᾶς διαφεύγει: ἡ ὑπομονή. Δὲν εἶναι, ἄλλωστε, τυχαῖος ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται.» (Ματθ., κδ’ 13). Κανένας σπόρος δὲν βλαστάνει ἀμέσως, χρειάζεται χρόνος μακρὺς καὶ κόπος πολύς, καὶ ἐπὶ πλέον διαρκὲς πότισμα, γιὰ νὰ αὐξηθῇ, ποὺ σημαίνει ἄφθονα δάκρυα μετανοίας γιὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν σωτηρία μας.
Ἐπειδή, βεβαίως, ὁ καλός γεωργός, ὁ Κύριός μας, γνωρίζει τὶς ἀνθρώπινες δυσκολίες καὶ ἀδυναμίες, γι’ αὐτὸ μακροθυμεῖ. Παράλληλα, ὅμως, ἐπικρίνει τὴν ὀλιγωρία καὶ τὴν πονηρία τῶν «δούλων» Του (Ματθ., κε’ 24-28) καὶ μᾶς καλεῖ σὲ ἐγρήγορση, ὥστε ὁ καθένας νὰ αὐξήσῃ τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεὸς καὶ νὰ καρποφορήσῃ «ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα.» (Ματθ. ιγ’ 23).
Ἐξ ἄλλου, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἐκτιμᾶ, πάνω ἀπ’ ὅλα, τὴν φιλότιμη –μακάρι- προσπάθειά μας καὶ ἐπιθυμεῖ ὅλοι μας νὰ αἰσθανώμαστε ἐμπιστοσύνη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ πρόσωπό Του, ὅπως νοιώθει «ὁ υἱός» τῆς Βασιλείας Του καὶ ὄχι φόβο γιὰ τιμωρία, ὅπως νοιώθει «ὁ δοῦλος» ἢ «ὁ μισθωτός». Μόνον «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Ἰωάν., Α’, δ’ 18).
Ἄλλωστε, ὁ Κύριος «οὐκ ἦλθε ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰωάν., γ’ 17). Γι’ αὐτό, πρῶτα ἔρχεται νὰ σπείρῃ καὶ ὕστερα θὰ ἔλθῃ νὰ θερίσῃ. Ὅπως ἀναφέρει καὶ πάλι ὁ Χρυσοῤῥήμων γιὰ τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως (Migne P.G. τ. 57, σ. 463- 472), «ἐξῆλθεν» ὁ ἀγαθὸς Θεός, ὄχι γιὰ νὰ ξεῤῥιζώσῃ ἀγκάθια, οὔτε νὰ καταστρέψῃ τοὺς ἄκαρπους ἀγρούς, ἀλλὰ γιὰ νὰ σπείρῃ πλουσιοπάροχα, ὥστε ὅλοι νὰ ἐπωφεληθοῦν ἀπὸ τὴν σπορὰ τοῦ λόγου Του. Δὲν θερίζει ὁ Κύριος «ὅπου οὐκ ἔσπειρε», ζητάει, ὅμως, δικαίως νὰ δρέψῃ τοὺς καρποὺς τῆς σπορᾶς Του (Ματθ., κε’ 14-30).
Ὅσο γιὰ μᾶς, ἐὰν θέλωμε νὰ ἀποδώσωμε καρπούς, ἂς σπεύσωμε νὰ ἀκούσωμε τὸν σωτήριο λόγο Του, τὸν μόνον ποὺ ἔχει τὴν δύναμη νὰ μᾶς ἀναγεννήσῃ πραγματικὰ καὶ ὁλοκληρωτικά, ὥστε νὰ μὴν παραμένωμε οὔτε ἀδιάφοροι, σὰν τὴν πρώτη κατηγορία ἀνθρώπων, οὔτε ἄπονοι καὶ σκληρόκαρδοι, σὰν τὴν δεύτερη, οὔτε, τὸ χειρότερο, ἐγκλωβισμένοι μονίμως μέσα στὰ μύρια πάθη μας, καὶ κυρίως στὴν φιλαυτία, τὴν φιλαργυρία καὶ τὴν φιληδονία﮲ ἀκόμη δὲ χειρότερα, νὰ μὴν παραμένωμε πεισματικὰ ἀμετανόητοι. Ὁ Κύριος, παρά ταῦτα, δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς ἐνσπείρῃ τὸν φόβο ἢ τὴν ἀπελπισία γιὰ τὸν χαμό μας, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μᾶς τιμωρεῖ ἐξ ἀρχῆς γιὰ τὴν ἀμέλεια, τὴν ἀσπλαγχνία καὶ τὴν πολυπραγμοσύνη μας, ἀλλὰ μᾶς δίνει συνεχῶς εὐκαιρίες γιὰ καθολικὴ μετάνοια καὶ σωτηρία.
Ἀντί, ἑπομένως, νὰ φοβώμαστε τὸν Κύριο, ποὺ δὲν ἐξέρχεται -ἀκόμη- ὡς αὐστηρὸς κριτής, ἀλλὰ ὡς καλὸς παιδαγωγός, προτιμώτερο θὰ ἦταν νὰ μᾶς φόβιζε περισσότερο ὁ κακός μας ἑαυτὸς καὶ νὰ μᾶς ἀπασχολοῦσε σοβαρότερα τὸ θέμα τῆς σωτηρίας μας. Ἐάν, ἐπὶ τέλους, πάρωμε ἐμεῖς τὴν ἀπόφαση νὰ κάνωμε τὸ πρῶτο καὶ ἀποφασιστικὸ βῆμα πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, τότε Ἐκεῖνος θὰ προσέλθῃ ἀμέσως ἀρωγὸς στὸν δύσκολο ἀγῶνα μας, διότι γνωρίζει ὅτι, χωρὶς τὴν ἐνίσχυσή Του, γρήγορα θὰ ἀπογοητευτοῦμε καὶ θὰ ἐγκαταλείψωμε κάθε προσπάθεια.
Μέχρι, λοιπόν, νὰ καρποφορήσῃ μέσα μας ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται διαρκὴς ἀγώνας, ἀνεξάντλητη ὑπομονὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὅταν, ὅμως, ἐπιτευχθῆ τὸ ποθητὸ ἀποτέλεσμα, τότε, ὦ τότε, κάθε λύπη, πικρία, ἀπογοήτευση ἢ στενοχωρία θὰ ἀποδειχθοῦν ἀσήμαντες μπροστὰ στὴν ἀπέραντη χαρὰ τῆς αἰωνίου συμβιώσεως μαζί Του. Ἀμήν. Γένοιτο!
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου