Ἦταν ὀρφανή ἀπό γονεῖς καί ἐργαζόταν ὡς ὑπηρέτρια σ᾽ ἕναν πονόψυχο Τοῦρκο. Τή νύχτα ἡ «Ἑλέναμπα» προσευχόταν πολλές ὧρες. Ὁ Τοῦρκος τήν ἄκουγε πού ἔλεγε στήν προσευχή της: «Νά πάρω καί αὐτουνοῦ τίς ἁμαρτίες». Προσευχόταν δηλαδή γιά ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Τοῦρκος ἔβλεπε νά ἔρχωνται πολλοί ἄνθρωποι νά τήν συμβουλευθοῦν καί κατάλαβε ὅτι ἔχει ἰδιαίτερη χάρη. Τήν εἶχε σέ μεγάλη ἐκτίμηση καί αἰσθανόταν ὅτι τόν βοηθᾶ ὁ Θεός γιά χάρη τῆς «Ἑλέναμπα». Σημείωνε ὁ ἴδιος τά γεγονότα καί τίς προφητεῖες της, γιατί ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἡ «Ἑλέναμπα» εἶχε χάρισμα προορατικό.
Τότε πολλούς Ἕλληνες τούς ἐπιστράτευαν στόν τούρκικο στρατό στά Τάγματα Ἐργασίας (Ἀμελέ Ταμπουροῦ) γιά πέντε μέ δέκα χρόνια μέ σκοπό τήν ἐξόντωσή τους. Δέν ἔδιναν σημεῖα ζωῆς καί οἱ οἰκογένειές τους ἀνησυχοῦσαν. Οἱ γυναῖκες πήγαιναν καί ρωτοῦσαν τήν «Ἑλέναμπα» ἂν ζοῦν ἤ ἄν ἔχουν σκοτωθῆ. Ἐκείνη γιά νά μήν ἀμφισβητήσουν ὅ,τι θά τούς ἔλεγε, πρῶτα περιέγραφε τόν ἄνδρα. Ἔλεγε π.χ.: «Ὁ ἄνδρας σου εἶναι ψηλός, ξανθός μέ μουστάκι». Πρόσθετε καί ἄλλα χαρακτηριστικά καί ὕστερα ἔλεγε ἄν πέθανε ἤ ἄν ζῆ ἤ πότε θά γυρίσει.