Μὲ ἔκσταση στέκεται πάντοτε ο ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναφωνεῖ: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε,…». Ὅσο περισσότερο, μάλιστα, θαυμάζει τὴν μεγαλωσύνη Του, ἄλλο τόσο συνειδητοποιεῖ τὴν δική του μικρότητα καὶ ἀδυναμία καὶ ζητάει τὴν βοήθεια τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ: «Πτωχὸς καὶ πένης εἰμί ἐγώ. Ὁ Θεὸς βοήθησόν μοι· βοηθός μου καὶ ῥύστης μου εἶ σύ, Κύριε» (Ψαλμός 69, στ. 6).
Ἔτσι καὶ ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ Εὐαγγελίου, παρὰ τὰ πολλά του ἀξιώματα καὶ τὰ ἀκόμη περισσότερα ὑλικά του ἀγαθά, συναισθάνεται τὴν ἀδυναμία του καὶ καταφεύγει στὸν Κύριο, γιὰ νὰ δώσῃ λύση στὸ «πρόβλημά» του.