Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 2015.
Βρισκόμασταν σὲ διακοπὲς στὴν βόρεια Ἑλλάδα.
Τὴν Κυριακὴ τὸ βράδυ 16 Αὐγούστου διανυκτερεύσαμε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο στὴν Περαία. Τὴν Δευτέρα εἴχαμε προγραμματίσει νὰ πᾶμε προσκύνημα στὴν Σουρωτὴ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Παϊσίου.
Φτάσαμε στὸ μοναστήρι κατὰ τὶς 10 π.μ. καὶ μετὰ λύπης μας βλέπουμε πὼς ἡ Ἱερὰ Μονὴ εἶναι ἡσυχαστήριο καὶ δέχονταν μόνο Τρίτη Πέμπτη Σάββατο προσκυνητές - ἐπισκέπτες. Κανένα ἄλλο αὐτοκίνητο δὲν βρισκόταν στὸν προαύλιο χῶρο. Μόνο ἕνα λεωφορεῖο διακρίναμε ψηλά, μέσα στὴ Μονή.
Ἀπογοήτευση καὶ θλίψη μᾶς κατέλαβαν...
Νὰ ἔρθουμε μέχρι ἐδῶ πάνω ἀπὸ τὴν νότια Ἑλλάδα καὶ νὰ μὴν ἀξιωθοῦμε τὴν εὐλογία;
Μπήκαμε στὸ αὐτοκίνητο νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ ξενοδοχεῖο καὶ νὰ παραμείνουμε ἄλλο ἕνα βράδυ γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὴν ἑπομένη. Δὲν εἴχαμε ἀπομακρυνθεῖ οὔτε μισὸ χιλιόμετρο καὶ συζητούσαμε τὸ πῶς θὰ τὸ κάναμε...
Πολλὲς σκέψεις καὶ δισταγμοὶ γιὰ τὸ πῶς ἕνα λεωφορεῖο βρισκόταν μέσα στὴν μονή.
Λίγα μέτρα πρὶν τὸ μοναστήρι εἴχαμε δεῖ ἕνα σπίτι καὶ μιὰ κυρία στὴν αὐλή.
Εἴπαμε νὰ γυρίσουμε νὰ ρωτήσουμε μήπως γνώριζε κάτι παραπάνω καὶ ἂν ἦταν σίγουρο πὼς θὰ τὰ καταφέρναμε τὴν ἑπομένη.
Ἔτσι ἐπιστρέψαμε στὴν Μονὴ καὶ ρωτήσαμε τὴν κυρία γιὰ τίς ὧρες λειτουργίας καὶ τὰ σχετικά...
Ἐν τῷ μεταξὺ ἄλλο ἕνα αὐτοκίνητο εἶχε παρκάρει καὶ τρεῖς ἄνδρες βρίσκονταν μέσα σὲ αὐτό. Ἡ κυρία μᾶς εἶπε νὰ μὴν φύγουμε καὶ πὼς μόλις βγεῖ τὸ λεωφορεῖο θὰ μπορούσαμε νὰ περάσουμε πρὶν κλείσει ἡ πόρτα καὶ πὼς εἶχε δεῖ ξανὰ κάτι ἀνάλογο.
Ἐκτός τοῦ ὅτι εἴμασταν σκεπτικοὶ στὸ πόσο σωστὸ ἦταν νὰ παραβοῦμε τὸ πρόγραμμα τοῦ ἡσυχαστηρίου, δὲν γνωρίζαμε ὅμως πόση ὥρα θὰ ἔκανε τὸ λεωφορεῖο νὰ φύγει μὴ γνωρίζοντας τί ὥρα εἶχε μπεῖ μέσα. Μήπως κάθονταν καὶ στὴν τράπεζα; Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ξέρει...
Παράλληλα ἔφτασαν δύο ἀκόμη αὐτοκίνητα μὲ προσκυνητὲς ἀπὸ τὰ Τρίκαλα. Μιὰ κυρία ἀπὸ τὴν παρέα τους εἶπε νὰ προσευχηθοῦμε ὅλοι, νὰ προσκυνήσουμε τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων τῆς εἰσόδου, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Ἅγιο νὰ μᾶς δεχτεῖ.
Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Δὲν πέρασαν οὔτε πέντε λεπτὰ καὶ ἡ κυρία τοῦ τελευταίου σπιτιοῦ μᾶς φώναξε:
«Ἑτοιμαστεῖτε, τὸ λεωφορεῖο ξεκίνησε!»
Μπήκαμε ὅλοι στὰ αὐτοκίνητά μας, εὐχαριστῶντας τὸν Ἅγιο γιὰ τὴν ἀπρόσμενα ἄμεση ἐξέλιξη. Τί εὐλογία ἦταν ἐκείνη;
Ὄχι μόνο ἀξιωθήκαμε τοῦ προσκυνήματος ἀλλὰ οἱ τρεῖς ἄνδρες στὸ δεύτερο αὐτοκίνητο ἦταν Σέρβοι μοναχοὶ καὶ διάβασαν καὶ τρισάγιο στὸν τάφο τοῦ ἁγίου.
Τὴν Κυριακὴ τὸ βράδυ 16 Αὐγούστου διανυκτερεύσαμε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο στὴν Περαία. Τὴν Δευτέρα εἴχαμε προγραμματίσει νὰ πᾶμε προσκύνημα στὴν Σουρωτὴ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Παϊσίου.
Φτάσαμε στὸ μοναστήρι κατὰ τὶς 10 π.μ. καὶ μετὰ λύπης μας βλέπουμε πὼς ἡ Ἱερὰ Μονὴ εἶναι ἡσυχαστήριο καὶ δέχονταν μόνο Τρίτη Πέμπτη Σάββατο προσκυνητές - ἐπισκέπτες. Κανένα ἄλλο αὐτοκίνητο δὲν βρισκόταν στὸν προαύλιο χῶρο. Μόνο ἕνα λεωφορεῖο διακρίναμε ψηλά, μέσα στὴ Μονή.
Ἀπογοήτευση καὶ θλίψη μᾶς κατέλαβαν...
Νὰ ἔρθουμε μέχρι ἐδῶ πάνω ἀπὸ τὴν νότια Ἑλλάδα καὶ νὰ μὴν ἀξιωθοῦμε τὴν εὐλογία;
Μπήκαμε στὸ αὐτοκίνητο νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ ξενοδοχεῖο καὶ νὰ παραμείνουμε ἄλλο ἕνα βράδυ γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὴν ἑπομένη. Δὲν εἴχαμε ἀπομακρυνθεῖ οὔτε μισὸ χιλιόμετρο καὶ συζητούσαμε τὸ πῶς θὰ τὸ κάναμε...
Πολλὲς σκέψεις καὶ δισταγμοὶ γιὰ τὸ πῶς ἕνα λεωφορεῖο βρισκόταν μέσα στὴν μονή.
Λίγα μέτρα πρὶν τὸ μοναστήρι εἴχαμε δεῖ ἕνα σπίτι καὶ μιὰ κυρία στὴν αὐλή.
Εἴπαμε νὰ γυρίσουμε νὰ ρωτήσουμε μήπως γνώριζε κάτι παραπάνω καὶ ἂν ἦταν σίγουρο πὼς θὰ τὰ καταφέρναμε τὴν ἑπομένη.
Ἔτσι ἐπιστρέψαμε στὴν Μονὴ καὶ ρωτήσαμε τὴν κυρία γιὰ τίς ὧρες λειτουργίας καὶ τὰ σχετικά...
Ἐν τῷ μεταξὺ ἄλλο ἕνα αὐτοκίνητο εἶχε παρκάρει καὶ τρεῖς ἄνδρες βρίσκονταν μέσα σὲ αὐτό. Ἡ κυρία μᾶς εἶπε νὰ μὴν φύγουμε καὶ πὼς μόλις βγεῖ τὸ λεωφορεῖο θὰ μπορούσαμε νὰ περάσουμε πρὶν κλείσει ἡ πόρτα καὶ πὼς εἶχε δεῖ ξανὰ κάτι ἀνάλογο.
Ἐκτός τοῦ ὅτι εἴμασταν σκεπτικοὶ στὸ πόσο σωστὸ ἦταν νὰ παραβοῦμε τὸ πρόγραμμα τοῦ ἡσυχαστηρίου, δὲν γνωρίζαμε ὅμως πόση ὥρα θὰ ἔκανε τὸ λεωφορεῖο νὰ φύγει μὴ γνωρίζοντας τί ὥρα εἶχε μπεῖ μέσα. Μήπως κάθονταν καὶ στὴν τράπεζα; Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ξέρει...
Παράλληλα ἔφτασαν δύο ἀκόμη αὐτοκίνητα μὲ προσκυνητὲς ἀπὸ τὰ Τρίκαλα. Μιὰ κυρία ἀπὸ τὴν παρέα τους εἶπε νὰ προσευχηθοῦμε ὅλοι, νὰ προσκυνήσουμε τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων τῆς εἰσόδου, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Ἅγιο νὰ μᾶς δεχτεῖ.
Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Δὲν πέρασαν οὔτε πέντε λεπτὰ καὶ ἡ κυρία τοῦ τελευταίου σπιτιοῦ μᾶς φώναξε:
«Ἑτοιμαστεῖτε, τὸ λεωφορεῖο ξεκίνησε!»
Μπήκαμε ὅλοι στὰ αὐτοκίνητά μας, εὐχαριστῶντας τὸν Ἅγιο γιὰ τὴν ἀπρόσμενα ἄμεση ἐξέλιξη. Τί εὐλογία ἦταν ἐκείνη;
Ὄχι μόνο ἀξιωθήκαμε τοῦ προσκυνήματος ἀλλὰ οἱ τρεῖς ἄνδρες στὸ δεύτερο αὐτοκίνητο ἦταν Σέρβοι μοναχοὶ καὶ διάβασαν καὶ τρισάγιο στὸν τάφο τοῦ ἁγίου.
Πήραμε λίγο χωματάκι ἀπὸ τὸν Τάφο του γιὰ εὐλογία, ἀγοράσαμε καὶ τὴν σειρὰ τῶν βιβλίων τῆς Μονῆς καὶ ἀναχωρήσαμε γεμᾶτοι χαρὰ καὶ δοξολογία γιὰ τὸν ἀγαπημένο μας Ἅγιο καὶ τὸ «λουκουμάκι» ποὺ μᾶς κέρασε.
«Πᾶνος»
Ευλογημένη Ρόη, πράγματι, σας άνοιξε ο Άγιος Παΐσιος την πόρτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέσα από αυτό το υπέροχο άρθρο σου, βλέπουμε την πρόνοια του Αγίου Τριαδικού Θεού μας.
Αυτή η πρόνοια οικονόμησε να γνωρίσω εσάς, μέσα από το ευλογημένο Ιστολόγιο σας.
Εύχομαι ο Άγιος Παΐσιος να σας ξανά κεράσει το (λουκουμάκι) και να βρεθείτε πάλι στα μέρη μας.
Για να έχουμε την ευλογία να σας ξαναδούμε από κοντά. Αμήν.