Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

Σάββας Ἠλιάδης: Ἑρμηνεῖες εἰς τούς ψαλμούς - Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (5)


«ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν» (Ψαλμὸς 7,15)
 
α). «ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικίαν»:
 
Τὸν ἀποστάτη τὸν γιό μου Ἀβεσσαλώμ, τὸν συνέλαβε ἡ ἀδικία, σὰν τὴν γυναῖκα ποὺ συλλαμβάνει τὸ ἔμβρυο στὴν ἐγκυμοσύνη καὶ γι᾿ αὐτὸ σκέφτηκε μὲ ἄδικο τρόπο, ὥστε νὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν βασιλεία, τὴν ὁποία μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός.
 
Μεταχειρίστηκε δὲ ὁ Δαβὶδ τὴν λέξη τῆς ὠδῖνος (ὠδίς- ὠδῖνος = οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ), δηλαδὴ τοῦ κοιλοπονήματος τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ δείξει πόσον πόνο καὶ πόση στενοχώρια δοκιμάζουν ὅσοι σκέφτονται νὰ ἀδικήσουν τὸν ἀδελφό τους, διότι αὐτοὶ πνίγονται ἀπὸ τὸν θυμό, σταματάει τὸ λογικὸ τους ἀπὸ τὴν ὀργή, βλάπτονται ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ δοκιμάζονται ἀπὸ ἄλλα μύρια κακά.
 
Ἐπίσης τοὺς καταπλακώνει ὁ φόβος, ἔχουν ἀγωνία καὶ μὲ δυὸ λόγια δὲν μποροῦν νὰ εἰρηνεύσουν μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ μόνο ὅταν ὁλοκληρώσουν καὶ κάνουν πράξη τοὺς λογισμοὺς αὐτούς, δηλαδή, ὅταν ἀδικήσουν. Ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς ἀδικίας πάλι δὲν ἐλευθερώνονται οἱ ἄθλιοι, διότι τοὺς ἐλέγχει καὶ τοὺς κατακρίνει ἡ συνείδησή τους.
 
Ὅπου λοιπὸν ἡ θεία Γραφὴ θέλει νὰ παρουσιάσει τὸν ἀνυπόφορο πόνο, τὸν παρομοιάζει μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πόνου τῆς κοιλιᾶς τῶν ἐγκύων γυναικῶν. Οἱ δυὸ λέξεις «ὀδύνη» καὶ «ὠδὶς» ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τὸ ρῆμα «οἰδαίνειν»*, δηλαδὴ αὐξάνεται, ἐπειδὴ ὅταν τὸ βρέφος γίνει ἐννέα μηνῶν δὲν ἀντέχει πλέον νὰ μένει μέσα στὴν κοιλιά, γι᾿ αὐτὸ προξενεῖ πολὺ δυνατοὺς πόνους στὴν ἔγκυο γυναῖκα, ζητῶντας νὰ βγεῖ ἔξω καὶ νὰ γεννηθεῖ.
 
Μὲ αὐτὸ τὸ παράδειγμα δείχνει ὁ Δαβὶδ ὅτι ἡ κακία δὲν εἶναι ἔμφυτη στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σπέρνεται ἀπὸ ἔξω καὶ αὐξάνεται καὶ ὑποβάλλει σὲ πολλοὺς πόνους ἐκείνους ποὺ τὴν ἔχουν.

*  κατὰ τὴν σύγχρονη ἐτυμολογία ἡ λέξη «ὠδὶς» παράγεται ἀπὸ τὴν λέξη «ὀδύνη», ἡ ὁποία ὅμως δὲν παράγεται ἀπὸ τὸ «οἰδαίνω» (οἰδάω, οἰδέω = φουσκώνω, πρήζομαι), ἀλλὰ μᾶλλον ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ «ἔδ-ω» (ἐσθίω, τρώγω), στὴν ὁποία συνυπάρχει καὶ ἡ ἔννοια τοῦ πόνου· ἢ ἀπὸ τὴν λέξη «δύη» (= ἄλγος, δυστυχία) καὶ τοῦ προθετικοῦ ο- (Σ.Ε).



β). «συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν»:
 
Στὰ φυσικὰ ἔμβρυα πρῶτα γίνεται ἡ σύλληψη, ἔπειτα ἀκολουθοῦν τὰ κοιλοπονήματα, ὅταν βέβαια τὸ ἔμβρυο μεγαλώσει. Ἐδῶ ὅμως ὁ Δαβὶδ ἀναφέρει πρῶτα τὸ κοιλοπόνημα καὶ μετὰ τὴν σύλληψη. Γιατί λοιπὸν τὸ εἶπε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, μὲ αὐτὴν τὴν σειρά;
 
Καὶ ἀπαντοῦμε πώς, ἐκεῖ μέν, στὰ φυσικὰ ἔμβρυα καὶ ἡ σύλληψη καὶ τὸ κοιλοπόνημα ἀναφέρονται στὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτὸ ἔμβρυο. Ἐδῶ ὅμως, στὴν περίπτωση τῆς ἁμαρτίας, σὲ ἄλλο πρᾶγμα ἀναφέρεται ἡ σύλληψη καὶ σὲ ἄλλο τὸ κοιλοπόνημα. Καὶ ἐρχόμαστε στὸ παράδειγμα: Ὁ Ἀβεσσαλὼμ πρῶτα κοιλοπόνησε τὴν ἀδικία ψυχικῶς, μὲ τὸ νὰ ὑπέφερε βαριὰ ἀπὸ αὐτὴν θυμώνοντας καὶ μάλιστα ἐπειδὴ δὲν εὕρισκε τὴν κατάλληλη στιγμὴ ὥστε νὰ διαπράξει τὴν ἀποστασία του. 
 
Ἔπειτα συνέλαβε τὸν πόνο, δηλαδὴ φορτώθηκε πάνω στὸν ψυχικὸ καὶ ἄλλον πόνο σωματικό. Διότι, ὅταν πάσχει ἡ ψυχή, συμπάσχει καὶ τὸ σῶμα. Δὲν πονοῦσε λοιπὸν μόνο ψυχικὰ ὁ Ἀβεσσαλώμ, ἀλλὰ πονοῦσε καὶ στὸ σῶμα, μέχρις ὅτου «γέννησε» τὴν ἀνομία τῆς ἀποστασίας. Καὶ ἀληθινά, ἔκανε μιὰ ἄτιμη πράξη, μὲ τὸ νὰ ἀτιμάσει τὸν πατέρα του, νὰ τὸν διώξει καὶ νὰ μιάνει τίς παλλακίδες του.
 
Μερικοὶ ἑρμηνευτὲς κάνουν πιὸ σύντομη ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ στίχου. Δίνουν δηλαδὴ στὴν μὲν ὠδίνη καὶ τὸ κοιλοπόνημα τὴν ἔννοια τῆς σκέψης καὶ τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ τοῦ Ἀβεσσαλὼμ γιὰ τὴν ἀποστασία, στὴν σύλληψη δὲ τὸ τέλος καὶ τὴν ὁλοκλήρωση αὐτοῦ τοῦ λογισμοῦ.
 
Ἢ μπορεῖ νὰ νοηθεῖ καὶ ἀλλιώς· ὅτι ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἀφοῦ κοιλοπόνησε πρῶτα καὶ ἔπαθε πολλὰ ἀπὸ τὸν λογισμὸ τῆς ἀποστασίας καὶ μὴ ὑποφέροντάς τον, συνέλαβε ἐκ νέου ἄλλον λογισμὸ γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, ὁ ὁποῖος λογισμὸς μετατράπηκε σὲ πόνο καὶ δεύτερο κοιλοπόνημα.
 
Λέγει δὲ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὡς πρὸς τὴν φυσικὴ τάξη τῶν πραγμάτων, φαίνεται πὼς αὐτὸ ποὺ λέει εἶναι συγκεχυμένο, ἐπειδὴ αὐτὲς ποὺ κυοφοροῦν πρῶτα συλλαμβάνουν, ἔπειτα κοιλοπονοῦν καὶ τελευταῖα γεννοῦν. Ἐδῶ ὅμως πρῶτα βάζει τίς ὠδῖνες, ἔπειτα τὴν σύλληψη καὶ μετὰ τὸν τοκετό.
 
Ἐδῶ ὅμως ἡ σύλληψη ἀναφέρεται στὴν καρδιὰ καὶ ἐκεῖ γίνεται μὲ τρόπο πάρα πολὺ ἔντονο καὶ φανερό, διότι οἱ ἀλόγιστες ὁρμὲς καὶ ἐπιθυμίες τῶν ἀκολάστων ἀλλὰ καὶ οἱ μανιώδεις καὶ ὑπερβολικὰ ἀσυγκράτητες ἐπιθυμίες ὀνομάστηκαν ὠδῖνες, ἐπειδὴ μὲ ὀξύτητα καὶ πόνο εἰσέρχονται στὴν ψυχή. Μπροστὰ δὲ σὲ μιὰ τέτοια ὁρμητικὴ ἐπίθεση, αὐτὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ κυρίαρχος καὶ νικητὴς στὶς πονηρὲς ὑποβολές, συλλαμβάνει τὸν πόνο καὶ αὐτὸς ποὺ διεγείρει μέσα στὴν καρδιά του τὴν κακία, γεννᾷ τὴν ἀνομία μὲ τὴν διάπραξη τῶν πονηρῶν πράξεων».
 
Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνική - Ἐπιμέλεια:
Σάββας Ἠλιάδης - ΑΜΑΣΕΥΣ
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου