Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Ἐπίσκ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης: Πῶς νά παρηγορηθοῦμε στίς θλίψεις (Μέρος 1ο)

 

Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη
«Πῶς νὰ παρηγορηθοῦμε στὶς θλίψεις» ΕΔΩ

Ἀναζήτησι τῆς εὐτυχίας
 
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀγαπητοί μου, μαῦροι, ἄσπροι, κόκκινοι, ὅλων τῶν χρωμάτων, ὁπουδήποτε καὶ ἂν κατοικοῦν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν ἕνα πρᾶγμα. Ποθοῦν μὲ φλογερὴ καρδιά, κοπιάζουν, ἀγωνίζονται, ἱδρώνουν, ἔχοντας ὅλοι ὡς στόχο τῶν ἐνεργειῶν των καὶ τῶν πράξεών των ἕνα ἰδανικό· τὴν εὐτυχία. Ὅλοι ἐπιθυμοῦν τὴν εὐτυχία.
 
Δηλαδή, τί θὰ πῆ εὐτυχία; Μία ζωὴ χωρὶς πόνο, μιὰ ζωὴ χωρὶς δάκρυ, μιὰ ζωὴ εὐτυχισμένη. Ἀλλὰ ἐνῶ αὐτὸς εἶναι ὁ ζωηρός, ὁ ἀκατάπαυστος, ὁ μεγάλος, ὁ ἀσίγητος, ὁ αἰώνιος πόθος πάσης ἀνθρωπίνης καρδιᾶς, ἐνῶ λέγω ὅτι ὁ πόθος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ εὐτυχία, ἐν τούτοις ἡ εὐτυχία εἶναι σὰν ἕνα πουλὶ ἄπιαστο· ποὺ τὸ κυνηγοῦν ὅλοι οἱ κυνηγοί, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ τὸ πιάσουν.
 
Ποῦ εἶναι ἡ εὐτυχία;
 
Ποῦ εἶναι αὐτὴ ἡ εὐτυχία; Ἂς κάνουμε ἕνα νοερὸ ταξίδι ἐπάνω στὸν πλανήτη μας. Ἂς ταξιδεύσουμε Ἀνατολή, Δύσι, Βορρᾶ, Νότο. Ἂς προχωρήσουμε πάνω στὶς χιονισμένες κορυφές, ἂς κατεβοῦμε κάτω στὶς πεδιάδες, ἂς προχωρήσουμε κάτω στὴν διακεκαυμένη ζώνη, ἂς πᾶμε στὰ νησιά, ἂς πᾶμε στὴν ἔρημο, ἂς πᾶμε ὁπουδήποτε κατοικεῖ ὁ ἄνθρωπος, εἴτε στὴ στεριὰ εἴτε στὴ θάλασσα, εἴτε καὶ τώρα ἀκόμα ἐπάνω στοὺς αἰθέρας ποὺ πετᾶ μὲ τὰ διαστημόπλοια.
 
Ἂς πᾶμε νὰ συναντήσουμε τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει φλογερὴ καρδιά, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητᾶ νὰ πραγματοποιήση τὸ ἰδανικὸ τῆς εὐτυχίας του. Ἂς τὸν ρωτήσουμε λοιπὸν τὸν ἄνθρωπο αὐτό, γιὰ νὰ δοῦμε ἂν εἶνε εὐτυχής;
 
Μπαίνω σὲ μιὰ καλύβα καὶ βλέπω ἐκεῖ ἔναν ἄνθρωπο καὶ μοῦ λέγει· 
–Πεινῶ…. Βγαίνω ἀπὸ τὴν καλύβα, ἀνεβαίνω ἐπάνω στὸ παλάτι, μέσα στὰ σπίτια τὰ μεγάλα ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ κομφὸρ καὶ τὶς ἀνέσεις, καὶ ἐκεῖ πάνω στὸ κρεβάτι βλέπω ἕναν ἄνθρωπο ἄρρωστο, νὰ φτύνη σὲ μιὰ λεκάνη χρυσῆ τὸ αἷμα του καὶ μοῦ λέγει·
 –Εἶμαι ἄρρωστος. Πουλῶ τὸ παλάτι μου, δός μου τὴν ὑγεία μου· προτιμῶ νὰ κατοικῶ σ᾿ ἕνα γύφτικο τσαντίρι, παρὰ νὰ πάσχω ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀρρώστια.
 
Φεύγω ἀπὸ τὶς καλύβες, φεύγω ἀπὸ τὰ παλάτια· συναντῶ στὸ δρόμο ἕναν καὶ μοῦ λέγει· 
–Στενοχωριέμαι, σπίτι δὲν ἔφτειαξα, οἰκογένεια δὲν ἔχω, ὁλομόναχος εἶμαι, σύντροφο ζητάω, δυστυχὴς εἶμαι… 
 
Συναντάω παρακάτω κάποιον ἄλλοποὺ εἶναι παντρεμένος καὶ τὸν ρωτῶ· 
–Εἶσαι εὐτυχισμένος; καὶ μοῦ λέγει· Κατηραμένη νὰ εἶναι ἡ μέρα ποὺ παντρεύτηκα, κόλασι ἔχω μέσα στὸ σπίτι μου…
 
Συναντῶ κάποιο ἀντρόγυνο ποὺ δὲν ἔχει παιδιὰ κι ἀναστενάζει, τρέχει δεξιὰ κι ἀριστερά, σὲ γιατροὺς καὶ ἐξωκκλήσια· παρακαλεῖ ὅλους τοὺς ἁγίους, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει παιδὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του δυστυχῆ. 
 
Συναντῶ ἕναν ἄλλον, ποὺ ἔχει παιδιά.
Στενοχωριέται, κλαίει, ἀναστενάζει, γιατὶ τὰ παιδιά του κάθε μέρα τὸν ποτίζουν μὲ φαρμάκι.
 
Ποῦ νὰ πάω, ποῦ νὰ προχωρήσω;
Νὰ μπῶ μέσα στὰ ἐργοστάσια, ποὺ ἀναστενάζουν οἱ ἐργάτες;
Νὰ προχωρήσω μέσα στὰ καράβια, ποὺ ὑποφέρουν οἱ ναυτικοί;
Νὰ πᾶμε στὰ νοσοκομεῖα, ποὺ βογγοῦν οἱ ἄρρωστοι;
 
Ποῦ θέλετε νὰ πάω, ποῦ νὰ προχωρήσω; Ὁπουδήποτε καὶ νὰ πάω, εἴτε ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ στὰ χέρια του ἕνα μάτσο διπλώματα, εἴτε εἶναι πτωχὸς καὶ δὲν ξέρει νὰ βάλη τὴν ὑπογραφή του, εἴτε εἶναι γυναίκα εἴτε εἶναι ἄντρας, εἴτε εἶναι μικρὸ
παιδὶ εἴτε εἶναι ἀσπρομάλης γέρος, εἴτε ἔχει στὸ κεφάλι του κορώνα βασιλικιὰ εἴτε εἶναι μέσ᾽ στὸ δρόμο, στὸ πεζοδρόμιο· ὁπουδήποτε καὶ νὰ πάω, συναντῶ μιὰ δυστυχία ἀπερίγραπτη, συναντῶ ἕνα πόνο καὶ μία θλῖψι ἀπερίγραπτη.
 
Λένε γιὰ κάποιο βασιλιᾶ, ὅτι ζητοῦσε τὴν εὐτυχία καὶ δὲν τὴν εὕρισκε. Εἶπε σὲ κάποιον ὑπασπιστή του· 
 
–Ἄντε νὰ γυρίσης τὸ βασίλειό μου ὁλόκληρο καὶ ἐὰν βρῆς κάποιον ἄνθρωπο ποὺ νὰ εἶναι εὐτυχισμένος –γιατὶ ἐγώ, μολονότι κολυμπῶ μέσα στὰ πλούτη, δὲν εἶμαι εὐτυχισμένος–, ἄντε νὰ γυρίσης χωριὰ καὶ πολιτεῖες, καὶ ἂν βρῆς κάποιον εὐτυχισμένο –γιατὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι εὐτυχισμένος–, νὰ τοῦ πάρης τὸ πουκάμισό του καὶ νὰ τὸν φέρης στὸ παλάτι.
 
Γυρίζει ὁ ὑπασπιστής του χωριὰ καὶ πολιτεῖες, συναντάει ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ στόμα κανενός ἀνθρώπου δὲν ἄκουσε τὴν λέξι εὐτυχία. 
 
Συνεχίζεται
 «Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου