Τοὺς Πατέρες τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Ε’ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου. Ὑμνεῖ καὶ δοξολογεῖ «τὰς μυστικὰς σάλπιγγας τοῦ Πνεύματος, τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου» (Δοξαστικό). Οἱ θεοφόροι αὐτοὶ Πατέρες διεκήρυξαν τὴν μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἐν δύο φύσεσιν», ἀντικρούοντας ἔτσι τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τῶν μονοφυσιτῶν, κυρίως δὲ τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τοῦ Διοσκούρου, ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι ἡ θεία φύση ἀπορροφᾶ τὴν ἀνθρωπίνη.
Ἐδογμάτισαν, λοιπόν, οἱ θεόφθογγοι κήρυκες ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Κυρίου ἑνώνονται στὸ πρόσωπό Του χωρὶς χωρισμὸ ἤ διαίρεση τῆς μιᾶς ἀπὸ τὴν ἄλλη («ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως»), χωρὶς σύγχυση, ἀνάμειξη, τῶν δύο φύσεων («ἀσυγχύτως»), καί, τέλος, χωρὶς ἡ θεία ἢ ἡ ἀνθρωπίνη φύση νὰ ὑποστῆ καμμία τροπὴ ἢ μεταβολή («ἀτρέπτως»). Μὲ ἕναν λόγο, διετράνωσαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.
Ἦταν πράγματι πολὺ δύσκολο νὰ διατυπωθοῦν αὐτὲς οἱ μεγάλες θεολογικὲς ἀλήθειες μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχῃ καμμία παραχάραξη τοῦ δόγματος, «χωρὶς ἰῶτα ἕν ἤ κεραία μία νὰ παρέλθῃ» (Ματθ. ε’ 18), ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν χωράῃ καμμία ἀμφιβολία ὅτι διαφυλάσσεται «τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας».
Οἱ Πατέρες κατώρθωσαν, ὡστόσο, νὰ πετύχουν σ’ αὐτὴν τὴν μεγάλη ἀποστολή, διότι, κατ’ ἀρχάς, ἦταν καὶ παρέμεναν ἑνωμένοι μὲ τὸ «φῶς τὸ ἀληθινό». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτελοῦσε τὴν ἐγγύηση ὅτι δὲν διεκήρυσσαν δικές των ἀλήθειες ἀλλὰ προέβαλλαν τὴν μία καὶ μοναδικὴ ἀλήθεια, «τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ἔτσι καὶ μεῖς, μὲ τὴν σειρά μας, εἴμαστε βεβαιωμένοι ὅτι οἱ ἀποφάσεις των δὲν ἦταν κοινός λόγος, ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ διατυπώθηκε μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐξ ἄλλου, ὅλες οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ξεκινοῦσαν μὲ τὴν φράση: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν». Χωρὶς τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ Πατέρες δὲν προχωροῦσαν στὶς κοινές των ἀποφάσεις. Ἐφ’ ὅσον παρέμεναν συνδεδεμένοι μὲ τὴν πηγὴ τοῦ φωτός, ἐλάμβαναν, συγχρόνως, καὶ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι «φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Υἱός, φῶς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα». Ἄς μὴν ἔχωμε, συνεπῶς, καμμία ἀμφιβολία ὅτι οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις ἦταν ὀρθές, καθ’ ὅτι ὑπῆρξαν ἀποφάσεις ἀληθινὰ πνευματέμφορων ἀνθρώπων.
Ἔτσι, καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ξεκινάει μὲ τὴν φράση: «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (ὅ.π. 14), μὲ τὴν ὁποία ἀπευθύνεται ὁ Χριστὸ σὲ ὅλους ἀσφαλῶς, τοὺς πιστούς, τοὺς βαπτισμένους στὸ ὄνομά Του καὶ χαριτωμένους ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.
Τὸ φῶς, ὅμως, ὑπάρχει, γιὰ νὰ φαίνεται «πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ» καὶ ὄχι, γιὰ νὰ κρύβεται «ὑπὸ τὸν μόδιον» (ὅ.π. 15). Φανερὸς ὁ ὑπαινιγμὸς τοῦ Κυρίου. Γιὰ νὰ μπορῇ ὁ χριστιανὸς νὰ φωτίζῃ, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ἑτερόφωτος, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ «τὸ αὐτοφῶς», τὸν Χριστό, γιὰ νὰ παίρνῃ καὶ νὰ δίνῃ φῶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ διπλῆ του ἀποστολή, «φωτισθῆναι καὶ ὕστερον φωτίσαι», ὅπως λέει ὁ Γρηγόριος Θεολόγος.
Δύσκολη ἀποστολὴ καὶ χωρίς τὴν δυνατότητα ἐπιλογῆς, στὴν πραγματικότητα. Ὁ ἀληθινὰ πιστὸς ἄνθρωπος χρειάζεται νὰ φροντίζῃ καὶ γιὰ τὰ δύο, πρωτίστως νὰ μὴν διακόπτῃ ὁ ἴδιος τὴν ἐπαφή του μὲ τὸ καλώδιο τοῦ φωτὸς καί, στὴν συνέχεια, νὰ σκορπίζῃ καὶ σὲ ἄλλους τὶς ἀχτῖνες τῶν καλῶν του ἔργων, ὥστε νὰ τοὺς ὁδηγῆ καὶ ἐκείνους στὸ φῶς.
Εἶναι τόσο πολλὰ καὶ τόσο πυκνὰ τὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε ἐὰν δὲν διαθέτῃ ὁ πιστὸς ἰσχυρὰ φῶτα πίστεως καὶ ἀστραποβόλα ἔργα ἀγάπης, νὰ μὴν διακρίνεται εὔκολα μέσα στὸν ζόφο, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ κινδυνεύῃ νὰ βυθιστῇ καὶ αὐτὸς μέσα στὰ βαθιὰ σκοτάδια.
Γιὰ νὰ μὴν γίνῃ, λοιπόν, «τὸ φῶς τὸ ἐν ἡμῖν σκότος», καὶ νὰ γεμίσῃ, ἔτσι, ὅλος ὁ κόσμος σκοτάδι (Ματθ., στ’ 24), καλούμαστε, ὅσοι πιστοί, νὰ ἀκολουθήσωμε τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου μας (ὅ. π. 16) καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Πατέρων, ποὺ δὲν εὐηρέστησαν ἁπλῶς στὸν Κύριο μὲ τὴν πίστη των, ἀλλὰ ἐργάστηκαν ὡς ἀληθινὰ φῶτα μέσα στὸν κόσμο τοῦ σκότους, γιὰ νὰ διαφωτίσουν καὶ ἄλλους ἀνθρώπους, ὥστε νὰ διατηρηθοῦν καὶ αὐτοὶ μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τῆς εἰρήνης και τῆς ἀγάπης, πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ πρὸς ὄφελος τῆς κοινῆς σωτηρίας.
Καιρὸς νὰ γίνωμε καὶ ἐμεῖς ἀληθινοὶ πιστοί!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος -θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου