Το ζωγραφικό του έργο
Η περίοδος της μονοχρωμίας (1910–1925)
Η περίοδος εργασίας του στο φωτογραφείο επηρέασε την τεχνοτροπία των έργων του: μαλακοί σκιοφωτισμοί, ασπρόμαυρο μαλακό πλάσιμο (Η Ολλαντέζικη πίπα 1918, προσωπογραφία Ευστράτιου Αγγελέλη, 1938). Την εποχή που βρισκόταν στο Παρίσι περιορίστηκε στην εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών. Όταν επέστρεψε στο Αϊβαλί και μετά πρόσφυγας στην Ελλάδα θεματικά ασχολήθηκε με προσωπογραφίες, όπως των λογοτεχνών Βάσου Δασκαλάκη, Δημοσθένη Βουτυρά, Μάρκου Αυγέρη, Νίκου Βέλμου, Μένου Φιλήντα, το Άγιον Όρος και τοπία. Η τεχνοτροπία των έργων του αυτής της περιόδου είναι ασπρόμαυρη.
Το 1923 επισκέφτηκε το Άγιον Όρος που ως χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης επηρέασε βαθύτατα τον Κόντογλου. Στη διετία 1923-24 ζωγράφιζε ελάχιστα έργα με χρώμα: πορτραίτα (ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας) και μια θρησκευτική σύνθεση, τη Βάπτιση, η οποία, αν η χρονολογία του 1923 είναι ακριβής, αποτελεί την πρώτη εικόνα του Κόντογλου.
Η περίοδος της βυζαντινής χρωματουργίας
Από το 1926 ξεκίνησε συστηματικότερα τη χρήση χρωμάτων, εκτός από την εικονογράφηση βιβλίων όπου συνέχιζε την ασπρόμαυρη τεχνική, ενώ υιοθετώντας την τεχνική και τεχνοτροπία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης και της λαϊκής τέχνης ζωγράφιζε κοσμικά θέματα.
Η δημιουργική δεκαετία (1930–1940)
Την ίδια περίοδο ανέλαβε να ζωγραφίσει ένα σύνολο εικόνων για το
επιστύλιο της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μοναστηράκι, και σχεδίασε
παράσταση του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη για την ψηφοθέτησή του στον
ομώνυμο ναό της Αθήνας. Συνέθεσε προσωπογραφίες Ελλήνων (Πρεβελάκης,
Εγγονόπουλος) και ξένων, Αιγυπτίων προσωπικοτήτων.
Ιδιαίτερα γόνιμη χαρακτηρίζεται η τελευταία περίοδος της καλλιτεχνικής ζωής του. Τα έργα της μνημειακής και φορητής εκκλησιαστικής ζωγραφικής του υπερτερούν αριθμητικά της κοσμικής ζωγραφικής του. Αγιογράφησε ενοριακές εκκλησίες, ιδιωτικά παρεκκλήσια και μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων.
Τα έργα του, που έχουν εκτεθεί σε μεγάλες εκθέσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, βρίσκονται σήμερα σε μουσεία, πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές.
Στίς μεριές πού᾿χε τό χτίριο ξύλα ἀπόμεινε ἡ τρύπα ἀδειανή γιατί σάπισε τό ξύλο. Πρῶτα ἔλειωσ᾿ ὁ ἄνθρωπος πού τά ὤριζε, ὕστερα τά ροῦχα του, ὕστερα τά ξύλα κι ὕστερα σκορπίσανε κ᾿ οἱ πέτρες κ᾿ ἔτσι ξεκουραστήκανε οὖλοι τους. Οἱ σκεπές καί τά πατώματα βουλιάξανε γλήγορα κι ἀπομείνανε μόνο οἱ τέσσεροι τοῖχοι καί τοῦτοι πάλε πιάσανε καί λειώνανε πιό πολύ κατά τό μέρος τῆς νοτιᾶς.
Κατά τό βοριά ἡ γωνιά ἀγαντάρει πολλά χρόνια ὑστερώτερα, ὡς πού ἀπομένει ὁλόρθη μία κολόνα ντουβάρι, κι ἀνεμοδέρνεται, κι ὁλοένα λιγνεύει, κι ὁλοένα ξεκοκκαλιάζεται, κ᾿ ἔρχεται σ᾿ ἕναν λογαριασμό πού ἡ φύση τό ᾿χει πλιά ντροπή της νά δώσῃ παραγγελιά σέ κανένα ἀπ᾿ τ᾿ ἀντρειωμένα παλληκάρια της, γιά στόν ἀγέρα, γιά στόν σεισμό, γιά στ᾿ ἀστροπελέκι, ν᾿ ἀποτελειώσουνε ἕναν τέτοιον ἀντίμαχο. Τότες πετᾶ ἕνα κοράκι καί πάει κι ἀλαφροκάθεται στήν κορφή κείνης τῆς κολώνας, καί κεῖ πού κάνει νά τανίσῃ τή φτερούγα του γιά νά ψειριστῇ, μονομιᾶς ξεκλειδώνουνται οἱ πέτρες καὶ κουτρουβαλιάζουνται μ᾿ ἕναν κούφιο σαματᾶ, πού λές πώς χωνεύουνε μέσα στή γῆς…»
[Μυστράς, από το βιβλίο Ταξείδια» (1928)]
Πιάνει την ύλη και την κάνει πνεύμα, του δόθηκε μια στάλα ζωή και την κάνει αθανασία…Ο Κόντογλου θαρρώ πως το ξέρει ( πως θα μείνει αθάνατος). Γι’ αυτό τα μάτια του λάμπουν. Κι είναι τα χέρια του γεμάτα ανυπομονησία και δύναμη. Κι όταν τον παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει και ψέλνει ένα τροπάρι: « Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…» Ή « Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία». Κι η πίκρα ξορκίζεται , κι η γης μετατοπίζεται, κι ο Κόντογλου με τα σγουρά μαλλιά του, με τα μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στον Παράδεισο…(Έλλη Αλεξίου «Έλληνες Λογοτέχνες, Δοκίμια Ι»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου