Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πολλὴ πίστη καὶ ἀληθινὴ εὐλάβεια τρέφεται ἀπὸ κάτι ἀνώτερο, πνευματικό, ποὺ δὲν περιγράφεται. Ὑπάρχουν ὅμως μερικοὶ ποὺ ἔχουν μιὰ ξερὴ ἐξωτερικὴ εὐλάβεια.
Λένε ξερά: «Τώρα, ἀφοῦ μπαίνω στὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ καθήσω προσεκτικά, δὲν πρέπει νὰ κουνηθῶ, πρέπει νὰ σκύψω τὸ κεφάλι, ἔτσι πρέπει νὰ κάνω τὸν σταυρό μου!».
Ἄλλοι μπορεῖ νὰ κλονίζονται στὸ θέμα τῆς πίστεως, καὶ ὅμως σὲ ὁλόκληρη ἀγρυπνία νὰ στέκωνται ὄρθιοι.
– Ἔχουν, Γέροντα, ἀνησυχία γιὰ κάτι, ψάχνουν κάτι, γι᾿ αὐτὸ τὸ κάνουν;
– Κάτι θὰ ἔχουν μέσα τους. Καλὰ εἶναι αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ αἰσθάνεται κανεὶς καὶ ἀπὸ μέσα του, νὰ μὴ γίνωνται μόνον ἐξωτερικά. Ἄλλο εἶναι νὰ βγάζης τὸν σκοῦφο σου, ὅταν μπαίνης στὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ εὐλάβεια, καὶ ἄλλο νὰ τὸν βγάζης, ἐπειδὴ θέλεις νὰ δροσισθῆ τὸ κεφάλι σου. Ἡ εὐλάβεια φαίνεται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κοινωνᾶμε, ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ παίρνουμε ἀντίδωρο κ.λπ.