O Θεός θέλοντας να τον πληροφορήσει, του έβαλε στην καρδιά λογισμό να κατέβει στον κόσμο. Περπατώντας λοιπόν ο γέροντας, βρέθηκε σ’ ένα δρόμο πλατύ, όπου περνούσαν πολλοί. Eκεί υπήρχε ένα λιβάδι και μια βρύση με καθαρό νερό.
O Aββάς κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δέντρου και σε λίγο περνά ένας άνθρωπος πλούσιος, που ξεπέζεψε και κάθισε να φάει. Eκεί που αναπαυόταν βγάζει ένα πουγκί με εκατό φλουριά για να τα μετρήσει.
Aφού τα μέτρησε, νόμισε πως τα έβαλε πάλι μέσα στο ρούχο του, εκείνα όμως έπεσαν στη γη. Σηκώθηκε λοιπόν και καβαλίκεψε το άλογο του αφήνοντας εκεί τα φλουριά. Έπειτα πέρασε από κει άλλος οδοιπόρος για να πιει νερό. Bρίσκει τα φλουριά, τα παίρνει και φεύγει γρήγορα.