«Καὶ καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,14-15)
Γίναμε ἐπίσκοποι, ἀγαπητοί μου,
ὄχι γιὰ τὰ λεφτά –μάρτυς μου ὁ Θεός–, ὄχι γιὰ νὰ φιγουράρουμε ἐπάνω
στοὺς θρόνους μὲ τὰ χρυσᾶ μας ἄμφια· ἤρθαμε γιὰ νὰ διδάξουμε τὸ λαό μας
πῶς νὰ πιστεύῃ ὀρθοδόξως, πῶς νὰ ζῇ εὐαγγελικῶς, πῶς νὰ λατρεύῃ
ἐκκλησιαστικῶς, πῶς νὰ ἑορτάζῃ καὶ πανηγυρίζῃ ἐν Κυρίῳ. Δὲν
ἐνδιαφερόμεθα γιὰ χρήματα, ἐνδιαφερόμεθα γιὰ τὶς ψυχές σας.
Νά ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἐὰν τὴν ἑορτάσετε
χριστιανικά, χαίρουν οἱ ἄγγελοι, χαίρει ὁ σταυρός, χαίρουν τὰ ἄστρα,
χαίρουν οἱ τάφοι, χαίρει ὅλη ἡ οἰκουμένη, χαίρει ἡ ἁγία Τριάς. Ἂν
ὅμως ἑορτάσετε κοσμικά, ἀντιχριστιανικά, τότε κλαίει ἡ Παναγιά,
κλαῖνε οἱ ἅγιοι, κλαῖνε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κλαῖνε τὰ ἄστρα,
κλαῖνε τὰ βουνά, κλαίει ὁ τόπος ὅλος. Λυπᾶται τότε καὶ ὁ ἐπίσκοπος.
–Πῶς, θὰ μοῦ πῆτε, πρέπει νὰ ἑορτάσουμε;
Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ σᾶς τὸ πῶ ἐγώ· σᾶς τὸ λέει ἡ συνείδησί σας,
τὸ φωνάζει τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς ἑορτῆς, τὸ φωνάζει τὸ εὐαγγέλιο ποὺ
ἀκούσαμε σήμερα Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως (βλ. Ἰω. 3,13-17). Τί λέει τὸ
εὐαγγέλιο; Δυὸ λέξεις. Ὅπως ἡ γῆ κινεῖται γύρω ἀπὸ δύο πόλους, τὸν
Βόρειο καὶ τὸ Νότιο, ἔτσι καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἔχει δύο πόλους, δύο
λέξεις. Πρώτη λέξι «κίνδυνος», δεύτερη λέξι «σωτηρία»· ἡ πρώτη λέξι
«Κινδυνεύετε», ἡ δεύτερη λέξι «Σωθῆτε».
–Μὰ ποιός εἶνε ὁ κίνδυνος;
* * *
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς
ὑπενθυμίζει, ἀγαπητοί μου, μιὰ παλιὰ ἱστορία, ποὺ ἔγινε πρὶν ἀπὸ χίλια
πεντακόσα χρόνια, ὅταν ζοῦσε ὁ Μωυσῆς. Εἶνε ἕνα γεγονὸς ποὺ συνέβη
στοὺς Ἑβραίους, ἕνα λαὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἀγάπησε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους τοὺς
ἄλλους. Τὸν εὐλόγησε, ἔκανε θαύματα γι᾽ αὐτόν· ἄνοιξε βράχια γιὰ νὰ τὸν
ποτίσῃ, ἔβρεξε μάννα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ τὸν θρέψῃ, τὸν εὐεργέτησε
μὲ μύριους τρόπους, μὲ ὅλα τ᾽ ἀγαθά.
Καὶ ὁ λαὸς αὐτὸς τί ἔκανε; εὐχαριστοῦσε τὸ Θεό; Ὄχι δυστυχῶς.
Ἦταν ἀγνώμονες, ἀχάριστοι. Τὴ μπουκιὰ εἶχαν στὸ στόμα καὶ γόγγυζαν
καὶ ἀσεβοῦσαν στὸ Θεό. Σὰν τὰ σκυλιὰ πού, ὅταν λυσσάξουν, δὲν
ξεχωρίζουν ποιό εἶνε τὸ ἀφεντικό τους καὶ ποιός ὁ ξένος ἀλλὰ δαγκώνουν
ἀδιακρίτως καὶ τὸ ἀφεντικὸ καὶ τὸν ἐχθρό, ἔτσι καὶ οἱ Ἑβραῖοι σὰν
λυσσασμένα σκυλιὰ δάγκωναν τὸ χέρι Εὐεργέτου τους.
Καὶ ἦρθε ἡ τιμωρία. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ διασκέδαζαν καὶ χόρευαν
γυναῖκες καὶ ἄντρες, ἐκεῖ ποὺ μεθοῦσαν καὶ ἀσεβοῦσαν στὸ Θεὸ κι
ἀντιμιλοῦσαν στὸν προφήτη Μωυσῆ – τί ἔγινε; Ξαφνικὰ ἀπ᾽ ὅλες τὶς πέτρες
καὶ τὶς τρύπες τῆς γῆς βγῆκαν φίδια· φίδια πολλά, ἀναρίθμητα! Ἔπεφταν
πάνω τους καὶ δάγκωναν ὅλους, παιδιά, γυναῖκες, ἄντρες, γέρους, νέους,
νήπια. Ἦταν ὀχιὲς φαρμακερές· ὅποιον δάγκωναν σὲ λίγα λεπτὰ ξεψυχοῦσε.
«Καὶ ἀπέθανε λαὸς πολὺς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ», λέει ἡ Γραφή (Ἀρ. 21,6).
Ἔπαψαν τὰ ὄργανα, σταμάτησαν οἱ διασκεδάσεις, κ᾽ ἕνα κλάμα ἀκουγόταν
παντοῦ· ἔκλαιγε ἡ μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάνα, ὁ ἄντρας τὴ
γυναῖκα καὶ ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα, τὰ ἐγγόνια τὸν παπποῦ κι ὁ γέρος τὰ
ἐγγόνια… Θρῆνος – κοπετός, καὶ δὲν προλάβαιναν νὰ θάβουν νεκροὺς στὴν
ἔρημο. Θρηνώντας ἔλεγαν· «Κύριε ἐλέησον», «Θεέ μας, συχώρεσέ μας»,
«Κύριε ἐλέησον, σῶσε μας»!
Τοὺς λυπήθηκε ὁ Θεός. Κάλεσε τὸ Μωυσῆ καὶ τοῦ λέει· Ἔπρεπε νὰ
μὴ μείνῃ οὔτε ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς· τέτοιο ἀγνῶμον γένος, τέτοια ἀχάριστη
φυλή, ἔπρεπε νὰ ξεπατωθῇ, νὰ μὴ μείνῃ οὔτε σπόρος. Ἀλλὰ βλέπω τώρα τὰ
δάκρυά τους, τοὺς λυπᾶμαι κι ἀποφάσισα νὰ τοὺς σώσω. Λοιπὸν «ποίησον
σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δάκῃ ὄφις
ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται» (ἔ.ἀ. 21,8). Πάρε χαλκό,
λειῶσε τον στὸ καμίνι καὶ κάνε ἕνα φίδι χάλκινο-μπρούτζινο· μετὰ πάρε
ἕνα ξύλο, δέσε πάνω του τὸ μπρούτζινο φίδι, στῆσε το στὴ μέση τοῦ
καταυλισμοῦ σας στὴν ἔρημο, καὶ πές τους· Σᾶς λυπήθηκε ὁ Κύριος. Ἀπὸ
τὴν ὥρα ποὺ στήθηκε πάνω στὸ ξύλο τὸ μπρούτζινο αὐτὸ φίδι, δὲν ὑπάρχει
κίνδυνος. Ὅποιον τὸν δαγκώσῃ φίδι, δὲν ἔχει νὰ κάνῃ τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ νὰ
γυρίσῃ, ὅπου κι ἂν βρίσκεται, νὰ ῥίξῃ τὸ βλέμμα του πάνω στὸ ξύλο,
ν᾽ ἀτενίσῃ τοῦτο τὸ φίδι, κι ἀμέσως θὰ σωθῇ. Πράγματι, ἀπὸ τὴν ὥρα
ἐκείνη οἱ θάνατοι σταμάτησαν· τὰ φίδια δάγκωναν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν πιὰ
δύναμι. Κανένας δὲν πέθαινε, συνέχισαν τὴ ζωή τους εἰρηνικά (βλ. Ἰω.
3,14. Ἀρ. 21,4-9).
* * *
Αὐτὴ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ
διήγησι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Καὶ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς ἦταν μία
προτύπωσις τοῦ τιμίου σταυροῦ. Εἶνε μία συμβολικὴ παράστασι ἀφ᾽ ἑνὸς
μὲν τοῦ κινδύνου ποὺ διατρέχει ἡ ἀνθρωπότης, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τοῦ μέσου
μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς σῴζει τὸν κόσμο. Ἂς τὰ ἀναλύσουμε αὐτά, νὰ τὰ
κάνουμε λιανά.
⃟ Φίδια τότε στὴν ἔρημο. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ φίδια ἐκεῖνα
ὑπάρχουν καὶ ἄλλα, φίδια φαρμακερὰ καὶ θανατηφόρα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα.
Ποιά εἶν᾽ αὐτά; Ἂν ἐρευνήσετε καλὰ τὴν καρδιά, θὰ βρῆτε ἐκεῖ μέσα τέτοια
φίδια ἀόρατα. Τί φίδια δηλαδή; Ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα.
Φίδι, ποὺ φαρμακώνει καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ χαρῇ τὴ ζωή
του, εἶνε ὁ φθόνος, ἡ ζήλεια. Τὰ χωριὰ συχνὰ εἶνε δυστυχισμένα, τὰ
τρώει ἡ ζήλεια. Παντρεύει ἕνας τὸ κορίτσι του; ὁ ἄλλος σκυθρωπάζει.
Σπουδάζει τὸ παιδὶ ἐκείνου, πέτυχε στὶς ἐξετάσεις ἢ ἦρθε πρῶτο στὰ
γράμματα; φαρμάκι ἔχει ὁ ἄλλος στὴν καρδιά. Πῆρε χρήματα ἐκεῖνος ἢ τοῦ
᾽πεσε λαχεῖο ἢ γέμισαν τὰ χωράφια του καρπό; θλῖψι ὁ ἄλλος. Ἀντὶ νὰ
χαίρεται γιὰ τὴν εὐτυχία ἐκείνου, αὐτὸς λυπᾶται. Ὁ φθόνος φταίει ἐπίσης
ὅταν μέσ᾽ στὸ σπίτι ἡ πεθερὰ πάῃ κόντρα μὲ τὴ νύφη· ζηλεύει, γιατί ὁ
γυιός της ν᾽ ἀγαπάῃ περισσότερο ἐκείνην ἀπὸ αὐτήν, ἐνῷ ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε
τὸ παιδὶ ποὺ κάνει γάμο ν᾽ ἀγαπάῃ περισσότερο τὴν σύζυγο ἀπὸ τὴ μάνα.
Φοβερὸ φαρμάκι ὁ φθόνος.
Ἄλλα φαρμακερὸ κακὸ εἶνε ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία. Δηλητηριάζουν
ψυχὴ καὶ σῶμα, μολύνουν τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, ματαιώνουν τὴ συνέχεια,
τὸ μέλλον, τὴν αἰωνιότητα.
Ἄλλο τεράστιο φίδι, ποὺ περισφίγγει τὴν ἀνθρωπότητα καὶ θραύει
τὰ ὀστᾶ της, εἶνε ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία. Αὐτὲς δολοφονοῦν τὴν
ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία, γίνονται εἴδωλα ποὺ ἐκτοπίζουν τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν
καρδιά.
⃟ Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀόρατα φίδια, ποὺ κρύβονται στὴν καρδιά, ὑπάρχουν καὶ ὁρατὰ φίδια. Ποιά εἶνε; Συγκεκριμένοι ἄνθρωποι.
Λέει ὁ λαός· Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ ὀχιὰ παρὰ ἡ κακιὰ
γλῶσσα ἀνθρώπου. Οἱ συκοφάντες καὶ διαβολεῖς, ποὺ στάζουν δηλητήριο καὶ
πληγώνουν ἀθῴους, δὲν εἶνε φίδια;
Τί εἶνε ἡ πονηρὴ γυναίκα ποὺ προκαλεῖ σὲ ἁμαρτία μὲ τὴ γύμνια
καὶ τὰ λόγια της; Ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ φτωχὴ καὶ μοῦ εἶπε μὲ κλάματα·
–Εἶμαι 15 χρόνια παντρεμένη καὶ ἔχω 4 παιδιά. Ἔχασα ὅμως τὸν ἄντρα
μου. Ἦρθε στὴ Φλώρινα σ᾽ ἕνα νυχτερινὸ κέντρο μία ντιζέρ, αὐτὴ τὸν
ξεμυάλισε κ᾽ ἔφυγε μαζί της στὴ Θεσσαλονίκη… Τέτοιες γυναῖκες διαλύουν
σπίτια. Ἂν ἤμουν κράτος, τὸ εἶπα κι ἄλλοτε, δὲν θὰ τὶς ἄφηνα αὐτὲς νὰ
δροῦν ἔτσι.
Ἀόρατα καὶ ὁρατὰ φίδια συνοψίζονται ὅλα σὲ μιὰ λέξι· ἁμαρτία,
αὐτὴ εἶνε τὸ φαρμακερὸ φίδι. Δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς, τὸ λέει ἡ Γραφή· Μακριὰ
ἀπ᾽ αὐτήν! «Ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως φεῦγε ἀπὸ ἁμαρτίας» (Σ.Σειρ. 21,2).
⃟ Τέλος, παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα τὰ φίδια εἶνε ὁ σατανᾶς, «ὁ δράκων ὁ
ὄφις ὁ μέγας, …ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην» (Ἀπ. 12,9). Αὐτὸς
παρουσιάστηκε στὸν παράδεισο, πλάνησε τὴν προμήτορά μας Εὔα καὶ ἔσυρε
ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν καταστροφή.
* * *
Ποιός, ἀδελφοί μου, θὰ νικήσῃ
αὐτὰ τὰ φίδια; Ποιός θὰ καθαρίσῃ τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὰ πάθη; Ποιός θὰ
ἐξυγιάνῃ τὴν κοινωνία, ποὺ σάπισε καὶ βρώμησε κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν
ἠθικὴ ἀκαθαρσία; ποιός θὰ νικήσῃ τὸν σατανᾶ, ποὺ δρᾷ καὶ πλανᾷ τὸν
κόσμο; Ποιός;
Δόξα τῷ Θεῷ! Ὅπως τότε στὴν ἐρημιὰ μόνο τὸ ξύλο ἐκεῖνο μὲ τὸ
μπρούτζινο φίδι ἔσωσε τοὺς Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τὰ θανάσιμα δαγκώματα τῶν
φιδιῶν, ἔτσι τώρα ἕνας Σωτήρας καὶ μία σωτηρία ὑπάρχει. Ἀπὸ τὴν ὥρα
ποὺ ὑψώθηκε στὸ Γολγοθᾶ ὁ τίμιος σταυρὸς κ᾽ ἐπάνω του θυσιάστηκε
ἑκουσίως ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀπὸ τότε ὁ διάβολος καὶ ἡ
ἁμαρτία ἔχουν νικηθῆ. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ στὴ θυσία του,
ὅποιος καταφεύγει στὴν Ἐκκλησία του, ὅποιος ἀνοίγει καὶ μελετᾷ τὸ
Εὐαγγέλιό του, ὅποιος ζῇ μὲ τὰ προστάγματά του, αὐτὸς σῴζεται ἀπὸ τὸν
πνευματικὸ θάνατο καὶ βρίσκει τὴν αἰώνια ζωή· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ Ἀνατολικοῦ – Ἑορδαίας στὶς 10-9-1972 τὸ πρωί, μὲ ἐλαφρῶς νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 11-8-2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου