Χάρη στους γονείς μου
Πρώτα από όλα, θέλω να αναφερθώ στους γονείς μου. Στην πορεία της ζωής τους αντικατοπτρίζεται η μοίρα εκατομμυρίων Ρώσων. Ήταν αυτοί που μου έδωσαν τα πάντα. Μας ανέθρεψαν σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη, εμένα, τον αδελφό μου και τις δύο αδελφές μου. Χάρη στους γονείς μου έγινα ιερέας, λειτούργησα για 17 χρόνια σε ορθόδοξο μοναστήρι, το οποίο είχε μεταφέρει από τη Σαγκάη ο Άγιος Ιεράρχης Ιωάννης, και ήδη για 22 χρόνια λειτουργώ στον Ιερό Ναό του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ στην πόλη Μοντερέι.
Μετά, αν και γεννήθηκα στον Καναδά, η ρωσική γλώσσα για μένα είναι η μητρική. Δεν έχω προφορά. Και εσείς, βεβαίως, ακούτε, ότι μιλάω ρωσικά όπως και μιλάτε κι εσείς που είχατε γεννηθεί στη Ρωσία. Τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου επίσης διατηρούν τη ρωσική γλώσσα και τον ρωσικό πολιτισμό. Όλα αυτά είναι χάρη στους γονείς μου.
Ο μπαμπάς
Ο μπαμπάς μου, ο Γεώργιος Τιμοφέεβιτς Κούρτοβ, έφυγε από αυτή τη ζωή, όταν ήμουν μόλις 15 και τώρα λυπάμαι πολύ που δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω για πολλά πράγματα. Όταν είσαι νέος, σου φαίνεται ότι θα τα προλάβεις όλα. Και το παρελθόν δε σε απασχολεί τόσο πολύ, αφού τόσα ενδιαφέροντα πράγματα συμβαίνουν στο παρόν! Όλα τα όνειρα, όλες οι προσπάθειες απευθύνονται στο μέλλον… Και τώρα, που εγώ είμαι σε μια μεγαλύτερη ηλικία από του πατέρα μου, θέλω πάρα πολύ να μάθω περισσότερα για αυτόν και τη ζωή του, αλλά δεν έχω ποιον να ρωτήσω. Η μαμά επίσης έχει φύγει… Όπως και μια από τις μεγαλύτερες αδελφές μου.
Όμως, από αυτά που ξέρω και από όσα διηγούταν ο μπαμπάς καμιά φορά, όταν είχε διάθεση, καταλαβαίνω, τι υπέροχος άνθρωπος ήταν. Πόσα είχε υπομείνει. Μπόρεσε να σταθεί και να μην λυγίσει στις πιο απίθανες περιστάσεις. Κανονικά, δε θα έπρεπε να είχε επιβιώσει. Δεν έπρεπε να γεννήσει μαζί με την μαμά μου εμάς, τα τέσσερα παιδιά, οπότε τότε εγώ δε θα υπήρχα σε αυτόν τον κόσμο.
Ο πρώτος κίνδυνος θανάτου
Ο μπαμπάς μπορούσε να είχε πεθάνει πολλές φορές. Δεν ξέρω ακριβώς ποια χρονιά, και δεν έχω κάποιον να ρωτήσω, αλλά ξέρω ότι ο μπαμπάς μου ήταν μικρός, όταν η μεγάλη του οικογένεια (12 παιδιά) εκδιώχθηκε. Τους είχαν στείλει μέσα σε βαγόνια στη Σιβηρία. Όταν έφτασαν εκεί, ήταν χειμώνας.
Τους «ειδικούς εκτοπισμένους», όπως τους ονόμαζαν τότε, τους έβγαλαν στο βαθύ χιόνι, και οι άντρες άρχισαν να σκάβουν είτε καλύβια είτε λημέρια. Σε αυτά έπρεπε να περάσουν τον χειμώνα οι οικογένειες, ανάμεσά τους και παππούδες, και μωρά. Οι πιο αδύναμοι πέθαναν πρώτοι. Ο μπαμπάς μου έπρεπε να πεθάνει κάπου μετά τα νεογέννητα και τα μωρά.
Ο δεύτερος κίνδυνος θανάτου
Άρχισε ο πόλεμος, και ο μπαμπάς υπερασπιζόταν την Πατρίδα. Σπάνια μίλαγε για τον πόλεμο, όπως και για τις περιπλανήσεις του ως παιδί του δρόμου. Φαίνεται, του ήταν πολύ δύσκολο να τα αναπολεί όλα. Μόνο καμιά φορά ξαφνικά θυμόταν κάποια επεισόδια. Και εγώ ήμουν μικρός και δεν ρωτούσα ιδιαίτερα.
Τώρα όμως θυμάμαι: μια φορά μας είχε πει, πώς οι γερμανοί βομβάρδιζαν το αεροδρόμιο. Αυτός με έναν γέρο, ίσως, φύλακα, είχε βρεθεί σε μια παλιά αποθήκη και πυροβολούσε τη «Στούκα». Δεν καταλάβαινα τότε, τι είναι αυτή η «Στούκα», τώρα όμως ξέρω: είναι το πιο γνωστό από τα γερμανικά πολεμικά αεροπλάνα, που είχε ονομαστεί στη Λούφτβαφφε «Στούκα» που είναι συντόμευση από το «Sturzkampfflugzeug», δηλαδή πολεμικό αεροσκάφος κάθετης εφόρμησης Junkers Ju 87.
Και να, ο γερμανός ρίχνει τη βόμβα, ο μπαμπάς από τη δύναμη της έκρηξης τινάζεται έξω και καθώς πετούσε, σαν σε ταινία αργής κίνησης, βλέπει η αποθήκη να διαλύεται σε κομμάτια και να πεθαίνει ο φύλακας που δεν είχε μείνει τίποτα από αυτόν. Ο μπαμπάς συνέρχεται σε μια λακκούβα, ολόκληρος μέσα σε λάσπη, με το στόμα γεμάτο λάσπη.
Διηγούταν επίσης, ότι μπροστά στα μάτια του είχε δει να φεύγει το μισό κρανίο ενός ανθρώπου που έτρεχε και που παρόλα αυτά, όντας ήδη σκοτωμένος, έτρεξε για ακόμα δέκα περίπου μέτρα. Ο πόλεμος είναι σκληρό πράγμα.
Ο μπαμπάς πετούσε με αεροπλάνο και το Σεπτέμβριο του 1944 τον χτύπησαν και τον έριξαν. Όταν εγκατέλειψε το αεροπλάνο και άνοιξε το αλεξίπτωτο, οι γερμανοί τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν. Θυμάμαι ότι ο μπαμπάς στον ώμο είχε μια τεράστια ουλή. Πάλι από θαύμα επιβίωσε και, αν και τραυματισμένος, αιχμαλωτίστηκε.
Ο τρίτος κίνδυνος θανάτου
Ο μπαμπάς πέρασε 9 μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στην αρχή, τους αιχμάλωτους πολέμου απλά τους φύλαγαν σε χωράφια που ήταν περιφραγμένα με συρματοπλέγματα. Ο μπαμπάς κάποια στιγμή έλεγε ότι οι γερμανοί για να κάνουν πλάκα έριχναν πάνω από τα σύρματα παγωμένα παντζάρια για να παρατηρούν πώς οι άνθρωποι που αργοπεθαίνουν από την πείνα θα μάχονται για φαγητό.
Αργότερα, όταν η θνησιμότητα ανάμεσα σε Ρώσους αιχμάλωτους πολέμου
έγινε άκρως καταστροφική, τους έβαλαν σε στρατώνες. Ο μπαμπάς μαζί με
άλλους δύο κρατούμενους προσπάθησαν να δραπετεύσουν αλλά τους έπιασαν.
Ξανά από θαύμα επιβίωσε: οι γερμανοί τους έβγαλαν όλους από το
στρατώνα τους και εκτέλεσαν τον κάθε τρίτο. Ανάμεσα στους
εκτελεσθέντες ήταν ένας φίλος του μπαμπά, και τον ίδιο ξανά ο θάνατος
τον προσπέρασε.
Και πάλι κίνδυνος
Στην αμερικάνικη ζώνη έρχονταν αποστολές από την ΕνΚαΒεΝτε (Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων που ασχολούταν με ζητήματα κρατικής ασφάλειας – σημ.μεταφρ.) για να παραλάβουν σοβιετικούς πολίτες. Ωστόσο, όλοι τους θυμούνταν τα λόγια του Στάλιν ότι «δεν υπάρχουν Ρώσοι στρατιώτες που να είναι αιχμάλωτοι πολέμου, υπάρχουν μόνο λιποτάκτες και προδότες». Από το Δεκέμβριο του 1941 είχαν δημιουργηθεί ειδικά στρατόπεδα διαλογής που θύμιζαν φυλακές αυστηρού καθεστώτος με σκοπό να ελέγχουν «πρώην στρατιωτικούς του Κόκκινου Στρατού που ήταν σε κατάσταση αιχμαλωσίας και πολιορκίας του εχθρού».
Το Φεβρουάριο του 1945, στη Διάσκεψη της Γιάλτας, εκτός των άλλων συμφωνιών, ο Ρούζβελτ και ο Τσόρτσιλ συμφώνησαν να επιστρέψουν στην ΕΣΣΔ όλους τους αιχμαλώτους πολέμου και τους πολιτικούς αιχμαλώτους οι οποίοι είχαν απελευθερωθεί από τους συμμάχους.
Οι Αμερικανοί δεν προσπαθούσαν ιδιαίτερα. Κάποιοι Αμερικανοί αξιωματούχοι συμπονούσαν τους Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου και επειδή καταλάβαιναν τι τους περιμένει, «έκλειναν τα μάτια» στις απόπειρες απόδρασης από τα στρατόπεδα. Όσοι μπόρεσαν να αποφύγουν την παράδοσή τους στην ΕνΚαΒεΝτε, διασκορπίζονταν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής.
Κάποιοι επιθυμούσαν να επιστρέψουν αυτοβούλως και πίστευαν ότι οι Αρχές στην Πατρίδα τους θα βγάλουν άκρη και δε θα τους τιμωρήσουν. Άλλοι είχαν αφήσει εκεί γονείς, γυναίκες, παιδιά, σπίτια, διαμερίσματα… Ο μπαμπάς μου ήταν μόνος του και δεν είχε τίποτα. Θυμόταν καλά όμως και τη Σιβηρία, και πώς έβγαζαν τους δικούς του από τα βαγόνια έξω στο χιόνι. Είχε αποφασίσει ότι δε θα άντεχε νέο στρατόπεδο. Πολλοί από όσους δεν επιθυμούσαν την επιστροφή, πέρασαν τους διωγμούς της δεκαετίας του 1930, όταν τις νύχτες οι άνθρωποι δεν κοιμόντουσαν περιμένοντας το μαύρο «κόρακα» - το σύμβολο των συλλήψεων και της κατεστραμμένης μοίρας των δικών τους ανθρώπων.
Ο μπαμπάς μου ήταν χρυσοχέρης, και αμέσως μετά την απελευθέρωση άρχισε να βοηθάει τους αμερικανούς: επισκεύαζε αυτοκίνητα, διάφορα μηχανήματα. Κάποια στιγμή επισκεύαζε ένα αυτοκίνητο τέσσερα επί τέσσερα και έφτασε η είδηση ότι έρχεται η ΕνΚαΒεΝτε. Ο μπαμπάς άρπαξε το αυτοκίνητο και έφυγε, αποφεύγοντας την έκδοση. Μετά επέστρεψε.
Η μαμά μου
Πρέπει να μιλήσω και για τη μαμά μου. Το πατρικό της επίθετο ήταν Μεντβέντεβα. Η Αντονίνα Ιβάνοβνα Μεντβέντεβα. Όταν ήταν πολύ νέα κοπέλα, είχε μεταφερθεί στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία μαζί με άλλες κοπέλες. Η μαμά ήξερε γερμανικά και βρέθηκε στο εργοστάσιο ζάχαρης κοντά στη Δρέσδη. Τρία χρόνια ήταν αιχμάλωτη.
Η Δρέσδη στο τέλος του πολέμου ήταν γεμάτη πρόσφυγες: γυναίκες και παιδιά κατέφευγαν για να γλιτώσουν τις πολεμικές εχθροπραξίες στο Ανατολικό Μέτωπο. Το Φεβρουάριο του 1945, οι Άγγλοι βομβάρδιζαν τόσο πολύ την πόλη ώστε δημιουργήθηκε ένας πύρινος ανεμοστρόβιλος, στη φωτιά του οποίου πέθαναν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Κάποιοι ιστορικοί μιλούν ακόμα και για εκατό χιλιάδες. Η διαταγή προς τους Άγγλους πιλότους τους πληροφορούσε ότι ένας από τους στόχους του βομβαρδισμού είναι «να δείξουμε στους Ρώσους, όταν φτάσουν στην πόλη, τι είναι ικανή να κάνει η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία».
Η μαμά θυμόταν αυτόν το βομβαρδισμό με φρίκη. Έλεγε ότι, αν και βρισκόταν κάμποσα χιλιόμετρα από τη Δρέσδη, η γη κυριολεκτικά έτριζε κάτω από τα πόδια της, λες και ήταν η συντέλεια του κόσμου. Ναι, ο πόλεμος είναι τρομερό πράγμα…
Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι σοβιετικές επιτροπές επαναπατρισμού αντιμετώπιζαν με πολλή αυστηρότητα ακόμα και τους καταναγκαστικούς εργάτες, παρόλο που πολλοί από αυτούς δεν έφταιγαν σε τίποτα και είχαν μεταφερθεί στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία σε πολύ μικρή ηλικία. Στο βιογραφικό τους έβαζαν την ένδειξη «υπήρξε αιχμάλωτος». Αυτό ήταν κάτι σαν στίγμα. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους αυστηρούς όρους, ήταν η απαγόρευση να ασκούν πολλά επαγγέλματα, να διαμένουν σε μεγάλες πόλεις και άλλα. Μόνο αργότερα, στα χρόνια της «απόψυξης», τους πρώην καταναγκαστικούς εργάτες και τους αιχμαλώτους άρχισαν να τους αντιμετωπίζουν διαφορετικά, αλλά αμέσως μετά τον πόλεμο πολλοί από αυτούς είχαν δοκιμαστεί σε πολλές δύσκολες καταστάσεις.
«Ντι-Πι»
Για τρία χρόνια, ο μπαμπάς μου περιπλανιόταν στην μεταπολεμική Ευρώπη. Για ένα διάστημα βοηθούσε τους Αμερικανούς, μετά βρέθηκε στην Ιταλία, όπου κάπου δούλευε περιστασιακά και κάπως επιβίωνε. Ήταν χρυσοχέρης.
Υπάρχει μια συντομογραφία, σχεδόν ξεχασμένη τώρα. Είναι το «ντι-πι» (στη θέση του Displaced Persons) που σύμφωνα με την ορολογία της Κοινωνίας των Εθνών σημαίνει «εκτοπισμένα πρόσωπα». Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αυτή η συντομογραφία ήταν το σύμβολο της μοίρας εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν εκτοπιστεί από τα δικά τους πατρικά μέρη στα απέραντα ευρωπαϊκά μέρη. Λοιπόν, οι μελλοντικοί μου μπαμπάς και μαμά, άγνωστοι μεταξύ τους, είχαν γίνει «ντι-πι».
Το 1947, στον Οργανισμό Ενωμένων Εθνών είχε δημιουργηθεί η Διεθνής Οργάνωση Προσφύγων (IRO - International Refugee Organization). Οι πρόσφυγες μερικές φορές αστειεύονταν και την έλεγαν «θεία Ίρα».
Μερικές χώρες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Αργεντινή, Βραζιλία, Παραγουάη, Χιλή, Καναδάς και άλλες), σύμφωνα με διεθνείς συνθήκες, είχαν αποφασίσει να δεχτούν στο έδαφός τους «ντι-πι». Έδιναν και αριθμό: είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τόσους πρόσφυγες. Τις περισσότερες φορές προτιμούσαν να δέχονται νέους, ακμαίους, οπωσδήποτε υγιείς ή αυτούς που είχαν συγγενείς στη χώρα, και οι οποίοι θα μπορούσαν να εγγυηθούν ότι θα στηρίζουν οικονομικά τους νεοεισερχόμενους.
Από το 1947 έως 1951, η IRO είχε στείλει στις 48 χώρες περίπου ένα εκατομμύριο «ντι-πι» από διάφορες εθνικότητες: Ουκρανούς, Λευκορώσους, Ρώσους, Λετονούς και άλλους. Ανάμεσα σε αυτούς, υπήρχαν και 6 χιλιάδες Ρώσοι από το νησί Τουμπαμπάο των Φιλιππίνων, που ήταν πρόσφυγες από την κομμουνιστική Κίνα, πάντα υπό την πνευματική καθοδήγηση του Αγίου Ιεράρχη Ιωάννη της Σαγκάης.
Ο μπαμπάς μου κέρδισε «το λόττο» και το 1948 βρέθηκε στον Καναδά. Αργότερα διηγούταν πόσο βασανιστική του ήταν η «ασθένεια της θάλασσας». Έφτασαν στο Χάλιφαξ και μετά πήγαν με τρένο στο Τορόντο.
Η Ρωσική Διασπορά
Στο Τορόντο, ο μπαμπάς γνώρισε τη μαμά μου. Η μαμά ήταν από οικογένεια παλαιόπιστων Ρώσων και στο σπίτι έκανε το σταυρό της με δύο δάκτυλα. Στεφανώθηκαν σε ορθόδοξη εκκλησία. Εγώ γεννήθηκα το 1956 και είμαι ο μικρότερος από τα τέσσερα παιδιά.
Ο μπαμπάς έγινε ένας από τους ιδρυτές του Ιερού Ορθόδοξου Ναού της Αγίας Τριάδας στο Τορόντο και το όνομά του υπάρχει εκεί ανάμεσα στους ιδρυτές. Πρώτος ιερέας ήταν ο πατήρ Ματθαίος Αντρούσενκο (1899-1986). Οι πρώτοι Ρώσοι ενορίτες είχαν τόσο χαμηλό μισθό που δεν μπορούσαν να συντηρούν τον παππούλη τους και αυτός λειτουργούσε χωρίς αμοιβή. Την οικογένειά τους την συντηρούσε η πρεσβυτέρα η οποία δούλευε ως μοδίστρα. Για ναό νοίκιαζαν ένα χώρο.
Προς το τέλος του 1952, η ενορία αριθμούσε 70 οικογένειες. Αποφάσισαν να κτίσουν δικό τους ναό και αγόρασαν ένα οικόπεδο στη θέση ενός κατεδαφισμένου σπιτιού. Στην οικοδομή οι ενορίτες δούλευαν δωρεάν. Με τα χέρια τους έσκαβαν το χώμα για τα θεμέλια, έκτιζαν τοίχους από μπλόκα, δούλευαν ως ξυλουργοί και μαραγκοί, μόνοι τους αγιογραφούσαν το ναό. Ο πατήρ Ματθαίος μαζί με τους ενορίτες του δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ με τσεκούρια, με πριόνια, με σφυριά. Τόσο ενθουσιασμό είχαν οι άνθρωποι που μετά την καθημερινή τους δουλειά, πήγαιναν και δούλευαν για την ανέγερση του ναού, κάθε μέρα, 6 μέρες την εβδομάδα.
Έτσι χτίζονταν οι ρώσικοι ορθόδοξοι ναοί στην ξενιτιά. Σε όλες τις χώρες τους έχουν κτίσει Ρώσοι πρόσφυγες. Ίσως, ο Κύριος επέτρεψε τη λεγόμενη Ρωσική Διασπορά για να ανάψουν και να λάμψουν οι φωτιές της ορθόδοξης πίστης σε όλο τον κόσμο; Ανάμεσα σε αυτούς τους πρόσφυγες υπήρχαν τέτοιοι στυλοβάτες της πίστης, όπως ήταν ο Άγιος Ιωάννης της Σαγκάης, ο μητροπολίτης Βιτάλιος (Ουστίνοβ), ο αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος (Τάουσεβ), ο μητροπολίτης Λαύρος (Σκούρλα) και άλλοι.
Πώς ο μπαμπάς άνοιξε αυτοκίνητο
Στο σπίτι μας είχαμε τη συνήθεια να προσευχόμαστε κάθε μέρα. Η μαμά και ο μπαμπάς είχαν δικό τους κανόνα προσευχής και μας μάθαιναν και εμάς το ίδιο. Τακτικά πηγαίναμε στην εκκλησία.
Θυμάμαι ένα αστείο περιστατικό το οποίο ο μπαμπάς το διηγούταν με χαμόγελο. Κάποια στιγμή, το χειμώνα, μετά την ακολουθία, ο παππούλης βγήκε από τον ναό και το αυτοκίνητο του, ένα Φολκσβάγκεν, ήταν σκεπασμένο μέσα στο χιόνι. Καθάρισε το χιόνι, αλλά δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα. Σκέφτηκε ότι η κλειδαριά είχε παγώσει και ότι κάτι είχε χαλάσει εκεί. Κάλεσε τον μπαμπά:
– Γεώργιε Τιμοφέεβιτς, βοηθήστε με, σας παρακαλώ, να ανοίξω το αυτοκίνητο!
Και ο μπαμπάς μου, μάστορας για κάθε περίσταση, άνοιξε το αυτοκίνητο. Βέβαια, για κάποιο λόγο δεν έπαιρνε μπρος.
Και να που πλησιάζει η υπηρεσία αποχιονισμού, καθαρίζει και τα άλλα σκεπασμένα με χιόνι αυτοκίνητα και αποδεικνύεται ότι άλλο είναι το Φολκσβάγκεν του παππούλη και βρίσκονταν δίπλα. Ο μπαμπάς όμως είχε ανοίξει ακριβώς ένα ίδιο αλλά ξένο αυτοκίνητο.
Ο παππούλης αναφώνησε:
– Αϊ-αϊ-αϊ, τι έχουμε κάνει: είχαμε παραβιάσει ξένο αυτοκίνητο!
Ευτυχώς, όλα τελείωσαν καλά. Να, για κάποιο λόγο, θυμήθηκα ένα τέτοιο αστείο περιστατικό. Τον μπαμπά μου πάντοτε τον καλούσαν για βοήθεια, όταν κάτι πάθαιναν τα μηχανήματα.
Στην ξενιτιά
Ο μπαμπάς σίγουρα νοσταλγούσε την Πατρίδα… Νομίζω ότι είχε περάσει πολλές κακουχίες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που σχετίζονται με την ξενιτιά. Ξέρω ότι αργότερα τηλεφωνούσε πολλές φορές στη Ρωσία και φαίνεται ότι προσπαθούσε να βρει τους δικούς του, αλλά δεν τα κατάφερε. Εκείνα τα χρόνια, η Ρωσία ήταν κλειστή με «σιδηρούν παραπέτασμα».
Θυμάμαι που έγινα τυχαία αυτόπτης μάρτυρας της προσευχής του μπαμπά: ήταν γονατιστός και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.
Το εξοχικό μας και η ρωσική κοινότητα
Ο μπαμπάς δεν μιλούσε πολύ καλά αγγλικά. Η μαμά ακόμα χειρότερα. Εκ των υστέρων ντρέπομαι που όταν ήμασταν μικρά τους κοροϊδεύαμε λίγο, μια και τα δικά μας αγγλικά ήταν τέλεια. Όμως, ο μπαμπάς δε χάθηκε ούτε στον Καναδά. Και η προφορά του δεν τον εμπόδισε να βρει καλή δουλειά. Έγινε μηχανικός και εφευρέτης, αλλά του είχαν κλέψει την εφεύρεση…
Χάρη στα «χρυσά» του χέρια, ο μπαμπάς έπαιρνε καλό μισθό, πιο πάνω από το μέσο όρο. Τη δεκαετία του 1960, αγόρασε ακόμα και ένα κομμάτι γης για εξοχικό, περίπου 60 χιλιόμετρα πιο βόρεια από το Τορόντο, στο Τζάκσονς-Πόιντ.
Το εξοχικό βρισκόταν στην όχθη της λίμνης Σίμκο. Είναι πολύ γραφικό μέρος, που μοιάζει πολύ με τη Ρωσία. Το αγάπησαν οι Ρώσοι και άρχισαν να αγοράζουν εκεί οικόπεδα και να δημιουργούν μια μεγάλη κοινότητα. Το μέρος το ονόμασαν «Μπεριόζκι» (Σημίδες – σημ.μεταφρ.). Σιγά-σιγά άρχισαν να εμφανίζονται και οδοί με ονομασίες όπως Βόλγας, Βοντά, Καλίνα. Εδώ κυριαρχούσαν τα ρώσικα. Δεν ήταν η ρωσική ξένη γλώσσα στο Μπεριόζκι αλλά η αγγλική.
Κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε εκεί όλη η οικογένεια. Πηγαίναμε στο δάσος για μανιτάρια, κολυμπούσαμε, τα βράδια ψήναμε στη φωτιά λουκάνικα…
Πηγαίναμε τακτικά στην εκκλησία. Υπήρχε μια μικρή και πολύ ζεστή εκκλησία της εικόνας της Παναγίας Σμολένσκαγια, που είχε καθαγιαστεί το 1962 από τον Σεβασμιώτατο Βιτάλιο (Ουστίνοβ), ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν Αρχιεπίσκοπος Μόντρεαλ και Καναδά. Η εκκλησία ήταν πολύ όμορφη, με έναν τρούλο, σε στιλ των εκκλησιών του Πσκοβ. Αργότερα, ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στη θέση της ξύλινης έκτισαν πέτρινη εκκλησία.
Ο Μητροπολίτης Λαύρος |
Ο πατήρ Σεραφείμ (Ρόουζ) και το Τζόρντανβιλ
Όταν ήμουν 12 ετών, γνώρισα τα έργα του πατέρα Σεραφείμ (Ρόουζ). Διάβαζα το περιοδικό «Ορθόδοξος λόγος», το οποίο εξέδιδαν στην πόλη Πλάτινα. Μου είχαν κάνει τεράστια εντύπωση αυτά που διάβαζα.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο πατήρ Σεραφείμ (Ρόουζ), πριν γίνει ορθόδοξος, είχε αρχίσει να πηγαίνει στο δικό μας Ιερό Ναό του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ στο Μοντερέι.
Εκείνα τα χρόνια, εδώ λειτουργούσε ο πρωτοπρεσβύτερος Γρηγόριος Κραβτσινά, ένας παππούλης υψηλής πνευματικής ζωής (λειτουργούσε στο ναό μας για 38 χρόνια – από το 1950 έως 1988). Ο πατήρ Σεραφείμ (Ρόουζ) διηγούταν πόσο πολύ του άρεσε ο πατήρ Γρηγόριος, πόση αγάπη είχε αυτός ο ποιμένας.
Το Τζόρντανβιλ
Επίσης, ο μπαμπάς πήγαινε εμένα και τον αδελφό μου στο Τζόρντανβιλ, στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδας. Αυτό το μοναστήρι μπορούμε δίκαια να το ονομάσουμε καρδιά της Υπερορίου Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πολιτείας της Νέας-Υόρκης, σε μια μικρή πόλη όπου δεν υπάρχουν ούτε καταστήματα ούτε εστιατόρια, μόνο ένας μοναδικός δρόμος, μια βιβλιοθήκη και ένα νεκροταφείο. Τριγύρω έβλεπες τα πιο όμορφα μέρη, πεδιάδα και χωράφια. Η μοναστική ζωή μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση.
Όταν ο μπαμπάς μου πέθανε, οι ιερείς ζήτησαν τη φωτογραφία του. Και η αδελφή μου με την ευκαιρία μεσολάβησε για μένα:
– Μπορεί ο αδερφός μου να συμμετάσχει στο νεανικό πρόγραμμα «Τα αγόρια το καλοκαίρι» στο Τζόρντανβιλ;
Αυτό το πρόγραμμα λειτουργούσε από το 1950: κάθε καλοκαίρι δέχονταν μια μικρή ομάδα εφήβων για να μένουν στο μοναστήρι, να προσεύχονται και να εργάζονται μαζί με την αδελφότητα. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικό πνευματικό σχολείο για νέους. Πάνω από τους μισούς από τους συμμετέχοντες σε αυτό το πρόγραμμα πήραν τέτοια πνευματικά εφόδια έτσι που τώρα λειτουργούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως ιερείς, διάκονοι, μοναχοί. Τέτοια «αγόρια το καλοκαίρι» υπήρξαν κάποτε και οι γνωστοί πρωτοπρεσβύτεροι της Υπερορίου Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας: ο πατήρ Βίκτωρ Ποτάποβ, ο πατήρ Στέφανος Παβλένκο, ο πατήρ Πέτρος Περεκριόστοβ και πολλοί άλλοι.
Με ευλόγησαν να πάρω μέρος στο πρόγραμμα και το καλοκαίρι πήγα στο μοναστήρι. Σηκωνόμασταν μαζί με την αδελφότητα στις 5-6 το πρωί, προσευχόμασταν, παίρναμε πρωινό, ξεκουραζόμασταν λίγο και δουλεύαμε μαζί με τους πατέρες στα χωράφια. Δεν ήμασταν πολλά τέτοια «αγόρια το καλοκαίρι», κάπου πέντε-έξι.
Βυθιστήκαμε στην ατμόσφαιρα της μοναχικής ζωής, ατμόσφαιρα της προσευχής, της ασκητικής και της χάριτος. Βλέπαμε τους πατέρες να εργάζονται όλη μέρα και μετά από κοπιαστική εργασία να προσεύχονται με πολλή αφοσίωση. Έχοντας βιώσει αυτή την πνευματική εμπειρία, αναμφίβολα, δεν μπορούσαμε να παραμείνουμε ίδιοι.
Η Θεολογική Σχολή στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδας
Όταν τελείωσα το σχολείο, μπήκα στη Θεολογική Σχολή στο Τζόρντανβιλ. Μετά τη Θεολογική σχολή, ο καθένας επιλέγει το δρόμο του: μπορείς να λάβεις τη μοναχική κουρά, και, αν σε χειροτονήσουν, να γίνεις ιερομόναχος, αλλά μπορείς να γίνεις και παντρεμένος ιερέας. Στην αρχή ήθελα να γίνω μοναχός. Ζούσα, όπως όλοι οι σπουδαστές, στο μοναστήρι. Τρία χρόνια φορούσα τη ζώνη του δόκιμου και είχα διακόνημα στο ξυλουργικό εργαστήρι.
Εκείνα τα χρόνια πνευματικοί καθοδηγητές ήταν ο Σεβασμιώτατος Αβέρκιος (Τάουσεβ), ο Σεβασμιώτατος Λαύρος (Σκούρλα), ο Σεβασμιώτατος Αλύπιος (Γκαμανόβιτς), ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Πιζόβ), ο σημαντικότερος αγιογράφος της Υπερορίου Εκκλησίας και άλλοι.
Για την προσευχητική μνήμη
Το 1976, εκδήμησε εις Κύριον ο Αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος (Τάουσεβ). Τότε είχα διακόνημα στο ξυλουργικό εργαστήρι και ο Σεβασμιώτατος Λαύρος με ευλόγησε να κάνω ξύλινο κουβούκλιο για τον τάφο του Αρχιεπισκόπου Αβέρκιου.
Το έφτιαχνα για μερικούς μήνες και όταν ήταν έτοιμο, ο Σεβασμιώτατος Λαύρος με ευχαρίστησε και μου χάρισε το βιβλίο «Απόστολος» με την αφιέρωση «Στον αγαπητό αδελφό-δόκιμο Γεώργιο για προσευχητική μνήμη». Το βιβλίο αυτό το φυλάω με ιδιαίτερη φροντίδα.
Προσεύχομαι για όλους τους πατέρες-καθοδηγητές του Τζόρντανβιλ.
Πώς αποφάσισα να παντρευτώ
Κάποια στιγμή, ο πατήρ Κυπριανός με ευλόγησε να μελετάω σοβαρά τη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία και έτσι έγινα δεκτός και για μεταπτυχιακές σπουδές. Εκεί γνώρισα τη μελλοντική μου πρεσβυτέρα. Σπούδαζα κιόλας στο τελευταίο έτος της Θεολογικής Σχολής. Την ερωτεύτηκα και είπα στον Σεβασμιώτατο Λαύρο, που ήταν τότε καθηγούμενος της μονής, ότι δεν μπορώ πλέον να είμαι δόκιμος και ότι του ζητάω ευλογία για να παντρευτώ. Μου απάντησε:
– Ο Θεός να σε ευλογήσει.
Ο Σεβασμιώτατος Λαύρος
Ο Μητροπολίτης Λαύρος |
– Αδελφέ Γεώργιε, χωρίς ευλογία δεν μπορείτε να εγκαταλείπετε το μοναστήρι.
Ο Σεβασμιώτατος Λαύρος ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Κάπου δύο βδομάδες μετά, με καλεί ξανά στο αρχιερατικό του γραφείο και μου λέει:
– Αδελφέ Γεώργιε, μας εγκρίνανε υποτροφία 400 δολαρίων από το Θεολογικό Ταμείο για σπουδές. Να υπόγραψε εδώ και θέλουμε να σου δώσουμε υποτροφία.
Και εγώ μόλις πρόσφατα είχα κάνει ένα τέτοιο παράπτωμα…
Έτσι ήταν ο Σεβασμιώτατος Λαύρος.
Διάκονος
Το 1978, τελείωσα τη Θεολογική Σχολή, παντρεύτηκα και χειροτονήθηκα διάκονος. Τρία χρόνια λειτουργούσα ως διάκονος και νόμιζα ότι θα έμενα διάκονος μέχρι το τέλος της ζωής μου. Στην Αμερική πολλοί πατέρες συνδυάζουν το λειτούργημα του ιερέα με κοσμική εργασία, επειδή οι ενορίες συνήθως είναι μικρές και δεν μπορούν πάντα να συντηρούν τις οικογένειες των ιερέων και διακόνων. Έτσι κι εγώ συνδύαζα το λειτούργημα του διακόνου με κοσμική εργασία.
Δούλευα όπως και ο πατέρας μου, ως τεχνικός. Έφτιαχνα ξύλινες μακέτες ανταλλακτικών για βαγόνια που στη συνέχεια αυτά φτιάχνονταν από σίδηρο. Όμως, σύντομα σε αυτόν τον τομέα άρχισε η κρίση και έναν από τους πρώτους που απέλυσαν, ήμουν εγώ ως ο πιο νεαρός.
Ιερέας
Με την πρεσβυτέρα μου ήδη είχαμε παιδιά και ο Κύριος δε μας εγκατέλειψε. Το 1982, με χειροτόνησαν ιερέα και με κάλεσαν να λειτουργώ στην Ιερά Μονή της Παναγίας Βλαντίμιρ στο Σαν-Φραντσίσκο. Ήταν ένα από τα πρώτα ορθόδοξα μοναστήρια στην Αμερική. Οι αδελφές το είχαν ιδρύσει αρχικά στη Ρωσία και στη συνέχεια απέδρασαν από τους μπολσεβίκους προς το Χαρμπίν και από κει στην Σαγκάη.
Η πρώτη ηγουμένη, η μητέρα Ρουφίνα (Κόκορεβα), γεννήθηκε το 1872 και ήταν μια προορατική γερόντισσα και ασκήτρια. Το 1925, ακριβώς στα ίδια της τα χέρια της επανήλθε στην αρχική της μορφή με χρώματα η εικόνα της Παναγίας του Βλαντίμιρ. Η μητερούλα Ρουφίνα εκδήμησε εις Κύριον στη Σαγκάη το 1937, έχοντας ήδη προφητεύσει στις αδελφές ότι αυτές, στην προσπάθειά τους να σωθούν από τους κινέζους κομμουνιστές, αυτή τη φορά, θα βρεθούν στην Αμερική.
Και να που η μητερούλα Αριάδνη με κάλεσε στη μονή της, όπου λειτούργησα 17 χρόνια. Όταν έφτασα, εκεί υπήρχαν περίπου 30 μοναχές. Με το χρόνο, σιγά-σιγά, πολλές από αυτές τις κήδεψα ο ίδιος…
Συνήθως, οι παντρεμένοι ιερείς λειτουργούν στις ενορίες, και όταν φτάνουν σε μεγάλη ηλικία, καλούνται να λειτουργούν σε γυναικεία μοναστήρια. Με μένα συνέβη το αντίθετο: άρχισα από την νεότητά μου να λειτουργώ σε γυναικείο μοναστήρι.
Στον Ιερό Ναό του Οσίου Σεραφείμ
Το 1998, με τοποθέτησαν εφημέριο ενός μικρού ναού προς τιμήν του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ, στην μικρή πόλη Μοντερέι της Καλιφόρνιας. Να που λειτουργώ εδώ ήδη 22 χρόνια. Η σύζυγός μου, η πρεσβυτέρα Ελένη, έγινε χοράρχης, τα παιδιά, ο γιος Μιχαήλ και κόρες Ξένια, Αναστασία, Ελισάβετ και Ιουλιανή, μέχρι που μεγάλωσαν, έψελναν στο ψαλτήρι, και ο γιος μου Γεώργιος βοηθούσε στο ιερό.
Τώρα τα παιδιά είναι μεγάλα, έχουν τις οικογένειές τους, ήδη έχω 26 εγγόνια. Η μεγαλύτερη εγγονή είναι 15 χρονών και ο μικρότερος, μόλις 8 μηνών, που σήμερα ήταν στην ιερή ακολουθία στο ναό μας.
Έχουμε εικόνες οι οποίες αποκαθίστανται και ανακαινίζονται. Να, η εικόνα του Αγίου Ισαποστόλου Μεγάλου Πρίγκιπα Βλαδίμηρου. Μόλις άρχισα να λειτουργώ, ήταν τελείως μαύρη, και να που τώρα σε μεγάλο βαθμό έχει ανακαινιστεί.
Επίσης, ανακαινίζεται η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, τελευταία εμφανίστηκαν τα κόκκινα τρυγονάκια στην ενδυμασία Της.
Η ιστορία με τον σταυρό
Δε γνώριζα προσωπικά τον πρώτο εφημέριο του ναού μας, τον πατέρα Γρηγόριο Κραβτσινά. Είχα παρευρεθεί μόνο στην κηδεία του. Βοηθούσα στην ενορία, επειδή ήμουν ξυλουργός, και έκανα το εικονοστάσι μετά την πυρκαγιά. Αργότερα, ήρθα εδώ ως νέος εφημέριος του ναού. Και να που οι πρώτοι, οι παλαιοί ενορίτες, μοιράζονταν μαζί μου τις ιστορίες για την υψηλή πνευματική ζωή του αγαπημένου παππούλη.
Μια από τις ιστορίες είναι αυτή: Ο πατήρ Γρηγόριος κάποτε τη νύχτα είχε δει σε όνειρο τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης, ο οποίος του έδειχνε τον επιστήθιο σταυρό του. Όταν ο πατήρ Γρηγόριος το πρωί πήγε στο ναό, συνάντησε εκεί έναν κοσμηματοποιό που είχε έρθει να τον δει. Αυτός του είπε:
– Παππούλη, ξέρετε ότι, μετά την Επανάσταση, έφερναν πολλά κειμήλια από τη Ρωσία. Όταν οι ιδιοκτήτες τους πέθαιναν, πολλά κειμήλια βρίσκονταν στα χέρια κοσμηματοποιών σαν κι εμένα. Θα θέλατε να αγοράσετε αυτόν τον επιστήθιο σταυρό ενός ιερωμένου;
Και του έδειξε έναν σταυρό – ακριβώς ίδιο με αυτόν που είχε δει στο όνειρο.
Ο παππούλης αμέσως αγόρασε αυτόν τον σταυρό και τον φυλάμε εδώ, στην προθήκη της εικόνας του Αγίου Ιωάννη της Κρονστάνδης. Δεν τολμώ να φοράω συχνά αυτόν το σταυρό. Μπορεί να τον φορέσω το Πάσχα…
Ιστορία με τον Όσιο Σεραφείμ
Επίσης, μου διηγήθηκαν ότι την δεκαετία του 1950, όταν κτιζόταν ο ναός μας, σκέφτονταν σε ποιον να τον αφιερώσουν. Να τον αφιερώσουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, στον Άγιο Νικόλαο ή τον Όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ;
Και να που κάποια στιγμή ο πατήρ Γρηγόριος πήγε στον ναό. Ζούσε περίπου 3 χιλιόμετρα μακριά από τον ναό και πήγαινε εκεί με ποδήλατο. Ήξερε ότι η εκκλησία είναι κλειστή και ότι μέσα δεν υπάρχει κανείς.
Φτάνει και βλέπει ότι στο ιερό είναι αναμμένο το φως. Και εκείνος θυμόταν καλά ότι το είχε σβήσει. Και ο παππούλης είδε το εξής πνευματικό όραμα: η Ωραία Πύλη να είναι ανοιχτή και στο ιερό να λειτουργεί ο Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ.
Μετά από αυτό, αφιέρωσαν το ναό στον Όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ.
Στο ναό μας, στο ιερό, ο Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ είναι αγιογραφημένος με άσπρα πασχαλινά άμφια, αν και παραδοσιακά τον Άγιο τον αγιογραφούν με σκούρα. Όμως, ο ίδιος πολύ συχνά έλεγε: «Χαρά μου, Χριστός Ανέστη!»
Αυτή την εικόνα την έχει αγιογραφήσει ένας καλός μου φίλος, ο Βλαδίμηρος Κρασόβσκιϊ, ο αγιογράφος και χοράρχης του Ιερού Καθεδρικού Ναού στο Σαν-Φραντσίσκο. Έμαθε αγιογραφία από τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό (Πιζόβ), ήταν βοηθός του και έκανε πολλές τοιχογραφίες σε πολλούς ναούς και αγιογράφησε δεκάδες εικόνες.
Η συμμετοχή στην ανακομιδή των τιμίων λειψάνων
Η πιο πολύτιμη πνευματική εμπειρία για μένα ήταν η συμμετοχή μου στην ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του Αγίου Ιωάννη της Σαγκάης. Ενδιαφέρον είναι ότι στο ναό όπου υπηρετώ τώρα, βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το πιο μεγάλο απότμημα των λειψάνων του Αγίου Ιεράρχη.
Το 1993, 27 χρόνια μετά τη μακαρία κοίμηση του Αγίου Ιωάννη, ο αρχιερέας μας, ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος (Μεντβέντεβ), ηγήθηκε της ανακομιδής των λειψάνων του.
Ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος (Μεντβέντεβ) (1908-2000) ήταν άνθρωπος εκπληκτικής μοίρας. Στα χρόνια της Επανάστασης ήταν μικρός δεκάχρονος μαθητής στρατιωτικού σχολείου. Με την υποχώρηση του Εθελοντικού Στρατού, αυτό το στρατιωτικό σχολείο μεταφέρθηκε στην Κριμαία και ύστερα οι μαθητές του στρατιωτικού σχολείου μαζί με τους στρατιώτες του Λευκού Στρατού αναχώρησαν από τη Ρωσία. Ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος πολύ νωρίς άρχισε τη μοναχική ζωή. Το 1922 (ήταν μόλις 14 ετών) μπήκε σε ένα μοναστήρι της Σερβίας όπου είχε το διακόνημα του τυπικάρη.
Ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος ήταν αυτός που διαδέχτηκε τον Άγιο Ιωάννη της Σαγκάης στην επαρχία του Σαν-Φραντσίσκο και αυτός που έγινε ο κύριος εμπνευστής της αγιοκατάταξής του. Είχε κάνει όλες τις προκαταρκτικές εργασίες για την αγιοκατάταξη και είχε συντάξει μεγάλο μέρος της ακολουθίας του Αγίου Ιεράρχη.
Υπό την καθοδήγησή του, το βράδυ, στις 17/30 Σεπτεμβρίου του 1993, στη γιορτή των Αγίων Μαρτύρων Πίστης, Ελπίδας, Αγάπης και της μητέρας τους Σοφίας, φτάσαμε στον τάφο του Αγίου Ιωάννη. Ήμασταν πέντε: ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος, ο πρωτοδιάκονος Νικόλαος Πόρσνικοβ, ο αναγνώστης Βλαδίμηρος Κρασόβσκιϊ, ο υπεύθυνος του τάφου Μπορίς Μιχάηλοβιτς Τρογιάν και εγώ. Έπρεπε να κάνουμε προκαταρκτικές εργασίες για την ανακομιδή των λειψάνων: να ελέγξουμε πώς ανοίγει η σαρκοφάγος, σε ποια κατάσταση είναι το φέρετρο. Νομίζω ότι ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος είχε πάρει εμένα, έναν ασήμαντο παππούλη, ως τεχνικό, που να έχει την ευθύνη για το τεχνικό μέρος αυτού του αγίου εγχειρήματος.
Ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος τέλεσε την λιτή, διαβάσαμε την προσευχή που γίνεται στην έναρξη κάθε καλού έργου και λάβαμε την αρχιερατική ευλογία. Θυμάμαι καλά με πόσο δέος είχαμε αρχίσει τη διαδικασία. Αφαιρέσαμε το βαρύ καπάκι της σαρκοφάγου που ζύγιζε περίπου 200 κιλά και είδαμε το μανδύα του Αγίου Ιεράρχη. Φαινόταν καινούργιος. Δεν είχε καμία μυρωδιά αποσύνθεσης.
Κάτω από τον μανδύα υπήρχε παλιό μεταλλικό φέρετρο. Είχε σκουριάσει σε πολλά σημεία και εμένα με ευλόγησαν να φτιάξω ένα καινούργιο φέρετρο από πεύκο. Με το έλεος του Θεού, πήρα μέρος και στις ξυλογλυπτικές εργασίες για την μελλοντική λάρνακα και για το κουβούκλιο του Αγίου Ιεράρχη στο ναό. Μετά από όλα αυτά κλείσαμε τη σαρκοφάγο.
Ουκ έχομεν άλλην βοήθειαν…
Το επόμενο στάδιο ήταν η ίδια η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων, η οποία έγινε μετά από 10 μέρες, την ημέρα μνήμης του Αγίου Χαρίτωνος του Ομολογητή. Είχε έρθει ο αρχιεπίσκοπος Λαύρος (1928-2008), ο μελλοντικός μητροπολίτης της Ανατολικής Αμερικής και της Νέας Υόρκης και ο πρωθιεράρχης της Υπερορίου Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συνολικά, στην ανακομιδή των αγίων λειψάνων είχαν πάρει μέρος 3 αρχιερείς, 7 ιερείς, 3 διάκονοι, ένας αναγνώστης και ένας λαϊκός.
Ετοιμαζόμασταν για αυτό το άγιο εγχείρημα με φόβο και δέος. Νηστεύαμε, προσευχόμασταν, κοινωνούσαμε. Μετά τον εσπερινό και τον όρθρο στο ναό, κατεβήκαμε στον τάφο και διαβάζαμε με τη σειρά το Άγιο Ευαγγέλιο. Στις 9 το βράδυ τελέσαμε το μνημόσυνο. Στη συνέχεια, ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος έκανε στρωτή μετάνοια, ζήτησε από όλους συγχώρεση και μας κάλεσε, ως συμμετέχοντες σε αυτό το άγιο εγχείρημα, να είμαστε συμφιλιωμένοι με όλους.
Αρχίσαμε να ψέλνουμε «Ελέησον εμάς, Κύριε, ελέησον εμάς» και αφαιρέσαμε το καπάκι από τη σαρκοφάγο. Ο Ιερομόναχος Πέτρος (Λουκιάνοβ), που είχε έρθει από την Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδας (Τζόρντανβιλ), ο νυν Αρχιεπίσκοπος Σικάγκο και Μέσης Αμερικής, έβγαλε το κλειδί το οποίο φύλαγε για 27 χρόνια, μετά τη μακαρία κοίμηση του Αγίου Ιωάννη. Πρέπει να πούμε εδώ ότι ο πατήρ Πέτρος γεννήθηκε στην οικογένεια η οποία είχε έρθει μαζί με τον Άγιο Ιεράρχη από τη Σαγκάη. Με τον Άγιο Ιωάννη ήταν νεωκόρος και βοηθός του και τον ακολουθούσε στα ταξίδια του.
Ο πατήρ Πέτρος προσπάθησε να ανοίξει το φέρετρο αλλά η κλειδαριά είχε σκουριάσει και δε λειτουργούσε. Προσπάθησα να τα καταφέρω με τη σκουριασμένη κλειδαριά και αυτή άρχισε να διαλύεται στα χέρια μου. Όμως, καθώς προσπαθούσα, άνοιξε λίγο το καπάκι από το φέρετρο.
Τότε, ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος μας σταμάτησε – δεν ήθελε να τελέσει αυτό το άγιο εγχείρημα με τη βία. Άρχισε να προσεύχεται στην Υπεραγία Θεοτόκο και να ψέλνει:
«Ουκ έχομεν άλλην βοήθειαν, ουκ έχομεν άλλην ελπίδα, πλην Σου, Δέσποινα. Συ μοι βοήθησον, εις Σε ελπίζομεν και Σοι καυχώμεθα, οι δούλοι Σου είμεθα, ίνα μη καταισχυνόμεθα».
Τότε το καπάκι του φέρετρου άνοιξε τελείως.
Η πιο πολύτιμη πνευματική εμπειρία
Στεκόμασταν ακίνητοι σε πλήρη σιωπή και φοβόμασταν να αναπνεύσουμε. Ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος διάβασε τον 50ο ψαλμό, σήκωσε τον Αέρα και εμείς με δέος είδαμε το άφθαρτο πρόσωπο του Αγίου Ιεράρχη Ιωάννη της Σαγκάης και του Σαν-Φραντσίσκο, το θαυματουργό.
Νιώθαμε ανεξήγητη χαρά. Όταν ανασήκωσαν τον Άγιο για να αλλάξουν άμφια, στεκόμουν ακριβώς απέναντι, και είδα στο πρόσωπό του να εμφανίζεται το χαμόγελο. Σπάνια το διηγούμαι. Μπορεί και για πρώτη φορά. Το θυμάμαι τώρα και ξανά νιώθω εκείνο το δέος, την κατάνυξη και τη βαθειά ευλάβεια που ένιωθα τότε. Εκπληκτική ειρήνη στους λογισμούς. Ανάπαυση όλων των ψυχικών δυνάμεων. Χαρά πνευματική.
Πολύ έντονα τότε ένιωσα ότι αυτά που λέει η Εκκλησία μέσα από τα χείλη των δικαίων μας, όλα αυτά είναι αλήθεια. Η μεταθανάτια ζωή όντως υπάρχει! Η Εκκλησία στη γη είναι η Στρατευομένη, ενώ η Εκκλησία στους ουρανούς είναι η Θριαμβεύουσα! Εμείς εδώ, στη γη, είμαστε στρατιώτες, παλεύουμε για πνευματική αλήθεια, και αυτά που μας περιβάλλουν είναι η θάλασσα της ζωής…
Μετά, καθαρίσαμε τη σαρκοφάγο και τα άγια λείψανα από τη σκόνη σκουριάς και το χώμα που είχαν βάλει στο φέρετρο 27 χρόνια πριν, στο τέλος της κηδείας. Προσεκτικά μεταφέραμε τα άγια λείψανα στο καινούργιο φέρετρο. Εμείς όλοι θέλαμε απλά να βρισκόμαστε δίπλα στον τάφο, να προσευχόμαστε και τίποτα άλλο, τόσο πολύ έντονη ήταν η στιγμή της οξύτατης παρουσίας της Χάριτος του Θεού. Ύστερα, βάλαμε το καινούργιο φέρετρο με τα άγια λείψανα πάλι στον τάφο, ψάλλαμε το απολυτίκιο του Αγίου Ιεράρχη, τελέσαμε τη λιτή και αλειφθήκαμε με λάδι από το ακοίμητο καντήλι.
Και τέλος, φύγαμε, ευχαριστώντας τον Κύριο για το έλεος που μας έδωσε, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι αυτό που μόλις είχαμε βιώσει είναι, ίσως, η πιο πολύτιμη, η πιο συναρπαστική πνευματική εμπειρία στη ζωή μας.
συνομιλούσε η Όλγα Ροζνιόβα
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου