Μεσοπεντηκοστή
Ἑστὼς διδάσκει τῆς ἑορτῆς ἐν μέσῳ,
Χριστὸς Μεσσίας τῶν διδασκάλων μέσον.
Τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Τὰ βυζαντινὰ χρόνια, ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξει τὴν Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γιὰ νὰ δεῖ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 μ.Χ. στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903 μ.Χ.).
Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικὰ τοῦ ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία τοῦ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτι γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν πατριάρχη. Καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο ἔπαιρνε μέρος καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγει τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτι.
Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασή της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράταση τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτάσιμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:
«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».
Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχει δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθεῖ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας».
Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας - μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάρι. Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐξελέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ (Ἰω. 7, 14 – 30).
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἡ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμο. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς.
Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφοὺς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ’ ἤχου:
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».
Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώρα μεταξὺ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράση τοῦ Κυρίου. «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37 – 38).
Καὶ σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής. «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικὴ ἀδεία μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ’ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ δρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποῦ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα» (Ἰω. 4, 14).
Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημό τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτεμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαίρετους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ’ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ’ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:
«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».
Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ’ καὶ τὸ δεύτερό του δ’ ἤχου:
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».
«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:
«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».
Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλὴ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος.
Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περίφημους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμους σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Βασιλίσκος ἐκτομῇ δοὺς τὴν κάραν,
Πατεῖ νοητοῦ βασιλίσκου τὴν κάραν.
Εἰκάδι δευτερίῃ Βασιλίσκος φάσγανον ἔτλη.
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος, ἀνιψιὸς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Χουμιαλὰ τῆς Ἀμασείας καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος Ἀγρίππα. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Καππαδοκίας Ἀσκληπιάδη μὲ τοὺς στρατιῶτες του Εὐτρόπιο καὶ Κλεόνικο († 3 Μαρτίου), οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τελειώθηκαν διὰ μαρτυρικοῦ θανάτου.
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στὴ φυλακὴ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ τὶς στερήσεις καὶ κακοπαθήσεις, θὰ ἀρνιόταν τὸν Χριστὸ, ὁπότε ὁ ἀντίκτυπος ἀπὸ τὴν πράξη του αὐτὴ θὰ ἦταν μέγας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὸς ὅμως εἶχε λάβει τὴν ἀμετάτρεπτη ἀπόφαση νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανὸς, ἔχοντας ὡς φωτεινὸ παράδειγμα τὸν Μεγαλομάρτυρα θεῖο του, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, ἀφοῦ ἀπέκρουσε ὅλες τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλές.
Μία ἡμέρα ὁ Ἅγιος πέτυχε, χάρη στὴν εὔνοια τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὸν φύλαγαν, νὰ μεταβεῖ στὸν οἶκο του, νὰ παρηγορήσει τοὺς γονεῖς καὶ ἀδελφούς του καὶ νὰ τοὺς συστήσει ἐμμονὴ στὴ Χριστιανικὴ πίστη.
Ὅταν πληροφορήθηκε τοῦτο ὁ ἡγεμόνας Ἀγρίππας διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν σιδερένια ὑποδήματα ποὺ ἔφεραν ἐσωτερικὰ καρφιὰ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του στὰ Κόμανα. Ἐρχόμενος πρὸς τὸν ἡγεμόνα, ὅταν ἔφθασαν στὸ χωριὸ τῶν Δακῶν, οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν τὸν ἔδεσαν σὲ ξερὸ πλάτανο, γιὰ νὰ γευματίσουν. Τότε ὁ Βασιλίσκος, διὰ τῆς προσευχῆς του, πέτυχε νὰ ἀναβλαστήσει ὁ πλάτανος καὶ ἀπὸ τὴν ρίζα του νὰ ἀναβλύσει μικρὴ πηγή. Ἀφοῦ εἶδαν τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ στρατιῶτες, θαύμασαν καὶ πίστεψαν στὸν Χριστό.
Ὅταν ἔφθασε στὰ Κόμανα, προσήχθη ἐνώπιον τοῦ
Ἀγρίππα, ὁ ὁποῖος ὁδήγησε τὸν Βασιλίσκο στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό, ἐλπίζοντας ὅτι τὸ ἐπίσημο περιβάλλον θὰ τὸν ὠθοῦσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Βασιλίσκος ὅμως μὲ θερμὴ προσευχὴ πέτυχε τὴν πτώση καὶ συντριβὴ τῶν εἰδώλων. Τότε ὁ Ἀγρίππας διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του νὰ ριχθοῦν στὸν ποταμό.
Χριστιανοὶ τῶν Κομάνων ἀνέσυραν τὸ τίμιο σκήνωμα κρυφὰ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια.
Ἀργότερα, ἀπὸ τὸν εὐσεβέστατο ἄρχοντα τῶν Κομάνων Μαρίνο ἀνοικοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Μάρτυρος, στὸν ὁποῖο κατετέθησαν καὶ τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελών, στρατιώτης εὐκλεής, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθείς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας.
Μνήμη Β’Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Tολμά το θείον Πνεύμα μη Θεόν λέγειν,
Tο παμπόνηρον πνεύμα Mακεδονίου.
Μετὰ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας ἀνεφάνησαν στὴν Ἐκκλησία καὶ νέοι αἱρετικοί, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοί, ὑπὸ τὸν αἱρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οἱ Ἡμιαρειανοὶ, ὁ Ἀπολινάριος Λαοδικείας, ὁ Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας, ὁ Φωτεινὸς Σιρμίου, ὁ Εὐνόμιος Κυζίκου μὲ τὸ διδάσκαλό του Ἀέτιο, ὁ Εὐδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Παῦλος Σαμοσατεὺς καὶ ἄλλοι ποὺ προσείλκυαν πολλοὺς ὀπαδοὺς.
Τὸ χριστολογικὸ ζήτημα τέθηκε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας. Ὁ Ἀπολινάριος (390 μ.Χ.), ὅπως καὶ ἡ λεγόμενη Ἀλεξανδρινὴ Σχολή, τόνιζε πρωτίστως τὴν ἑνότητα στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συχνὰ εἰς βάρος τῆς πληρότητας τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ κατὰ τὴν Ἐνανθρώπιση ἔλαβε μόνο σάρκα («Θεὸς σαρκοφόρος»), δηλαδὴ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἄλογη ψυχή, ὄχι ὅμως καὶ ἀνθρώπινο νοῦ, γιατὶ αὐτὸ θὰ σήμαινε τὴν τελειότητα (ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὁ Ἀπολινάριος θεωροῦσε πὼς ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι τέλειος Θεός.
Γιὰ νὰ εἶναι λοιπὸν δυνατὴ ἡ πλήρης ἕνωση στὸν Ἕνα Χριστὸ, δίδασκε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε κατὰ τὴν Ἐνανθρώπιση τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ μόνο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐμψυχωμένο μὲ ζωικὴ (ἄλογη) ψυχὴ καὶ ὄχι ἀνθρώπινο νοῦ. Προτιμοῦσε νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «σὰρξ», ὄχι ὅμως μὲ τὴν βιβλική του σημασία. Ἐπέμενε στὴ στενὴ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸν Χριστό, ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δὲν ἦταν πλήρης. Τὴν ἕνωση Λόγου καὶ σαρκὸς σὲ μία φύση τὴν χαρακτήριζε «ἕνωσιν οὐσιώδη», «ἕνωσιν σύνθετον» καὶ «ἕνωσιν φυσικήν». Ἡ «κολοβωμένη» ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν ἕνωση πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀπορροφήθηκε καὶ χάθηκε μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστὸς νὰ μὴν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ μόνο τέλειος Θεός.
Οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοὶ ἀρνοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωρώντας αὐτὸ «κτίσμα καὶ ὄχι Θεὸ, οὔτε ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό». Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο οἱ Πνευματομάχοι θεωροῦνταν ὄχι μόνο ὅτι θεομαχοῦσαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ ὅτι χριστομαχοῦσαν, ἀλλὰ καὶ ὅτι πνευματομαχοῦσαν.
Στὴ διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου καὶ τοῦ Μακεδονίου ἀντέδρασαν ἀπὸ πολὺ νωρὶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν καταδίκασαν πολλὲς φορές. Ἡ ὁριστικὴ ὅμως καταδίκη τῆς αἱρετικῆς τους κακοδοξίας ἔγινε ἀπὸ τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 381 μ.Χ.
Ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε ἀπὸ τὸν Μάιο μέχρι τὸ τέλος τοῦ Ἰουλίου τοῦ 381 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, πρὸς ἐπίλυση θεολογικῶν καὶ διοικητικῶν προβλημάτων. Οἱ ἑκατὸν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, ποὺ συμμετεῖχαν σὲ αὐτὴν, προέρχονταν ἀπὸ περιοχὲς, οἱ ὁποῖες πολιτικὰ ὑπάγονταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορα ποὺ τοὺς συγκάλεσε. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ περὶ Μεγάλης Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἡ δὲ ἀναγνώρισή της ὡς τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς ἔγινε ἀπὸ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα τὸ 451 μ.Χ., ἡ ὁποία καὶ ἀποδέχθηκε τὸ Σύμβολον αὐτῆς ὡς ἰσοδύναμο καὶ ἰσόκυρο μὲ αὐτὸ τῆς Νικαίας.
Ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπέκτησε μεγάλη σημασία γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ πρὸ πάντων διότι συμπλήρωσε τὸ ἱερὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἀφοῦ δογμάτισε ἰδίως τὴν Πνευματολογία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὣς καὶ ἄλλα ἄρθρα τῆς πίστεως, καὶ ἔτσι ἀποτέλεσε ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέγα σταθμὸ ἰδίως στὸ δογματικὸ καθορισμὸ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ σπουδαιότητα τῆς παρούσης Συνόδου καὶ τοῦ Συμβόλου αὐτῆς ἔγκειται κυρίως στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος, διὰ τῆς θεσπίσεως τῆς Θεότητος καὶ τῆς «ἐκ τοῦ Πατρὸς» ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, χωρὶς τοῦτο νὰ σημαίνει ὅτι παραθεωρεῖται ἡ σημασία τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περὶ Ἐκκλησίας, βαπτίσματος, ἀναστάσεως νεκρῶν καὶ ζωὴς αἰωνίου.
Αὐτὴ κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα καὶ ἀκριβέστερα τὸ ἱερὸ Σύμβολον τῆς Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, τὸ «Πιστεύω», ἐπειδὴ τὰ μὲν ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα συντάχθηκαν ὑπὸ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 325 μ.Χ., ἐναντίον τῆς μεγάλης αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ποὺ συντάραξε ἐπὶ μακρὸν τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἡ ὁποία αἵρεση ἀρνιόταν τὴ Θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὰ δὲ πέντε τελευταῖα ἀπὸ τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐναντίον τῆς Πνευματομαχίας ποὺ ἀρνιόταν τὴ Θεότητα τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῶν ἄλλων ὡς ἄνω αἱρέσεων. Τὸ ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὸ «Πιστεύω», ἀπαγγέλεται καὶ καθομολογεῖται ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὡς ὁμολογία πίστεως, ὡς βαπτιστήριο καὶ ὡς λειτουργικὸ κείμενο στὴ θεία λατρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ αὐτὸ ὡς ἔργο τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στὴ Σύνοδο εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐπισυνάπτει τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, δεδομένου ὅτι ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θείας φύσεως καὶ εἶναι ζωοποιόν, ἅγιον, ἀΐδιον, σοφόν, εὐθές, ἡγεμονικόν. Αὐτὴ ἡ κοινότητα τῶν Ὀνομάτων ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία διαφορὰ ὑπάρχει στὴν ἐνέργεια μεταξὺ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ταυτότητα δὲ τῆς ἐνέργειας ἀποδεικνύει τὸ ἡνωμένον τῆς φύσεως. Οὐδεὶς ἑπομένως πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν μία Θεότητα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι’αὐτὸ ὁ ἱερὸς Πατέρας ἀναγράφει ὅτι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη».
Στὴν ἐρώτηση τῶν Πνευματομάχων πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ Πνεύμα νὰ εἶναι ἰσότιμο πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἐφ’ ὅσον ὁ Πατέρας μὲν εἶναι Δημιουργός, δι’ Υἱοῦ δὲ τὰ πάντα ἐδημιουργήθησαν, ἀπαντᾶ ὅτι πάντα ἐκτίσθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἐξαίρει τὸ συναΐδιον καὶ ἀχώριστον τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι ἐκτὸς τῆς κατὰ τάξιν καὶ ὑπόστασιν διαφορᾶς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».
Στὸ Τυπικὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη τῆς Συνόδου ἐτελεῖτο μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὑψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ († 14 Σεπτεμβρίου). Ὡς εἰσηγητὴς τῆς διπλῆς αὐτῆς ἑορτῆς καὶ ποιητὴς τῆς Ἀκολουθίας θεωρεῖται ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Δευτέρας Συνόδου ὑποφῆται καὶ σύνεδροι, ἑκατὸν πεντήκοντα θεῖοι Ἱεράρχαι μακάριοι, οἱ στόματι κηρύξαντες σοφῷ, τοῦ Πνεύματος τοῦ θείου τὴν ἰσχύν, πάσης βλάβης καὶ αἱρέσεως χαλεπῆς, λυτρώσασθε τοὺς ψάλλοντας· δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πιστῶν τὴν διάνοιαν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, ἐν τῇ Δευτέρᾳ συνελθόντας Συνόδῳ, πανευκλεεῖς Πατέρας εὐφημήσωμεν· οὗτοι Μακεδόνιον, τὸν δεινὸν γὰρ καθεῖλον, καὶ σὺν τούτῳ ἅπασαν, ἄλλην δύσφημον πλάνην, καὶ τοὺς πιστοὺς στηρίζουσιν ἀεί, Ὀρθοδοξίας, τοῖς θείοις διδάγμασι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων θεῖος χορός, οἱ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Δευτέρᾳ θείᾳ ῥοπῇ, τῶν αἱρετιζόντων, φιμώσαντες τὸ στόμα, καὶ τῶν ὀρθῶν διγμάτων, χάριν ἐκλάμποντες.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, κατὰ κόσμον Παναγιώτης, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σοπωτὸ τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Ἀντώνα. Ἀρχικὰ ὁ Ἅγιος ἐργάστηκε ὡς τσαγκάρης γιὰ μερικὰ χρόνια. Πλανεμένος ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ διασκεδάζει μὲ τοὺς φίλους του, ντύθηκε μουσουλμάνος, λέγοντας ὅτι εἶναι Ἀγαρηνός. Δὲν ἀπατήθηκε ὅμως τόσο πολὺ, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ περιτομή. Ἀλλὰ ἀμέσως κατάλαβε τὸ ἀμάρτημά του, μετανόησε καὶ ἔκλαψε πικρὰ, ὅπως ὁ Πέτρος.
Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ βασιλικὴ καὶ σταυροπηγιακὴ μονὴ τῆς Λαύρας. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μετονομάσθηκε σὲ Παῦλος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησε γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὁπου παρέμεινε τρία ἔτη μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ συχνὴ κοινωνία τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων. Τότε γεννήθηκε σὲ αὐτὸν ἡ ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν πόθο του αὐτὸ ἐκμυστηρεύθηκε στὸν πνευματικό του πατέρα Ἱερομόναχο Ἀνανία, τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὁ ὁποῖος ἐνῶ κατ’ ἀρχὰς θέλησε νὰ τὸν ἐμποδίσει, στὴν συνέχεια τὸν ὑπέβαλε στὶς δέουσες δοκιμασίες, μετὰ τὶς ὁποῖες τὸν ἔστειλε μὲ τὴν εὐλογία του πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μετέβη στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, στὰ Καλάβρυτα, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος πρὸς τὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει κατὰ τὸν ἱερὸ ἀγώνα του. Ἀκολούθως ἐμφανίσθηκε στὸν μουφτὴ τῆς Τριπόλεως, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπεκήρυξε τὸ Μωαμεθανισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας παρατηρώντας τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Παύλου, πρόσταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ. Οἱ στρατιῶτες τὸν ἀποκεφάλισαν, τὸ 1818, σὲ ἡλικία εἴκοσι ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἔριξαν τὸ Ἅγιο λείψανό του μέσα στὸ βόθρο τῆς οἰκίας τοῦ ἡγεμόνος, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀλλοιωθεῖ. Παρὰ ταῦτα, δύο φιλομάρτυρες Χριστιανοὶ, εἰκοσι ἡμέρες μετὰ τῆν θανάτωση τοῦ Ἁγίου, ἀνακάλυψαν αὐτό, τὸ ἔκλεψαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας καὶ ἀφοῦ τὸ ἔπλυναν, τὸ μετέφεραν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ὁ Μάρτυρας
Mολύβδινον Mάρκελλος έκπυρον πόμα,
Oύτω πίνων ην, ως ύδωρ εί τις πίνει.
Ο Άγιος Μάρτυς Μάρκελλος μαρτύρησε αφού τον πότισαν με βραστό μολύβι.
Ὁ Ἅγιος Κόδρος ὁ Μάρτυρας
Ιππηλατήσας και πόλου νύσσαν φθάσας,
Tας χείρας αίρεις και στέφος δέχη Kόδρε.
Ο Άγιος Μάρτυρας Κόδρος (ή Κοδράτος) μαρτύρησε συρόμενος κατά γης από άγρια άλογα.
Ἡ Ἁγία Σοφία ἡ Μάρτυς ἡ Ἰατρός
Ιατρός ην πριν σωμάτων η Σοφία,
Tμηθείσα γουν νυν δείκνυται και πνευμάτων.
Η Αγία Μάρτυς Σοφία ήταν ιατρός και μαρτύρησε δια ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός τοῦ Βλαδιμήρου
Xειρ συγγενούς τέμνει σε η μιαιφόνος,
Xειρ Kυρίου νέμει σοι αξίως στέφος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης τοῦ Βλαδιμήρου γεννήθηκε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. στὸ Βλαδιμὶρ τῆς Βουλγαρίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Α’ τοῦ Μακεδόνος (867 – 886 μ.Χ.). Ἦταν υἱὸς τοῦ Νεεμὰν, υἱοῦ τοῦ πρώτου βασιλέως τῶν Ἀχριδῶν Συμεὼν καὶ τῆς Ἄννης, εὐσεβεστάτων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀχρίδος Νικόλαο.
Ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουὴλ – Στέφανος (940 – 1018), θέλοντας νὰ ὑποτάξει τὸν Ἅγιο, τὸν φυλάκισε. Στὴ φυλακή, Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀργοῦσε. Μέσα στὰ πλαίσια τῶν διπλωματικῶν του ἐνεργειῶν ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας τὸν νύμφευσε μὲ τὴν θυγατέρα του Κορσάρα, ὅμως ὁ Ἅγιος διαφύλαξε τὴν παρθενία του.
Ἀφοῦ κατέστη αὐτεξούσιος βασιλέας τῶν Σέρβων, ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο στὴ διάδοση καὶ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀφοῦ ὅρισε πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ διδασκάλους καὶ κήρυκες καὶ ἵδρυσε ταυτόχρονα μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ νοσοκομεῖα. Μεταξύ τῶν μονῶν ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ αὐτὸν, ἦταν καὶ εὐκτήριος οἶκος βρισκόμενος μέσα σὲ δάσος, στὸν ὁποῖο προσερχόταν καθημερινὰ καὶ προσευχόταν. Ἦταν πράος, δίκαιος, γενναῖος καὶ εὐσεβής. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ βοήθησε τὴν Ἐκκλησία στὸ ἔργο της ἀντιμετωπίζοντας τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς Βογομίλους.
Ἡ ἀποχή του ἀπὸ κάθε σαρκικὴ συνάφεια μὲ τὴ βασίλισσα σύζυγό του καὶ οἱ καθημερινὲς ἀπουσίες του γιὰ προσευχή, γέννησαν σὲ αὐτὴ τὴν ὑποψία ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ ξένες γυναῖκες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τὸν διέβαλε στὸν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε νὰ τὸν φονεύσει. Ὅταν πέθανε ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουὴλ – Στέφανος, τσάρος στέφθηκε ὁ υἱός του Ραντομίρ. Ὁ δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ νέου τσάρου, Ἰωάννης Βλαδισλάβος, παραπλανώντας τὸν Ἅγιο, τὸν κάλεσε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης δολοφονήθηκε μὲ ὕπουλο τρόπο τὸ 1015. Ἡ σύζυγός του, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἐγκαταβίωσε σὲ μοναστήρι, ὅπου ἀνοικοδόμησε ναό.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καὶ μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό του ἐξακολούθησε νὰ εὐεργετεῖ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ζαχαρίας γεννήθηκε στὴν Προύσα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἔγινε ἱερέας. Κάποια ἡμέρα μέθυσε καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς μέθης ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τὸ 1801. Ἀφοῦ συνῆλθε ἀπὸ τὴν πλάνη παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ καί, ἀφοῦ ἀπέρριψε κατὰ γῆς τὸ σαρίκι ποῦ φοροῦσε, ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀμέσως ὁ κριτὴς διέταξε τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή. Ὁ Ἅγιος προσευχόταν διαρκῶς ἐξαιτούμενος τὴν ἐξ ὕψους ἐνίσχυση καὶ θεία βοήθεια. Ὅταν τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καὶ τῶν ἀγάδων, ὁ Ἱερομάρτυρας ἔμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ὡς ἐκ τούτου, τὸν ἔριξαν καὶ πάλι στὴν φυλακή, ὅπου τὸν βασάνισαν ἀνηλεῶς, τὸν κτύπησαν καὶ τοῦ ἔβαλαν στὸ κεφάλι πυρακτωμένο χάλκινο κάλυμμα.
Μετὰ τὰ βασανιστήρια αὐτὰ τρύπησαν μὲ ὀξεῖα κοφτερὰ καλάμια τὰ νύχια τῶν ποδιῶν καὶ τῶν χεριῶν τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἐκρίζωσαν καὶ ἀπέσπασαν τὰ νύχια αὐτοῦ.
Ὁδηγήθηκε καὶ πάλι ἀνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁμολόγησε μὲ μεγάλη παρρησία ἀκλόνητη τὴν πίστη του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ἔλεγξε τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία. Ὅταν ἐκδόθηκε ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος κλείσθηκε καὶ πάλι στὴ φυλακὴ, μήπως πτοούμενος ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἀφοῦ ὁδηγήθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο, διετράνωσε μὲ γενναιότητα τὸ ἀμετάθετο τῆς πίστεώς του. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 1802, σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁμολογώντας τὸν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ λυτρώσαντα τὸν κόσμο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Σοφιανοῖς
Το γεγονός αυτό υπάρχει στον Συναξαριστή του Delehaye. Δεν έχουμε όμως άλλες λεπτομέρειες.
Οἱ Ἅγιοι Αἰμίλιος καὶ Κάστος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κάστος καὶ Αἰμίλιος μαρτύρησαν τὸ 250 μ.Χ. στὴν Καρχηδόνα ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὸ μαρτύριό τους ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κυπριανὸ καὶ τὸν Ἱερὸ Αὐγουστίνο.
Ἡ Ὁσία Καλή
Καλῆς τὶ καλῶν πρωτίστως ἐπαινέσω;
Καλὰ γὰρ ἐν αὐτὴ πολλὰ συνέδραμον.
Κάλλος εἰκάδι δεύτερη καλῶν Καλῆς θέμις ὑμνέειν.
Εἰς τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας Καλῆς,
ὑπὸ Μανουὴλ Φιλῆ.
Ὁ πῆχυς οὗτος τῆς Καλῆς τῆς ὀλβίας,
ᾯ τοὺς μίτους ἔνηθε τῆς εὐποιΐας.
Ἡ Ὁσία Καλὴ ἔζησε πρὶν τὸ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, δηλαδὴ τὴ Μικρὰ Ἀσία.
Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτὸς ἀποτελεῖ ποιήμα «τοῦ Κρήτης», δηλαδὴ κάποιου Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κρήτης. Καὶ στὰ δύο χειρόγραφα ποὺ διασώζουν τὴν Ἀκολουθία τῆς Ὁσίας δὲν ἀναγράφεται τὸ ὀρθὸν «Τοῦ», ἁλλὰ ἡ ἑρμηνεία του, δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ συγκεκριμένου ὑμνογράφου «Ἀνδρέου Κρήτης». Ἄρα, σύμφωνα μὲ τὰ χειρόγραφα, ποιητὴς εἶναι ὁ διάσημος γιὰ τὸν Μέγα Κανόνα του, Ἅγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ἄν ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας εἶναι ὄντως ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, τότε καὶ ἡ Ὁσία πρέπει νὰ ἔζησε τουλάχιστον πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου, δηλαδὴ πρὶν τὸ 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω ἀπὸ τὴν φράση «Τοῦ Κρήτης» μπορεῖ νὰ κρύβεται κάποιος ἄλλος Ἀρχιερεὺς τῆς Κρήτης.
Γι’ αὐτὸ ἔχει προταθεῖ ὡς ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ὁσίας ὁ Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης καὶ «κατ’ ἐπίδοσιν» Μηθύμνης καὶ Πρόεδρος Λακεδαιμονίας. Αὐτὸς ἔζησε πλησιέστερα στὸ χρόνο συντάξεως τῶν χειρογράφων (15ος – 16ος αἰώνας), δηλαδὴ τὸ 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. (τὸ 1285 εἶναι ἤδη Μητροπολίτης Κρήτης, ἐνῶ τὰ τελευταῖα ἴχνη του ἀναφαίνονται κατὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1322) καὶ εἶχε σχέσεις τόσο μὲ τὴ Λέσβο ὅσο καὶ μὲ τὸ Σινᾶ. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ Ὁσία θὰ πρέπει νὰ ἔζησε τὸ ἀργότερο μέχρι τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.
Ἡ οἰκογένεια τῆς Ὁσίας ἦταν πλούσια καὶ ἡ περιουσία της διατέθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιίας. Δὲν πρέπει νὰ ἦταν μοναχή, διότι αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ στὴν Ἀκολουθία καὶ φιλοξενοῦσε τοὺς ἄστεγους καὶ ἐνδεεῖς στὸν οἶκο της, ἀφοῦ ἦταν ἀφιερωμένη στὴ διακονία τῶν ἐλαχίστων καὶ πασχόντων ἀδελφῶν της.
Ἡ Καλὴ ἔζησε μὲ σωφροσύνη, παρθενία, ἄσκηση, νηστεῖες καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ βίου της εἶναι ἡ φιλανθρωπία. Κίνητρό της ἦταν ὁ πόθος της νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, νὰ μιμεῖται τὴ θεϊκὴ εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία καὶ νὰ ἐκφράζει μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀγάπη της πρὸς τοὺς συνανθρώπους της.
Στὴν Ἀκολουθία της ἀναφέρονται καὶ θαύματα τῆς Ἁγίας. Κάποια φορὰ ποὺ ζύμωσε ψωμί, γιὰ νὰ τὸ μοιράσει στοὺς φτωχοὺς, ὁ Θεὸς ἔκανε ὥστε νὰ μὴν λιγοστεύει τὸ ψωμὶ ποὺ τῆς ἀπόμενε, ὅπως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ἐλαττωνόταν τὸ ἀλεύρι τῆς χήρα στὸ Σαρεπτά, παρ’ ὅλο ποὺ τρεφόταν μὲ αὐτὸ ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἡ χήρα καὶ τὰ παιδιά της.
Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή της ἡ Ἁγία συνέχισε ἀδιάκοπα νὰ εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους, χαρίζοντας τὴν θεραπεία στοὺς ἀσθενεῖς μὲ τὶς ἱκεσίες της πρὸς τὸν Κύριο. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ θαύματα τῶν ἰάσεων, ὥστε ὁ ὑμνογράφος κάνει λόγο γιὰ «πέλαγος θαυμάτων» καὶ τὴν ἀποκαλεῖ «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀλλὰ κυρίως ἀσθένειες ἐπώδυνες, χρόνιες καὶ δυσίατες, ρευματισμοὺς καὶ ἀρθρίτιδες, παραλύσεις τῶν ἀρθρώσεων καὶ παραμορφώσεις τῶν μελῶν τοῦ σώματος.
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Καλῆς ἀναφέρεται, ἐπίσης, στὶς 15 Μαΐου καὶ τὸ Σάββατο τῆς Διακαινησίμου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
Ὡς τῆς παρθενίας κάλλος θαυμαστὸν καὶ τῶν πεινώντων διατροφή, θεραπεία ἀσθενῶν, τῶν Ὁσίων ἀγλάϊσμα, τῆς εὐποιΐας κανὼν, Καλὴ θαυματόβρυτε, πρέσβευε Χριστῷ τὰ καλὰ δοθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐπὶ γῆς ἐβίωσας, νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις, προσευχαῖς σχολάζουσα, μελέταις θείων λογίων, πράξεσι καὶ εὐποιΐαις ἀκοπιάστως· νυν δὲ ζῇς ἐν οὐρανίοις, ἔνθα σχολάζεις θεωρίαις καὶ πρεσβείαις πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.
Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου, Σωτήρ.
Ὡς ἥλιος ἡμῖν, ἡ ἁγία σου μνήμη, ἀνέτειλε σαφῶς, τὰς ἡμῶν διανοίας φωτίζουσα, πανεύφημε, τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, τῶν τιμώντων σοῦ ἀξιόχρεῳς, παρθένε, τὸ μνημόσυνον τὸ ἱερὸν θείοις ὕμνοις, Καλὴ παμμακάριστε.
Ὁ Οἶκος
Θυγάτηρ μὲν ὤφθης τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Τῷ Δευτέρῳ δὲ συνήφθης ἐκ πράξεως, τὰς ἀρετάς, ὥσπερ προῖκα, τούτῳ φέρουσα δαψιλῶς, ἀξιέραστε. Σὺ γὰρ πέφυκας τρανῶς τῶν Παρθένων καύχημα, τῶν ἐλεημόνων τε ἡ ἀρχέτυπος στήλη, ἐν ἐλέει τὸν ἐλεήμονα Νυμφίον σου θεραπεύσασα. Διὰ τοῦτο μεγάλως σὲ ἐδόξασε, διαυγεστάτην πηγὴν ἀναδείξας σε, κρουνοὺς θαυμάτων βρύουσαν καὶ χειμάῤῥους ἰαμάτων ἀενάως ἐκβλύζουσαν. Ἀλλὰ πρέσβευε νῦν πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, τῶν Παρθένων ἡ καλλονή, ἐνδεῶν, ἀπόρων ὁ ἀκένωτος θησαυρός, τῶν δεινῶς πασχόντων ἰάτραινα ἀρίστη, Καλὴ Ὁσιωτάτη, λάμπουσα θαύμασι.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη τῆς Ὡξέρρης
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀναφέρεται στὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἀγαπητοῦ τῆς Ὡξέρρης († 1 Μαΐου). Ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν διακονοῦσε, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν ἀσθενὴς. Κοιμήθηκε μετὰ τὸ 418 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Δίκαιος
Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Δίκαιο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Μποροβίτσι τῆς περιοχῆς τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐργάσθηκε καὶ ἔζησε κατὰ Θεόν. Τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν τὴν Τρίτη ῆς Διακαινησίμου τὸ 1540 (ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἑορτάζονται στὶς 23 Ὀκτωβρίου).
Σύναξη της Παναγίας της Εικοσπενταρούσας στην Σαμοθράκη
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Αὐσόνιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Αὐσόνιος ἔζησε τὸν 1ο ἢ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία. Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἀνγκουλέμης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ἢ Μαριανὸς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ραβέννης τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τὸ 112 μέχρι τὸ 127 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δονάτος ἦταν Ἐπίσκοπος Θμούεως καὶ μαρτύρησε τὸ 316 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Φαυστίνος καὶ Βενοῦστος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Φαυστίνος καὶ Βενοῦστος μαρτύρησαν πιθανῶς τὸ 362 μ.Χ. στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Πριγκίπισσα
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Κλήμεντος Μαξίμου (383 – 388 μ.Χ.). Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἁγία Ἰουλία ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Ἰουλία καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Καρθαγένης καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Σύμφωνα με τὴν παράδοση πουλήθηκε τὸ 439 μ.Χ. ὡς σκλάβος σὲ ἕναν Σύριο ἔμπορο, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐσέβιος. Κατὰ τὴν διαδρομὴ τοῦ Κυρίου της σὲ ἕνα ταξίδι, τὸ πλοῖο σταμάτησε στὸ ἀκρωτήριο Κόρσο στὴ βόρεια Κορσική. Ἡ Ἰουλία δὲν ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, γιὰ νὰ μὴν συμμετάσχει σὲ εἰδωλολατρικὴ τελετή, στὴν ὁποία θὰ συμμετεῖχε ὁ Κύριός της. Ὁ ἡγεμόνας τῆς νήσου Φήλικας τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε καὶ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ. Ἔτσι τὴν κάρφωσαν σὲ ἕνα σταυρὸ καὶ τελειώθηκε μαρτυρικά.
Ὁρισμένοι μελετητὲς θεωροῦν ὅτι μπορεῖ ἡ Ἁγία νὰ μαρτύρησε ἀπὸ Σαρακηνοὺς πειρατές.
Ἡ Ἁγία Κουϊτερία ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κουϊτερία ἄθλησε κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν θυγατέρα ἑνὸς Ἰσπανοῦ πρίγκιπος τῆς Γαλικίας.
Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ὁ Ἀσκητής
Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε σὲ ἕνα μοναστήρι, κοντὰ στὸ ὅρος Σουμπιάκο τῆς Ἰταλίας. Ἐκεῖ ἀξιώθηκε νὰ συναντήσει τὸν Ὅσιο Βενέδικτο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνίσχυσε στὸν πνευματικό του ἀγώνα καὶ τὸν πῆρε μαζί του γιὰ τρία χρόνια κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὡς ἐρημίτης, ἀσκούμενος καὶ προσευχόμενος καθημερινά. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Βανδάλων στὴν Ἰταλία, μετέβη στὴ Γαλλία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι κοντὰ στὴν Ὡξέρρη.
Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 560 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Βοηθιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βοηθιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀνοικοδόμησε τὴ μονὴ τοῦ Πιερρεπόντου στὴ Γαλλία.
Τελειώθηκε μαρυρικὰ ἀπὸ Ἐθνικούς, τοὺς ὁποίους ἐπέπληττε γιὰ τὴν ψευδὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων.
Ὁ Ὅσιος Κονάλδος
Ὁ Ὅσιος Κονάλδος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἰννίσκοελ στὴ Δονεγάλη τῆς Ἰρλανδίας.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Πηγές:http://www.saint.gr/05/22/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/22/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου