Χρύσω Πέππα-Μακρυκώστα
«Ήταν Σάββατο, 19 Οκτωβρίου 1934. Τήν ημέρα αύτή ή Εκκλησία μας εορτάζει τόν προφήτη Ιωήλ, ό όποιος προφήτευσε... ότι ό Θεός, όταν έλθη ο Μεσαίας, θά έκχέη τό Πνεύμα Του τό Αγιο, επί πάσαν σάρκαν, έπί τούς δούλους Του.
Στήν Παλαια Διαθήκη παρατηρούμε ότι τό Αγιο Πνεύμα έδίδετο μόνο σέ τρεις τάξεις άνθρώπων: στούς Ιερείς, ατούς Βασιλείς καί στούς Προφήτες.
Τό άντίθετο προκύπτει άπό τήν Καινή Διαθήκη. Μέ τό Βάπτισμα καί κατόπιν μέ τό Χρίσμα, λαμβάνουμε ολοι τό Πνεύμα τό Αγιο, σύμφωνα μέ τήν εντολή τού Θεού, ”πληρούσθε διά Πνεύματος", πού πρέπει νά άγωνιζόμασθε διαρκώς ώστε, μέ τή βοήθεια τού Παντοδυνάμου, νά διατηρήται μέσα μας καί νά αύξάνεται.
Όμως, μέχρι τότε, γιά μένα ήταν άγνωστο καί εντελώς άδιάφορο αν συμβαίνη αύτό, γιατί, όπως έχω πει επανειλημμένους, εγώ μεγάλωσα κάτω άπό τήν έπίδρασι άλλων άσχετων ιδεών. Καθοδηγούμενη άπό μιά έμφυτη έντονη κλίσι στά μαθηματικά είχα προσανατολίσει τό μυαλό μου σέ στόχους καθαρά πρακτικούς γι’ αύτό, άλλωστε, σπούδασα θετικές επιστήμες, στήν Αθήνα, στό Λονδίνο καί τή Βιέννη, μέ συνέπεια νά μή μπορώ νά δεχθώ καί νά πιστέψω, τίποτε άν δέν είχα άποδείξεις.
Ήμουν άθεη, δέν πίστευα σέ τίποτε καί σέ κανένα. Θρησκεία μου ήταν ή επιστήμη άλλά καί αύτής, άκόμη, τά πορίσματα δέν τά δεχόμουν θεωρητικά καί άτεκμηρίωτα. Τά δεχόμουν μόνο μέ άποδείξεις στό εργαστήριο, μετά άπό τό πείραμα καί τό δοκιμαστικό σωλήνα. Άκόμη κι όταν κάποτε μου τέθηκε τό ύπαρξιακό ερώτημα: —Ποιος είναι ό σκοπός τής ζωής, ποιος είναι ό προορισμός του άνθρώπου, άπό που έρχόμασθε, που πηγαίνουμε:
Καί πάλι ή άπάντησί μου ήταν: —Δέν μέ ενδιαφέρει, ούτε έχω χρόνο νά τό ψάξω τό θέμα, εγώ δέν έχω χρόνο νά διαθέσω έξω άπό τίς σπουδές μου, ούτε πιστεύω καί γιατί άλλωστε νά πιστέψω;
Είχε περάσει άρκετός καιρός άπό τότε πού έγκαταστάθηκα στό Λονδίνο καί έν τώ μεταξύ είχα γνωρισθή... μέ τήν οικογένεια Πελεκάνου καί μέ άλλους εκλεκτούς χριστιανούς άλλά καί ιερωμένους όπως ό πρωθιερέας τής Αγίας Σοφίας Μιχαήλ Κωνσταντινίδης καί ό Πατέρας Ιάκωβος καί συμμετείχα κάθε Σάββατο στίς συγκεντρώσεις τους.
Σ’ αύτές δέν πήγαινα, βέβαια, επειδή πίστευα άλλά γιατί μέσα εκεί, σέ μιά ήρεμη άτμόσφαιρα αισθανόμουν καί εγώ ήρεμη. ’Άκουγα, πάντως, μέ προσοχή τά άναγνώσματα, καί τίς συζητήσεις τους, παρακολουθούσα τή συμπεριφορά τους καί κάθε φορά, όλο καί περισσότερο, μέ εντυπώσιαζε ή γαλήνη στά πρόσωπα καθώς καί ή πραότητα καί ταπεινοφροσύνη τους.
Αρκετές φορές, εκεί, σ’ εκείνο τό περιβάλλον, άνάμεσα σ’ αύτούς τούς άνθρώπους, έκανα ιή σκέψι: "άν ύπάρχη κάπου ή Αλήθεια αύτή μπορεί νά είναι στό Χριστιανισμό". Καί κάποια άλλη άκόμη: ’Άν τό καλοσκεφθή κανείς τό λεγόμενο ύπαρξιακό πρόβλημα είναι τό πρώτο τό όποιο πρέπει νά Λύση ό άνθρωπος".
Αύτό ήταν γιά μένα καθοριστικό: Δηλαδή, τό ότι τό ύπαρξιακό εμφανιζόταν ώς "πρόβλημα", ήταν άρκετό νά άρχίση κάποτε, νά μέ κεντρίζη. ’Από τή φύσι του μαθηματικός ό νους μου ερεθίσθηκε άμέσως υπό τήν ιδέα τής ερευνάς, μέ άποτέλεσμα νά θέλω κατόπιν νά διαβάζω πλήθος βιβλίων άλλων ύπέρ καί άλλων κατά τού χριστιανισμού. Καί τούτο γιατί μέ ενδιέφερε μέ τήν άντιπαράθεσι νά διαμορφώσω, άνεπηρέαστη, μιά άντικειμενική γνώμη τήν όποια θά υποδεχόταν ή λογική μου.
Άλλα, καί ή λογική, άπό τή φύσι της μέ οδηγούσε ώς ένα σημείο παραδοχής: “ότι κάποια άλήθεια υπάρχει προφανώς στό χριστιανισμό", όμως, εκεί σταματούσε, αδύναμη νά προχωρήση πιό πέρα. Ή εσωτερική επιθυμία μου καί, μάλιστα, γιά νά γνωρίσω τήν Αλήθεια, δεν ήταν άρκετή, αφού στήν πραγματικότητα ή ψυχή μου, διαποτισμένη μέ τήν άδιαφορία καί τήν άρνησι, περί άλλα έτυρβάζετο καίτοι ενός είχε χρείαν.
Ετσι, άρχιζε πάντα τά Σάββατα, ό εσωτερικός διχασμός, ή σύγκρουσι, ή άγωνία. Κάποτε, σέ μιά στιγμή έντονης άνάγκης νά λυτρωθώ άπό τό επώδυνο συναίσθημα τής μοναξιάς καί του άπυθμενου κενού, βλέποντας τούς άλλους νά προσεύχωνται, όλοι μαζί, δάκρυσα άπό τό παράπονο καί είπα μέσα μου: "Θεέ μου, άν ύπάρχη σέ σένα ή Αλήθεια σέ παρακαλώ, άποκάλυψέ την, γιατί άλλιώς δέν μπορώ νά πιστέψω".
Όπως κάθε Σάββατο, βράδυ, έτσι κι εκείνο τής 19ης Οκτωβρίου 1934 βρέθηκα στό σπίτι του Πελεκάνου. Ό οικοδεσπότης μέ είχε στά δεξιά του. Είχε άρχίσει άπό άρκετή ώρα νά διαβάζη άποσπάσματα άπό τήν 'Αγία Γραφή καί στή συνέχεια τό Εύαγγέλιο τής Κυριακής.
Άπό τήν ίδια στιγμή είχε άρχίσει καί τούτη τή φορά νά μέ βασανίζη αύτή ή άνυπόφορη εσωτερική πάλη τών άντιφατικών συλλογισμών καί τών άλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, πού κατέληγε σέ άνελέητο ροκάνισμα τής ψυχής μου, άπό αμφισβητήσεις, αμφιβολίες, απορίες.
Ηταν ένα άγριο κονταροχτύπημα δυνάμεων τίς όποιες δεν μπορούσα νά πειθαρχήσω. Καί άμέσως κατάλαβα οριστικά καί χωρίς ενδοιασμό οτι δεν άντεχα άλλο πιά, καί είπα στόν (αυτό μου. 'Έσύ, τί κάθεσαι καί ακούς τόση ώρα, αφού δεν πιστεύεις; Τί βρίσκεις εδώ μέσα; Γιατί δεν σηκώνεσαι νά φύγης;".
Καί τότε, ξαφνικά...
Έδώ σταμάτησε, ή Χρύσω τήν άφήγησι καί πήρε μιά βαθιά άνάσα. Μέ κύτταξε στά μάτια καί μέ ρώτησε άν μέ κούρασε. Ύστερα πήρε κι άλλες πολλές απο εκείνες τίς χαρακτηριστικές άναπνοές, πού συνοδεύονταν άπό τά γνωστά μικρά βηχάκια οταν ήθελε, πριν μιλήση, νά καθαρίση τή φωνή της.
Όση ώρα ύφηγεΐτο είχα τή βεβαιότητα οτι είχε γυρίσει 60, περίπου, χρόνια πίσω στό Λονδίνο, στό σπίτι του Πελεκάνου καί ξαναζούσε τήν εμπειρία εκείνης τής βραδιάς. Μέ παρέσυρε καί μένα καί τήν άκολούθησα στήν άναδρομή της καθώς μου μετέδιδε σέ μιά νοερή οθόνη οτι ένοιωθε, οτι έζησε τότε.
Δέν ξέρω τί παρατήρησε στό πρόσωπό μου καί μου είπε:
—Ήρεμήσθε...
Δέν θυμάμαι νά είχα ξαναδεί αύτή τήν έκφραση της, αυτό τό βλέμμα καί τό ύφος πού μαρτυρούσαν, τώρα, σέ άντίθεσι μέ τό τότε, μιά έσωτερική νηνεμία, γαλήνη, εύδαιμονία. Πάνω άπό τό σοφό μέτωπο, πλαισίωναν τό κεφάλι της, σάν στέφανος, τά πάλευκα, οπως τό καθαρό χιόνι, μεταξένια μαλλιά της όλα μαζί συνέθεταν τήν προτομή ενός έξαΰλωμένου πλάσματος πού πλημμύριζε δοο τό χώρο μέ μιά ιερή πνευματικότητα.
Καί, τότε, συνέχισε ή Χρύσω, μου συνέβη κάτι τό εντελώς άπροσδόκητο καί κάθε φορά που τό θυμάμαι, αισθάνομαι ρίγος νά διαπερνά τό σώμα μου καί πιό βαθιά μιά δόνησι νά μέ συνταράζη.
Μέσα σέ εκείνο τό υποβλητικό περιβάλλον, τήν άδιατάρακτη σιγή, πού δέν άκουγόταν ούτε ό παραμικρός θόρυβος εκτός άπό τήν άπαλή, σιγανή φωνή του Πελεκάνου, καθώς ό νους μου άχαλίνωτος ακροβατούσε, ενώ ή ψυχή μου αδρανούσε μέσα σέ μιά νεκρική παγωνιά, αποκαμωμένη γιατί είχε φθάσει στά ακραία όρια αντοχής, άκουσα μιά δυνατή βουή άνέμου καί εύθύς άμέσως, σέ ελάχιστα δευτερόλεπτα ένοιωσα νά γίνεται ένας ισχυρός σεισμός πού μέ συγκλόνισε. Φόβος μέ κυρίεψε.
Έκανα μιά άπότομη, ένστικτώδη κίνησι νά σηκωθώ άλλά ξανακάθησα, άποσβολωμένη, στό κάθισμά μου όταν κύτταξα γύρω μου καί είδα όλους τούς άλλους άκίνητους στίς θέσεις τους ν’ ακούν ήρεμα τό Εύαγγέλιο. Καί ή ταραχή μου μεγάλωσε άκόμα πιό πολύ όταν κατάλαβα πώς ό σεισμός αύτός δέν προερχόταν άπό κάτω, άπό τά έγκατα τής Γης άλλά άπό ψηλά, ίσως, άπό τόν Ούρανό. Μά πριν καλά-καλά συνέλθω, συνέβη κάτι σπουδαιότερο.
Αίσθάνθηκα μιά φωτιά νά κατεβαίνη πάλι άπό ψηλά καί νά περνάη μέσα άπό τό μέτωπό μου κι ύστερα μέσα άπό τό στήθος μου, βαθιά στό εσωτερικό μου. Καί τρόμαξα γιά δεύτερη φορά καί ό φόβος μου έγινε πανικός άπό τούτη τή φωτιά καθώς ό νους μου πού τά ειχα χαμένα δέν μπορούσε νά συλλάβη αυτά πού ξαφνικά καί τόσο γρήγορα μου συνέβαιναν καί, φυσικά, ούτε νά δώση ό νους μου έξήγησι, μπορούσε.
Ομως, σέ λίγο, πολύ λίγο, δέν χρειαζόμουν, πιά, καμιά έξήγησι της λογικής μου σκέψεως γιατί μου ήλθε άπό άλλη θύρα εκείνη ή έξήγησι πού δέν χωρά- άμφιβολία καί δέν χρειάζεται ερμηνεία. Ηλθε άπό την Θύρα τής ψυχής μου, πού άνοιξε διάπλατη, κι ήταν ολοκάθαρη σάν τό κρύσταλλο καί όλοφώτεινη σάν τόν ηλιο τού μεσημεριού, καθώς ή πύρινη έκείνη φλόγα πού πίεσε σάν άστραπή, άντί νά μέ κάψη καί νά μου προκαλέση κακό, εισχώρησε όπως ένα δυνατό φως καί μιά γλυκιά θερμή πνοή, έλυωσε τόν πάγο καί εύθύς άμέσως βεβαιώθηκα τήν ίδια άκριβώς στιγμή πώς έδιωξε άπό μέσα μου τήν παγωνιά τού θανάτου.
Καί ένώ, μερικά Λεπτά πρίν, είχα σχεδόν άποδιοργανωθή έσωτερικά μή μπορώντας νά βάλω μιά τάξι μέσα μου κι ήμουν έτοιμη νά τό βάλω στά πόδια, ένοιωσα νά καταλαγιάζη, (αυτόματα, όλη ή άντάρα, καί νά κυκλοφορή στις φλέβες μαζί μέ τό αίμα μου μιά άπέραντη γαλήνη, μιά άνείπωτη εύτυχία τήν όποια δέν μπορούν νά σου δώσουν όλες μαζί οί χαρές τής ζωής.
Ή πρώτη σκέψι μου ήταν νά κυττάξω καί πάλι γύρω μου νά δώ τί είχαν άντιληφθή οί άλλοι. Ομως, καί τούτη τή φορά δέν παρατήρησα άπολύτως τίποτα. Κανένα σημάδι στά πρόσωπα ή στήν έκφραση τους τού νά μαρτυρά πώς καί έκεΐνοι είχαν αίσθανθή ό,τι καί έγώ ή είχαν καταλάβει αύτά τά όποια συνέβησαν σέ μένα.
Ολοι ήταν άδιάφοροι, κανένας δέν μέ πρόσεχε, όλοι, έκτος άπό έναν, τόν οικοδεσπότη, ό όποιος όση ώρα διάβαζε, δίπλα μου, ένοιωθα ότι μέ παρακολουθούσε μέ τήν άκρη τού ματιού του καί τή στιγμή κατά τήν όποια γύρισα πρός αυτόν τό βλέμμα μου, έκλεισε τό Ευαγγέλιο, έκανε τό σταυρό του καί ψιθύρισε:
Σ’ ευχαριστώ Παναγία μου.
Άπό τή στιγμή εκείνη ήμουν απολύτως βέβαιη ότι ό Θεός ήταν εντός μου καί όταν έπέστρεψα στό δωμάτιό μου, τό ίδιο βράδυ, ένοιωθα τόσο ευτυχισμένη καί μ’ ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, κυττάζοντας πρός τόν Ουρανό, έκανα τήν προσευχή μου: "Πάτερ ήμών ό εν τοις Ουρανοίς...".
Ναι!!! Ό Θεός ήταν μέσα μου, ήταν αυτή ή φωτιά. Γιατί ό Θεός είναι ΦΩΤΙΑ, πού θερμαίνει χωρίς νά καίη. Κατακαίει μόνο όποιο βλαβερό ζιζάνιο έχει φυτρώσει στήν ψυχή γιά ν’ άκολουθήση ή καλλιέργεια καί ή σπορά του Θείου Λόγου κι ύστερα νά φυτρώση ή γαλήνη καί ή εύτυχία.
Όταν, τό άλλο πρωΐ, στήν Εκκλησία, καλημέρησα τόν κύριο Πελεκάνο καί πρίν τελειώσω τή φράσι μου:
Ξέρετε, χθές τό βράδυ, στό σπίτι σας... μέ διέκοψε καί μου είπε:
—Ξέρω, ξέρω τί έγινε, γιατί είχα προσευχηθή, πάρα πολύ, στήν Παναγία, άλλά μήν τό πεις αυτό, ποτέ, σέ κανέναν».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΑΡΧΙΜ Ιωάννου ΚΩΣΤΩΦ
ΘΕΟΣ ΕΦΑΝΕΡΩΘΗ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΕΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ.
ΠΕΠΠΑ- ΜΑΚΡΥΚΩΣΤΑ ΧΡΥΣΩΣ. Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ. ΕΚΔ. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΓΩΝΙΑ ΑΘΗΝΑ 1977
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου