– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει ὅτι νικᾶμε τὰ πάθη «διὰ τῆς ταπεινώσεως, καὶ ὄχι διὰ τῆς περιφρονήσεως»[1]. Ἡ περιφρόνηση ἑνὸς πάθους καὶ ἡ περιφρόνηση τῶν βλάσφημων λογισμῶν εἶναι τὸ ἴδιο;
– Ὄχι, ἡ περιφρόνηση ἑνὸς πάθους ἔχει ὑπερηφάνεια, αὐτοπεποίθηση καί, τὸ χειρότερο, δικαιολογία. Δικαιολογεῖς δηλαδὴ τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν δέχεσαι τὸ πάθος σου.
Εἶναι σὰν νὰ λές: «δὲν εἶναι δικό μου αὐτὸ τὸ πάθος, δὲν ἔχει σχέση μ᾿ ἐμένα», καὶ δὲν ἀγωνίζεσαι νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αὐτό. Τοὺς βλάσφημους λογισμοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς περιφρονοῦμε, γιατί, ὅπως εἶπα, δὲν εἶναι δικοί μας, ἀλλὰ τοῦ διαβόλου.
– Ὅταν ὑποκρίνεται κανεὶς μπροστὰ στοὺς ἄλλους ὅτι ἔχει ἕνα πάθος, π.χ. ὅταν κάνη τὸν γαστρίμαργο, ἐμπαίζει τὸν διάβολο;
– Τότε ὑποκρίνεται μὲ τὴν καλὴ ὑποκρισία· δὲν εἶναι ὅτι ἐμπαίζει τὸν διάβολο. Ἐμπαίζεις τὸν διάβολο, ὅταν σοῦ φέρνη βλάσφημους λογισμοὺς κι ἐσὺ ψάλλεις.
– Γέροντα, πῶς νὰ διώξω ἕναν βλάσφημο λογισμὸ τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας;
– Μὲ τὴν ψαλτική. «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου...»[2]. Δὲν ξέρεις μουσικά; Νὰ μὴν τὸν ξεσκαλίζης. Περιφρόνησέ τον. Ὅταν συζητάη κανεὶς τέτοιους λογισμοὺς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἶναι σὰν νὰ ξεσκαλίζη ὁ στρατιώτης μιὰ χειροβομβίδα τὴν ὥρα ποὺ δίνει ἀναφορά.
– Καὶ ἂν ἐπιμένη;
– Ἂν ἐπιμένη, νὰ ξέρης ὅτι κάπου μέσα σου ἔχει ἕνα στέκι. Τέλεια λύση: ἡ περιφρόνηση στὸν διάβολο, διότι αὐτὸς κάνει τὸ φροντιστήριο τῆς πονηριᾶς.
Καλύτερα ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ μὴ λέμε οὔτε τὴν εὐχή, γιατὶ δείχνουμε ὅτι μᾶς ἀπασχολεῖ τὸ θέμα, καὶ ὁ διάβολος στοχεύει στὸ ἀδύνατο σημεῖο καὶ μᾶς βομβαρδίζει συνέχεια μὲ βλάσφημους λογισμούς.
Καλύτερα νὰ ψέλνουμε. Βλέπεις, καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ὅταν θέλουν νὰ περιφρονήσουν κάποιο παιδὶ ποὺ τὰ μιλάει, λένε «τραλαλά», τραγουδᾶνε. Τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς στὸν διάβολο.
Θὰ ψέλνουμε ὅμως, δὲν θὰ τραγουδᾶμε. Ἡ ψαλμωδία εἶναι προσευχὴ στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ περιφρόνηση στὸν διάβολο. Ὁπότε, τὴν τρώει καὶ ἀπὸ ᾿δῶ ὁ πονηρός, τὴν τρώει καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ, καὶ θὰ σκάση.
– Ὅταν εἶμαι ἔτσι, Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ ψάλλω, δυσκολεύομαι ἀκόμη καὶ νὰ πάω νὰ κοινωνήσω.
– Αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο! Σοῦ κάνει ἀποκλεισμὸ τὸ ταγκαλάκι! Νὰ πηγαίνης νὰ ψάλλης, νὰ κοινωνᾶς, γιατὶ δὲν εἶναι δικοί σου αὐτοὶ οἱ λογισμοί. Μόνο σ᾿ αὐτὸ νὰ μοῦ κάνης ὑπακοή· νὰ ψάλλης ἕνα «Ἄξιόν ἐστιν», γιὰ νὰ πάρη τὰ ναῦλα του τὸ ταγκαλάκι καὶ νὰ φύγη.
Δὲν σοῦ εἶχα πεῖ γιὰ ἕνα καλογέρι; Εἶχε ἔρθει δώδεκα χρόνων στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἦταν ὀρφανό, εἶχε χάσει τὴν στοργὴ ἀπὸ τὴν σαρκική του μάνα καὶ εἶχε δώσει ὅλη του τὴν ἀγάπη στὴν Παναγία.
Τὴν αἰσθανόταν σὰν μάνα του. Νὰ ἔβλεπες μὲ τί εὐλάβεια προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες! Ὕστερα ὁ πειρασμὸς ἐκμεταλλεύτηκε αὐτὴν τὴν ἀγάπη καὶ τοῦ ἔφερε βλάσφημους λογισμούς.
Τὸ καημένο δὲν πήγαινε οὔτε νὰ προσκυνήση τὶς εἰκόνες. Τὸ ἔμαθε ὁ Γέροντάς του, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ ἔβαλε νὰ ἀσπασθῆ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια, καὶ ἀμέσως ὁ διάβολος ἔφυγε.
Εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο ἀναίδεια νὰ ἀσπασθῆς στὸ πρόσωπο τὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστό, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ διώξη τοὺς λογισμοὺς ποὺ εἶχε τὸ καλογέρι.
____________________________
[1] Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Ἐπιστολὴ Δ´, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961, σ. 329.
[2] Ἡ ἀρχὴ τοῦ εἱρμοῦ τῆς α’ ὠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Γ' «Πνευματικὸς ἀγώνας»
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου