Η γνωριμία μου με τον Γέροντα ξεκινάει από τον Αύγουστο του 2010. Είχα αποφασίσει να γίνω μοναχός, και έτσι πήγα στο Άγιο Όρος για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και να καταλάβω και να ζήσω τη μοναχική ζωή. Το Άγιον Όρος για μένα, όπως και για πολλούς, που πρώτη φορά επισκέπτονται αυτόν τον άγιο τόπο, ήταν κάτι το ξεχωριστό.
Νέοι άνθρωποι, μια άλλη και διαφορετική από τη δική μας βυζαντινή κουλτούρα, άλλες παραδόσεις, όλα διαφορετικά. Άλλη γλώσσα, άλλες ψαλμωδίες και, βεβαίως, άλλη αρχιτεκτονική. Το Άγιον Όρος Άθως φάνταζε αξέχαστος τόπος, όπου οι άνθρωποι ανεβαίνουν από τη γη στον ουρανό, στον Θεό. Έχοντας διαβάσει και έχοντας ακούσει διηγήσεις σχετικά με τον πρώτο κλήρο της Υπεραγίας Θεοτόκου, σκόπιμα πήγα στη Μονή Δοχειαρίου, παρόλο που είχα καταλάβει ότι δεν ήταν καθόλου εύκολη η ζωή σε αυτό το μοναστήρι. Όμως, για έναν αρχάριο, όταν μέσα του καίει η ψυχική φλόγα και η επιθυμία για ασκητισμό, αυτά δε μετράνε.
Με τέτοια διάθεση είχα φτάσει στον πολυπόθητο Άθω, και ο Θεός, με το έλεός Του, μου άνοιγε όλες τις πόρτες. Εκείνη τη μέρα, ο Γέροντας έφευγε για γιορτή στο μετόχι (βρίσκεται 60 χμ από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι που είχε ιδρύσει ο γέροντας). Έτσι, η γνωριμία μας αναβλήθηκε για λίγες μέρες.
Ο Γέροντας ζούσε στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου από το 1980, όταν μαζί με την αδελφότητά του που απαρτιζόταν από λίγους ανθρώπους, είχε μετακομίσει στο Άγιο Όρος από ένα άλλο ελληνικό μοναστήρι που βρίσκεται στην ενδοχώρα. Ο Γέροντας ευλαβούνταν πολύ τον γέροντα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, ο οποίος με τη σειρά του αγαπούσε πολύ την εικόνα της Παναγίας «Γοργοϋπηκόου», το κυριότερο κειμήλιο του μοναστηριού. Σε μια από τις συναντήσεις τους, ο γέροντας Εφραίμ του είχε πει: «Εσύ, πάτερ Γρηγόριε, να πας στη Δοχειαρίου». Με αυτή την ευλογία οι πατέρες βρέθηκαν εκεί, αν και είχαν και άλλες προτάσεις από διάφορα μοναστήρια.
Εκείνα τα χρόνια, σχεδόν όλες οι Μονές του Αγίου Όρους ήταν ιδιόρρυθμες: δεν είχαν καθηγούμενο, και τα μοναστήρια διοικούνταν από τη σύνοδο των γερόντων. Όλοι πήγαιναν στις Κυριακάτικες και γιορτινές ιερές ακολουθίες, τον υπόλοιπο καιρό όμως ζούσαν ο καθένας με το δικό του τυπικό. Με την άφιξη του γέροντα Γρηγορίου και της αδελφότητάς του, το μοναστήρι ξανά έγινε κοινόβιο, και ο Γέροντας εκλέχθηκε καθηγούμενος. Επειδή γνώριζε ότι για όσα γεροντάκια και μονάζοντες που ζούσαν για πολλά χρόνια μόνοι τους, θα ήταν δύσκολο να γείρουν το κεφάλι τους και να πάρουν το ζυγό της τέλειας υπακοής, ο γέροντας δεν υποχρέωνε κανέναν και, έτσι, οι μοναχοί είχαν επιλογή: ή να ζουν με τους νέους κανόνες ή να συνεχίσουν την υπόλοιπη ζωή, όπως ζούσαν. Βεβαίως, αυτό δεν αφορούσε τους νεοεισερχόμενους στο μοναστήρι. Για αυτούς η υπακοή ήταν ο κύριος κανόνας.
Μετά από μέρες, ο πατήρ Γρηγόριος επέστρεψε από το μετόχι και το βράδυ, μετά από την τράπεζα, με κάλεσε να μιλήσουμε. Τα ελληνικά εγώ, βεβαίως, δεν τα ήξερα τότε, αλλά, Δόξα τω Θεώ, στο μοναστήρι ήδη ζούσαν μερικοί Ρώσοι που ήξεραν και μπορούσαν άπταιστα να μιλούν ελληνικά. Λοιπόν, πήγαμε στο κιόσκι που βρίσκεται μπροστά από την είσοδο του μοναστηριού: ο Γέροντας, ο διερμηνέας και εγώ.
Καθίσαμε στο παγκάκι και ο γέροντας μου ζήτησε να του μιλήσω για τον εαυτό μου, για τη ζωή μου και τι είναι αυτό που με έφερε στο μοναστήρι. Ξεκίνησα τη διήγησή μου από την κοσμική ματαιοδοξία που τόσο με είχε κουράσει, ώσπου έφτασα σε ένα αρκετά δύσκολο θέμα για κάθε άνθρωπο, για τις αμαρτίες μου, κάτι για το οποίο μου ζήτησε να του μιλήσω. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ήμουν τελείως ήρεμος. Αλλά μετά έγινε κάτι που δεν περίμενα καθόλου. Ξαφνικά, με πλημμύρισε τόση συγκίνηση που ξέσπασα σε κλάματα. Τίποτα δεν προμήνυε κάτι τέτοιο. Ο Κύριος με αξίωσε να το νιώσω αυτό, μάλλον, μετά από τις προσευχές του Γέροντα. Υπάρχουν περιπτώσεις στη ζωή, όπου είτε σε θλίψη είτε σε διάφορες συγκυρίες κλαίμε. Εδώ όμως, αυτό έγινε αυθόρμητα και ανεξάρτητα από μένα. Απλώς, άρχισα να σπαράζω για τις αμαρτίες μου, και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια στα μάγουλά μου.
Ο Γέροντας με παρηγορούσε πατρικά, και μετά ψέλναμε «Χριστός Ανέστη», αυτός στα ελληνικά και εγώ στα ρωσικά… Να, μάλλον, πού ξεκινάει η ανάσταση της ψυχής μας. Τι κρίμα που δεν μπορούμε να τη διατηρούμε αυτή τη συγκίνηση. Στη συνέχεια, όλα ξαναγυρίζουν πίσω στη θέση τους, γίνεσαι όπως πριν, και μόνο αυτές οι αναμνήσεις βοηθάνε, τουλάχιστον μερικές φορές, να σκέφτεσαι την αναξιότητά σου.
Τότε, θυμάμαι, ο Γέροντας μου είπε: «Πρέπει να ψάξεις μοναστήρι όπου ο πνευματικός σου πατέρας θα σε αγαπάει». Τότε και εγώ, συγκινημένος μέχρι τα βάθη της καρδιάς μου, αμέσως του είπα: «Ευλογείτε να μείνω». Και έλαβα την ευλογία του γέροντα. Τέτοια θαυμάσια γνωριμία είχαμε.
***
Η πρώτη περίοδος είναι πάντα ξεχωριστή. Και στην οικογένεια, και
στην Εκκλησία, και στο μοναστήρι, όσο για τον καθένα τα πράγματα είναι
καινούργια, μέχρι που η ζωή να γίνει ρουτίνα. Αχ, να μπορούσαμε να
επιστρέψουμε σε εκείνη την εποχή και να ζούμε εκεί για πάντα! Αλλά, ο
Θεός θέλει να μας κάνει ανδρείους, να μας αναθρέψει «εις μέτρον
ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», θέλει να μας μάθει τις αρετές,
την ταπείνωση, την αγάπη. Θέλει να μας αναθρέψει και να μας οδηγήσει
στην πνευματική και ηθική τελειότητα, και οι καιροί των δοκιμασιών,
των θλίψεων και των κόπων είναι απαραίτητοι και αναπόφευκτοι.
Από όσο ξέρω, ο Γέροντας Αμφιλόχιος μετά από το θάνατό του, εμφανίστηκε στο γέροντα Γρηγόριο σε τρείς ιδιαίτερες στιγμές της ζωής του. Μία από αυτές τις εμφανίσεις έλαβε χώρα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου, στο χώρο του καθηγουμένου. Εκεί, στο τραπεζάκι απέναντι από την είσοδο, ο πατήρ Γρηγόριος φύλαγε τεμάχιο ιερού λειψάνου του αγίου γέροντά του, το χέρι του Οσίου Αμφιλοχίου.
Οι δαιμονικές δοκιμασίες, οι αρρώστιες, οι κακουχίες, όλα αυτά ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του Γέροντα, αλλά εκείνος αγωνιζόταν θαρραλέα, προχωρούσε μπροστά προς τον αγαπημένο του Χριστό, βρισκόταν στην εμπροσθοφυλακή όλη του τη ζωή και ήταν πραγματικός στρατιώτης του Χριστού.
Μία φορά καλοκαίρι, ήμασταν για δουλειές στο μετόχι και, ως είθισται, το βράδυ πήγαμε να πάρουμε την ευλογία. Και ο Γέροντας μας έλεγε ιστορίες από τη ζωή του.
«Ένα βράδυ – διηγούταν ο γέροντας – είχα ανοίξει το παράθυρο και άρχισα να διαβάζω τη Βίβλο, από την αρχή, το πρώτο κεφάλαιο: ″ Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη. Η γη όμως ήταν αόρατη και ασχημάτιστη· ήταν σκοτάδι πάνω από την άβυσσο, και πάνω στα νερά έπνεε Πνεύμα Θεού.″ (Γεν.1,1-2), και ξαφνικά ακούω μια τρομερή φωνή από έξω: ″Κλείσε το παράθυρο! Στο μοναστήρι εσύ είσαι ο καθηγούμενος, και έξω από το μοναστήρι καθηγούμενος είμαι εγώ″». Ο Γέροντας μάς είπε ότι στην αρχή τρόμαξε, έκλεισε και το παράθυρο. Αλλά μετά το ξανάνοιξε λέγοντας «σιγά, που θα κλείσω το παράθυρο». Να, ο διάβολος που δοκίμαζε τον γέροντα.
Μια άλλη περίπτωση ήταν τότε που χτίζανε το μετόχι. Σε εκείνο το μέρος και τώρα υπάρχει τοιχογραφία, στην οποία η Αγία Μαρίνα κρατάει το διάβολο από τα κέρατα, ως ανάμνηση αυτού του γεγονότος. Στο Γέροντα, κάποια φορά, είχε εμφανιστεί ο διάβολος και του είπε: «Νομίζεις ότι δε θα πολεμάω εναντίον σου; Εννοείται πως θα πολεμάω!» Έτσι και έγινε: μετά από κάποιο διάστημα ο Γέροντας πέρασε την πιο φοβερή δοκιμασία στη ζωή του, τότε που ένα μέρος της αδελφότητας στο μοναστήρι έκαναν σαμποτάζ και αποχώρησαν.
Μάλλον, στο σημείο αυτό πρέπει να πω ότι ο γέροντας δεν είχε εύκολο χαρακτήρα. Ναι, ήταν μεγάλος ασκητής, είχε αμέτρητες δυνάμεις, αλλά δεν μπορούσαν να συνυπάρχουν όλοι μαζί του. Δεν είχαν όλοι τις ίδιες φυσικές και πνευματικές δυνάμεις για να αντέξουν τη ζωή στη Μονή Δοχειαρίου, και ο γέροντας, ίσως, δεν μπορούσε να κατανοήσει πλήρως τους αδύναμους.
Θυμάμαι πως ο πατήρ Γρηγόριος πολλές φορές έλεγε ότι, μέχρι τα πενήντα του χρόνια, δεν ήξερε τι θα πει κούραση και όταν ένας τριαντάχρονος του έλεγε ότι δεν μπορεί, ο γέροντας απαντούσε ότι δεν υπάρχει λέξη «δεν μπορώ». Να γι’ αυτό, στη ζωή του ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ανθρώπων άρχιζαν τη μοναχική τους ζωή δίπλα του, αλλά μετά διασκορπίζονταν.
Ο Γέροντας ήταν άνθρωπος «παλιάς σχολής», «παλιάς κοπής», και πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει στην εποχή των υπολογιστών, των γκάτζετ και του διαδικτύου, δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν τον τρόπο της σκέψης του. Ο Γέροντας ποτέ δεν είχε κινητό τηλέφωνο, δε χρησιμοποιούσε υπολογιστή. Ήθελε να φέρει το σύγχρονο μοναχισμό κοντά σε εκείνους τους περασμένους αιώνες, τότε που ο Όσιος Αντώνιος, ο Όσιος Παχώμιος, ο Όσιος Θεοδόσιος και πολλοί άλλοι πατέρες ασκήτευαν και ευαρεστούσαν τον Θεό. Ήθελε να σώσει τουλάχιστον ένα μέρος του αρχαίου μοναχισμού άθικτο όπως τότε που οι κοσμικές φροντίδες υποχωρούσαν μακριά στο πίσω πλάνο και όλη η ζωή δεν ήταν παρά μια διακονία του Θεού. Αυτά του δίδασκε ο γέροντας Αμφιλόχιος, στο πνεύμα του οποίου είχε μυηθεί ο Γέροντας.
***
Υπάρχουν διάφορα είδη άσκησης: κάποιοι επιλέγουν ως βασικό και πρωταρχικό την προσευχή, κάποιοι άλλοι την υπακοή και την εργασία. Ο Γέροντας διάλεξε το δεύτερο. Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν προσευχόταν ή ότι ελάττωνε την άσκηση της προσευχής, όχι, καθόλου. Απλά θεωρούσε βάση και θεμέλιο όλης της πνευματικής ζωής την εργασία και την υπακοή. Έλεγε, όπως του μάθαινε ο γέροντας Αμφιλόχιος, ότι στη ζωή έχουμε δύο κουπιά: τη λατρεία (ιερές ακολουθίες, προσευχή) και την υπακοή (εργασία), και ότι χωρίς το ένα από αυτά τα κουπιά είναι αδύνατον να ανεβαίνεις στην πνευματική κλίμακα.
Ο γέροντας ήταν διαφορετικός. Μπορούσε να προσφέρει και μεγάλη αγάπη στον άνθρωπο, αλλά μπορούσε και να σου φέρει σε στιγμές οργής τέτοιο σκαμπίλι που να το θυμάσαι. Μπορούσε να είναι τρυφερός με τον άνθρωπο, να τον φιλήσει, κάτι για το οποίο υπήρξα πολλές φορές αυτόπτης μάρτυρας, αλλά μπορούσε και να του βάλει τις φωνές τόσο πολύ που η ψυχή πήγαινε στην Κούλουρη. Όπως όλοι οι άνθρωποι, πρώτα από όλα ήταν και παράμενε άνθρωπος με τα συνήθη ανθρώπινα συναισθήματα.
Η ζωή δεν είναι μόνο λαμπερές στιγμές. Ίσως οι θλιβερές είναι και περισσότερες. Όλοι είμαστε άνθρωποι, όλοι έχουμε τα αισθήματά μας, τις αδυναμίες μας, τα πάθη μας, αλλά μέσα από τη μετάνοια, την επανόρθωση, την αλλαγή του εαυτού τους οι άγιοι έφταναν κοντά στον Θεό. Και αυτοί ξέπεφταν, και αδικούσαν, και αυτοί μπορούσαν να θυμώνουν ή να οργίζονται, μπορούσαν επίσης να κάνουν και αμαρτίες, αλλά δεν απελπίζονταν, μετανοούσαν και προχωρούσαν παραπέρα. Συνέχιζαν το δρόμο τους προς τον Θεό, και ο Κύριος, βλέποντάς τους, που ακούραστα προχωράνε προς Αυτόν, πάντα τους στήριζε και τους καθοδηγούσε, και, τέλος, τους δεχόταν και τους δόξαζε με όλους τους αγίους που Τον έχουν ευαρεστήσει.
Ο Γέροντας Γρηγόριος ήταν πολύ απλός στο ντύσιμο και στο φαγητό.
Δεν του άρεσαν οι έπαινοι και προσπαθούσε να αποφεύγει τη ματαιοδοξία.
Όταν έρχονταν προσκυνητές και έψαχναν τον καθηγούμενο της Μονής,
συχνά, τους συστηνόταν ως εργάτης ή κηπουρός, και μόνο αργότερα,
κάποια στιγμή στην ιερή ακολουθία, οι προσκυνητές καταλάβαιναν ότι
εκείνος ο απλός «εργάτης» ήταν και ο καθηγούμενος.
Ο Γέροντας, κάθε μέρα στις τρείς η ώρα, κατέβαινε για ιερή ακολουθία. Είχα προλάβει την εποχή που ο άρρωστος πλέον γέροντας έσπρωχνε τον εαυτό του για δουλειές. Βεβαίως, τα τελευταία χρόνια, λόγω των ασθενειών δεν μπορούσε να κάνει σκληρή άσκηση, αλλά, οι ίδιες οι αρρώστιες ήταν μια μορφή άσκησης πάνω και πέρα από τις όποιες ανθρώπινες δυνάμεις.
Μόνο να φανταστείτε: αναπνευστική, καρδιακή, νεφρική ανεπάρκεια, κάμποσες κοίλες στη σπονδυλική στήλη, ζαχαρώδης διαβήτης, σχεδόν πλήρης απώλεια όρασης, άρρωστα πόδια (από τα γόνατα και κάτω ήταν καφέ χρώματος λόγω διαταραχών του κυκλοφοριακού). Και δεν είναι μόνο αυτά αλλά είναι αρκετά για έναν άνθρωπο ώστε να μην κατεβαίνει από το κρεβάτι. Και ο Γέροντας μέχρι το τέλος ανάγκαζε τον εαυτό του να συνεχίζει. Ο Κύριος του έδωσε δυνάμεις ώστε να κουβαλάει αυτό το σταυρό.
Τα τελευταία χρόνια, ήδη βαριά άρρωστος, κάθε πρωί κατέβαινε από το κελλί, έστελνε κάποιον να χτυπά τις καμπάνες και να προσκαλεί την αδελφότητα που μόλις ξυπνούσε στα κοινά διακονήματα, και μετά, στη διάρκεια της ημέρας, ο ίδιος πήγαινε και έβλεπε πώς προχωράνε οι εργασίες. Τον ένα τον βοηθούσε με τη συμβουλή του, τον άλλον τον παρότρυνε: «Έλα πιο γρήγορα, πιο γρήγορα τελείωνε».
Ανάμεσα στους μοναχούς λεγόταν ακόμα και ένα αστείο:
Ο γέροντας: «Δουλεύετε, αδέλφια, δουλεύετε, δουλεύετε, ο ήλιος είναι ακόμα ψηλά».
Η αδελφότητα: «Γέροντα, γέροντα, αυτό είναι το φεγγάρι πια!»
Αναμφίβολα, στα μεγάλα κατορθώματα του γέροντα μπορούμε να πιστώσουμε το ότι δημιούργησε στο μοναστήρι μια ατμόσφαιρά όπου όλοι ήταν ίσοι. Δεν αναφέρομαι τώρα σε ξεχωριστά πρόσωπα, αλλά γενικώς δεν είχε καμιά σημασία το ποιος είσαι εσύ – απλός δόκιμος ή ιερομόναχος. Όλοι έκαναν τις ίδιες δουλειές. Συγκομιδή ελιάς; Όλο το μοναστήρι στις ελιές. Ανέγερση μιας νέας εκκλησίας; Όλοι παίρνουν μέρος στις εργασίες με το σκυρόδεμα. Δεν υπήρχε ιεραρχική διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους. Κυριαρχούσε αδελφική αγάπη.
Πέρα από αυτά, οι ιερομόναχοι και πιο έμπειροι μοναχοί λειτουργούσαν ως παράδειγμα για τη νεαρή αδελφότητα και τους ενέπνεαν στα διακονήματα, στην προσευχή και στις εργασίες. Στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου έχω δει πολλά τέτοια παραδείγματα: ένας αδελφός ακόμα και μετά από μια πολύ βαριά εργάσιμη μέρα να είναι έτοιμος με χαρά να αναβάλει την ανάπαυσή του και να βοηθάει άλλον αδελφό. Και πρέπει να πω ότι η εργάσιμη μέρα στη Μονή άρχιζε με την πρωινή ιερή ακολουθία που άρχιζε στις τρείς το πρωί και διαρκούσε 4-5 ώρες, για να συνεχιστεί μέχρι τη δύση του ηλίου, με μοναδικό διάλειμμα δύο ωρών, μετά την ιερή ακολουθία. Συχνά όμως αυτό το διάλειμμα ακυρωνόταν.
Ο Γέροντας συνέχεια κατέστρωνε σχέδια για αναστήλωση και αισθητική αναμόρφωση του μοναστηριού. Ο γέροντας σχεδόν δεν προσλάμβανε εργάτες, θεωρώντας ότι η αδελφότητα πρέπει να τα κάνει όλα με τις δυνάμεις της. Βεβαίως, όταν έκαναν εργασίες αποκατάστασης των δύο βασικότερων πτερύγων της Μονής, υπήρχε ειδική οικοδομική εταιρεία και είχαν προσληφθεί εργάτες. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των σχετικών οικοδομικών εργασιών καλύφθηκε από την αδελφότητα της Μονής.
Η Ιερά Μονή Δοχειαρίου είναι αφιερωμένη στους Αγίους Αρχαγγέλους, και ο Γέροντας πίστευε βαθύτατα ότι ο ίδιος ο Αρχιστράτηγος του Θεού, Μιχαήλ, αρχηγός όλων των Ουρανίων Ασωμάτων Δυνάμεων, θα υποδέχεται τους δοχειαρίτες στον άλλον κόσμο, θα τους οδηγεί στον Θεό και θα τους ανταμείβει για τους κόπους τους, που πραγματικά ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνάμεις.
***
Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ την εκκλησία, τις ιερές ακολουθίες και έψελνε και ο ίδιος. Έχει χτίσει μεγάλο γυναικείο μοναστήρι στο χωριό Σοχό, όπου κάθε χρόνο πηγαίνουν την θαυματουργή εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Γοργοϋπηκόου». Ο Γέροντας έχτιζε ναούς και φρόντιζε την ευπρέπεια του μοναστηριού. Όλη η ζωή του ήταν εδώ, στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου. Ζούσε για τον Θεό και για την Θεοτόκο, αφιερώνοντάς Τους τους κόπους του.
Η τέλεση της Θείας Λειτουργίας του ξεχώριζε πολύ από τους άλλους. Δε βιαζόταν ποτέ και στις προσευχές συνομιλούσε με τον Θεό. Θυσίαζε τον εαυτό του στον Χριστό.
Θυμάμαι, μια φορά μου διηγήθηκε, πώς ο γέροντας Αμφιλόχιος τελούσε μια από τις τελευταίες του Λειτουργίες. Μια στιγμή μετά τις προσευχές, το πρόσωπο του γέροντα Αμφιλόχιου φωτίστηκε με το Θείο Άκτιστο φως. Αυτή η συγκεκριμένη πνευματική εμπειρία της εγγύτητας με τον άνω κόσμο σημάδεψε και τον γέροντα Γρηγόριο. Ζούσε με τη σκέψη της αιωνιότητας, της ένωσης με τον Χριστό. Πορευόταν στο δρόμο της ζωής του ως ένας καλός εργάτης στον αμπελώνα του Θεού.
Ο πατήρ Γρηγόριος φιλόξενα δεχόταν ανθρώπους, συνομιλούσε μαζί τους, τους δίδασκε. Του άρεσε να προσκαλεί τους προσκυνητές για καφέ και μέσα στη ευχάριστη συζήτηση έλεγε και διάφορες ιστορίες από τη ζωή του.
Ο γέροντας εκτιμούσε πρώτα από όλα την υπακοή των μοναχών. Τον υπάκουο τον αγαπούσε και του φερόταν ιδιαίτερα. Καμιά φορά ήταν και αυστηρός, δεν του άρεσαν οι περιττές συζητήσεις την ώρα της εργασίας, επειδή ζητούσε από την αδελφότητα προσευχή. Η περίσσεια φαινομενικά αυστηρότητά του, ήταν ο τρόπος με τον οποίο επιδίωκε την ανατροφή των άλλων.
Συχνά, έβλεπα στο γέροντα δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Αλλιώς ήταν στη δουλειά, και τελείως αλλιώς στο κελλί του. Στη δουλειά μπορούσε να τους φωνάζει όλους, να τους μαλώνει, να τους ταπεινώνει συνέχεια. Στο κελλί, όμως, ήταν ήρεμος και αγαπητικός άνθρωπος, γύρω από τον οποίον μαζευόταν η αδελφότητα και διάβαζαν κάποιο βιβλίο, συζητούσαν ειρηνικά ή μιλούσαν μεταξύ τους για την περασμένη μέρα.
Ο Γέροντας ήθελε ο καθένας να κάνει την άσκησή του, άσκηση που υπερβαίνει τις δυνάμεις τους, άσκηση συνεχή, όπου δεν υπάρχουν ούτε ρεπό ούτε διακοπές. Αφού ο διάβολος δεν κοιμάται και διαρκώς επιδιώκει να πιάνει τον μοναχό στα δίκτυα του και δεν πάει διακοπές. Γι’ αυτό και το μοναχό, δεν τον ωφελεί η ξεκούραση. Όλη η ζωή και ο μόχθος του να προσβλέπουν στη μέλλουσα ζωή και τη μέλλουσα ανταμοιβή. Ο χρόνος της ζωής είναι μικρός, θα περάσει γρήγορα. Οι κόποι όμως που κάναμε εδώ εις δόξα Θεού, θα παραμένουν με τον άνθρωπο για πάντα.
Από τη νεαρή του ηλικία, όταν ο Γέροντας ήταν 25 ετών, διαγνώστηκε με ζαχαρώδη διαβήτη πολύ σπάνιας μορφής. Αυτό σήμαινε συνεχείς δίαιτες, απαγορεύσεις πότε για το ένα, πότε για το άλλο. Γενικώς, οι γιατροί του έλεγαν ότι εσύ πάτερ, δε θα ζήσεις για πολύ. Οι γιατροί όμως είχαν πεθάνει καιρό πριν, ενώ ο γέροντας έζησε μέχρι τα 76 έτη με το έλεος του Θεού.
Ζούσε ο άνθρωπος. Ζούσε και ασκήτευε. Ζούσε και κοπίαζε. Κουβαλούσε τον τεράστιο και βαρύ του Σταυρό. Τον κουβάλησε μέχρι το τέλος, υπομένοντας θλίψεις, στεναχώριες, αρρώστιες και κακουχίες για το Χριστό. Πιστεύουμε ότι ο Κύριος και Θεός μας έχει δεχτεί τον Γέροντα Γρηγόριο, τον πιστό Του δούλο και υπηρέτη, στη Βασιλεία Του, στη Βασιλεία Του Ουράνιου μας Πατέρα.
Τέλειωσε ο επίγειος δρόμος του. Ολοκληρώθηκε η επίγεια ζωή του και ήρθε η αιωνιότητα. Για αυτούς που αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Θεό αυτή είναι η χαρά. Να απομακρύνεται από τη γη προς τον Ουρανό, όπως έλεγε ο Άγιος Απόστολος Παύλος «…επιθυμώ να φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο και να είμαι μαζί με τον Χριστό, που είναι το καλύτερο απ’ όλα» (Φιλ 1,23). Και τώρα θα προσευχόμαστε και θα ζητάμε από τον γέροντα να πρεσβεύει για μας ενώπιον του Θεού.
Αιωνία σου η μνήμη, πάτερ Γρηγόριε, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου