Μια
λεπτή γαλάζια στήλη καπνού υψωνόταν σαν μπορντούρα του δάσους, όχι μακριά από
το ερημητήριο. Υψωνόταν ελαφρά, ολόισια, χωρίς να την ενοχλεί και ο ελάχιστος
άνεμος. Ήρεμη και λεπτή σαν τα μεγάλα δέντρα, φαινόταν να αποτελεί κομμάτι του
τοπίου.
Και όμως προκάλεσε την περιέργεια του υποτακτικού. Αυτός ο καπνός ήταν
ασυνήθιστος. Ποιος λοιπόν πρωί-πρωί μπορεί να άναψε τη φωτιά; Ο υποτακτικός
ήθελε να έχει ήσυχη την καρδιά του από λογισμούς.
Προχώρησε γι’ αυτό, απομάκρυνε
τα κλαδιά μερικών θάμνων και έβλεπε σε απόσταση τόση, όση φτάνει μια πετροβολιά,
τον γέροντά του όρθιο, δίπλα σε μια ισχνή φωτιά. Τι να έκαιγε άραγε; Τον είδε
να σκύβει, να παίρνει ένα κουκουνάρι και να το πετάει στη φωτιά.
Ο
υποτακτικός στάθηκε για λίγο διστακτικός. Έπειτα πλησίασε ήρεμα και ρώτησε με
σεβασμό: