Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, ἀγαπητοί μου, εἶνε καὶ τὸ ἑξῆς (βλ. Ματθ. 14,22-34).
Εἶνε νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα. Σὲ κάποιο βουνὸ δυτικὰ τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ἔχει ἐγκατασταθῆ ἕνας μυστικὸς ἀσύρματος ποὺ ἑνώνει οὐρανὸ καὶ γῆ· εἶνε ἡ προσευχή, ἡ προσευχὴ τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Κύριος προσεύχεται, προσεύχεται ὅλη τὴ νύχτα.
Τόση ἀξία δίδει στὴν προσευχή, ὥστε καὶ τὶς ὧρες τῆς ἀναπαύσεως θυσιάζει γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ὅλη ἡ ἡμέρα του πέρασε μὲ ἀκατάπαυστη δραστηριότητα ὑπὲρ τοῦ πλησίον, καὶ τώρα ἡ νύχτα τὸν βρίσκει γονατιστό. Στὴ βαθειὰ νυχτερινὴ σιγὴ ἐκεῖνος προσεύχεται! Μόνο πεπωρωμένοι ἀπὸ ἀπιστία καὶ ἀναίσθητοι δὲν συγκινοῦνται καὶ δὲν διδάσκονται ἀπὸ τὸ ὑπέροχο αὐτὸ παράδειγμα.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὁ Κύριος προσεύχεται, ἐκεῖ κάτω, σὲ ἀπόστασι λίγων χιλιομέτρων, ἕνα μικρὸ πλοῖο κινδυνεύει. Θύελλα ταράζει τὴ λίμνη, κύματα πελώρια ἀνοίγουν τὰ ἀφρισμένα στόματά τους νὰ τὸ καταπιοῦν. Ὁ Κύριος βλέπει τὰ κύματα, βλέπει τὸ πλοιάριο ποὺ κινδυνεύει νὰ ναυαγήσῃ, ἀλλὰ φαίνεται ἀδιάφορος.