Πήγε κάποτε ένας στον άγιο Σπυρίδωνα για να αγοράσει εκατό κατσίκες από το κοπάδι του. Ο όσιος του ζήτησε πρώτα τα χρήματα, και αυτός του έδωσε μόνο για τις ενενήντα εννιά και κράτησε το αντίτιμο της μίας, νομίζοντας ότι θα διαφύγει τούτο από εκείνον τον απλοϊκό και φιλήσυχο.
Όταν μπήκαν και οι δυο στο μαντρί, ο άγιος του είπε να πάρει τόσες κατσίκες, όσες πλήρωσε· αυτός όμως ούτε έτσι κατάλαβε, αλλά έβγαλε εκατό από το μαντρί. Μια λοιπόν από τις κατσίκες, σαν καλή υπηρέτρια, καταλαβαίνοντας ότι δεν την πούλησε ο κύριός της, στράφηκε γρήγορα και ξαναμπήκε στο μαντρί. Αυτός ο αναιδής όμως την ξανάβγαλε και την τραβούσε με τη βία. Τούτο το αξιοθαύμαστο έγινε δύο και τρεις φορές: η κατσίκα γύριζε πίσω, ενώ αυτός την τραβούσε πάλι με δύναμη και οργή.