Σε σημειώσεις παλαιού Γρηγοριάτου,
του γέροντος Ιωακείμ, αναφέρονται στοιχεία από αξιοθαύμαστα σημεία πού
συνέβησαν στη Μονή. Ο ίδιος, είτε υπήρξε αυτόπτης μάρτυς, είτε τα άκουσε από
παλαιοτέρους. Διορθώθηκε κάπως η γλώσσα και η σύνταξη του κειμένου. Φέρονται σε
φώς, για να επιβεβαιωθεί η αγάπη του Θεού και των αγίων του προς εμάς, η οποία
άλλωστε έχει χίλιους δύο άλλους τρόπους να αποκαλυφθεί.
*…Απεφάσισα οριστικά πλέον, κι
αναχώρησα κρυφά για το Άγιον Όρος. Έφθασα αισίως. Περιερχόμενος δε και
επισκεπτόμενος πολλές Μονές και Σκήτες, μελέτησα επισταμένως τον τρόπο
διαβιώσεως. Τέλος, αφού συνέλεξα αρκετές χρήσιμες πληροφορίες, αποφάσισα να
κοινοβιάσω στην Ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου.
Πριν να μπω στη Μονή, κουρασμένος
καθώς ήμουν, πήγα και κοιμήθηκα σ’ ένα απόκρημνο και δύσβατο μέρος, λίγο
παραπάνω από το Γυφταριό, πούχε λίγη σκιά. Μάταια όμως προσπαθούσα να κοιμηθώ.
Ύπνος δεν ερχόταν. Λογισμοί επί λογισμών, σκέψεις επί σκέψεων
αλληλοσυγκρούονταν και με αναστάτωναν. Ο πειρασμός έβαζε κάθε δυνατή
προσπάθεια, ενεργώντας σατανομεθοδικά για να με αποτρέψει. Τελικώς,
καταβεβλημένος από την ψυχική πάλη, ενόμισα πώς έφτασε επί τέλους ο ύπνος.
Οπότε, «τί το ορώμενον;». Στεκόταν από πάνω μου ένας υπέργηρος μοναχός με
σεβάσμια, επιβλητική, βιβλική μορφή, με γενειάδα ως τα γόνατα, με ιλαρό βλέμμα,
και μου λέει: «Τί κάθεσαι εδώ έξω, παιδί μου, και βασανίζεσαι από σκέψεις και
λογισμούς; Σήκω και πήγαινε μέσα στο Μοναστήρι». Σηκώθηκα στο πρόσταγμά του
αμέσως με την πρόθεση να τον παρακαλέσω να με οδηγήσει εκείνος. Αλλά που ο
γέροντας! Άφαντος!
Ταράχτηκα με το γεγονός, και
διερωτήθηκα ποιος νάταν άραγε ο μυστηριώδης γέροντας πού κατόρθωσε σε τέτοια
ηλικία ν’ ανέβει σ’ εκείνο το δύσβατο μέρος, στο οποίο κι εγώ μετά βίας
ανέβηκα. Μ’ αυτές τις σκέψεις (οι προηγούμενες άτακτες και σατανικές σαν καπνός
διαλύθηκαν) έφυγα τρέχοντας, μπήκα στο Μοναστήρι, παρουσιάστηκα ευθύς στον όντως
όσιο Καθηγούμενο, και του γνωστοποίησα τον πόθο και το σκοπό μου, καθώς και το
προηγούμενο γεγονός με το σεβάσμιο γέροντα.
Τότε ο Καθηγούμενος, με καταφανή
συγκίνηση, με οδήγησε μπροστά σε μια εικόνα και με ρώτησε: Αυτός είναι ο
γέροντας πού σου παρουσιάστηκε;». «Ναι, ναι, αυτός είναι!» απάντησα
κατάπληκτος. Ήταν πράγματι ο γέρων Ιωακείμ, ο νέος κτίτωρ της Μονής, με την
εξαιρετικώς επιμήκη γενειάδα, την οποίαν απέκτησε θαυματουργικώς, όντας έκ
φύσεως αγένειος.
✶✶✶
Όταν μετά από αρκετούς μήνες
έγινε η κουρά μου, μετά από πολλή κούραση μα και πολλή κατάνυξη, θέλησα λίγο να
αναπαυθώ. Πριν όμως κοιμηθώ, κάποιος ανοίγει την πόρτα του κελλιού μου τελείως
αντικανονικά, χωρίς να πει το συνηθισμένο: «Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…».
Μπήκα ξαφνικά σε σκέψεις, και αισθάνομαι μια τρομερή δυσοσμία, αφόρητη. Βλέπω
τότε από πάνω μου τον απρόσκλητο επισκέπτη. Τί φοβερό και φρικιαστικό θέαμα!
Ήταν ο ίδιος ο σατανάς. Τερατόμορφος, κερασφόρος, πυρίπνους, πυρόφθαλμος,
δασύτριχος, με νύχια μακρυά. Με κύτταξε βλοσυρά και αγριεμένα, και μου είπε
γελώντας σαρκαστικά: «Ε! Ε! Τί ήλθες βρε να κάνεις κι εσύ εδώ; Τώρα θα σου
δείξω εγώ». Άπλωσε το χέρι πάνω στο στήθος μου, μα το τράβηξε αμέσως, βγάζοντας
ένα φριχτό ουρλιαχτό: «Άααα». Άθελα του είχε αγγίξει τον τίμιο Σταυρό πού κρεμόταν
στο στήθος μου. Εξαφανίστηκε ευθύς, αφήνοντας πίσω του μια ανυπόφορη δυσοσμία.
✶✶✶
Έναν καιρό ενέσκηψε στη Μονή
επιδημική γρίππη πού προσέβαλε τους πιο νέους και πιο γερούς, άλλους ελαφρά,
άλλους βαριά. Εγώ προσεβλήθην ελαφρά. Σαν αρρώστησε κι ο μάγειρας, μου ανέθεσαν
να τον αντικαταστήσω. Τελείως αδαής μαγειρικής, ανέλαβα τη διακονία υπό την
καθοδήγηση του μαγείρου, του πατρός Υπατίου, έχοντας ευτυχώς πεπειραμένο
παραμάγειρο ένα δόκιμο πραότατο, απλούστατο, άκακο σαν αρνί.
Κάποια μέρα τον έστειλα στον κήπο
να μαζέψει κηπουρικά για το μαγείρεμα. Μα ύστερ’ από λίγο, σχεδόν αμέσως,
επέστρεψε ασθμαίνοντας, περίτρομος, χωρίς κηπουρικά. Σαν τον ρώτησα τί
συνέβαινε, μου είπε πώς στο μονοπάτι πού πάει για τον κήπο βρισκόταν ένα πολύ
μεγάλο και φοβερό φίδι, και γιαυτό τρόμαξε κι επέστρεψε τροχάδην, κάθιδρως και
πνευστιών.
Όμως η πράξη του ήταν αντίθετη
προς τον απαράβατο κανόνα της «τυφλής υπακοής». Τόπα στο Γέροντα. Εκείνος τον
ενουθέτησε, τον ενθάρρυνε, τούδωσε την ευλογία του, και τον έστειλε στη
διακονία χωρίς δισταγμούς και φόβους. Γεμάτος θάρρος ο δόκιμος έτρεξε, μάζεψε,
κι επέστρεψε πασίχαρος. Όταν τον ξαναρώτησα τί συνέβη, μου είπε πώς το φίδι
ήταν εκεί, αλλά ψόφιο!
✶✶✶
Πριν πάω στο στρατό, προσεβλήθην
από υπεροξεία ισχυαλγία, περιοδική μεν, μα αφόρητη. Δεν μπορούσα να σταθώ στα
πόδια μου, όταν μ’ έπιανε, κι έπεφτα κάτω, όπου κι αν βρισκόμουν. Κανένα
ιατροφαρμακευτικό μέσον, ούτε θερμόλουτρα, ούτε ο στρατός μπόρεσαν να με
θεραπεύσουν. Μόνιμη, μαρτυρική η κατάσταση.
Κάποια μέρα έφεραν σιτάρι στην
παραλία, και κατά τη συνήθεια έπρεπε όλοι να το ξεφορτώσουμε. Σαν άρχισε το
ξεφόρτωμα, μ’ έπιασε ξαφνικά το μόνιμο βάσανό μου, κι έπεσα κατάχαμα,
συστρεφόμουν σπασμωδικά, βογγούσα από τους πόνους.
Έτρεξαν δύο-τρεις πατέρες, κοντά
σ’ αυτούς κι ένα σεβάσμιο ενάρετο γεροντάκι. Αρσένιος, Αρτέμιος, δεν θυμάμαι.
Με ρώτησαν τί έχω. Όταν τους είπα το πάθημά μου, το μετέφεραν στους άλλους και
άρχισαν τα σχόλια. Πολλοί με λυπήθηκαν, άλλοι ταλαντεύονταν να με πιστέψουν,
άλλοι απιστούσαν. Μερικοί νόμιζαν ότι το κάνω για ν’ αποφύγω τον κόπο. Κάποιοι
μ’ εχαρακτήρισαν υπερβολικά ως «μάγκα πειραιώτη».
Τα υπέμεινα όλα. Μόνο ο Γέροντάς
μου με παρηγορούσε: «Μην κλαις παιδί μου. Μην απελπίζεσαι. Σε πιστεύω. Θα πείσω
και τους άλλους πατέρες για την ειλικρίνειά σου. Μα θα σου δώσω μια συμβουλή,
και σε παρακαλώ να με ακούσεις. Εμείς εδώ έχουμε δικό μας γιατρό, την αγία
Αναστασία τη Ρωμαία με τα λείψανα και το παρεκκλήσι της. Όταν λειτουργήσει, να
ξαγρυπνήσεις από βραδύς, να προσευχηθείς μ’ όλη σου την καρδιά, να χύσεις και
κανένα δάκρυο. Κι όταν τελειώσει η λειτουργία το πρωΐ, ν’ αλείψεις το μέρος πού
σε πονάει με λάδι άπ’ το καντήλι της άγιας, παρακαλώντας την με δάκρυα να σε
κάνει καλά• και έλα να με δεις».
Ακολούθησα πιστά την υπόδειξη,
κατά γράμμα. Κι όταν πλέον αλείφθηκα, τί χάρις ήταν εκείνη! Άρχισα ξαφνικά να
κινούμαι ελεύθερα, χωρίς παραμικρό πόνο.
Έχουν περάσει εξήντα χρόνια. Δεν
ξαναενοχλήθηκα.
✶✶✶
Στη Βέρροια της Μακεδονίας έχει
Μετόχι η Μονή. Μια – δυο φορές το χρόνο, πάντοτε το καλοκαίρι, επικοινωνούσαμε
διά θαλάσσης με μικρό πλοιάριο της Μονής.
Κάποτε ταξίδευα με δύο αδελφούς
προς το Μετόχι. Αλλά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και στο Πήλιο επικρατούσε μια
ασυνήθιστη άπνοια, ενώ κωπηλατούσαμε κανονικά. Η εκνευριστική θάλεγα αυτή
νηνεμία μ’ έβαλε σε σκέψη ότι προμηνύεται μεγάλο κακό. Ζωηρή η ανησυχία μου,
δίχως συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν προαίσθημα. Κι ενώ οι αδελφοί με παρακαλούσαν
να κόψουμε για λίγο την κωπηλασία για να ξεκουραστούμε, εγώ τους προέτρεπα να
επιταχύνουν, σαν να με παρότρυνε κάτι πώς επίκειται κίνδυνος. Έπρεπε να
φτάσουμε το συντομώτερο στην ακτή μεταξύ Πηλίου και Ολύμπου. Μια ελαφρή
θαλασσινή αύρα μας βοήθησε αρκετά. Φτάσαμε στην ακτή, αποβιβαστήκαμε, τραβήξαμε
το πλοιάριο. Εν τω μεταξύ μικρό νεφύδριο φάνηκε πάνω από το Πήλιο πού ολοένα
μεγάλωνε και μαύριζε. Προάγγελος του φοβερού κακού. Τί τρομερό ξέσπασμα ήταν
εκείνο πού ακολούθησε! Μια σπανιωτάτη θυελλώδης καταιγίδα, μπουρίνια πού λένε.
Οι κάτοικοι, σαν φτάσαμε,
συνέτρεξαν όλοι, κατάπληκτοι, απορημένοι, μας κοίταζαν και σταυροκοπιούντο,
ομολογώντας πώς μας γλύτωσε ο άγιος Νικόλαος.
Μείναμε λίγες μέρες,
εφοδιαστήκαμε, παραλάβαμε τα τρόφιμα και αναχωρήσαμε. Μα τί θέαμα ήταν εκείνο,
όταν επιστρέφαμε! Όπου κι αν περνούσαμε, ναυάγια. Όσα πλοία είχαν αγκυροβολήσει
σε λιμάνια πού προσβάλλονταν απ’ το Λίβα η τον Γαρμπή, είχαν εξωκείλει ή είχαν
βυθιστεί. Όλη η νοτιοδυτική πλευρά της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας, του Άθωνος
είχε προσβληθεί από την καταιγίδα.
Σαν φτάσαμε στο Μοναστήρι, είδαμε
ένα συγκλονιστικό θέαμα: Λιτοχωρινό πλοίο, γεμάτο ξυλεία, βυθισμένο. Εκεί πλέον
αποκορυφώθηκε η συγκίνησή μας…
Αποφεύγοντας τα σχόλια, τονίζω
μονάχα εκείνη την αόριστη ανησυχία πού είχα στον πηγαιμό. Δεν ήταν όντως έκδηλη
και εναργής η επέμβαση του αγίου;
✶✶✶
Κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου η
Μονή μας επιτελεί την πανηγύρι του αγίου Νικολάου, και προμηθεύεται ψάρια από
το Παλιούρι Κασσάνδρας. Εκεί εδρεύουν συστηματικοί ψαράδες.
Λίγες μέρες πριν την πανηγύρι,
εστάλη το πλοιάριο της Μονής να παραλάβει τα ψάρια. Κυβερνήτης ένας έμπειρος
μοναχός, ψημένος στις θάλασσες από κοσμικός, ευλαβέστατος και απλούς.
Μα πριν ακόμη επιστρέψει, άρχισαν
να πνέουν σφοδροί νοτιοδυτικοί άνεμοι πού καθυστερούσαν την αναχώρηση. Η
πανήγυρις επλησίαζε, ο καιρός δεν υποχωρούσε, οι άνεμοι ενισχύοντο, ο μοναχός
ανησυχούσε. «Να γίνει πανήγυρις χωρίς ψάρια;». Αδιανόητο, κατά τη γνώμη του.
Αποφάσισε να φύγει μέσα στη θαλασσοταραχή. Του κάκου πάσχιζαν να τον πείσουν οι
άλλοι ψαράδες να μην κάνει τέτοιο παρανοϊκό εγχείρημα. Αμετάκλητος ο καλόγερος.
Ξεκίνησε λοιπόν, έκανε το σταυρό
του, κι έβαλε την εικόνα του αγίου Νικολάου στο πηδάλιο λέγοντας: «Άγιε Νικόλα,
βλέπεις τον καιρό. Κάνε το κουμάντο σου, για να μη γίνει η πανήγυρίς σου χωρίς
ψάρια. Φεύγουμε!».
Έκανε όντως το κουμάντο του ο
άγιος. Έφθασαν πολύ κοντά στο Μοναστήρι, τους αντιλήφθηκαν οι πατέρες, βγήκαν
να τους δουν. Σαν γλάρος πετούσε το πλοιάριο πάνω στα κύματα. Πήραν την εικόνα
του αγίου Νικολάου, κι άρχισαν να δέονται για να προσεγγίσει με ασφάλεια. Μα
κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν εντελώς αδύνατο να προσορμισθεί το πλοιάριο.
Αλλά δεν ήταν αδύνατο για τον
άγιο. Και τούτο διότι ένα πελώριο κύμα σήκωσε ψηλά το σκάφος, το κατέβασε
ομαλά-ομαλά μέσα στον αρσανά, στη θέση όπου τοποθετείτο, και κατόπιν υποχώρησε
ήρεμα, εκτελώντας το καθήκον του. Το γεγονός επανηγυρίσθη ιδιαιτέρως. Θαυμαστή
τόσο η πίστη του ενάρετου μονάχου, όσο και η υπακοή του αγίου.
✶✶✶
Τρομερή πυρκαγιά ξέσπασε κάποιο
καλοκαίρι στο δάσος της Μονής. Φυσούσε και άνεμος, κι η φωτιά επεξετάθη.
Κόντευε να εξαφανίσει όλες τις καστανιές, την κυριώτερη οικονομική πηγή της
Μονής. Φοβερό το θέαμα. Ήμουν αυτόπτης μάρτυς, ακούγοντας και τα φίδια πού καίγονταν,
να σφυρίζουν. Μάταιες οι προσπάθειες.
Όταν ειδοποιήθηκε η Μονή, βγήκαν
οι πατέρες κι ο Γέροντας με τα άγια λείψανα. Και τότε ένα σύννεφο στάθηκε πάνω
απ’ το δάσος, κι επέφερε τέτοια καταρρακτώδη βροχή, ώστε έσβησε αμέσως η φοβερή
πυρκαγιά.
πηγή: Ό Όσιος Γρηγόριος», Ετήσια
Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, § Παλαιότερα θαύματα στην Ιερά
Μονή Οσίου Γρηγορίου, περίοδος β΄, αριθμ. 8, έτος 1983
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου