– Γέροντα, πόσοι εἶναι οἱ ἀναχωρητὲς[1] στὸ Ἅγιον Ὄρος;
– Δὲν ξέρω· λένε ὅτι εἶναι ἑπτά[2]. Ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ βρῆ κανεὶς τόπο ἥσυχο, γιὰ νὰ ἀσκητέψη. Γι᾿ αὐτὸ μερικοὶ Πατέρες, ὅταν ὑπῆρχαν ἀκόμη ἰδιόρρυθμα[3] μοναστήρια στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔβρισκαν ἄλλον τρόπο νὰ ζήσουν τὴν ἄσκηση. Π.χ. ἔλεγαν: «δὲν μὲ ἀναπαύει ἐδῶ, θὰ πάω σὲ κανένα ἰδιόρρυθμο νὰ δουλέψω, γιὰ νὰ μαζέψω χρήματα», καὶ οἱ ἄλλοι τὸ πίστευαν.
Πήγαιναν σὲ ἰδιόρρυθμο, δούλευαν ἐκεῖ τρεῖς-τέσσερις μῆνες καὶ ὕστερα ζητοῦσαν μεγάλη αὔξηση. Ἐπειδὴ δὲν τοὺς τὴν ἔδιναν, ἔλεγαν: «Δὲν μὲ συμφέρει· θὰ φύγω». Ἔπαιρναν λίγο παξιμάδι καὶ πήγαιναν, κρύβονταν σὲ καμμιὰ σπηλιὰ καὶ ἀσκήτευαν. Οἱ ἄλλοι εἶχαν τὴν ἐντύπωση ὅτι πῆγαν καὶ δουλεύουν ἀλλοῦ. Καὶ ἂν ρωτοῦσαν στὸ μοναστήρι: «τί γίνεται, πέρασε ἐκεῖνος ὁ Πατέρας;», ἔλεγαν: «Ναί, πέρασε, ἀλλὰ τί ἰδιότροπος ποὺ ἦταν! Ἤθελε νὰ μαζέψη ἀπὸ ᾿δῶ χρήματα. Ζητοῦσε αὔξηση. Καλόγερος, καὶ νὰ ζητάη αὔξηση! Τί καλόγερος εἶναι αὐτός;». Ὁπότε, ὠφελεῖτο ὁ ἀναχωρητὴς καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση ποὺ ἔκανε καὶ ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῶν ἄλλων, ὠφελεῖτο καὶ ἀπὸ τοὺς κλέφτες. Γιατὶ μάθαιναν οἱ κλέφτες ὅτι ὁ τάδε ἔχει χρήματα καὶ πήγαιναν στὴν σπηλιά, τὸν ταλαιπωροῦσαν, ἀλλὰ τελικὰ δὲν ἔβρισκαν τίποτε.
– Γέροντα, πῶς μπορῶ νὰ μιμηθῶ τὴν ἀρετὴ μιᾶς ἀδελφῆς, ὅταν κρύβεται;
– Χαμένο τὄχει νὰ μὴν κρυφθῆ; Οἱ Ἅγιοι ἔκαναν μεγαλύτερο ἀγώνα, γιὰ νὰ κρύψουν τὴν ἀρετή τους, παρὰ γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ξέρετε τί ἔκαναν οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί; Ξέφευγαν πρῶτα ἀπὸ τὴν ὑποκρισία τοῦ κόσμου καὶ ἔμπαιναν στὸν χῶρο τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δὲν τοὺς ἔφθανε, γι᾿ αὐτὸ προχωροῦσαν στὴν ἁγία ὑποκρισία γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα δὲν τοὺς ἀπασχολοῦσε ὅ,τι κι ἂν τοὺς ἔκαναν, ὅ,τι κι ἂν τοὺς ἔλεγαν οἱ ἄλλοι. Χρειάζεται ὅμως πολὺ μεγάλη ταπείνωση, γιὰ νὰ τὸ κάνης αὐτό. Ἐνῶ ἕνας κοσμικὸς ἄνθρωπος, ἂν τοῦ πῆ καμμιὰ κουβέντα ὁ ἄλλος, θίγεται ἤ, ἂν δὲν τὸν ἐπαινέση γιὰ κάτι ποὺ κάνει, στενοχωριέται, αὐτοὶ χαίρονταν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν χαλασμένο λογισμὸ γι᾿ αὐτούς.
Παλιὰ ὑπῆρχαν Πατέρες ποὺ ἔκαναν ἀκόμη καὶ τὸν δαιμονισμένο, γιὰ νὰ κρύψουν τὴν ἀρετή τους καὶ νὰ χαλάσουν οἱ ἄλλοι τὸν καλὸ λογισμὸ ποὺ εἶχαν γι᾿ αὐτούς. Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Φιλοθέου[4], ποὺ ἦταν τότε ἰδιόρρυθμο, ἦταν ἕνας Πατέρας ποὺ ἀσκήτευε προηγουμένως στὴν Βίγλα[5]. Αὐτός, μόλις κατάλαβε ὅτι οἱ Πατέρες ἐκεῖ εἶχαν πάρει μυρωδιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ τὴν πνευματική του προκοπή, ἔφυγε μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του. «Ἄντε, τοὺς εἶπε, βαρέθηκα νὰ τρώω ἐδῶ μουχλιασμένο παξιμάδι. Θὰ πάω σὲ κανένα ἰδιόρρυθμο, νὰ τρώω καὶ κρέας, νὰ ζήσω σὰν ἄνθρωπος! Χαμένο τὄχω νὰ μείνω ἐδῶ;».
Καὶ ἦρθε στὴν Μονὴ Φιλοθέου καὶ ἔκανε τὸν δαιμονισμένο. Ἄκουσαν οἱ παραδελφοί[6] του ὅτι δαιμονίσθηκε καὶ ἔλεγε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: «Κρίμα, ὁ καημένος δαιμονίσθηκε. Ἔμ, ἑπόμενο ἦταν νὰ δαιμονισθῆ. Ἔφυγε ἀπὸ ᾿δῶ, γιατὶ βαρέθηκε τὸ μουχλιασμένο παξιμάδι, καὶ πῆγε σὲ ἰδιόρρυθμο, γιὰ νὰ τρώη κρέας». Αὐτὸς τί ἔκανε; Παραπάνω ἀπὸ εἴκοσι πέντε χρόνια οὔτε μαγείρευε οὔτε κοιμόταν. Ὅλη τὴν νύχτα γύριζε στοὺς διαδρόμους μὲ ἕνα φανάρι, γιὰ νὰ μὴν κοιμᾶται. Ὅταν κουραζόταν, ἀκουμποῦσε λίγο στὸν τοῖχο καί, μόλις τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, πετιόταν, ἔλεγε γιὰ λίγο ψιθυριστὰ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...» καὶ μετὰ τὴν συνέχιζε νοερά. Καμμιὰ φορὰ τοῦ ξέφευγε καὶ ἀκουγόταν ἡ εὐχή.
Ὅταν συναντοῦσε κανέναν ἀδελφό, τοῦ ἔλεγε: «Εὔχου, εὔχου νὰ φύγη τὸ δαιμόνιο». Ἔτσι ὅλοι τὸν εἶχαν γιὰ δαιμονισμένο. Ἕνα μικρὸ καλογέρι, δεκαπέντε χρόνων, μοῦ εἶπε μιὰ μέρα: «Ἄντε τὸν δαιμονισμένο!». «Μὴν τὸ λὲς αὐτό, τοῦ εἶπα· αὐτὸς ἔχει πολλὴ ἀρετή, ἀλλὰ κάνει τὸν δαιμονισμένο». Μετὰ τὸν εἶχε σὲ εὐλάβεια. Ὅταν πέθανε, τὸν βρῆκαν οἱ Πατέρες νὰ κρατάη στὰ χέρια του ἕνα χαρτὶ στὸ ὁποῖο εἶχε γράψει τὸ ὄνομα κάθε ἀδελφοῦ καὶ δίπλα ἕνα παρατσούκλι, γιὰ νὰ διώξη, καὶ πεθαμένος ἀκόμη, καὶ τὸν παραμικρὸ καλὸ λογισμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ εἶχε κάποιος γι᾿ αὐτόν. Τελικὰ εὐωδίασε. Βλέπεις, αὐτὸς πῆγε νὰ κρυφθῆ, ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν πρόδωσε.
Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ βγάζη κανεὶς συμπεράσματα γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ φαίνεται, ἐὰν δὲν μπορῆ νὰ διακρίνη αὐτὸ ποὺ κρύβεται.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Γ' «Πνευματικὸς ἀγώνας»
[1] Τὸ 1950, ὅταν ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ πρώτη φορά, καθὼς ἔψαχνε γιὰ τὸ μονοπάτι ποὺ ἔβγαζε ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, εἶχε συναντήσει ἕναν ἀναχωρητὴ «...μὲ φωτεινὸ πρόσωπο – θὰ ἦταν γύρω στὰ ἑβδομῆντα χρόνια – ποὺ ἔδειχνε ἀπὸ τὴν ἐνδυμασία του νὰ μὴν εἶχε ἐπαφὴ μὲ ἀνθρώπους. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ παρουσιαστικό του φαινόταν Ἅγιος!» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχ. "Εὐαγγ. Ἰω. ὁ Θεολόγος", Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 1993, σ. 46 κ.ἑ.). Ὅταν ρώτησε τὸν ἐρημίτη ποῦ μένει, ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε: «Κάπου ἐδῶ», καὶ τοῦ ἔδειξε τὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα. Ἀργότερα, ἔμπειροι Γεροντάδες τοῦ τὸ ἐπιβεβαίωσαν ὅτι στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα ζοῦσαν στὴν ἀφάνεια δώδεκα ἀναχωρητές.
[2] Εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1988.
[3] Ἰδιόρρυθμο ὀνομάζεται τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο ὁ κάθε μοναχὸς ἔχει δικό του πρόγραμμα καὶ πληρώνεται γιὰ τὸ διακόνημα ποὺ κάνει ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, οἱ ὁποῖοι διοικοῦν τὸ μοναστήρι.
[4] 1956–1958.
[5] Ἡ ἔρημος τῆς Βίγλας βρίσκεται στὸ νοτιοανατολικὸ τμῆμα τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθωνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου