Στὴ Βηθλεέμ, μιὰ νύχτα σκοτεινή, ἕνας ἄνθρωπος γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα χτυπῶντας καὶ παρακαλῶντας νὰ τοῦ δώσουν λίγη φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνει ἕνα παιδάκι, ποὺ γεννήθηκε ἐκεῖνο τὸ βράδυ καὶ τὴ μητέρα του.
Ἀλλὰ ἦταν νύχτα, ὅλοι κοιμόνταν καὶ κανένας δὲν τοῦ ἀποκρινόταν. Ὁ ἄνθρωπος συνέχισε τὸ δρόμο του. Στὸ τέλος εἶδε μακριὰ ἕνα φῶς. Κίνησε κατὰ κεῖ καὶ ὅταν ἔφτασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένο ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα. Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γερο - βοσκός. Στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Μόλις ὁ ἄνθρωπος πλησίασε, τα τρία σκυλιὰ ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα νὰ γαβγίσουν. Μὰ δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν οὔτε τὴν παραμικρὴ φωνή.
Ὁ ἄνθρωπος εἶδε πὼς ἀνασηκώθηκαν οἱ τρίχες τῶν σκυλιῶν, πὼς γυάλισαν τὰ ἄσπρα τους δόντια καὶ πὼς χύθηκαν καταπάνω του. Τὸ ἕνα σκυλί τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ πόδι, τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τὸ λαιμό του. Ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τοῦ κάμουν μὲ τὰ δόντια τους κανένα κακὸ καὶ παραμέρισαν. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκανε νὰ πλησιάσει τὴ φωτιά. Μὰ τὰ πρόβατα ἦταν στριμωγμένα τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο τόσο κοντά, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀνάμεσά τους. Ἀναγκάστηκε τότε νὰ πατήσει πάνω τους. Μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε ξύπνησε οὔτε κουνήθηκε.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε κοντὰ στὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι. Ἦταν ἕνας γέρος κατσούφης, πάντα ἀπότομος καὶ σκληρὸς σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο ποὺ πλησίαζε, σήκωσε τὸ μακρὺ καὶ μυτερὸ στὴν ἄκρη ραβδί του καὶ τὸ πέταξε πάνω του μ᾿ ὁρμή. Μὰ τὸ ραβδὶ λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺν κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψει τὸν ἄγνωστο.
Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσει λίγη φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνει τὸ νεογέννητο καὶ τὴ μητέρα του.
Βοήθησέ με, φίλε μου, τοῦ λέει. Δῶσε μου λίγη φωτιά. Θὰ ξεπαγιάσουν καὶ οἱ δυὸ τους ἀπὸ τὸ κρύο.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθεῖ. Θυμήθηκε ὅμως πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκώσουν, τὰ πρόβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ τὸ ραβδί του δὲν τὸν πέτυχε. Καὶ δείλιασε. Καὶ δὲν τόλμησε ν` ἀρνηθεῖ στὸν ἄγνωστο αὐτὸ ποὺ τοῦ ζήτησε.
Πᾶρε ὅση φωτιὰ θέλεις, τοῦ λέει.
Ἀλλὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε ἀπομείνει κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν ἕνας σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Κι ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι οὔτε τίποτε ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλει μέσα καὶ νὰ τὰ πάει ἐκεῖ ποὺ ἤθελε. Ὁ βοσκός το εἶδε αὐτὸ καὶ ξαναεῖπε:
Πᾶρε ὅση φωτιὰ θέλεις ...
Καὶ χαιρόταν στὴ σκέψη, πὼς δὲν θὰ μπορέσει νὰ πάρει φωτιά.
Καὶ χαιρόταν στὴ σκέψη, πὼς δὲν θὰ μπορέσει νὰ πάρει φωτιά.
Ἀλλὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, ξεχώρισε με τὸ χέρι του τὰ κάρβουνα ἀπὸ τὴ στάχτη, ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη τοῦ φορέματός του, πῆρε ὅσα κάρβουνα χρειαζόταν καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Καὶ τὰ κάρβουνα μήτε τὰ χέρια του ἔκαψαν, ὅταν τὰ ᾿πιασε, μήτε τὸ φόρεμά του. Τὰ πῆρε καὶ κίνησε νὰ φύγει, σὰν νὰ μὴν κρατοῦσε ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ὅταν τὰ εἶδε αὐτὰ ὁ βοσκός, ἀπόρησε:
Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, ποὺ τὰ σκυλιὰ δὲ δαγκώνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, τὸ ραβδὶ δὲ χτυπάει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινή; Καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος κι ἐξακολούθησε τὸ δρόμο του.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε νὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ νὰ μάθει τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Τὸν πῆρε ἀπὸ πίσω, ὥσπου ἔφτασε στὸ σπίτι του. Κι εἶδε τότε ὁ βοσκὸς πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε μήτε καλύβα κι ἡ γυναῖκα καὶ τὸ βρέφος ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο ἀπὸ γυμνὰ βράχια. Καὶ σκέφτηκε τότε ὁ βοσκὸς πὼς τὸ φτωχό, τ᾿ ἀθῶο βρέφος, κινδύνευε ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὴ σπηλιὰ καί, μ᾿ ὅλο ποὺ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, λυπήθηκε τὸ βρέφος κι ἀποφάσισε νὰ τὸ βοηθήσει.
Ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σακούλι του μιὰ ολόασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώσει κάτω ἀπ᾿ τὸ παιδάκι. Καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρόκαρδος καὶ βάναυσος ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του κι εἶδε αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ κι ἄκουσε ἐκεῖνα ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀκούσει.
Εἶδε πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μὲ ἀσημένια φτερὰ καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν ἅρπες κι ἄκουσε ποὺ ἔψελναν ὅτι τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου.
(Σέλμα Λαγκερλεφ, Μετ. Λίζα Κοντογιάννη)
Γιὰ τὴν ἀντιγραφή:
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 22-12-2020
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 22-12-2020
«Πᾶνος»
Είσαι απίθανος! Σ` ευχαριστώ για την έγκαιρη ανάρτηση! Ο Θεός να σας ευλογεί πλουσίως!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣὲ εὐχαριστῶ καὶ ἐγὼ πολὺ ἀδελφέ μου Σάββα γιὰ τὰ πολὺ ἀξιόλογα κείμενα ποὺ κάθε φορὰ μᾶς στέλνεις καὶ τὴν ἀποψινὴ ὄμορφη καὶ διδακτικὴ ἱστορία!
ΔιαγραφήΚαὶ βέβαια μᾶς θυμίζει μὲ νοσταλγία τὰ παλαιὰ ἀναγνωστικὰ τοῦ δημοτικοῦ ποὺ τόσο γλύκαιναν τὶς ἀθῶες ψυχὲς τῶν παιδιῶν, ἐνῷ τὰ σημερινὰ, τὶς δηλητηριάζουν παντοιοτρόπως.
Ὁ Θεὸς νὰ εὐλογεῖ καὶ νὰ φωτίζει καὶ ἐσένα, νὰ συνεχίζεις νὰ γράφεις!