Όταν ήμουν στη Σκήτη με τον αββά Μακάριο – διηγήθηκε ο αββάς Σισώης – πήγαμε για να θερίσουμε μαζί του επτά άτομα. Εκεί ήταν μια χήρα που μάζευε πεσμένα στάχυα από πίσω μας και δεν σταματούσε να κλαίει. Φώναξε λοιπόν ο γέροντας τον ιδιοκτήτη του χωραφιού και τον ρώτησε: «Τι έχει αυτή η γριά και συνεχώς κλαίει;»
Εκείνος του απάντησε: «Ο άντρας της είχε παρακαταθήκη από κάποιον και πέθανε ξαφνικά χωρίς να πει πού την έβαλε, και ο κύριος της παρακαταθήκης θέλει να πάρει αυτήν και τα παιδιά της για δούλους». Και ο γέροντας του είπε: «Πες της να έρθει σ’ εμάς εκεί που ξεκουραζόμαστε την ώρα της μεγάλης ζέστης».
Όταν ήρθε η γυναίκα, την ρώτησε ο γέροντας: «Γιατί κλαις έτσι πάντοτε;» Αυτή απάντησε: «Ο άντρας μου πέθανε, αφού πήρε παρακαταθήκη από κάποιον, και πεθαίνοντας δεν είπε πού την έβαλε». Ο γέροντας τότε της είπε: «Έλα δείξε μου πού τον έθαψες», και την ακολούθησε παίρνοντας μαζί του και τους αδελφούς.