«Ο μεγάλος ρώσος λογοτέχνης L. Tolstoy στο βιβλίο του Παιδικά, Εφηβικά και Νεανικά χρόνια περιγράφει μια εμπειρία του από τα παιδικά του χρόνια, που έμεινε βαθειά χαραγμένη στην ψυχή του.
Φιλοξενούσαν συχνά στο σπίτι τους έναν άνθρωπο πολύ πονεμένο, που ελάχιστες «άσπρες» μέρες είχε δει στη ζωή του. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις, ο Tolstoy μαζί με τα μικρά του αδέλφια, παρακολούθησαν κρυφά το γέροντα που προσευχόταν στο δωμάτιο το οποίο του είχαν παραχωρήσει. Και περιγράφει ως εξής την ανεξίτηλη σφραγίδα την οποία άφησε πάνω του αυτή η εμπειρία: «Σταυρώνοντας τα μεγάλα του χέρια στο στήθος, ο Γκρίσα, στεκόταν πρώτα σιωπηλός με σκυμμένο το κεφάλι μπροστά στις εικόνες. Μετά έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. Στην αρχή απάγγειλε σιγαλά γνωστές προσευχές• μετά τις επανελάμβανε δυνατότερα. Μετά άρχισε να προσεύχεται με δικά του λόγια. Προσευχήθηκε για όλους τους ευεργέτες του (έτσι αποκαλούσε αυτούς που τον φιλοξενούσαν)• ανάμεσα σ᾽ αυτούς και για την μητέρα μας και για μας.