Σαν εβράδιαζε και πριν νυχτώσει και πριν γυρίσει ο πατέρας μας απ’ τη δουλειά του την απογευματινή κι από το καφενείο που συναντιόταν με τους φίλους του, έμπαινε η μάνα στο δωμάτιο με τα εικονίσματα.
Κατέβαζε το καντήλι που κόντευε να σβήσει, αφού καιγόταν από το πρωί, και το ’φερνε στην κουζίνα και το ’βαζε απάνω στη γωνιά. Άναβε τότε απ’ τη φλόγα που τρεμόσβηνε την πασχαλιάτικη λαμπάδα που φυλάγαμε απ’ τη Λαμπρή και μου την έδινε να την κρατάω.