Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου
Ἐκ δεξιᾶς κάθισας πατρικῆς Λόγε,
Μύσταις παρασχὼν πίστιν ἀσφαλεστέραν.
«Ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τὸν Παράκλητον τῶ κόσμω, οἱ οὐρανοὶ ἡτοίμασαν τὸν θρόνον αὐτοῦ, νεφέλαι τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, Ἄγγελοι θαυμάζουσιν, ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν, ὁ Πατὴρ ἐκδέχεται, ὃν ἐν κόλποις ἔχει συναϊδιον, Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον κελεύει πᾶσι τοὶς Ἀγγέλοις αὐτοῦ, Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν, Πάντα τὰ ἔθνη κροτήσατε χείρας. ὅτι ἀνέβη Χριστός, ὅπου ἣν τὸ πρότερον».
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μετά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν εγκατέλειψε αμέσως τον κόσμο, αλλά συνέχισε για σαράντα ημέρες να εμφανίζεται στους μαθητές Του (Πράξ.1,3). Αυτές οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του προς αυτούς είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Έπρεπε οι πρώην δύσπιστοι και φοβισμένοι μαθητές να βιώσουν το γεγονός της Αναστάσεως του Διδασκάλου τους και να αποβάλλουν κάθε δισταγμό και ψήγμα απιστίας για Εκείνον.
Την τεσσαρακοστή λοιπόν ημέρα, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Κύριος τους μαθητές του «εξήγαγε έξω έως τη Βηθανία», στο όρος των Έλαιών όπου συνήθως προσηύχετο. «Και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24,50) και «ευλογώντας τους, εχωρίσθηκε απ' αυτούς και εφέρετο πρός τα πάνω, στον ουρανό» μέχρι που τον έχασαν από τα μάτια τους. Και μετά αφού Τον προσκύνησαν επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη και έμεναν συνεχώς στο ναό υμνολογώντας και δοξολογώντας το Θεό.
Ο ευαγγελιστής Μάρκος, περιγράφοντας πιο λακωνικά το θαυμαστό και συνάμα συγκινητικό γεγονός, αναφέρει πως μετά από την ρητή αποστολή των μαθητών σε ολόκληρο τον κόσμο κηρύττοντας και βαπτίζοντας τα έθνη, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων» (Μαρκ.16,19-20).
Αυτή η ευλογία είναι πια η αρχή της Πεντηκοστής. Ο Κύριος ανέρχεται για να μας στείλει το παράκλητο Πνεύμα, όπως λέγει το τροπάριο της εορτής: «Ανυψώθηκες στη δόξα, Χριστέ Θεέ μας, αφού χαροποίησες τους μαθητές σου με την επαγγελία του Αγίου Πνεύματος και βεβαιώθηκαν από την ευλογία σου».
Η Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα το θριαμβευτικό πέρας της επί γης παρουσίας Του και του απολυτρωτικού έργου Του. «Ανελήφθη εν δόξη» για να επιβεβαιώσει την θεία ιδιότητά Του στους παριστάμενους μαθητές Του. Για να τους στηρίξει περισσότερο στον τιτάνιο πραγματικά αγώνα, που Εκείνος τους ανάθεσε, δηλαδή τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του για το ανθρώπινο γένος.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανήλθε στους ουρανούς, αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, για το οποίο έχυσε το τίμιο Αίμα Του. Μπορεί να κάθισε στα δεξιά του Θεού στους ένδοξους ουρανούς, όμως η παρουσία Του εκτείνεται ως τη γη και ως τα έσχατα της δημιουργίας. Άφησε στη γη την Εκκλησία Του, η οποία είναι το ίδιο το αναστημένο, αφθαρτοποιημένο και θεωμένο σώμα Του, για να είναι το μέσον της σωτηρίας όλων των ανθρωπίνων προσώπων, που θέλουν να σωθούν. Νοητή ψυχή του σώματός Του είναι ο Θεός Παράκλητος, «το Πνεύμα της αλήθείας» (Ιωάν. 15,26), ο Οποίος επεδήμησε κατά την αγία ημέρα της Πεντηκοστής σε αυτό, για να παραμείνει ως τη συντέλεια του κόσμου.
Η σωτηρία συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο θεανδρικό Σώμα του Χριστού. Αυτό εννοούσε, όταν υποσχόταν στους μαθητές Του: «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20).
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
«Βλέπετε αυτή τη κοινή για μας εορτή και ευφροσύνη, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εχάρισε με την ανάσταση και ανάληψή του στους πιστούς; Επήγασε από θλίψη.
Βλέπετε αυτή τη ζωή, μάλλον δε την αθανασία; Επιφάνηκε σε μας από θάνατο.
Βλέπετε το ουράνιο ύψος, στο οποίο ανέβηκε κατά την ανύψωσή του ο Κύριος και την υπερδεδοξασμένη δόξα που δοξάσθηκε κατά σάρκα; Το πέτυχε με τη ταπείνωση και την αδοξία. Όπως λέγει ο απόστολος γι' αυτόν, «εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, γι' αυτό κι' ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθεί κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και να διακηρύξει κάθε γλώσσα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος σε δόξα Θεού Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).
Εάν λοιπόν ο Θεός υπερύψωσε το Χριστό του για το λόγο ότι ταπεινώθηκε, ότι ατιμάσθηκε, ότι πειράσθηκε, ότι υπέμεινε επονείδιστο σταυρό και θάνατο για χάρη μας, πως θα σώσει και θα δοξάσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξωμε τη ταπείνωση, αν δεν δείξουμε τη προς τους ομοφύλους αγάπη, αν δεν ανακτήσωμε τις ψυχές μας δια της υπομονής των πειρασμών, αν δεν ακολουθούμε δια της στενής πύλης και οδού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή, τον σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ' αυτήν; «διότι, και ο Χριστός έπαθε για μας, αφήνοντάς μας υπογραμμό (παράδειγμα), για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του». (Α' Πέτρ. 2:21).
Η ενυπόστατος Σοφία του υψίστου Πατρός, ο προαιώνιος Λόγος, που από φιλανθρωπία ενώθηκε μ' εμάς και μας συναναστράφηκε, ανέδειξε τώρα εμπράκτως μια εορτή πολύ ανώτερη και από αυτή την υπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τη διάβαση, της σ' αυτόν ευρισκομένης φύσεώς μας, όχι από τα υπόγεια προς την επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό του ουρανού και προς τον πέρα από αυτόν θρόνο του δεσπότη των πάντων.
Σήμερα ο Κύριος όχι μόνο στάθηκε, όπως μετά την ανάσταση, στο μέσο των μαθητών του, αλλά και αποχωρίσθηκε από αυτούς και, ενώ τον έβλεπαν, αναλήφθηκε στον ουρανό και εισήλθε στ' αληθινά άγια των αγίων «και εκάθησε στα δεξιά του Πατρός πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από κάθε όνομα και αξίωμα, που γνωρίζεται και ονομάζεται είτε στον παρόντα είτε στον μέλλοντα αιώνα».(Εφ. 1:20)
Γιατί λοιπόν στάθηκε στο μέσο τους κι' έπειτα τους συνόδευσε; «Τους εξήγαγε, λέγει, έξω έως τη Βηθανία», αλλά «και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24:50). Το έκαμε για να επιδείξει τον εαυτό του ολόκληρο σώο και αβλαβή, για να παρουσιάσει τα πόδια υγιή και βαδίζοντα σταθερά, αυτά που υπέστησαν τα τρυπήματα των καρφιών, τα ομοίως επί του σταυρού καρφωμένα χέρια, την ίδια τη λογχισμένη πλευρά, αν έφεραν πάνω τους, τους τύπους των πληγών, προς διαπίστωση του σωτηριώδους πάθους.
Εγώ δε νομίζω ότι δια του «στάθηκε στο μέσο των μαθητών» δεικνύεται και το ότι αυτοί στηρίχθηκαν στη πίστη προς αυτόν, με αυτή τη φανέρωση και ευλογία του. Γιατί δεν στάθηκε μόνο στο μέσο όλων αυτών, αλλά και στο μέσο της καρδιάς του καθενός, γιατί από εκείνη την ώρα οι απόστολοι του Κυρίου έγιναν σταθεροί και αμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπόν στο μέσο τους και τους λέγει, «ειρήνη σε σας», τούτη τη γλυκιά και σημαντική και συνηθισμένη του προσφώνηση. Την διπλή ειρήνη, προς το Θεό που είναι γέννημα της ευσέβειας και αυτή που έχουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας. Και καθώς τους είδε φοβισμένους και ταραγμένους από την ανέλπιστη και παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ότι βλέπουν πνεύμα - φάντασμα, αυτός τους ανέφερε πάλι τους διαλογισμούς της καρδιάς των, και αφού έδειξε ότι είναι αυτός ο ίδιος, πρότεινε τη διαβεβαίωση δια της εξετάσεως και ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, όχι γιατί είχε ανάγκη τροφής, αλλά για επιβεβαίωση της αναστάσεώς του.
Έφαγε δε μέρος ψητού ψαριού και μέλι από κηρύθρα, που είναι και αυτά σύμβολα του μυστηρίου του. Δηλαδή ο Λόγος του Θεού ένωσε στον εαυτό του καθ' υπόσταση τη φύση μας, που σαν ιχθύς κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου, και την καθάρισε με το απρόσιτο πυρ της Θεότητός του. Με κηρύθρα δε μελισσιού μοιάζει η φύση μας γιατί κατέχει το λογικό θησαυρό τοποθετημένο στο σώμα σαν μέλι στη κηρύθρα. Τρώγει από αυτά ευχαρίστως γιατί καθιστά φαγητό του τη σωτηρία του καθενός από τους μετέχοντας της φύσεως. Δεν τρώει ολόκληρο, αλλά μέρος «από κηρύθρα μέλι» επειδή δεν πίστευσαν όλοι και δεν το παίρνει μόνος του, αλλά προσφέρεται από τους μαθητές, γιατί του φέρνουν μόνο τους πιστεύοντες σ' αυτόν, χωρίζοντάς τους από τους απίστους.
Κατόπιν τους υπενθύμισε τους λόγους του πριν το πάθος, που όλοι πραγματοποιήθηκαν. Τους υποσχέθηκε να τους στείλει το άγιο Πνεύμα, τους είπε να καθίσουν στην Ιερουσαλήμ μέχρι να λάβουν δύναμη από ψηλά. Μετά τη συζήτηση ο Κύριος τους έβγαλε από το σπίτι και τους οδήγησε έως τη Βηθανία και αφού τους ευλόγησε, όπως αναφέραμε, αποχωρίσθηκε από αυτούς και ανυψώθηκε προς τον ουρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σαν όχημα και ανήλθε ενδόξως στους ουρανούς, στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Πατρός, καθιστώντας ομόθρονο το φύραμά μας.
Καθώς οι Απόστολοι δεν σταματούσαν να κοιτάζουν τον ουρανό, με τη φροντίδα των αγγέλων πληροφορούνται ότι έτσι θα έλθει πάλι από τον ουρανό και «θα τον ιδούν όλες οι φυλές της γης, να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού». (Ματθ. 24: 30). Τότε οι μαθητές αφού προσκύνησαν από το Όρος των Ελαιών, από όπου αναλήφθηκε ο Κύριος, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ χαρούμενοι, αινώντας και ευλογώντας το Θεό και αναμένοντες την επιδημία του θείου Πνεύματος.
Όπως λοιπόν εκείνος έζησε και απεβίωσε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε, έτσι κι' εμείς ζούμε και πεθαίνουμε και θα αναστηθούμε όλοι. Την ανάληψη όμως δεν θα πετύχουμε όλοι, αλλά μόνο εκείνοι για τους οποίους ζωή είναι ο Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος, όσοι προ του θανάτου σταύρωσαν την αμαρτία δια της μετανοίας, μόνο αυτοί θα αναληφθούν μετά την κοινή ανάσταση σε νεφέλες προς συνάντηση του Κυρίου στον αέρα. (Α' Θεσ. 4:17).
Ας έρθουμε στο υπερώο μας, στο νου μας προσευχόμενοι, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας για να πετύχουμε την επιδημία του Παρακλήτου και να προσκυνήσουμε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τὴ ἐπαγγελία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Τοῦ Πατριάρχου Πατριάρχης πλησίον,
Θείου γέροντος, Ἀβραὰμ Νικηφόρος.
Δευτερίῃ Νικηφόρος εἰς Ἐδὲμ εὕρατο μοίρην.
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 758 μ.Χ., ἀπὸ περιφανεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸ βασιλικὸ γραμματέα καὶ νοτάριο Θεόδωρο καὶ τὴν Εἰρήνη. Ὁ πατέρας του ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) στὰ Μύλασσα τῆς Καρίας καὶ μετὰ στὴ Νίκαια, ὅπου μετὰ ἑξαετία ἀπέθανε, διότι ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Ὁ Νικηφόρος εἶχε καλὴ ἐκπαίδευση καὶ ἐχρημάτισε βασιλικὸς γραμματέας, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο λόφο ἀπέναντι τοῦ Θρακικοῦ Βοσπόρου, ὅπου μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς διήνυε τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως.
Γενόμενος γνωστὸς γιὰ τὶς ἀρετές του στὴν Κωνσταντινούπολη, προσκλήθηκε καὶ ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση κάποιου πτωχοκομείου τῆς πόλεως. Ὅταν ἐκοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Ταράσιος († 25 Φεβρουαρίου), ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Α’ τοῦ Λογοθέτου (803 – 811 μ.Χ.), μὲ τὴν ψῆφο τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἐξελέγη, στὶς 5 Ἀπριλίου 806 μ.Χ., Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε στὶς 12 τοῦ ἰδίου μηνὸς κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα.
Ὅσο ζοῦσε ὁ βασιλεὺς Νικηφόρος καὶ οἱ διάδοχοί του Σταυράκιος (811 μ.Χ.) καὶ Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.), ἡ πατριαρχεία τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἦταν ὁμαλὴ καὶ ἀπερίσπαστη.
Ὄταν ὅμως αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος, ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἦταν ἀντίπαλος καὶ ἀτρόμητος ἐπιτιμητὴς τῆς βασιλικῆς ἀσέβειας.
Ὁ Πατριάρχης παρέλαβε τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, τὸν Ἅγιο Αἰμιλιανὸ Κυζίκου, τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο Σαρδέων, τὸν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ Συνάδων καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης, καὶ ἐπῆγε στὸ παλάτι, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθὴ πίστη. Ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος καὶ τοὺς κατεδίκασε ὄλους σὲ ἐξορία. Ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴ Χρυσούπολη καὶ στὴ συνέχεια στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου κοντὰ στὸν Ἀκρίτα. Ἐκεῖ συνδέθηκε περισσότερο μὲ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐξορισμένος.
Ὄταν μετὰ ἀπὸ λίγο, δολοφονηθέντος τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος, ἔγινε βασιλέας ὁ Μιχαὴλ Β’ ὁ Τραυλὸς (820 – 829 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐζήτησε τὴν ἀποκατάστασή του. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ἐδέχθηκε τὴν πρόταση αὐτή, ἀλλ’ ὑπὸ τὸν ὅρο ὁ Ἅγιος νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ὑφιστάμενη ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ νὰ μὴν κινήσει τὸ θέμα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος ἀπέκρουσε τὸν ὅρο αὐτὸ καὶ ἐπροτίμησε τὴν ἐξορία, ὅπου καὶ ἀπέθανε τὸ 829 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς εἶναι ἐπίσημος στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο διότι μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἱερὸ ζῆλο ἐπολέμησε τοὺς εἰκονομάχους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σπάνια αὐτοῦ συγγραφικὴ ἱκανότητα. Ἐπισημότερα τῶν συγγραμμάτων του εἶναι ἡ «Σύντομος Ἱστορία», τὸ «Χρονολογικὸν σύντομον», ἡ «Στιχομετρία», «Λόγοι ἀντιρρητικοί», «Ἐπιστολαί», καὶ διάφοροι ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες.
Ἡ μεγάλη συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου στὴν ὑπερίσχυση καὶ ἐπικράτηση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων ἔγκειται στὴν ὑπ’ αὐτοῦ συστηματικὴ ἀνασκευὴ καὶ ἀναίρεση τῶν εἰκονοκλαστικῶν θέσεων καὶ μάλιστα καὶ τῶν ἀναφερομένων στὸ Χριστολογικὸ δόγμα.
Οἱ εἰκονομάχοι, ἀθετήσαντες τὴν τιμὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀπέβαλαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἀπέδειξε μὲ βάση τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι οἱ Ἀγγελικὲς δυνάμεις, ἂν καὶ ἀσώματοι, ἄυλοι καὶ (σχετικῶς) ἀπεριόριστοι, εἰκονίζονται καὶ οἱ εἰκόνες προσαγορεύονται διὰ τοῦ ὀνόματος τῶν ἀρχετύπων, διὰ τοῦ ὁποίου μεταβιβάζονται σὲ αὐτὲς ἡ χάρη καὶ ἡ εὐλογία ἐκείνων, τῶν ὁποίων καὶ μεταλαμβάνουν οἱ ἀξίως τιμῶντες αὐτές. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, οἱ εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων δὲν εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα, ἀπὸ ἄψυχη καὶ ἄλογη ὕλη, ἐπιτεύγματα ἀνθρωπίνων χειρῶν, δὲν εἶναι εἴδωλα, ἀλλὰ τῶν ἐπουρανίων Δυνάμεων «ἀφομοιώματα τίμια καὶ ἅγια», «ἱερὰ ἀπεικάσματα καὶ ἀπεικονίσματα», τὴν κατασκευὴ τῶν ὁποίων «Θεός ἐστιν ὁ προστάττων, Θεὸς ὁ κελεύων».
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ στὶς 13 Μαρτίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκην ἤνεγκε, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ σὴ ἔνθεος, ὁμολογία, Νικηφόρε Ἱεράρχα θεόληπτε· τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος, ὑπερορίᾳ ἀδίκως ὡμίλησας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν τὴν νίκης στέφανον, ὦ Νικηφόρε, οὐρανόθεν ἔνδοξε, ὡς εἰληφὼς παρὰ Θεοῦ, σῶζε τοὺς πίστει τιμῶντάς σε, ὡς Ἱεράρχην Χριστοῦ καὶ Διδάσκαλον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἔμπνους εἰκών, καὶ Εἰκονομάχων, καθαιρέτης ὁ ἰσχυρός· χαίροις θεοσδότων, δογμάτων ὁ προστάτης, θεόφρον Νικηφόρε, πίστεως ἔρεισμα.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν
Ο Άγιος Κωνσταντίνος καταγόταν από Μουσουλμάνους γονείς και γεννήθηκε στο χωριό Ψιλομέτωπο της Μυτιλήνης. Μαζί με τη μητέρα και τ' αδέλφια του ήλθε στη Μαγνησία και αργότερα στη Σμύρνη, όπου βοηθούσε τ' αδέλφια του στο οπωροπωλείο, πηγαίνοντας στα σπίτια των ευγενών αυτά που αγόραζαν από το μαγαζί τους.
Πηγαίνοντας όμως συχνά στη Μητρόπολη της Σμύρνης, άκουγε και έμαθε την ελληνική γλώσσα και τη χριστιανική θρησκεία. Έφυγε λοιπόν για το Άγιον Όρος, αλλά κανείς δεν τον δεχόταν.
Τότε ο εκεί εξόριστος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' (βλέπε 10 Απριλίου), στη Μ. Λαύρα, αφού τον δοκίμασε τον βάπτισε χριστιανό στα Καυσοκαλύβια, με το όνομα Κωνσταντίνος.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος, στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, προσκύνησε τα τίμια λείψανα των νεοφανών μαρτύρων και τον κατέλαβε ο πόθος να μιμηθεί την πράξη τους. Αφού πέρασε με νηστεία και προσευχή κοντά σε πνευματικό, αποφάσισε να πάει στη Μαγνησία, για να βαπτίσει την αδελφή του χριστιανή. Μετά όμως από συμβουλή των Πατέρων, απέπλευσε από το Άγιον Όρος και αποβιβάστηκε στις Κυδωνιές.
Στις Κυδωνιές, αναγνωρίστηκε από κάποιο Τούρκο και οδηγήθηκε στον Αγά. Εκεί ομολόγησε τον Χριστό και αφού φανέρωσε την καταγωγή του, φυλακίστηκε και βασανίστηκε σκληρά. Όταν τον ανέκριναν πάλι, ο Άγιος Κωνσταντίνος έκανε μπροστά τους το σημείο του Σταυρού, αποδεικνύοντας έτσι το αμετάθετο της πίστης του. Τότε ξανά τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν με φρικτό τρόπο. Αλλά βλέποντας ο ηγεμόνας, ότι κάθε προσπάθεια του πήγαινε χαμένη, τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού και εκεί τον υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια, τελικά τον απαγχόνισαν στις 2 Ιουνίου 1819 μ.Χ.
Χειρόγραφη Ακολουθία του βρίσκεται στην Καλύβη του Άγιου Ιωάννη του Θεολόγου στα Καυσοκαλύβια και στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πᾶσαν ηὔφρανας, πιστῶν χορείαν, καί κατήσχυνας, τούς Ἄγαρ γόνους, ἀνακηρύξας λαμπρῶς τήν εὐσέβειαν, καί ὑπομείνας ἀνύποιστα βάσανα, ὦ Κωνσταντῖνε Μαρτύρων ἀγλάϊσμα. Ὡς οὖν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις ἀοίδιμε, μνημόνευε ἡμῶν τῶν εὐφημούντων Σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Φωσφόρος ἀνέτειλε, τῆ Ἐκκλησία Χριστοῦ, ἡ μνήμη τῶν ἄθλων σου, φωτός πληροῦσα αὐτήν, Μαρτύρων ἐκσφράγισμα, ἔνδοξε Κωνσταντῖνε, λύουσα τήν ἀπάτην, γόνων τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ, λάμπουσα δέ πλουσίως, τάς ψυχάς τῶν ἐν πίστει, τήν μνήμην σου τελούντων ἀειμακάριστε.
Οἱ Ἅγιοι 38 Μάρτυρες
Μάτην Ἀθληταῖς φράττεται λουτροῦ θύρα,
Χριστὸς γὰρ ἐγγὺς ἐκβοῶν· ἐγὼ θύρα.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, ἀφοῦ τοὺς ἐνέκλεισαν σὲ λουτρὸ καὶ ἐσφράγισαν τὴ θύρα.
Ἡ Ἁγία Μητέρα καὶ τὰ τρία τέκνα αὐτῆς
Σὺν παιδίοις τμηθεῖσα, Μῆτερ καλλίπαις,
ἰδού, βοᾷς, ἐγώ τε καὶ τὰ παιδία.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Ἔρασμος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Έρασμον αθλήσαντα σην Σώτερ χάριν,
Eρασμίως τρέχοντα εις πόλον, δέχου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἔρασμος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.
Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν ἄσκηση καὶ τὴ μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ ἀποστολικὸ ζῆλο κινούμενος περιερχόταν διάφορα μέρη καὶ ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ τελώντας πλῆθος θαυμάτων καὶ προσελκύοντας πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ἐκήρυξε στὴ Θράκη, τὴ Μακεδονία καὶ στὴν πόλη τῶν Λυχνιδῶν τῆς Ἀχρίδος. Γιὰ τὴν ἀποστολικὴ δράση αὐτοῦ καταγγέλθηκε στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, ποὺ διέτριβε στὴν Ἑρμούπολη τοῦ Ἰλλυρικοῦ, καὶ ἀρνηθεὶς νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ἐβασανίσθηκε καὶ ἐκλείσθηκε στὴ φυλακή.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ἐκάλεσε καὶ πάλι τὸν Ἅγιο Ἔρασμο ἐνώπιόν του, τὸν ἐρώτησε ποιὸς εἶναι ὁ Θεός του καὶ γιατὶ Τὸν προσκυνᾶ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἐσιωποῦσε, ὁ τύραννος ὀργίσθηκε καὶ διέταξε νὰ τὸν κτυπήσουν. Ὁ Ἅγιος ἐρώτησε τὸ βασιλέα, γιατὶ τὸν κτυποῦν. Ὁ τύραννος τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι τὸν ἐκτύπησε, γιατὶ δὲν θυσιάζει στοὺς θεούς. Τότε ὁ Ἅγιος ἐζήτησε νὰ τοῦ δείξει ὁ βασιλέας ποιοὺς θεοὺς νὰ προσκυνήσει. Ἐκεῖνος τότε ἐνόμισε ὅτι ὁ Ἅγιος ἤθελε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ ναὸ τοῦ Δία δείχνοντάς του τὸ εἴδωλό του, τὸ ὁποῖο ἦταν χάλκινο, δώδεκα μέτρα ὕψος καὶ ἕξι μέτρα πλάτος. Τότε ὁ Ἅγιος ἔστρεψε πρὸς αὐτὸ βλοσυρὸ τὸ βλέμμα. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε!
Τὸ εἴδωλο ἀμέσως ἔπεσε καὶ ἔγινε κομμάτια. Ἀπὸ τὸ εἴδωλο, λέγει τὸ Συναξάρι, ἐξῆλθε ἕνας δράκοντας. Ὁ αὐτοκράτορας ἐφοβήθηκε καὶ τὸ πλῆθος προσέπεσε στὰ πόδια τοῦ Μάρτυρος καὶ πολλοὶ ἐπίστεψαν στὸν Χριστό. Ἦσαν δὲ οἱ βαπτισθέντες περὶ τοὺς 20.000. Οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν καὶ πάλι τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἐβαπτίσθηκαν. Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ οἱ 20.000 Χριστιανοὶ ποὺ ἐπίστεψαν στὸν Χριστὸ νὰ ἀποκεφαλισθοῦν καὶ ὁ Ἅγιος νὰ ἐνδυθεῖ μὲ πυρακτωμένο χαλκό.
Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μετέβαλε τὸ πυρακτωμένο χαλκὸ σὲ ψυχρὸ μέταλλο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε καὶ πάλι στὴ φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐλυτρώθηκε, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ Ἡρώδου. Ἄγγελος Κυρίου τὸν ἐλευθέρωσε καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν Καμπανία, στὴν πόλη ποὺ ὀνομαζόταν Φρυμός, γιὰ νὰ κηρύξει καὶ ἐκεῖ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Φόρμι τῆς Ἰταλίας.
Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ἅγιος Ἔρασμος ἐπέστρεψε στὴ Χερμελία τῆς Ἀχρίδος. Προαισθανόμενος τὸ τέλος του, προσκύνησε τρεῖς φορὲς κατὰ ἀνατολὰς καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ χαρίζει ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνια σὲ ἐκείνους ποὺ θὰ ἐπικαλοῦνταν τὸ ὄνομά του καὶ θὰ ἐτελοῦσαν τὴ μνήμη του. Ὁ Ἅγιος Θεὸς ἄκουσε τὴν παράκλησή του καὶ ἀμέσως ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε: «Ἔτσι, ὅπως προσευχήθηκες, θὰ γίνει». Μόλις ὁ Ἅγιος ἄκουσε αὐτό, ἡ ψυχή του ἐγέμισε χαρά. Κατόπιν ἔστρεψε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, ὅπου εἶδε ὑπέρλαμπρο στεφάνι νὰ κατέρχεται ἐπ’ αὐτὸ καὶ τάγματα Ἀγγέλων, χοροὺς Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, πλῆθος Μαρτύρων καὶ τάξεις Δικαίων, ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸν προϋπαντήσουν.
Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του ἀνεφώνησε: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου». Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἔρασμος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 303 μ.Χ., καὶ ἐκληρονόμησε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἔρασμος θεωρεῖται προστάτης τῶν ἀσθενῶν ποὺ πάσχουν ἀπὸ στομαχικὲς ἀσθένειες καὶ κολικό.
Οἱ Ἅγιοι δισμύριοι Μάρτυρες
Kάρας αθλητών τας ξίφει τετμημένας,
Eύρης πεσόντων χιλιάδας δις δέκα.
Πρόκειται γιὰ τοὺς Μάρτυρες ποὺ ἤθλησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἔρασμο († 2 Ἰουνίου) στὴν Ἑρμούπολη τοῦ Ἰλλυρικοῦ.
Στὴν ἱερὰ μονὴ Θεοτοκίου Ἄρτης φυλάσσονται ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων δισμυρίων Μαρτύρων.
Ανάμνηση θαύματος Αγίου Ιωάννη του Τραπεζούντιου του εν Ασπροκάστρω αθλήσαντος
Δοὺς αἷμα βραχύ, ὦ Ἰωάννη μάκαρ,
ἐξηγόρασας βασιλείαν τοῦ πόλου.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Τραπεζουντίου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στὶς 12 Ἰουνίου. Σήμερα ἑορτάζεται ἡ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τῆς διασώσεως τῆς πόλεως τῆς Σουτσεάβα τῆς Ρουμανίας, στὴν ὁποία φυλάσσονται τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Τατάρων, κατὰ τὸ 1622.
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, ὅταν οἱ Τάταροι ἀπειλοῦσαν τὴ Σουτσεάβα, οἱ ἐφημέριοι τοῦ ναοῦ, στὸν ὁποῖο ἐφυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ἠθέλησαν, φοβούμενοι τὴν ἐπιδρομὴ τῶν βαρβάρων, νὰ μεταφέρουν τὴ λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου στὸ κάστρο.
Ὅμως δὲν μποροῦσαν μὲ κανένα τρόπο νὰ μετακινήσουν τὴν λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἔγινε ἀσήκωτη. Τότε κατάλαβαν ὅτι αὐτὸ ἦταν θέλημα τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς ἐπροστάτευε. Ἀμέσως κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἄρχισαν νὰ προσεύχονται. Πράγματι! Μία καταρρακτώδης βροχὴ ἐμπόδισε τοὺς ἐπιδρομεῖς νὰ πολιορκήσουν τὴν πόλη καὶ νὰ εἰσβάλουν σὲ αὐτήν.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐκ Φιλαδελφείας
Φρίττει σε Δημήτριε, καὶ πῦρ εἰκότως,
ὑπὲρ Θεοῦ θανόντα, Ὃν φρίττει κτίσις.
Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας, από γένος επίσημο. Ο πατέρας του ήταν Ιερέας και ονομαζόταν Δούκας (ή Δόγκας).
Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μητέρα του εξακολούθησε να τον ανατρέφει εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Σεμνός και ωραίος καθώς ήταν, κίνησε τον φθόνο των Τούρκων, που εκμεταλλευόμενοι το νεαρό της ηλικίας του - ήταν 13 ετών- τον εξισλάμισαν. Μπήκε στην υπηρεσία κάποιου πρόκριτου Τούρκου της Φιλαδέλφειας και απόκτησε μέσα σε λίγο χρόνο μεγάλη περιουσία. Για τη φήμη της ανδρείας του στους πολέμους μαζί με τους Τούρκους, δέχτηκε την πρόταση, να παντρευτεί την κόρη ενός Τούρκου επισήμου. Αλλά λίγο πριν το γάμο, αισθάνθηκε τύψεις συνειδήσεως για την εξώμοσή του και έτσι αποφάσισε να επανέλθει στη χριστιανική πίστη.
Σε ηλικία λοιπόν 25 ετών, παρουσιάστηκε επίσημα μπροστά στον Τούρκο διοικητή και παρουσία πολλών Τούρκων επισήμων, δήλωσε, ότι θεωρεί απάτη τη μωαμεθανική θρησκεία και γι' αυτό την αρνείται και αποδέχεται τον Χριστό. Τότε, όλοι όσοι ήταν εκεί όρμησαν και τον έδειραν ανελέητα και με διαταγή του διοικητή, τον φυλάκισαν.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο διοικητής έστειλε Ιεροδιδασκάλους, που με συμβουλές και άλλους τρόπους προσπάθησαν να επαναφέρουν τον Δημήτριο στον μωαμεθανισμό. Ο Δημήτριος ποθώντας το μαρτύριο έμεινε αμετάπειστος στην απόφαση του. Ο διοικητής, επειδή δεν ήθελε τον θάνατο του Δημητρίου, τον αποφυλάκισε.
Όμως, ο Δημήτριος, για να εξιλεωθεί από το αμάρτημα της αποστασίας του, μπήκε σ' ένα καφενείο και άρχισε να ελέγχει μπροστά σε πλήθος Τούρκων, μία προς μία τις πλάνες της μωαμεθανικής θρησκείας. Κατόπιν έβγαλε το λευκό σαρίκι από το κεφάλι και το πράσινο τούρκικο ρούχο του, και τα ποδοπάτησε λέγοντας: «Καθώς καταπατώ αυτά που είναι σημάδια της δίκης σας πίστης, έτσι καταπατώ και την πίστη και τον νόμο σας και αρνούμαι αυτή και την αποστρέφομαι».
Εξοργισμένοι οι Τούρκοι από τα λόγια αυτά του Δημητρίου, όρμησαν επάνω του και αφού τον έριξαν στο έδαφος, άρχισαν να τον χτυπούν με πέτρες και ξύλα. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ήταν νεκρός και αποφάσισαν να τον ρίξουν στη φωτιά. Αλλά ο Δημήτριος συνήλθε από τη λιποθυμία και είπε στους βασανιστές του «έχω χρήματα να σας δώσω να αγοράσετε ξύλα να με κάψετε». Ακόμα πιο οργισμένοι οι Τούρκοι από τα λόγια αυτά, άρχισαν να τον χτυπούν με μαχαίρια, μέχρι που ο μάρτυρας παρέδωσε το πνεύμα του την 2α Ιουνίου 1657 μ.Χ. Γεμάτοι θυμό οι Τούρκοι, προσπάθησαν να κάψουν το λείψανο του μάρτυρα. Επειδή όμως δεν το κατάφεραν, το διαμέλισαν χτυπώντας το με βαριά σίδερα.
Ὁ Ὅσιος Μαρίνος τοῦ Βαάνου
Ὁ Ἅγιος Μαρίνος, ὁ Βαάνης, εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Ἀναφέρεται στὸ Βυζαντινὸν Ἑορτολόγιον. Κατ’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος ἐγεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ γονεῖς ἐνάρετους καὶ ἐπιφανεῖς, τὸ δρουγγάριο Νικηφόρο καὶ τὴ Μαρία. Ἀφοῦ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχὸς ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ του Συμεών, ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἦλθε στὴ Βιζύη τῆς Θράκης ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Κυμηνᾶ.
Ὁ Ὅσιος Μαρίνος διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του «κατατίθεται εἰς τὴν μονὴν τῆς Θεοτόκου τὴν Τὰ Κορώνης ἐπονομαζομένην».
Άγιος Ιωάννης ο Μεγαλομάρτυρας ο Νέος που μαρτύρησε στο Βελιγράδι
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Ιωάννης ήταν Ρώσος. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του.
Ὁ Ἅγιος Ἀλκιβιάδης ὁ Μάρτυρας
Ο Άγιος Μάρτυς Αλκιβιάδης έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ. στη Γαλλία. Επειδή ήταν Χριστιανός συνελήφθη και ετελειώθηκε μαρτυρικά, το 177 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου (161 - 180 μ.Χ.), στην πόλη της Λυών.
Ο Άγιος Αλκιβιάδης ο εν Λουγδούνω ίσως είναι ο ίδιος μ' αυτόν της 16ης Αυγούστου που μαρτύρησε δια πυρός.
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος ὁ Μάρτυρας ὁ Ἠπειρώτης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου τοῦ Ἠπειρώτου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας πρίγκιπας τῆς Σουζδαλίας
Ὁ Ἄγιος Ἀνδρέας ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπος Κωνσταντίνου Βασίλεβιτς. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, τὸ 1355, ἔλαβε ἀπὸ τὸ χάνο Κανιμπέκα τὴν ἐξουσία τῆς Σουζδαλίας, τοῦ Νίζνϊι – Νόβγκοροντ καὶ τοῦ Γκοροντέκ. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο, τὸ 1359, ὑπὲρ τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ του Δημητρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ἀφοῦ ἔζησε μὲ εὐσέβεια, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1365.
Ὁ Ὅσιος Βοδφανὸς ἐξ Οὐαλίας
Ὁ Ὅσιος Βοδφανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀδάλγιος τῆς Νοβάρα
Ὁ Ὅσιος Ἀδάλγιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Φουρσᾶ († 16 Ἰανουαρίου), ὁ ὁποῖος ἦταν Ἀπόστολος τῆς Πικαρδίας. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 686 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Μαρκελλίνος καὶ Πέτρος οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Μαρκελλίνος καὶ Πέτρος ἐμαρτύρησαν, τὸ 304 μ.Χ.), κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ναὸς αὐτῶν ἀνοικοδομήθηκε ἀπὸ τὸν Μεγάλο Κωνσταντίνο στὴ Ρώμη.
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου «των αδελφών του Κιέβου» εν Ρωσία
Βλέπε 10 Μαΐου.
Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος Ἐπίσκοπος Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἐγεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ρουφινιανοῦ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ στὶς 10 Αὐγούστου 654 μ.Χ. καὶ διαδέχθηκε τὸν Πάπα Μαρτίνο Α’, τὸν ὁποῖο ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας Β’ (642 – 668 μ.Χ.), ἐπειδὴ δὲν ὑπέγραψε κείμενο διὰ τοῦ ὁποίου ἀπαγορευόταν νὰ ὁμιλεῖ περὶ μιᾶς ἢ δύο ἐν Χριστῷ θελήσεων, τὸν συνέλαβε, τὸ 653 μ.Χ., καὶ τὸν ἐξόρισε ἀσθενὴ καὶ κλινήρη στὴ Χερσώνα, ὅπου καὶ ἀπέθανε.
Ὅταν ἐστάλη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Πύρρου, ἔκθεσις πίστεως, στὴν ὁποία συνιστᾶτο ἀντὶ μιᾶς ἢ δύο θελήσεων ἐν Χριστῷ, ἡ παραδοχὴ τριῶν θελήσεων, ὁ Εὐγένιος ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀποδεχθεῖ αὐτήν, ἀλλ’ ὁ λαὸς καὶ ὁ κλῆρος τῆς Ρώμης ἀντιστάθηκε καὶ ἀπαγόρευσε σὲ αὐτὸν τὴ Θεία Λειτουργία. Ἔτσι δὲν συμφώνησε μὲ τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς καὶ ἐτήρησε σθεναρὴ στάση κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ μὲ ἀποτέλεσμα ὁ αὐτοκράτορας νὰ ὀργισθεῖ ἐναντίον του. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐπτόησε τὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ τῆς πατρώας εὐσέβειας καὶ τὴ διδασκαλία τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος διακρίθηκε γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, τὴν εὐγένεια καὶ τὴ φιλανθρωπία καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 657 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Φωτεινὸς καὶ Σάνκτιος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Φωτεινός, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, καὶ Σάνκτιος ὁ διάκονος, ὡς καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βέτιος, Ἐπάγαθος, Ποντικός, Βιβλίδης, Ἄτταλος, Ἀλέξανδρος καὶ Ματούρος, ἐτελειώθηκαν μαρτυρικά, μαζὶ μὲ ἄλλους Μάρτυρες, τὸ 177 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.), στὴ Λυὼν τῆς Γαλλίας.
Ἡ Ἁγία Βλανδίνη ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Βλανδίνα ἔζησε κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία καὶ ἦταν δούλη. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο. Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανή, τὴν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὴν ἐβασάνισαν σκληρά, τὴν ἔδεσαν ἐπάνω σὲ ἕνα σταυρὸ μέσα στὸ ἀμφιθέατρο. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία προσευχήθηκε μεγαλοφώνως καὶ ἔδωσε ἔτσι δύναμη καὶ θάρρος στοὺς ἄλλους Χριστιανούς.
Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά, τὸ 177 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.), στὴ Λυὼν τῆς Γαλλίας καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό της ἀποτεφρώθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες.
Σύναξη της Παναγίας της Χρυσοπηγής στην Σίφνο
Στο δρόμο που οδηγεί στον Πλατύ Γιαλό ξεπροβάλλει ο ιερός βράχος της Χρυσοπηγής. Πρόκειται για ένα από τα πιο ωραία και πιο φημισμένα τοπία της Σίφνου: μια μικρή γέφυρα συνδέει τη νησίδα με την υπόλοιπη Σίφνο ενώ επάνω στο βράχο δεσπόζει η Μονή η οποία είναι του 16ου μ.Χ. αιώνα.
Στο εσωτερικό της Μονής φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Χρυσοπηγής.
Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση, τα χρόνια των Κουρσάρων στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χρυσοπηγής, ζούσαν καλόγριες οι οποίες συντηρούσαν την μονή και ζούσαν στα κελιά της. Σε μια επιδρομή στο νησί, και ενώ οι περισσότερες από τις καλόγριες της πρόλαβαν να φύγουν μακριά από τους επιδρομείς, μια εξ΄ αυτών έμεινε πίσω στην μονή. Καταδιωκόμενη από τους Κουρσάρους, η καλόγρια παρακάλεσε την Παναγιά την Χρυσοπηγή να την σώσει. Ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα, η Παναγιά χώρισε τον όρμο στα δύο δημιουργώντας ένα σχίσμα, ρίχνοντας τους επιδρομείς στην θάλασσα. Το σχίσμα αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Χρυσοπηγής όπου μια λωρίδα θάλασσας χωρίζει τον όρμο από τη στεριά.
Η Παναγία Χρυσοπηγή έχει ανακηρυχθεί προστάτιδα του νησιού από το 1964 μ.Χ. και στη Παναγία αποδίδονται πάνω από 35 θαύματα.
Η κύρια εκκλησία είναι μια βασιλική με κυλινδρικό θόλο και εσωτερικούς τοίχους που σχηματίζουν μια ημικυκλική αψίδα. Το δάπεδο είναι μαρμαρόστρωτο και φέρει μια επιγραφή με τη χρονολογία 1818 μ.Χ. Διαθέτει επίσης ένα υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Κανονικά εορτάζει την Πέμπτη μέρα μετά το Πάσχα, όμως στη Σίφνο η Παναγιά η Χρυσοπηγή τιμάται πανηγυρικά την ημέρα της Ανάληψης του Κυρίου, δηλαδή 40 μέρες ύστερα από το Πάσχα.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ΄.
Την θείαν εικόνα σου ως θησαυρόν αληθή η Σίφνος κατέχουσα αγαλλιάται εν σοι, Παρθένε Πανάχραντε. Ταύτην γαρ ελυτρώσω, λοιμικής πάλαι νόσου, νυν δε ημιν βλυστάνεις, ως Πηγή Ζωοδόχος, της σης Θεογεννήτορ, ευνοίας τας χάριτας.
Σύναξη της Παναγίας της Αρβανίτισσας στην Χίο
Η Παναγία η Αρβανίτισσα είχε επικρατήσει να εορτάζετε την ημέρα της Αναλήψεως. Ύστερα όμως από τις προσπάθειες του π. Νεκταρίου, καθιερώθηκε να εορτάζει την πρώτη Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων.
Διαβάστε για την Παναγία την Αρβανίτισσα εδώ.
Πηγές:http://www.saint.gr/06/02/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/2/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου