Κι ἔπειτα αὐτὸς εἶναι μικρότερος κι ἐγὼ μεγαλύτερος». «Δὲν μοῦ λές, ρώτησε ὁ πνευματικός, ποιὸς εἶναι μεγαλύτερος; Ἐμεῖς ἢ ὁ Θεός»; «Μὰ θέλει καὶ ρώτημα; Ὁ Θεὸς βέβαια». «Καὶ ποιὸς ἔφταιξε στὸν ἄλλο; Ὁ Θεὸς σ᾿ ἐμᾶς ἢ ἐμεῖς στὸν Θεό»; «Ἐμεῖς φταίξαμε στὸν Θεό». «Καὶ ποιὸς ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς συμφιλιώσεως; Ἐμεῖς πήγαμε στὸν Θεὸ ἢ ὁ Θεὸς ἦρθε σ᾿ ἐμᾶς»; «Ὁ Θεὸς ἦρθε σ᾿ ἐμᾶς». «Λοιπόν»; «Λοιπόν…σᾶς εὐχαριστῶ! Ἔχετε δίκιο. Ἐγὼ θὰ πάω στὸν ἀδελφό μου»!
Ὥστε ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερος καὶ δὲν μᾶς ἔφταιξε καθόλου, κάνει τὴν πρώτη κίνηση καὶ ἔρχεται γιὰ συμφιλίωση. Ἔρχεται μὲ μόνο κίνητρο τὴν ἀγάπη. Θέλει μόνο νὰ μᾶς δώσει τὴν εὐκαιρία ν᾿ ἀφήσουμε τὴν ἔχθρα πού, ὄχι αὐτός, ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε γι᾿ αὐτόν, νὰ συμφιλιωθοῦμε μαζί του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κλίνει οὐρανούς, ἀφήνει δηλαδὴ τὸ μεγαλεῖο του καὶ ἔρχεται κοντά μας ταπεινός. Σὰν ἕνας ἀπὸ ¬μᾶς, ἴσος μὲ ἐμᾶς, ἀκόμα καὶ παρακάτω ἀπὸ μᾶς, ἀφοῦ λαμβάνει «δούλου μορφὴν» (Φιλ. 2, 7).