Κατὰ τὴν ΙΓ’ Κυριακὴ Λουκᾶ, τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει τὴν περίπτωση ἑνὸς ἄρχοντος, ποὺ προσέρχεται στὸν Κύριο, «λέγων: διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. ιη’ 18). Τὸ ἴδιο περίπου περιστατικὸ ἀφηγοῦνται καὶ οἱ ἄλλοι δύο Εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Μάρκος, μόνον ποὺ αὐτοὶ μιλοῦν για ἕναν «νεανίσκο», ποὺ πλησιάζει τὸν Κύριο μὲ τὴν ἴδια ἀπορία (Ματθ., ιθ’ 16-22, Μάρκ., ι’ 17-25). Ὅλοι οἱ ἑρμηνευτὲς Πατέρες, πάντως, τονίζουν ὅτι ὁ νεαρός - ἄρχων πλησιάζει τὸν Κύριο μὲ γνήσιο ἐνδιαφέρον, καὶ ὄχι μὲ διάθεση νὰ τὸν «ἐκπειράσῃ», ὅπως ὁ νομικός, ποὺ τοῦ ἀπευθύνει τὸ ἴδιο ἐρώτημα (Λουκ., ι’ 25).
Ἔχει ἐνδιαφέρον, μάλιστα, νὰ δοῦμε τί προηγεῖται τοῦ διαλόγου τοῦ Κυρίου μὲ τὸν νεαρὸ ἄρχοντα. Ὁ Κύριος ἔχει μόλις εὐλογήσει μικρὰ παιδιὰ ποὺ τὰ ὡδήγησαν μπροστά Του καὶ ἔχει πεῖ μὲ νόημα ὅτι «τῶν τοιούτων (δηλ. τῶν παιδιῶν) ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ … ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.» (Λουκ., ιη’ 15-17).