Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἀπόστολος
Ἀρθεὶς Φίλιππος ἐκ ποδῶν ἐπὶ ξύλου,
Τὰ τῶν ποδῶν σοι νίπτρα Σῶτερ ἐκτίνει.
Ἤρθης κἀκκεφαλῆς δεκάτῃ Φίλιππε τετάρτῃ.
Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα. Καὶ μάλιστα ἐπίλεκτο μέλος τῆς ἁγίας αὐτῆς ὁμάδος.
Τὴν πρώτη γνωριμία του μὲ τὸν Χριστό μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι» (Ἰωαν. α’ 44).
Βρισκόταν στὴν Ἰουδαία ὁ Κύριος.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ βάπτισμά Του καὶ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του στὴν ἔρημο καὶ τοὺς πειρασμούς Του ἀπὸ τὸν διάβολο, νικητὴς ἀποφασίζει νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴν Γαλιλαία γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου του.
Ἐκεῖ, σὰν ἔφθασε, βρῆκε μεταξὺ τῶν πρώτων τὸν Φίλιππο, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν ἴδια πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόντουσαν καὶ οἱ ἄλλοι δύο Ἀπόστολοι καὶ ἀδελφοί, Ἀνδρέας καὶ Πέτρος.
Ἡ μικρὴ αὐτὴ πόλη βρισκόταν στὶς ἀνατολικὲς ὄχθες τῆς λίμνης Τιβεριάδος καὶ ἀξιώθηκε νὰ προσφέρει στὸν Κύριο ἕνα σημαντικὸ ἀριθμὸ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Του. Πτωχοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι ἤσαν ὅλοι αὐτοί.
Ὅμως ὁ Κύριος τέτοιους ἐργάτες κατὰ κανόνα διαλέγει γιὰ τὴ διακονία Του. Ἀνθρώπους ταπεινοὺς καὶ καλοδιάθετους.
Καὶ αὐτούς, «τὰ μωρά του κόσμου... καὶ ἐξουθενωμένα» κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο, δηλαδὴ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ μωροὺς καὶ περιφρονημένους, μ’ αὐτοὺς ὁ Κύριος καταντροπιάζει ἐκεῖ νοῦς, πού, ὁ κόσμος πάλι, θεωρεῖ σοφοὺς καὶ μεγάλους καὶ δυνατούς.
Τὴν ἁγνὴ καὶ πρόθυμη διάθεση εἶδε ὁ Κύριος στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ Φιλίππου καὶ αὐτὴν ἐξετίμησε καὶ ἔσπευσε νὰ τοῦ μιλήσει καὶ νὰ τοῦ ἀπευθύνει τὴν τιμητικὴ πρόσκληση: «Ἀκολούθει μοι», ἀκολούθησέ με. Πόσο διαφορετικὰ ἀλήθεια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια ἀπὸ τὰ κριτήρια τοῦ πανσόφου Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως κρίνουμε «κατ’ ὄψιν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐλέγχει τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς κρίσεως μὲ τὸ «μὴ κατ’ ὄψιν κρίνετε παράνομοι». Ὁ πάνσοφος Θεὸς κρίνει ἀπὸ τὶς διαθέσεις ποὺ κρύβουμε ὁ καθένας στὴν ψυχή μας. Καὶ γιὰ τοῦτο ἡ κρίση του εἶναι πάντα ὀρθὴ καὶ ἀσφαλισμένη.
Τὴν ἀξία αὐτῆς τῆς κρίσεως τὴν βλέπουμε ἀμέσως στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Φίλιππος ἔσπευσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἱερὴ πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ, χωρὶς κανένα ἐνδοιασμό, ἀλλὰ μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ζηλευτὴ προθυμία ἀφήνει τὰ πάντα καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Ἀφήνει ἐργασία, γονεῖς, φίλους καὶ γνωστούς, σπίτι, μικρὴ ἔστω περιουσία καὶ σπεύδει νὰ γίνει ἕνας ἀκόλουθος τῆς συντροφιᾶς τοῦ Ἰησοῦ. Κάπως παράξενη ἡ σπουδή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο, θὰ σκεφθεῖ ἴσως κάποιος. Παράξενη μπορεῖ νὰ φαίνεται. Ἂν θελήσουμε ὅμως νὰ προσέξουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ἡ ἀπορία αὐτὴ θὰ διασκεβασθεῖ ἀμέσως.
Τὴν πρώτη γνωριμία του μὲ τὸν Χριστό μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι» (Ἰωαν. α’ 44).
Βρισκόταν στὴν Ἰουδαία ὁ Κύριος.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ βάπτισμά Του καὶ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του στὴν ἔρημο καὶ τοὺς πειρασμούς Του ἀπὸ τὸν διάβολο, νικητὴς ἀποφασίζει νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴν Γαλιλαία γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου του.
Ἐκεῖ, σὰν ἔφθασε, βρῆκε μεταξὺ τῶν πρώτων τὸν Φίλιππο, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν ἴδια πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόντουσαν καὶ οἱ ἄλλοι δύο Ἀπόστολοι καὶ ἀδελφοί, Ἀνδρέας καὶ Πέτρος.
Ἡ μικρὴ αὐτὴ πόλη βρισκόταν στὶς ἀνατολικὲς ὄχθες τῆς λίμνης Τιβεριάδος καὶ ἀξιώθηκε νὰ προσφέρει στὸν Κύριο ἕνα σημαντικὸ ἀριθμὸ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Του. Πτωχοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι ἤσαν ὅλοι αὐτοί.
Ὅμως ὁ Κύριος τέτοιους ἐργάτες κατὰ κανόνα διαλέγει γιὰ τὴ διακονία Του. Ἀνθρώπους ταπεινοὺς καὶ καλοδιάθετους.
Καὶ αὐτούς, «τὰ μωρά του κόσμου... καὶ ἐξουθενωμένα» κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο, δηλαδὴ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ μωροὺς καὶ περιφρονημένους, μ’ αὐτοὺς ὁ Κύριος καταντροπιάζει ἐκεῖ νοῦς, πού, ὁ κόσμος πάλι, θεωρεῖ σοφοὺς καὶ μεγάλους καὶ δυνατούς.
Τὴν ἁγνὴ καὶ πρόθυμη διάθεση εἶδε ὁ Κύριος στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ Φιλίππου καὶ αὐτὴν ἐξετίμησε καὶ ἔσπευσε νὰ τοῦ μιλήσει καὶ νὰ τοῦ ἀπευθύνει τὴν τιμητικὴ πρόσκληση: «Ἀκολούθει μοι», ἀκολούθησέ με. Πόσο διαφορετικὰ ἀλήθεια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια ἀπὸ τὰ κριτήρια τοῦ πανσόφου Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως κρίνουμε «κατ’ ὄψιν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐλέγχει τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς κρίσεως μὲ τὸ «μὴ κατ’ ὄψιν κρίνετε παράνομοι». Ὁ πάνσοφος Θεὸς κρίνει ἀπὸ τὶς διαθέσεις ποὺ κρύβουμε ὁ καθένας στὴν ψυχή μας. Καὶ γιὰ τοῦτο ἡ κρίση του εἶναι πάντα ὀρθὴ καὶ ἀσφαλισμένη.
Τὴν ἀξία αὐτῆς τῆς κρίσεως τὴν βλέπουμε ἀμέσως στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Φίλιππος ἔσπευσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἱερὴ πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ, χωρὶς κανένα ἐνδοιασμό, ἀλλὰ μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ζηλευτὴ προθυμία ἀφήνει τὰ πάντα καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Ἀφήνει ἐργασία, γονεῖς, φίλους καὶ γνωστούς, σπίτι, μικρὴ ἔστω περιουσία καὶ σπεύδει νὰ γίνει ἕνας ἀκόλουθος τῆς συντροφιᾶς τοῦ Ἰησοῦ. Κάπως παράξενη ἡ σπουδή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο, θὰ σκεφθεῖ ἴσως κάποιος. Παράξενη μπορεῖ νὰ φαίνεται. Ἂν θελήσουμε ὅμως νὰ προσέξουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ἡ ἀπορία αὐτὴ θὰ διασκεβασθεῖ ἀμέσως.
«Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου». (Ἰωάν. α’ 45). Ὁ Φίλιππος δηλαδὴ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Ἰδοὺ τὸ μυστικὸ τῆς προθυμίας τοῦ Φιλίππου νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο. Ἦταν συμπολίτης τοῦ Ἀνδρέα. Καὶ ὁ Ἀνδρέας ἦταν μία ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες καρδιὲς ποὺ μὲ λαχτάρα περίμενε τὸν Μεσσία. Ὁ πόθος του αὐτὸς τὸν ἔσπρωξε νὰ γίνει καὶ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστή. Καὶ αὐτὰ ποὺ ἄκουε ἀπὸ τὴν φωνὴ «τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», φρόντιζε νὰ τὰ μεταφέρει συχνὰ καὶ νὰ τὰ κάμνει γνωστὰ καὶ στοὺς ἄλλους. Πόση καλοσύνη καὶ εὐγένεια ψυχῆς δὲν φανερώνει τοῦτο τὸ παράδειγμα! Μὰ καὶ πόσο ἱεραποστολικὸ ζῆλο γιὰ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων!
Ὑπάρχει στὶς δικές μας καρδιές, ἀλήθεια, αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ αὐτὸς ὁ πόθος, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία μας νὰ γίνει καὶ τῶν γνωστῶν καὶ τῶν χωριανῶν μας κτῆμα; Τὸ παράδειγμα τοῦ ζηλωτὴ ψαρά, τοῦ Ἀνδρέα, αὐτὸ μᾶς συνιστᾶ.
Καὶ τὴν σύσταση αὐτὴ ἀξίζει ὄχι μονάχα νὰ τὴν προσέξουμε οἱ χριστιανοὶ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, μὰ καὶ νὰ τὴν κάνουμε τὸ ταχύτερο ζωή μας.
Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, εἴμαστε ἁλάτι καὶ φῶς γιὰ τοὺς γύρω μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε τέτοιοι. «Ὑμεῖς ἔστε τὸ ἅλας τῆς γῆς...Ὑμεῖς ἔστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου...» (Ματθ. ε’ 13 – 14). Τὸ ἁλάτι νοστιμίζει τὰ φαγητά. Τὸ ἁλάτι ἀκόμη προλαμβάνει τὴν σήψη. Σὰν τὸ ἁλάτι οἱ πραγματικοὶ χριστιανοὶ μὲ τὰ λόγια τους καὶ τὸ παράδειγμά τους νοστιμίζουν τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι γύρω τους, ἀλλὰ καὶ ἐμποδίζουν τὴν ἠθικὴ σαπίλα ἀπὸ τοῦ νὰ ἐξαπλωθεῖ καὶ νὰ διαλύσει τὰ πάντα. Οἱ χριστιανοὶ εἶναι ἀκόμη καὶ φῶς. Φῶς ποὺ φωτίζει καὶ θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ καὶ ὀμορφαίνει τὸν κόσμο. Καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ λόγια τους καὶ πρὸ πάντων τὰ ἔργα τους καλοῦνται νὰ εἶναι φῶς μέσα στὴν κοινωνία. Ἕνα φῶς πνευματικό, ποὺ νὰ φωτίζει, νὰ θερμαίνει καὶ νὰ ζωογονεῖ τὴν κοινωνία. Εἶναι καιρὸς οἱ ἀληθινοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ γνήσιοι ἀκόλουθοί Του νὰ προβάλλουν παντοῦ αὐτή τους τὴν ἰδιότητα. Τὸ ἀπαιτοῦν οἱ δύσκολοι καιροὶ ποὺ περνοῦμε. Τὸ ζητᾶ ἀπὸ ὅλους ὁ φλογερὸς Ἀπόστολος, ποὺ μελετοῦμε. Ναί! αὐτὸ ἔκαμε ὁ Φίλιππος. Αὐτὸ ἔκαμε πρωτύτερα καὶ ὁ Ἀνδρέας.
Ὅταν ὁ τελευταῖος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστὴ γνώρισε τὸν Κύριο καὶ κλήθηκε πρῶτος νὰ γίνει μαθητής Του, φρόντισε ἀμέσως τὴν χαρά του νὰ τὴν μοιρασθεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του Πέτρο. Ἀδελφέ μου, τοῦ εἶπε, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ναί! Βρήκαμε Ἐκεῖνον, ποὺ περιμέναμε. Βρήκαμε τὸν Χριστό. Ἔτσι ἑρμηνεύεται στὰ Ἑλληνικὰ ἡ λέξη Μεσσίας.
Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀνδρέα ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Φίλιππος. Μόλις καὶ αὐτὸς κλήθηκε νὰ ἀκολουθήσει τὸν Ἰησοῦ, σπεύδει καὶ αὐτὸς νὰ κάμει κοινωνὸ τῆς χαρᾶς του τὸν φίλο του Ναθαναήλ. Πόσο ἁπλὰ μᾶς ἐκθέτει ὁ θεῖος εὐαγγελιστὴς τὴν χειρονομία αὐτὴ τοῦ Φιλίππου! «Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰωάν. α’ 46). Ναθαναὴλ φίλε μου, βρήκαμε αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ Προφῆτες. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ὅταν στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος σοφός, ὁ Ἀρχιμήδης, ἀνεκάλυψε, σὰν ἐλούετο, τὸν περίφημο ἐκεῖνο νόμο τῆς Φυσικῆς, ποὺ εἶναι γνωστὸς σὰν ἀρχὴ τοῦ Ἀρχιμήδους, πετάχτηκε ἔξω ἀπὸ τὸ λουτρὸ καὶ τρελὸς ἀπ’ τὴν χαρά του ἄρχισε νὰ τρέχει γυμνὸς μέσα στὴν πόλη καὶ νὰ φωνάζει «Εὕρηκα. Εὕρηκα».
Μεγάλη ἡ ἀνακάλυψή του. Αὐτὸ ὅμως ποὺ βρῆκε ὁ Φίλιππος ἦταν κάτι τὸ ἀσύγκριτα πιὸ μεγάλο καὶ πολυτιμότερο. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν θησαυρῶν. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ «εὐρήκαμεν», ποὺ εἶπε στὸν ἀδελφικό του φίλο Ναθαναὴλ ὁ Φίλιππος, φανερώνει χαρὰ πολὺ πιὸ μεγάλη. Χαρὰ ἀνέκφραστη. Χαρά, ποὺ μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἦλθαν σὲ προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστό, μποροῦν νὰ δοκιμάζουν καὶ νὰ γνωρίζουν.
Καὶ δὲν ἦταν μόνο μιὰ ἔκφραση χαρὰς τὰ λόγια τοῦ Φιλίππου «Εὐρήκαμεν». Ἦταν καὶ κάτι ἄλλο. Ἦταν μία πρόσκληση. Πρόσκληση νὰ γνωρίσει καὶ ὁ φίλος του τὴν χαρά του καὶ νὰ τὴν δοκιμάσει. Κι ὅταν πάλι ὁ φίλος του Ναθαναὴλ μὲ κάποια ἐπιφύλαξη τοῦ πρόβαλε τὸ γνωστό: «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναται τί ἀγαθὸν εἶναι;», «μὰ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὴν πόλη τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, εἶναι δυνατὸ νὰ βγεῖ κάτι τὸ καλό;» ὁ Φίλιππος δὲν τὰ χάνει. Μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα σὲ ὅτι λέγει, τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Φίλε μου, ἔλα κι ἐσὺ νὰ δεῖς μὲ τὰ μάτια σου καὶ νὰ ἀντιληφθεῖς μοναχός σου αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Νὰ βεβαιωθεῖς δηλαδὴ καὶ νὰ πιστοποιήσεις καὶ σὲ ἄλλους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶναι αὐτὸς ποὺ περιμέναμε, ὁ Μεσσίας, ὁ Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων. Πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ σὲ λίγο διαπίστωνε καὶ ὁ ἴδιος καὶ ὁμολογοῦσε μὲ τὴν περίφημη φράση «ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» τὸ πιστεύω του. Δηλαδή, Διδάσκαλε, στ’ ἀλήθεια, σὺ εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ μὲ ὁδηγὸ τὶς προφητεῖες περιμέναμε. Καὶ δὲν ὁμολογεῖ μονάχα τὸν Ἰησοῦ σὰν τὸν ἄνθρωπο τῶν προφητειῶν, μὰ καὶ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ γίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητές Του, ὁ γνωστὸς καὶ μὲ τὸ ἄλλο ὄνομα Βαρθολομαῖος.
Τρία χρόνια παρακολούθησε ὁ Φίλιππος τὸν Κύριο. Τρία χρόνια ἀκούει τὴν διδασκαλία Του καὶ παρακολουθεῖ τὰ θαύματά Του. Τρία χρόνια δέχεται τὴν εὐεργετική Του ἐπίδραση καὶ ἐνισχύεται στὸ ἔργο ποὺ τὸν περιμένει.
Μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του κοντὰ στὸν Ἰησοῦ, μᾶς δείχνουν τὸν ζῆλο του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Μᾶς δείχνουν ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιαίτερη θέση ποὺ κατέχει ἡ προσωπικότητά του στὸν κύκλο τῶν δώδεκα. Τὰ περιστατικὰ αὐτὰ θεωρήσαμε σκόπιμο νὰ παραθέσουμε πιὸ κάτω, γιὰ νὰ τὰ μελετήσουμε. Μᾶς λένε τόσα πολλά.
Στὶς παραμονὲς τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, ὡς προσκυνητὲς ἦλθαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πολλοὶ Ἕλληνες προσήλυτοι στὸν ἰουδαϊσμό. Αὐτοὶ μὲ ὅσα εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὸν Κύριο, ἔνοιωσαν στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουν καλύτερα καὶ νὰ ἔχουν μαζί Του μιὰ ἰδιαίτερη συνομιλία. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ ὄνομα τοῦ Φιλίππου, ὄνομα ἑλληνικό, τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος νὰ τὸν πλησιάσουν καὶ νὰ τοῦ φανερώσουν τὴν ἐπιθυμία τους: «Κύριε, τοῦ εἶπαν, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδείν». Κύριε, θέλουμε νὰ ἰδοῦμε τὸν Ἰησοῦ. Νὰ ἡ παράκληση ποὺ τοῦ ἀπηύθυναν. Παράκληση καὶ ἐπιθυμία ζηλευτὴ καὶ ἀξιοπρόσεκτη. Καὶ ὁ Φίλιππος, ποὺ ἤθελε τὴν χαρά, ποὺ ἔνοιωθε αὐτὸς μὲ τὸ νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο καὶ νὰ ἀκούει τὰ θεία λόγια Του, νὰ τὴν δοκιμάζουν καὶ ἄλλοι, ἔσπευσε νὰ συνεννοηθεῖ σχετικὰ μὲ τὸν ἀγαπητό του Ἀνδρέα καὶ ὕστερα μαζὶ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς Ἕλληνες στὸν Ἰησοῦ. Τί θέματα κουβέντιασαν οἱ πρόγονοί μας μὲ τὸν Κύριο κατὰ τὴ συνάντησή τους ἐκείνη δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ὁ Κύριος σὰν εἶδε τοὺς Ἕλληνες νὰ πλησιάζουν εἶπε τὰ τιμητικὰ καὶ θαυμαστὰ ἐκεῖνα λόγια: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. ιβ’ 23).
Ὑπάρχει στὶς δικές μας καρδιές, ἀλήθεια, αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ αὐτὸς ὁ πόθος, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία μας νὰ γίνει καὶ τῶν γνωστῶν καὶ τῶν χωριανῶν μας κτῆμα; Τὸ παράδειγμα τοῦ ζηλωτὴ ψαρά, τοῦ Ἀνδρέα, αὐτὸ μᾶς συνιστᾶ.
Καὶ τὴν σύσταση αὐτὴ ἀξίζει ὄχι μονάχα νὰ τὴν προσέξουμε οἱ χριστιανοὶ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, μὰ καὶ νὰ τὴν κάνουμε τὸ ταχύτερο ζωή μας.
Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, εἴμαστε ἁλάτι καὶ φῶς γιὰ τοὺς γύρω μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε τέτοιοι. «Ὑμεῖς ἔστε τὸ ἅλας τῆς γῆς...Ὑμεῖς ἔστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου...» (Ματθ. ε’ 13 – 14). Τὸ ἁλάτι νοστιμίζει τὰ φαγητά. Τὸ ἁλάτι ἀκόμη προλαμβάνει τὴν σήψη. Σὰν τὸ ἁλάτι οἱ πραγματικοὶ χριστιανοὶ μὲ τὰ λόγια τους καὶ τὸ παράδειγμά τους νοστιμίζουν τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι γύρω τους, ἀλλὰ καὶ ἐμποδίζουν τὴν ἠθικὴ σαπίλα ἀπὸ τοῦ νὰ ἐξαπλωθεῖ καὶ νὰ διαλύσει τὰ πάντα. Οἱ χριστιανοὶ εἶναι ἀκόμη καὶ φῶς. Φῶς ποὺ φωτίζει καὶ θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ καὶ ὀμορφαίνει τὸν κόσμο. Καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ λόγια τους καὶ πρὸ πάντων τὰ ἔργα τους καλοῦνται νὰ εἶναι φῶς μέσα στὴν κοινωνία. Ἕνα φῶς πνευματικό, ποὺ νὰ φωτίζει, νὰ θερμαίνει καὶ νὰ ζωογονεῖ τὴν κοινωνία. Εἶναι καιρὸς οἱ ἀληθινοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ γνήσιοι ἀκόλουθοί Του νὰ προβάλλουν παντοῦ αὐτή τους τὴν ἰδιότητα. Τὸ ἀπαιτοῦν οἱ δύσκολοι καιροὶ ποὺ περνοῦμε. Τὸ ζητᾶ ἀπὸ ὅλους ὁ φλογερὸς Ἀπόστολος, ποὺ μελετοῦμε. Ναί! αὐτὸ ἔκαμε ὁ Φίλιππος. Αὐτὸ ἔκαμε πρωτύτερα καὶ ὁ Ἀνδρέας.
Ὅταν ὁ τελευταῖος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστὴ γνώρισε τὸν Κύριο καὶ κλήθηκε πρῶτος νὰ γίνει μαθητής Του, φρόντισε ἀμέσως τὴν χαρά του νὰ τὴν μοιρασθεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του Πέτρο. Ἀδελφέ μου, τοῦ εἶπε, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ναί! Βρήκαμε Ἐκεῖνον, ποὺ περιμέναμε. Βρήκαμε τὸν Χριστό. Ἔτσι ἑρμηνεύεται στὰ Ἑλληνικὰ ἡ λέξη Μεσσίας.
Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀνδρέα ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Φίλιππος. Μόλις καὶ αὐτὸς κλήθηκε νὰ ἀκολουθήσει τὸν Ἰησοῦ, σπεύδει καὶ αὐτὸς νὰ κάμει κοινωνὸ τῆς χαρᾶς του τὸν φίλο του Ναθαναήλ. Πόσο ἁπλὰ μᾶς ἐκθέτει ὁ θεῖος εὐαγγελιστὴς τὴν χειρονομία αὐτὴ τοῦ Φιλίππου! «Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰωάν. α’ 46). Ναθαναὴλ φίλε μου, βρήκαμε αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ Προφῆτες. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ὅταν στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος σοφός, ὁ Ἀρχιμήδης, ἀνεκάλυψε, σὰν ἐλούετο, τὸν περίφημο ἐκεῖνο νόμο τῆς Φυσικῆς, ποὺ εἶναι γνωστὸς σὰν ἀρχὴ τοῦ Ἀρχιμήδους, πετάχτηκε ἔξω ἀπὸ τὸ λουτρὸ καὶ τρελὸς ἀπ’ τὴν χαρά του ἄρχισε νὰ τρέχει γυμνὸς μέσα στὴν πόλη καὶ νὰ φωνάζει «Εὕρηκα. Εὕρηκα».
Μεγάλη ἡ ἀνακάλυψή του. Αὐτὸ ὅμως ποὺ βρῆκε ὁ Φίλιππος ἦταν κάτι τὸ ἀσύγκριτα πιὸ μεγάλο καὶ πολυτιμότερο. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν θησαυρῶν. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ «εὐρήκαμεν», ποὺ εἶπε στὸν ἀδελφικό του φίλο Ναθαναὴλ ὁ Φίλιππος, φανερώνει χαρὰ πολὺ πιὸ μεγάλη. Χαρὰ ἀνέκφραστη. Χαρά, ποὺ μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἦλθαν σὲ προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστό, μποροῦν νὰ δοκιμάζουν καὶ νὰ γνωρίζουν.
Καὶ δὲν ἦταν μόνο μιὰ ἔκφραση χαρὰς τὰ λόγια τοῦ Φιλίππου «Εὐρήκαμεν». Ἦταν καὶ κάτι ἄλλο. Ἦταν μία πρόσκληση. Πρόσκληση νὰ γνωρίσει καὶ ὁ φίλος του τὴν χαρά του καὶ νὰ τὴν δοκιμάσει. Κι ὅταν πάλι ὁ φίλος του Ναθαναὴλ μὲ κάποια ἐπιφύλαξη τοῦ πρόβαλε τὸ γνωστό: «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναται τί ἀγαθὸν εἶναι;», «μὰ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὴν πόλη τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, εἶναι δυνατὸ νὰ βγεῖ κάτι τὸ καλό;» ὁ Φίλιππος δὲν τὰ χάνει. Μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα σὲ ὅτι λέγει, τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Φίλε μου, ἔλα κι ἐσὺ νὰ δεῖς μὲ τὰ μάτια σου καὶ νὰ ἀντιληφθεῖς μοναχός σου αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Νὰ βεβαιωθεῖς δηλαδὴ καὶ νὰ πιστοποιήσεις καὶ σὲ ἄλλους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶναι αὐτὸς ποὺ περιμέναμε, ὁ Μεσσίας, ὁ Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων. Πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ σὲ λίγο διαπίστωνε καὶ ὁ ἴδιος καὶ ὁμολογοῦσε μὲ τὴν περίφημη φράση «ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» τὸ πιστεύω του. Δηλαδή, Διδάσκαλε, στ’ ἀλήθεια, σὺ εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ μὲ ὁδηγὸ τὶς προφητεῖες περιμέναμε. Καὶ δὲν ὁμολογεῖ μονάχα τὸν Ἰησοῦ σὰν τὸν ἄνθρωπο τῶν προφητειῶν, μὰ καὶ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ γίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητές Του, ὁ γνωστὸς καὶ μὲ τὸ ἄλλο ὄνομα Βαρθολομαῖος.
Τρία χρόνια παρακολούθησε ὁ Φίλιππος τὸν Κύριο. Τρία χρόνια ἀκούει τὴν διδασκαλία Του καὶ παρακολουθεῖ τὰ θαύματά Του. Τρία χρόνια δέχεται τὴν εὐεργετική Του ἐπίδραση καὶ ἐνισχύεται στὸ ἔργο ποὺ τὸν περιμένει.
Μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του κοντὰ στὸν Ἰησοῦ, μᾶς δείχνουν τὸν ζῆλο του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Μᾶς δείχνουν ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιαίτερη θέση ποὺ κατέχει ἡ προσωπικότητά του στὸν κύκλο τῶν δώδεκα. Τὰ περιστατικὰ αὐτὰ θεωρήσαμε σκόπιμο νὰ παραθέσουμε πιὸ κάτω, γιὰ νὰ τὰ μελετήσουμε. Μᾶς λένε τόσα πολλά.
Στὶς παραμονὲς τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, ὡς προσκυνητὲς ἦλθαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πολλοὶ Ἕλληνες προσήλυτοι στὸν ἰουδαϊσμό. Αὐτοὶ μὲ ὅσα εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὸν Κύριο, ἔνοιωσαν στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουν καλύτερα καὶ νὰ ἔχουν μαζί Του μιὰ ἰδιαίτερη συνομιλία. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ ὄνομα τοῦ Φιλίππου, ὄνομα ἑλληνικό, τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος νὰ τὸν πλησιάσουν καὶ νὰ τοῦ φανερώσουν τὴν ἐπιθυμία τους: «Κύριε, τοῦ εἶπαν, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδείν». Κύριε, θέλουμε νὰ ἰδοῦμε τὸν Ἰησοῦ. Νὰ ἡ παράκληση ποὺ τοῦ ἀπηύθυναν. Παράκληση καὶ ἐπιθυμία ζηλευτὴ καὶ ἀξιοπρόσεκτη. Καὶ ὁ Φίλιππος, ποὺ ἤθελε τὴν χαρά, ποὺ ἔνοιωθε αὐτὸς μὲ τὸ νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο καὶ νὰ ἀκούει τὰ θεία λόγια Του, νὰ τὴν δοκιμάζουν καὶ ἄλλοι, ἔσπευσε νὰ συνεννοηθεῖ σχετικὰ μὲ τὸν ἀγαπητό του Ἀνδρέα καὶ ὕστερα μαζὶ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς Ἕλληνες στὸν Ἰησοῦ. Τί θέματα κουβέντιασαν οἱ πρόγονοί μας μὲ τὸν Κύριο κατὰ τὴ συνάντησή τους ἐκείνη δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ὁ Κύριος σὰν εἶδε τοὺς Ἕλληνες νὰ πλησιάζουν εἶπε τὰ τιμητικὰ καὶ θαυμαστὰ ἐκεῖνα λόγια: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. ιβ’ 23).
Ἔφτασε δηλαδὴ ἡ ὁρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὤρα, γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ δοξασθεῖ μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του καὶ νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύουν καὶ ὅλο τὸν ἐθνικὸ κόσμο. Εὐλογημένη καὶ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Ναί! πολὺ μεγάλη. Γιατί ἂν ἡ προσέλευση τῶν ἐθνῶν στὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Του ἀποτελεῖ μία νίκη καὶ ἕνα θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἔργου Του, ὁ ἐρχομὸς τῶν Ἑλλήνων στὴν πίστη τν χριστιανικὴ ἔχει κάτι τὸ πολὺ ἀνώτερο. Αὐτοί, οἱ Ἕλληνες, ἔδωσαν στὸν Κύριο ὄχι μόνο τὴν γλώσσα τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πιὸ πολλοὺς ζηλωτὲς ἱεραποστόλους γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος στὸν κόσμο.
Ὡς ἄνθρωπο μὲ χαρακτήρα πολὺ πρακτικὸ μᾶς παρουσιάζουν τὸν Φίλιππο δύο ἄλλα περιστατικά, ποὺ μᾶς διέσωσε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.
Τὸ ἕνα περιστατικὸ συνέβη ἔξω στὴν ἐρημιά. Εἶχε μεταβεῖ ἐκεῖ ὁ Διδάσκαλος ἕνα πρωὶ μὲ τοὺς μαθητές του γιὰ λίγη ξεκούραση. Μὰ οἱ κάτοικοι τῶν γειτονικῶν πόλεων, ποὺ σὰν διψασμένα ἐλάφια Τὸν κυνηγοῦσαν, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια Του καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὶς δωρεές Του, ὅταν ἀντελήφθησαν τὸ μέρος ποὺ βρισκόταν ἔσπευσαν πρὸς Αὐτόν. Καὶ ὁ Κύριος, ἰκανοποιώντας τὸν ζῆλο καὶ τὴν προθυμία τους, πέρασε τὴν ἡμέρα μαζί τους διδάσκοντάς τους καὶ θεραπεύοντας τοὺς ἀρρώστους ποὺ εἶχαν φέρει. Πλάκωσε σχεδὸν ἡ νύχτα καὶ κανένας δὲν εἶχε διάθεση νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ φύγει. Ὅμως ὁ κόσμος ἐκεῖνος ἔπρεπε κάτι νὰ φάγει. Ἦταν νηστικὸς ὅλη μέρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὴν περίπτωση αὐτὴ κάλεσε τὸν Φίλιππο κοντά του, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὸ πρακτικό του μυαλὸ καὶ τὸν ρώτησε:
«Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν αὐτοί;». Ἀπὸ ποιὸ μέρος, Φίλιππε, θὰ ἀγοράσουμε ψωμιὰ γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;»
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Φίλιππος ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λάβῃ». Ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων δηναρίων δὲν φτάνουν σ’ αὐτούς, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα μικρὸ κομμάτι. Φυσικὰ ὁ Κύριος ὑπέβαλε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ στὸν Φίλιππο, ὄχι γιατί Αὐτὸς δὲν ἤξερε τί νὰ κάμει. Τὸ Θαῦμα τὸ εἶχε ἀποφασίσει στὴν καρδιά Του. Τὸ ἐρώτημα τὸ ὑπέβαλε ἁπλῶς γιὰ νὰ δείξει σ’ αὐτόν, ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές, μὰ καὶ σ’ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, ὅτι καὶ τὰ πιὸ ἀδύνατα στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων πράγματα, μποροῦν νὰ γίνουν δυνατά, ἂν οἱ ἄνθρωποι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἀγκαλιάσουν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν παντοδύναμο παράγοντα, ποὺ λέγεται πίστη ζωντανὴ στὸν Χριστό. Μὲ τὴν πίστη καὶ τὰ πιὸ ἀδύνατα γίνονται δυνατά. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἀφήσουμε νὰ ἀναπτυχθεῖ στὴν καρδιά μας πίστη ἴση μὲ τὸν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ, μποροῦμε μ’ αὐτὴν νὰ μετακινήσουμε ἀκόμη καὶ βουνά.
Θὰ ἐρωτήσει ἴσως κάποιος. Μήπως ὁ Φίλιππος μὲ τὸ πρακτικό του μυαλὸ πείσθηκε ἀπόλυτα γιὰ τὴν δύναμη αὐτοῦ τοῦ παράγοντα, ποῦ λέγεται πίστη, μὲ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ ἐκείνου τοῦ πλήθους μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε; Δυστυχῶς, ὄχι ἀπόλυτα καὶ ἀμέσως. Αὐτὸ μᾶς τὸ βεβαιώνει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Καὶ σ’ αὐτό, τὸ ἴδιο πρακτικὸ μυαλὸ ἐκδηλώθηκε καὶ πάλι.
Ἦταν ἡ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Γιὰ τελευταία φορὰ πρὸ τοῦ Πάθους Του δειπνεῖ ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητές Του. Γύρω ἀπὸ τὸ πασχαλινὸ τραπέζι κάθονται ὅλοι. Μὲ τὶς ὁμιλίες Του καὶ τὶς διδαχές Του ὁ Κύριος προσπαθεῖ νὰ προπαρασκευάσει τοὺς μαθητές Του γιὰ τὰ ὅσα ἔμελλαν σὲ λίγο νὰ ἀκολουθήσουν. Ἡ ὅλη ἀτμόσφαιρα παίρνει τὸν χαρακτήρα μιᾶς ἀποχαιρετιστήριας τελετῆς. Μιᾶς τελετῆς κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητές του οὐράνιες ἀλήθειες. Τοὺς λέγει πὼς προτοῦ ξημερώσει κάποιος μαθητὴς θὰ Τὸν προδώσει, οἱ ἄλλοι θὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν καὶ αὐτὸς ὁ Πέτρος, ποὺ Τοῦ ὑποσχόταν ἀγάπη μέχρι θανάτου, καὶ αὐτὸς θὰ Τὸν ἀρνιόταν.
Ὁ Κύριος ὅμως ποτὲ δὲν θὰ τοὺς ἐγκατέλειπε. «Δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω, τοὺς εἶπε, ὀρφανούς. Γι’ αὐτὸ μὴ ταράσσεσθε. Θὰ δοκιμάσετε βαθιὰ λύπη μὲ τὴν φυγή μου ἀπὸ κοντά σας, ὅμως σύντομα ἡ λύπη σας θὰ μετατραπεῖ σὲ χαρά.
Φεύγω γιὰ τὸν Πατέρα μου. Πάω στὸ σπίτι μου. Πάω νὰ ἑτοιμάσω ἐκεῖ τόπο καὶ γιὰ σᾶς. Τὸ μέρος στὸ ὁποῖο πηγαίνω τώρα, τὸ ξέρετε καὶ ἐσεῖς. Ξέρετε ἀκόμη καὶ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ».
Σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο ὁ Θωμᾶς τὸν διέκοψε γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Κύριε, δὲν ξέρουμε ποὺ πηγαίνεις καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ξέρουμε τὸν δρόμο;» Τὴν στιγμὴ αὐτὴ ὁ Φίλιππος, ποῦ παρακολουθοῦσε μὲ ἐνδιαφέρον τὴν ὅλη συζήτηση, σπεύδει νὰ διακόψει λέγοντας; «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν» (Ἰωάν. ιδ’ 8). Κύριε, εἶπες, πὼς θὰ πᾶς στὸν Πατέρα σου. Δεῖξε μας μὲ μιὰ ἀποκαλυπτικὴ ὀπτασία τὸν Πατέρα Σου καὶ τὴν δόξα Του, ὥστε νὰ Τὸν δοῦμε καὶ ἐμεῖς ὅπως παλιὰ τὸν εἶδαν ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἠσαΐας καὶ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ αὐτό. Δὲν θέλουμε περισσότερα. Τὸ πρακτικὸ μυαλὸ τοῦ Φιλίππου αὐτὸ ζητοῦσε.
Βαθιὰ εὐγνωμοσύνη ὅμως πρέπει νὰ νοιώθει κάθε καρδιὰ στὸν ζηλωτὴ Ἀπόστολο, γιατί μὲ τὴν ἁπλότητά του, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸν Κύριο νὰ διακηρύξει γιὰ τὸ πρόσωπό Του: «Τοσούτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; Ὁ ἐωρακῶς ἐμέ, ἐώρακε τὸν Πατέρα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα;». (Ἰωάν. ιδ’ 9). Τόσο καιρὸ εἶμαι μαζί σας, Φίλιππε, καὶ ἀκόμη δὲν μὲ γνώρισες; Δὲν γνώρισες δηλαδὴ ὅτι εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ὅπως ὁ Πατέρας; Ἐκεῖνος ποὺ εἶδε ἐμένα καὶ ἐξετίμησε ὅπως πρέπει τὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς μου καὶ τὴν δράση μου τὴ θαυματουργική, εἶδε καὶ τὸν Πατέρα. Καὶ πῶς σὺ λέγεις: Δεῖξε μας τὸν Πατέρα;
Νὰ οἱ ἀδυναμίες τοῦ πρακτικοῦ πνεύματος. Οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς, ποὺ σκέπτονται μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀπαιτοῦν συνήθως ὑλικὲς ἀποδείξεις καὶ ζητοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς αἰσθήσεις τους γιὰ ὅλα τὰ θέματα. Ἡ παραγνώριση ὅμως τοῦ πνευματικοῦ παράγοντα ὁδηγεῖ πάντα σὲ λανθασμένα συμπεράσματα.
Τὰ πιὸ πάνω λόγια τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Φίλιππο ἀποτελοῦν φυσικὰ ἕνα λεπτὸ ἔλεγχο πρὸς τὸν ζηλωτὴ μαθητή. Περιλαμβάνουν ὅμως δογματικὴ διδασκαλία, ὑψίστης στ’ ἀλήθεια σημασίας. Τρία χρόνια κοντὰ στὸν Κύριο, καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε δὲν ἐπετρέπετο σ’ αὐτὸν νὰ ὑποβάλει τέτοιες ἐρωτήσεις. Ἂς τὸ δεχθοῦμε ὅμως καὶ αὐτό, σὰν μία παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία στὸν Κύριο νὰ ἀποκαλύψει τὶς ἀλήθειες αὐτές, ποὺ ὅσο καὶ ἂν πολεμήθηκαν ἀπὸ πλείστους αἱρετικοὺς δὲν παύουν νὰ παραμένουν καὶ σήμερα καὶ σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος καὶ τὸ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν δική μας τὴν σωτηρία ἀφῆκε τὴν δόξα τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβηκε στὴν γῆ σὰν ἄνθρωπος καὶ ἔγινε «ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα», γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσει ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν οὐρανό.
Μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὅλες αὐτὲς φυσικὰ οἱ ἀδυναμίες τῶν μαθητῶν πέρασαν. Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ ὁ Φίλιππος ξεκίνησε γιὰ νὰ μεταφέρει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας ἐκεῖ ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν κάλεσε. Μὲ πίστη καὶ ἐνθουσιασμὸ καὶ πυρωμένη καρδιὰ ὁ πνευματέμφορος αὐτὸς ἐργάτης τῆς νέας πίστεως συνοδευόμενος πάντα καὶ ἀπὸ τὸν φίλο του Βαρθολομαῖο καὶ τὴν ἀδελφή του Μαριάμνη προχώρησε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σὲ διάφορες πόλεις τῆς Λυδίας, τῆς Μυσίας καὶ τῆς Παρθίας. Λυδία καὶ Μυσία. Ἐπαρχίες τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ Λυδία βρισκόταν πρὸς τὰ Ν.Δ. καὶ ἡ Μυσία στὰ βόρειά της Μ. Ἀσίας. Ἡ Παρθία ἦταν ὀρεινὴ χώρα στὰ νοτιανατολικὰ τῆς Κασπίας θάλασσας. Οἱ κάτοικοι Πάρθοι.
Παρὰ τὶς ἀφάνταστες δυσκολίες ποὺ συναντοῦσαν ὅπου πήγαιναν καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ ὁ διάβολος παρενέβαλλε στὸ ἔργο τους, ἐν τούτοις οἱ Ἀπόστολοι νικοῦσαν στὸ τέλος καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου προχωροῦσε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα.
Πολὺ συνέβαλαν στὴν προσπάθειά τους καὶ τὰ πολλὰ θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς χαρίτωσε ὁ Κύριος. Θαύματα θεραπείας διαφόρων ἀσθενειῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο:
Βρισκόταν ὁ Ἀπόστολος μὲ τὴν συνοδεία του στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας. Ἐκεῖ ὁ μισόκαλος διάβολος βλέποντας τὸν ἑαυτό του νικημένο, παρεκίνησε μερικοὺς νὰ συλλάβουν τὸν Ἀπόστολο καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Δεμένο τὸν ὁδήγησαν πρῶτα στὸ δικαστικὸ βουλευτήριο. Ἐκεῖ ὁ ἔπαρχος Ἀρίσταρχος σὰν τὸν εἶδε ἐφρύαξε κυριολεκτικά. Νομίζεις, τοῦ λέγει, πῶς μπορεῖς νὰ τρομάξεις καὶ ἐμένα μὲ τὶς μαγικές σου πράξεις;
Καὶ χωρὶς ἄλλο λόγο τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν σέρνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν βασανίζει. Στὴν ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ ἀσεβὴ ἔπαρχου ὁ Ἀπόστολος δὲν κρατήθηκε. Γιὰ νὰ τὸν σωφρονίσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δώσει ἕνα μάθημα καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸν βασανισμό του, φώναξε δυνατὰ κι εἶπε:
– Κύριε, γνωρίζω τὴν εὐσπλαγχνία σου. Ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιηθῶ γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ μοῦ γίνεται, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωφρονισθεῖ ὁ σκληρὸς αὐτὸς ἄρχοντας γιὰ ὅτι μοῦ κάμνει, μὰ καὶ νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ ἄλλοι τὴν δύναμή Σου καὶ νὰ ἰδοῦν, ὅτι δὲν εἶσαι μόνο ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τιμωρὸς τῶν κακῶν, δῶσε νὰ παραλύσει τοῦτο τὸ χέρι, ποὺ κτυπᾶ στὴν κεφαλή, ποὺ σὺ εὐλόγησες.
Μόλις τέλειωσε τὸν λόγο του ὁ θεῖος Ἀπόστολος τὸ θαῦμα ἔγινε. Βαριὰ τιμωρία κτύπησε τὸν ἀναιδὴ καὶ ἄδικο ἄρχοντα. Τὸ χέρι ξεράθηκε. Καὶ ἀκόμη τὸ ἕνα μάτι του τυφλώθηκε καὶ τὰ αὐτιά του κουφάθηκαν. Στὸ θέαμα αὐτὸ οἱ παρευρισκόμενοι τρόμαξαν καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Ἀπόστολο νὰ τὸν σπλαγχνιστεῖ καὶ νὰ τὸν ξανακάμει καλά. Στὴν παράκλησή τους ὁ ἀνεξίκακος μαθητὴς τόνισε:
– Ὁ ἄρχοντας μπορεῖ νὰ γίνει καλά, ἀρκεῖ τόσο αὐτός, ὅσο καὶ ἐσεῖς νὰ πιστέψετε στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ ἔστειλε καὶ ἔπαθε γιὰ μᾶς.
Μιὰ νεκρικὴ πομπή, ποὺ περνοῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, σταμάτησε ξαφνικά. Μερικοὶ μάλιστα ἀπ’ αὐτούς, ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ καὶ ἔτυχε νὰ εἶναι φίλοι κι ὁμοϊδεάτες τοῦ ἄρχοντα, στράφηκαν μὲ διάθεση ἐκδικήσεως στὸν Ἀπόστολο καὶ τοῦ εἶπαν εἰρωνικά:
— Ἂν ὁ Θεός σου μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τοῦτο τὸν νεκρό, ποὺ παίρνουμε νὰ θάψουμε, τότε νὰ Τὸν πιστέψουμε καὶ ἐμεῖς καὶ ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ ἄρχοντάς μας.
Συγκλονισμένος ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὴν πρότασή τους, σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἀφοῦ ἔκαμψε τὰ γόνατα, ἀνέπεμψε μυστικὰ μιὰ ὁλόθερμη προσευχή. Ὕστερα, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὸν νεκρὸ ποὺ βρισκόταν στὸ φέρετρο, τὸν κάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ εἶπε:
- Θεόφιλε, ὁ Παντοδύναμος Θεὸς σὲ διατάζει νὰ σηκωθεῖς καὶ ἐλεύθερα νὰ πεῖς ὅτι θέλεις.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Τὸ θαῦμα ἔγινε στὴν στιγμή. Ὁ νεκρὸς σηκώθηκε ἀπὸ τὸ φέρετρο, πετάχτηκε κάτω, καὶ ἀφοῦ γονάτισε μπροστὰ στὸν Ἀπόστολο τοῦ εἶπε μ’ ἕναν ἀναστεναγμὸ βαθιὰς ἀνακουφίσεως.
Σ’ εὐχαριστῶ, καλέ μου ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν σωτηρία ποὺ μοῦ χάρισες. Μερικοὶ μαῦροι καὶ ἀπαίσιοι μὲ ἔσερναν ἀπὸ τὰ χέρια, γιὰ νὰ μὲ ρίξουν στὴν Κόλαση. Ἡ παρέμβασή σου μὲ γλίτωσε. Θὰ ἔφευγα ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο ἁμαρτωλός, χωρὶς νὰ ξέρω τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι μία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ κηρύττεις εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Πιστεύω καὶ ἐγὼ στὸν Χριστὸ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή.
Τὸ θαῦμα συντάραξε τὰ πλήθη. Τὸ κάλεσμα τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ἡ ἀνάστασή του συνεκίνησε ὅσους βρίσκονταν ἐκεῖ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀναφώνησαν:
– Ἄνθρωπέ μας, πιστεύουμε, πὼς ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο Σὺ κηρύττεις, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Τώρα, βοήθησέ μας νὰ σωθοῦμε καὶ συγχώρησε καὶ τὸν ἄρχοντα.
Τότε ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κατάπαυσε μὲ τὸ χέρι του τὸν θόρυβο, παρήγγειλε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ νὰ κάμει τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὸν Ἀρίσταρχο καὶ νὰ ζητήσει τὴν βοήθεια τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ ἄρχοντας ἔκαμε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος καὶ ἡ θεραπεία ἀκολούθησε. Ὁ Ἀρίσταρχος ἔγινε ἀμέσως τελείως καλά. Τὸ ἀποτέλεσμα συγκινητικό. Πολλοὶ ζήτησαν καὶ βαπτίσθηκαν τὴν ἴδια ὥρα. Πρῶτος ὁ πατέρας τοῦ ἀναστηθέντος νεκροῦ, ποὺ λεγόταν Πρέφικτος καὶ ἦταν καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλεως. Μετὰ τὴν βάπτισή του ὁ ἀναγεννημένος πιὰ ἄνθρωπος ἔδωσε στὸν Ἀπόστολο τοὺς δώδεκα χρυσοὺς θεοὺς ποὺ εἶχε στὸ σπίτι του μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ὑπάρχοντά του, γιὰ νὰ τὰ διαμοιράσει στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει, ὅπως αὐτὸς ἔκρινε καλύτερα.
Πόσο ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀφήσει ἐλεύθερη τὴν καρδιά του νὰ τὴν καταυγάσει τὸ φῶς καὶ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ! Γι’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι ποὺ ἐφαρμόζεται ἀπόλυτα ὁ λόγος τοῦ ψαλμωδοῦ: «Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». (Ψαλμ. ος’ (οζ’) 11). Ναί! Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωση καὶ μεταβολὴ ποὺ γίνεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἔργο τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ χρόνια πολλὰ συνέχισε ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ὁμάδα τὸ ἀνορθωτικὸ καὶ σωστικὸ ἔργο της στὶς διάφορες πόλεις τῶν ἐπαρχιῶν ποὺ ἀναφέραμε. Τὰ ἀποτελέσματα, στ’ ἀλήθεια, θαυμαστά. Ὅπου «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἐκεῖ ποὺ πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, δόθηκε πολὺ πιὸ ἄφθονη ἡ χάρη. Ἐκεῖ ποὺ ἡ ἁμαρτία εἶχε σχεδὸν ἀποκτηνώσει τὰ θύματά της, ἕνας καινούργιος κόσμος ἀναγεννᾶται. Ὁ κόσμος τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης. Ὁ κόσμος ὁ ὄμορφος, ὁ ἀγγελικὰ πλασμένος. Ὁ κόσμος τῆς ἀρετῆς. Ἡ ἄλλοτε χριστιανικὴ Μ. Ἀσία.
Ἔφτασε ὅμως ὁ καιρὸς νὰ ἐπικυρώσει ὁ θεῖος Ἀπόστολος τὰ ὅσα δίδασκε καὶ μὲ τὴν θυσία τῆς ζωῆς του. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ μαρτυρήσει. Ἐκεῖ στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας μία ἡμέρα ποὺ δίδασκε, μερικοὶ φανατικοὶ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν σκληρά, τὸν ὁδήγησαν στοὺς ἄρχοντες. Μιὰ ψευτοδίκη κατέληξε στὴν ἀπόφαση ὁ Ἀπόστολος νὰ θανατωθεῖ. Οἱ δήμιοι, ποὺ περίμεναν, ἅρπαξαν τὸν Φίλιππο, τοῦ ἔδεσαν τοὺς ἀστραγάλους καὶ τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα δένδρο μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Ὕστερα πῆραν καὶ τὸν Βαρθολομαῖο καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν καὶ αὐτόν, τὸν κρέμασαν. Τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο τὸν σταύρωσαν. Ἡ ἀδελφή του Μαριάμνη μὲ πόνο ψυχῆς παρακολουθεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ τοῦ ἄλλου Ἀποστόλου καὶ προσεύχεται νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ὑπομονή.
Ὡς ἄνθρωπο μὲ χαρακτήρα πολὺ πρακτικὸ μᾶς παρουσιάζουν τὸν Φίλιππο δύο ἄλλα περιστατικά, ποὺ μᾶς διέσωσε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.
Τὸ ἕνα περιστατικὸ συνέβη ἔξω στὴν ἐρημιά. Εἶχε μεταβεῖ ἐκεῖ ὁ Διδάσκαλος ἕνα πρωὶ μὲ τοὺς μαθητές του γιὰ λίγη ξεκούραση. Μὰ οἱ κάτοικοι τῶν γειτονικῶν πόλεων, ποὺ σὰν διψασμένα ἐλάφια Τὸν κυνηγοῦσαν, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια Του καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὶς δωρεές Του, ὅταν ἀντελήφθησαν τὸ μέρος ποὺ βρισκόταν ἔσπευσαν πρὸς Αὐτόν. Καὶ ὁ Κύριος, ἰκανοποιώντας τὸν ζῆλο καὶ τὴν προθυμία τους, πέρασε τὴν ἡμέρα μαζί τους διδάσκοντάς τους καὶ θεραπεύοντας τοὺς ἀρρώστους ποὺ εἶχαν φέρει. Πλάκωσε σχεδὸν ἡ νύχτα καὶ κανένας δὲν εἶχε διάθεση νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ φύγει. Ὅμως ὁ κόσμος ἐκεῖνος ἔπρεπε κάτι νὰ φάγει. Ἦταν νηστικὸς ὅλη μέρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὴν περίπτωση αὐτὴ κάλεσε τὸν Φίλιππο κοντά του, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὸ πρακτικό του μυαλὸ καὶ τὸν ρώτησε:
«Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν αὐτοί;». Ἀπὸ ποιὸ μέρος, Φίλιππε, θὰ ἀγοράσουμε ψωμιὰ γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;»
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Φίλιππος ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λάβῃ». Ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων δηναρίων δὲν φτάνουν σ’ αὐτούς, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα μικρὸ κομμάτι. Φυσικὰ ὁ Κύριος ὑπέβαλε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ στὸν Φίλιππο, ὄχι γιατί Αὐτὸς δὲν ἤξερε τί νὰ κάμει. Τὸ Θαῦμα τὸ εἶχε ἀποφασίσει στὴν καρδιά Του. Τὸ ἐρώτημα τὸ ὑπέβαλε ἁπλῶς γιὰ νὰ δείξει σ’ αὐτόν, ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές, μὰ καὶ σ’ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, ὅτι καὶ τὰ πιὸ ἀδύνατα στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων πράγματα, μποροῦν νὰ γίνουν δυνατά, ἂν οἱ ἄνθρωποι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἀγκαλιάσουν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν παντοδύναμο παράγοντα, ποὺ λέγεται πίστη ζωντανὴ στὸν Χριστό. Μὲ τὴν πίστη καὶ τὰ πιὸ ἀδύνατα γίνονται δυνατά. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἀφήσουμε νὰ ἀναπτυχθεῖ στὴν καρδιά μας πίστη ἴση μὲ τὸν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ, μποροῦμε μ’ αὐτὴν νὰ μετακινήσουμε ἀκόμη καὶ βουνά.
Θὰ ἐρωτήσει ἴσως κάποιος. Μήπως ὁ Φίλιππος μὲ τὸ πρακτικό του μυαλὸ πείσθηκε ἀπόλυτα γιὰ τὴν δύναμη αὐτοῦ τοῦ παράγοντα, ποῦ λέγεται πίστη, μὲ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ ἐκείνου τοῦ πλήθους μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε; Δυστυχῶς, ὄχι ἀπόλυτα καὶ ἀμέσως. Αὐτὸ μᾶς τὸ βεβαιώνει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Καὶ σ’ αὐτό, τὸ ἴδιο πρακτικὸ μυαλὸ ἐκδηλώθηκε καὶ πάλι.
Ἦταν ἡ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Γιὰ τελευταία φορὰ πρὸ τοῦ Πάθους Του δειπνεῖ ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητές Του. Γύρω ἀπὸ τὸ πασχαλινὸ τραπέζι κάθονται ὅλοι. Μὲ τὶς ὁμιλίες Του καὶ τὶς διδαχές Του ὁ Κύριος προσπαθεῖ νὰ προπαρασκευάσει τοὺς μαθητές Του γιὰ τὰ ὅσα ἔμελλαν σὲ λίγο νὰ ἀκολουθήσουν. Ἡ ὅλη ἀτμόσφαιρα παίρνει τὸν χαρακτήρα μιᾶς ἀποχαιρετιστήριας τελετῆς. Μιᾶς τελετῆς κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητές του οὐράνιες ἀλήθειες. Τοὺς λέγει πὼς προτοῦ ξημερώσει κάποιος μαθητὴς θὰ Τὸν προδώσει, οἱ ἄλλοι θὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν καὶ αὐτὸς ὁ Πέτρος, ποὺ Τοῦ ὑποσχόταν ἀγάπη μέχρι θανάτου, καὶ αὐτὸς θὰ Τὸν ἀρνιόταν.
Ὁ Κύριος ὅμως ποτὲ δὲν θὰ τοὺς ἐγκατέλειπε. «Δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω, τοὺς εἶπε, ὀρφανούς. Γι’ αὐτὸ μὴ ταράσσεσθε. Θὰ δοκιμάσετε βαθιὰ λύπη μὲ τὴν φυγή μου ἀπὸ κοντά σας, ὅμως σύντομα ἡ λύπη σας θὰ μετατραπεῖ σὲ χαρά.
Φεύγω γιὰ τὸν Πατέρα μου. Πάω στὸ σπίτι μου. Πάω νὰ ἑτοιμάσω ἐκεῖ τόπο καὶ γιὰ σᾶς. Τὸ μέρος στὸ ὁποῖο πηγαίνω τώρα, τὸ ξέρετε καὶ ἐσεῖς. Ξέρετε ἀκόμη καὶ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ».
Σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο ὁ Θωμᾶς τὸν διέκοψε γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Κύριε, δὲν ξέρουμε ποὺ πηγαίνεις καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ξέρουμε τὸν δρόμο;» Τὴν στιγμὴ αὐτὴ ὁ Φίλιππος, ποῦ παρακολουθοῦσε μὲ ἐνδιαφέρον τὴν ὅλη συζήτηση, σπεύδει νὰ διακόψει λέγοντας; «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν» (Ἰωάν. ιδ’ 8). Κύριε, εἶπες, πὼς θὰ πᾶς στὸν Πατέρα σου. Δεῖξε μας μὲ μιὰ ἀποκαλυπτικὴ ὀπτασία τὸν Πατέρα Σου καὶ τὴν δόξα Του, ὥστε νὰ Τὸν δοῦμε καὶ ἐμεῖς ὅπως παλιὰ τὸν εἶδαν ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἠσαΐας καὶ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ αὐτό. Δὲν θέλουμε περισσότερα. Τὸ πρακτικὸ μυαλὸ τοῦ Φιλίππου αὐτὸ ζητοῦσε.
Βαθιὰ εὐγνωμοσύνη ὅμως πρέπει νὰ νοιώθει κάθε καρδιὰ στὸν ζηλωτὴ Ἀπόστολο, γιατί μὲ τὴν ἁπλότητά του, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸν Κύριο νὰ διακηρύξει γιὰ τὸ πρόσωπό Του: «Τοσούτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; Ὁ ἐωρακῶς ἐμέ, ἐώρακε τὸν Πατέρα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα;». (Ἰωάν. ιδ’ 9). Τόσο καιρὸ εἶμαι μαζί σας, Φίλιππε, καὶ ἀκόμη δὲν μὲ γνώρισες; Δὲν γνώρισες δηλαδὴ ὅτι εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ὅπως ὁ Πατέρας; Ἐκεῖνος ποὺ εἶδε ἐμένα καὶ ἐξετίμησε ὅπως πρέπει τὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς μου καὶ τὴν δράση μου τὴ θαυματουργική, εἶδε καὶ τὸν Πατέρα. Καὶ πῶς σὺ λέγεις: Δεῖξε μας τὸν Πατέρα;
Νὰ οἱ ἀδυναμίες τοῦ πρακτικοῦ πνεύματος. Οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς, ποὺ σκέπτονται μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀπαιτοῦν συνήθως ὑλικὲς ἀποδείξεις καὶ ζητοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς αἰσθήσεις τους γιὰ ὅλα τὰ θέματα. Ἡ παραγνώριση ὅμως τοῦ πνευματικοῦ παράγοντα ὁδηγεῖ πάντα σὲ λανθασμένα συμπεράσματα.
Τὰ πιὸ πάνω λόγια τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Φίλιππο ἀποτελοῦν φυσικὰ ἕνα λεπτὸ ἔλεγχο πρὸς τὸν ζηλωτὴ μαθητή. Περιλαμβάνουν ὅμως δογματικὴ διδασκαλία, ὑψίστης στ’ ἀλήθεια σημασίας. Τρία χρόνια κοντὰ στὸν Κύριο, καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε δὲν ἐπετρέπετο σ’ αὐτὸν νὰ ὑποβάλει τέτοιες ἐρωτήσεις. Ἂς τὸ δεχθοῦμε ὅμως καὶ αὐτό, σὰν μία παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία στὸν Κύριο νὰ ἀποκαλύψει τὶς ἀλήθειες αὐτές, ποὺ ὅσο καὶ ἂν πολεμήθηκαν ἀπὸ πλείστους αἱρετικοὺς δὲν παύουν νὰ παραμένουν καὶ σήμερα καὶ σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος καὶ τὸ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν δική μας τὴν σωτηρία ἀφῆκε τὴν δόξα τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβηκε στὴν γῆ σὰν ἄνθρωπος καὶ ἔγινε «ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα», γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσει ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν οὐρανό.
Μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὅλες αὐτὲς φυσικὰ οἱ ἀδυναμίες τῶν μαθητῶν πέρασαν. Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ ὁ Φίλιππος ξεκίνησε γιὰ νὰ μεταφέρει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας ἐκεῖ ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν κάλεσε. Μὲ πίστη καὶ ἐνθουσιασμὸ καὶ πυρωμένη καρδιὰ ὁ πνευματέμφορος αὐτὸς ἐργάτης τῆς νέας πίστεως συνοδευόμενος πάντα καὶ ἀπὸ τὸν φίλο του Βαρθολομαῖο καὶ τὴν ἀδελφή του Μαριάμνη προχώρησε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σὲ διάφορες πόλεις τῆς Λυδίας, τῆς Μυσίας καὶ τῆς Παρθίας. Λυδία καὶ Μυσία. Ἐπαρχίες τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ Λυδία βρισκόταν πρὸς τὰ Ν.Δ. καὶ ἡ Μυσία στὰ βόρειά της Μ. Ἀσίας. Ἡ Παρθία ἦταν ὀρεινὴ χώρα στὰ νοτιανατολικὰ τῆς Κασπίας θάλασσας. Οἱ κάτοικοι Πάρθοι.
Παρὰ τὶς ἀφάνταστες δυσκολίες ποὺ συναντοῦσαν ὅπου πήγαιναν καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ ὁ διάβολος παρενέβαλλε στὸ ἔργο τους, ἐν τούτοις οἱ Ἀπόστολοι νικοῦσαν στὸ τέλος καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου προχωροῦσε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα.
Πολὺ συνέβαλαν στὴν προσπάθειά τους καὶ τὰ πολλὰ θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς χαρίτωσε ὁ Κύριος. Θαύματα θεραπείας διαφόρων ἀσθενειῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο:
Βρισκόταν ὁ Ἀπόστολος μὲ τὴν συνοδεία του στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας. Ἐκεῖ ὁ μισόκαλος διάβολος βλέποντας τὸν ἑαυτό του νικημένο, παρεκίνησε μερικοὺς νὰ συλλάβουν τὸν Ἀπόστολο καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Δεμένο τὸν ὁδήγησαν πρῶτα στὸ δικαστικὸ βουλευτήριο. Ἐκεῖ ὁ ἔπαρχος Ἀρίσταρχος σὰν τὸν εἶδε ἐφρύαξε κυριολεκτικά. Νομίζεις, τοῦ λέγει, πῶς μπορεῖς νὰ τρομάξεις καὶ ἐμένα μὲ τὶς μαγικές σου πράξεις;
Καὶ χωρὶς ἄλλο λόγο τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν σέρνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν βασανίζει. Στὴν ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ ἀσεβὴ ἔπαρχου ὁ Ἀπόστολος δὲν κρατήθηκε. Γιὰ νὰ τὸν σωφρονίσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δώσει ἕνα μάθημα καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸν βασανισμό του, φώναξε δυνατὰ κι εἶπε:
– Κύριε, γνωρίζω τὴν εὐσπλαγχνία σου. Ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιηθῶ γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ μοῦ γίνεται, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωφρονισθεῖ ὁ σκληρὸς αὐτὸς ἄρχοντας γιὰ ὅτι μοῦ κάμνει, μὰ καὶ νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ ἄλλοι τὴν δύναμή Σου καὶ νὰ ἰδοῦν, ὅτι δὲν εἶσαι μόνο ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τιμωρὸς τῶν κακῶν, δῶσε νὰ παραλύσει τοῦτο τὸ χέρι, ποὺ κτυπᾶ στὴν κεφαλή, ποὺ σὺ εὐλόγησες.
Μόλις τέλειωσε τὸν λόγο του ὁ θεῖος Ἀπόστολος τὸ θαῦμα ἔγινε. Βαριὰ τιμωρία κτύπησε τὸν ἀναιδὴ καὶ ἄδικο ἄρχοντα. Τὸ χέρι ξεράθηκε. Καὶ ἀκόμη τὸ ἕνα μάτι του τυφλώθηκε καὶ τὰ αὐτιά του κουφάθηκαν. Στὸ θέαμα αὐτὸ οἱ παρευρισκόμενοι τρόμαξαν καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Ἀπόστολο νὰ τὸν σπλαγχνιστεῖ καὶ νὰ τὸν ξανακάμει καλά. Στὴν παράκλησή τους ὁ ἀνεξίκακος μαθητὴς τόνισε:
– Ὁ ἄρχοντας μπορεῖ νὰ γίνει καλά, ἀρκεῖ τόσο αὐτός, ὅσο καὶ ἐσεῖς νὰ πιστέψετε στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ ἔστειλε καὶ ἔπαθε γιὰ μᾶς.
Μιὰ νεκρικὴ πομπή, ποὺ περνοῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, σταμάτησε ξαφνικά. Μερικοὶ μάλιστα ἀπ’ αὐτούς, ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ καὶ ἔτυχε νὰ εἶναι φίλοι κι ὁμοϊδεάτες τοῦ ἄρχοντα, στράφηκαν μὲ διάθεση ἐκδικήσεως στὸν Ἀπόστολο καὶ τοῦ εἶπαν εἰρωνικά:
— Ἂν ὁ Θεός σου μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τοῦτο τὸν νεκρό, ποὺ παίρνουμε νὰ θάψουμε, τότε νὰ Τὸν πιστέψουμε καὶ ἐμεῖς καὶ ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ ἄρχοντάς μας.
Συγκλονισμένος ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὴν πρότασή τους, σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἀφοῦ ἔκαμψε τὰ γόνατα, ἀνέπεμψε μυστικὰ μιὰ ὁλόθερμη προσευχή. Ὕστερα, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὸν νεκρὸ ποὺ βρισκόταν στὸ φέρετρο, τὸν κάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ εἶπε:
- Θεόφιλε, ὁ Παντοδύναμος Θεὸς σὲ διατάζει νὰ σηκωθεῖς καὶ ἐλεύθερα νὰ πεῖς ὅτι θέλεις.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Τὸ θαῦμα ἔγινε στὴν στιγμή. Ὁ νεκρὸς σηκώθηκε ἀπὸ τὸ φέρετρο, πετάχτηκε κάτω, καὶ ἀφοῦ γονάτισε μπροστὰ στὸν Ἀπόστολο τοῦ εἶπε μ’ ἕναν ἀναστεναγμὸ βαθιὰς ἀνακουφίσεως.
Σ’ εὐχαριστῶ, καλέ μου ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν σωτηρία ποὺ μοῦ χάρισες. Μερικοὶ μαῦροι καὶ ἀπαίσιοι μὲ ἔσερναν ἀπὸ τὰ χέρια, γιὰ νὰ μὲ ρίξουν στὴν Κόλαση. Ἡ παρέμβασή σου μὲ γλίτωσε. Θὰ ἔφευγα ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο ἁμαρτωλός, χωρὶς νὰ ξέρω τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι μία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ κηρύττεις εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Πιστεύω καὶ ἐγὼ στὸν Χριστὸ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή.
Τὸ θαῦμα συντάραξε τὰ πλήθη. Τὸ κάλεσμα τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ἡ ἀνάστασή του συνεκίνησε ὅσους βρίσκονταν ἐκεῖ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀναφώνησαν:
– Ἄνθρωπέ μας, πιστεύουμε, πὼς ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο Σὺ κηρύττεις, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Τώρα, βοήθησέ μας νὰ σωθοῦμε καὶ συγχώρησε καὶ τὸν ἄρχοντα.
Τότε ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κατάπαυσε μὲ τὸ χέρι του τὸν θόρυβο, παρήγγειλε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ νὰ κάμει τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὸν Ἀρίσταρχο καὶ νὰ ζητήσει τὴν βοήθεια τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ ἄρχοντας ἔκαμε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος καὶ ἡ θεραπεία ἀκολούθησε. Ὁ Ἀρίσταρχος ἔγινε ἀμέσως τελείως καλά. Τὸ ἀποτέλεσμα συγκινητικό. Πολλοὶ ζήτησαν καὶ βαπτίσθηκαν τὴν ἴδια ὥρα. Πρῶτος ὁ πατέρας τοῦ ἀναστηθέντος νεκροῦ, ποὺ λεγόταν Πρέφικτος καὶ ἦταν καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλεως. Μετὰ τὴν βάπτισή του ὁ ἀναγεννημένος πιὰ ἄνθρωπος ἔδωσε στὸν Ἀπόστολο τοὺς δώδεκα χρυσοὺς θεοὺς ποὺ εἶχε στὸ σπίτι του μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ὑπάρχοντά του, γιὰ νὰ τὰ διαμοιράσει στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει, ὅπως αὐτὸς ἔκρινε καλύτερα.
Πόσο ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀφήσει ἐλεύθερη τὴν καρδιά του νὰ τὴν καταυγάσει τὸ φῶς καὶ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ! Γι’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι ποὺ ἐφαρμόζεται ἀπόλυτα ὁ λόγος τοῦ ψαλμωδοῦ: «Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». (Ψαλμ. ος’ (οζ’) 11). Ναί! Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωση καὶ μεταβολὴ ποὺ γίνεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἔργο τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ χρόνια πολλὰ συνέχισε ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ὁμάδα τὸ ἀνορθωτικὸ καὶ σωστικὸ ἔργο της στὶς διάφορες πόλεις τῶν ἐπαρχιῶν ποὺ ἀναφέραμε. Τὰ ἀποτελέσματα, στ’ ἀλήθεια, θαυμαστά. Ὅπου «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20). Ἐκεῖ ποὺ πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, δόθηκε πολὺ πιὸ ἄφθονη ἡ χάρη. Ἐκεῖ ποὺ ἡ ἁμαρτία εἶχε σχεδὸν ἀποκτηνώσει τὰ θύματά της, ἕνας καινούργιος κόσμος ἀναγεννᾶται. Ὁ κόσμος τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης. Ὁ κόσμος ὁ ὄμορφος, ὁ ἀγγελικὰ πλασμένος. Ὁ κόσμος τῆς ἀρετῆς. Ἡ ἄλλοτε χριστιανικὴ Μ. Ἀσία.
Ἔφτασε ὅμως ὁ καιρὸς νὰ ἐπικυρώσει ὁ θεῖος Ἀπόστολος τὰ ὅσα δίδασκε καὶ μὲ τὴν θυσία τῆς ζωῆς του. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ μαρτυρήσει. Ἐκεῖ στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας μία ἡμέρα ποὺ δίδασκε, μερικοὶ φανατικοὶ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν σκληρά, τὸν ὁδήγησαν στοὺς ἄρχοντες. Μιὰ ψευτοδίκη κατέληξε στὴν ἀπόφαση ὁ Ἀπόστολος νὰ θανατωθεῖ. Οἱ δήμιοι, ποὺ περίμεναν, ἅρπαξαν τὸν Φίλιππο, τοῦ ἔδεσαν τοὺς ἀστραγάλους καὶ τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα δένδρο μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Ὕστερα πῆραν καὶ τὸν Βαρθολομαῖο καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν καὶ αὐτόν, τὸν κρέμασαν. Τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο τὸν σταύρωσαν. Ἡ ἀδελφή του Μαριάμνη μὲ πόνο ψυχῆς παρακολουθεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ τοῦ ἄλλου Ἀποστόλου καὶ προσεύχεται νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ὑπομονή.
Ἕνας σεισμὸς ποὺ ἔγινε τὴν ὥρα ἐκείνη ἔδειξε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἀλλεπάλληλες δονήσεις ποὺ ἔγιναν σὲ ὁλόκληρη τὴν χώρα κατατρόμαξαν τὰ πλήθη ποὺ ἔτρεξαν μὲ δάκρυα νὰ ζητήσουν συγχώρηση ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Κύριος στὶς παρακλήσεις τῶν ἐργατῶν του σταμάτησε τὸ σεισμὸ καὶ μὲ μία θαυμαστὴ ὀπτασία τοὺς ἔδωκε μία ἀκόμη ἀπόδειξη τῆς θείας του δυνάμεως. Μιὰ σκάλα παρουσιάστηκε ἐκεῖ νὰ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν Οὐρανό. Τὰ πλήθη ἔτρεξαν καὶ κατέβασαν τὸ Βαρθολομαῖο ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν κρεμασμένος.
Ὅταν θέλησαν νὰ κατεβάσουν καὶ τὸν Φίλιππο ἀπὸ τὸν Σταυρό, αὐτὸς δὲν δέχθηκε, ἀλλὰ συνέχισε νὰ διδάσκει τὰ πλήθη ποὺ ἦσαν γύρω καὶ νὰ τὰ προτρέπει νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Διδάσκοντας ἄφησε τὴν ἁγία του ψυχὴ νὰ πετάξει στὸν οὐρανό, στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητας. Ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος καὶ ἡ Μαριάμνη πῆραν τὸ τίμιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν, μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ραίνοντάς το μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τους. Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ἀποστόλου γιὰ πολλὰ χρόνια στόλισε τὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ εἶχε κτισθεῖ στὴν Ἱεράπολη πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου. Ἡ δὲ ἁγία κάρα του τιμήθηκε ἀπὸ διάφορους αὐτοκράτορες, ὅπως τὸν Θεοδόσιο, τὸν Ἡράκλειο καὶ ἄλλους μὲ τὶς βασιλικὲς σφραγίδες τους.
Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων ἀπὸ τοὺς Λατίνους κατὰ τὸ 1204 τὸ σεπτὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια φυλασσόταν στὸ χωριὸ Ἄρσος, τὸ χωριὸ αὐτὸ λέγεται ἐπίσημα καὶ Ἀρσινόη τῆς Πάφου, στὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ κτίστηκε ἐκεῖ πρὸς τιμὴ τοῦ Ἀποστόλου. Ἀργότερα ἕνα μέρος τῶν λειψάνων γιὰ εὐλογία διανεμήθηκε σὲ διάφορα μέρη. Ἡ θήκη δὲ μὲ τὴν ἱερὴ κάρα πρὸ τοῦ 1788 γιὰ μεγαλύτερη, τάχατες, ἀσφάλεια μετακομίσθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σταυροῦ στὸ Ὅμοδος. Ἐκεῖ φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Σὲ χρόνια περασμένα, ποὺ τὸ νησί μας μέσα στὰ τόσα ἄλλα τὸ ἔδερνε καὶ ἐπιδημία ἀκρίδων, οἱ πατέρες μας μετέφεραν τὴν θήκη μὲ τὴν ἁγία κάρα μέχρι τὴ Μεσαορία καὶ ἔκαμναν ἁγιασμό, καὶ ἐράντιζαν τὰ σπαρτὰ καὶ τὰ δένδρα, γιὰ νὰ τὰ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ αὐτὴ μάστιγα.
Θαύματα πολλὰ γίνονται καὶ στὶς ἡμέρες μας σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ βαθιὰ πίστη καταφεύγουν στὸν Κύριο καὶ μὲ εὐλάβεια ἐκζητοῦν τὴ μεσιτεία τοῦ πνευματέμφορου Ἀποστόλου.
Σὲ κείνους ποὺ γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο δυσκολεύονται ν’ ἀποδεχθοῦν τούτη τὴν ἀλήθεια καὶ προτιμοῦν νὰ ζοῦν μὲ τὶς ἀμφιβολίες καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις, τοὺς ὑπενθυμίζουμε μὲ ἀγάπη μία ὑπόδειξη πολὺ ἀποτελεσματική, ποὺ ἔκαμε κάποτε ὁ φλογερὸς Ἀπόστολός μας στὸν φίλο του Ναθαναήλ. Στὴν δυσκολία του ν’ ἀποδεχθεῖ καὶ αὐτὸς τὴν πληροφορία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία, ποὺ μὲ λαχτάρα περίμεναν ὅλες οἱ εὐλαβεῖς ψυχές, ὁ Φίλιππος μὲ ἁπλότητα ὑπέδειξε τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε». Τὴν ἴδια αὐτὴ ὑπόδειξη ἀπευθύνει καὶ σήμερα στὸν καθένα μας ὁ πρακτικὸς Ἀπόστολος. Εἶναι μία συμβουλὴ γιὰ ἕνα θετικὸ πειραματισμό. Εἶναι καὶ μία πρόσκληση συγχρόνως νὰ δοκιμάσει ὁ κάθε ἄνθρωπος τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ζωή.
«Ἔρχου καὶ ἴδε». Τρεῖς λέξεις μὲ ὑπέροχη σημασία. «Ἔρχου». Ἄνθρωπε, διψᾶς νὰ γνωρίσεις τὴν ἀλήθεια; Ἔλα. Πλησίασε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». (Ἰωάν. ιδ’ 6), διακηρύττει ὁ ἴδιος.
Ἡ προσωπικὴ γνωριμία σου μὲ τὸν Χριστὸ θὰ σὲ πείσει ἀπόλυτα ὅτι ἡ διδασκαλία Του εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια ποὺ λύει ὅλα τὰ μεγάλα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ξεκουράζει τὴν ψυχή. Τὸν ἥλιο δὲν τὸν χαίρεται ποτὲ κάποιος σὰν μένει ἑρμητικὰ κλειστὸς σ’ ἕνα δωμάτιο. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀνοίξει τὸ παράθυρο. Καὶ τὸν Χριστὸ δὲν μπορεῖ κανένας νὰ Τὸν καταλάβει ἀπὸ μακριά. Πρέπει νὰ πλησιάσει. Καὶ νὰ δεῖ καὶ νὰ γνωρίσει. Πρέπει νὰ λουσθεῖ στὶς ζωογόνες Του ἀκτίνες. Κάτι περισσότερο. Πρέπει νὰ ζήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποτάξει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ θέλημά του στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ λέγει σὰν τὸν Παῦλο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ἔλα, λοιπόν, ἀδελφέ μου, καὶ «ἴδε». Ὅταν μὲ τέτοιες διαθέσεις πλησιάσουμε τὸν Χριστό, τότε θὰ δοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὰ μάτια μας καὶ θὰ διακηρύξουμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῶν πνευμόνων μας αὐτὸ ποὺ διακήρυξε καὶ ὁ ἁγνὸς στὴν ψυχὴ Ναθαναήλ: «ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. α’ 50). Διδάσκαλε, στ’ ἀλήθεια, σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ.
Ὅσο πιὸ γρήγορα ὁ καθένας μας σπεύσει νὰ ἀποδεχθεῖ τούτη τὴ σωστικὴ ἀλήθεια καὶ νὰ πλησιάσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν πιστεύσει γιὰ Θεὸ καὶ Σωτήρα του, τόσο καὶ πιὸ γρήγορα ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν λαβύρινθο στὸν ὁποῖο οἱ ἴδιοι κλειστήκαμε. Νὰ βγοῦμε, γιὰ νὰ ξαναδοῦμε τὸ φῶς τῆς ζωῆς, καὶ νὰ γευτοῦμε τὴν χαρὰ καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸ ἄγχος ποὺ μᾶς δέρνει, μὰ καὶ τὸν φόβο μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς αὐτοκαταστροφῆς.
Ἡ χάρις τοῦ Τριαδικοῦ θεοῦ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Φιλίππου, τοῦ ὁποίου ἡ θήκη τῶν λειψάνων χρόνια τώρα ἁγιάζει τὸ εὐλογημένο νησί μας, νὰ χαρίσει στὴν Κύπρο μας τὸ ταχύτερο τὴν ποθητὴ ἐλευθερία. Ναί! τὴν ἐλευθερία. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν στοὺς ἀγνοούμενούς μας τὴν ἐπιστροφὴ στὶς οἰκογένειές τους, στοὺς πρόσφυγές μας τὴν χαρὰ τοῦ γυρισμοῦ στὰ σπίτια τους καὶ τὰ χωριά τους καὶ στὸν φιλόθρησκο λαό μας πλούσιες τὶς δωρεὲς καὶ εὐλογίες Του. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν, τοῦ Παρακλήτου, εἰσδεξάμενος, πυρὸς ἐν εἴδει, παγκοσμίως ὡς ἀστὴρ ἀνατέταλκας, καὶ τῆς ἀγνοίας τὸν ζόφον διέλυσας, τῇ θείᾳ αἴγλῃ Ἀπόστολε Φίλιππε. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ δεόμεθα, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὁ μαθητὴς καὶ φίλος σου, καὶ μιμητὴς τοῦ πάθους σου, τῇ οἰκουμένῃ Θεόν σε ἐκήρυξεν, ὁ θεηγόρος Φίλιππος. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, ἐξ ἐχθρῶν παρανόμων τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου συντήρησον Πολυέλεε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐν τῷ Υἱῷ τῷ Πατρικῷ φωτὶ ἑώρακας
Πατρὸς τὴν δόξαν ὡς τοῦ Πνεύματος κειμήλιον
Καθὰ ᾔτησας Ἀπόστολε θεορρῆμον.
Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς Χριστοῦ συγκαταβάσεως
Πολύτροπον συμφορῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις ἔνδοξε Φίλιππε.
Μεγαλυνάριον.
Φίλος καὶ Ἀπόστολος εὐκλεής, τοῦ καὶ μέχρι δούλου, κενωθέντος ἀναδειχθείς, Φίλιππε θεόπτα, ἐκήρυξας ἐν κόσμῳ, τὴν τούτου ὑπὲρ λόγον, ἄρρητον κένωσιν.
Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων ἀπὸ τοὺς Λατίνους κατὰ τὸ 1204 τὸ σεπτὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια φυλασσόταν στὸ χωριὸ Ἄρσος, τὸ χωριὸ αὐτὸ λέγεται ἐπίσημα καὶ Ἀρσινόη τῆς Πάφου, στὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ κτίστηκε ἐκεῖ πρὸς τιμὴ τοῦ Ἀποστόλου. Ἀργότερα ἕνα μέρος τῶν λειψάνων γιὰ εὐλογία διανεμήθηκε σὲ διάφορα μέρη. Ἡ θήκη δὲ μὲ τὴν ἱερὴ κάρα πρὸ τοῦ 1788 γιὰ μεγαλύτερη, τάχατες, ἀσφάλεια μετακομίσθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σταυροῦ στὸ Ὅμοδος. Ἐκεῖ φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Σὲ χρόνια περασμένα, ποὺ τὸ νησί μας μέσα στὰ τόσα ἄλλα τὸ ἔδερνε καὶ ἐπιδημία ἀκρίδων, οἱ πατέρες μας μετέφεραν τὴν θήκη μὲ τὴν ἁγία κάρα μέχρι τὴ Μεσαορία καὶ ἔκαμναν ἁγιασμό, καὶ ἐράντιζαν τὰ σπαρτὰ καὶ τὰ δένδρα, γιὰ νὰ τὰ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ αὐτὴ μάστιγα.
Θαύματα πολλὰ γίνονται καὶ στὶς ἡμέρες μας σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ βαθιὰ πίστη καταφεύγουν στὸν Κύριο καὶ μὲ εὐλάβεια ἐκζητοῦν τὴ μεσιτεία τοῦ πνευματέμφορου Ἀποστόλου.
Σὲ κείνους ποὺ γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο δυσκολεύονται ν’ ἀποδεχθοῦν τούτη τὴν ἀλήθεια καὶ προτιμοῦν νὰ ζοῦν μὲ τὶς ἀμφιβολίες καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις, τοὺς ὑπενθυμίζουμε μὲ ἀγάπη μία ὑπόδειξη πολὺ ἀποτελεσματική, ποὺ ἔκαμε κάποτε ὁ φλογερὸς Ἀπόστολός μας στὸν φίλο του Ναθαναήλ. Στὴν δυσκολία του ν’ ἀποδεχθεῖ καὶ αὐτὸς τὴν πληροφορία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία, ποὺ μὲ λαχτάρα περίμεναν ὅλες οἱ εὐλαβεῖς ψυχές, ὁ Φίλιππος μὲ ἁπλότητα ὑπέδειξε τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε». Τὴν ἴδια αὐτὴ ὑπόδειξη ἀπευθύνει καὶ σήμερα στὸν καθένα μας ὁ πρακτικὸς Ἀπόστολος. Εἶναι μία συμβουλὴ γιὰ ἕνα θετικὸ πειραματισμό. Εἶναι καὶ μία πρόσκληση συγχρόνως νὰ δοκιμάσει ὁ κάθε ἄνθρωπος τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ζωή.
«Ἔρχου καὶ ἴδε». Τρεῖς λέξεις μὲ ὑπέροχη σημασία. «Ἔρχου». Ἄνθρωπε, διψᾶς νὰ γνωρίσεις τὴν ἀλήθεια; Ἔλα. Πλησίασε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». (Ἰωάν. ιδ’ 6), διακηρύττει ὁ ἴδιος.
Ἡ προσωπικὴ γνωριμία σου μὲ τὸν Χριστὸ θὰ σὲ πείσει ἀπόλυτα ὅτι ἡ διδασκαλία Του εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια ποὺ λύει ὅλα τὰ μεγάλα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ξεκουράζει τὴν ψυχή. Τὸν ἥλιο δὲν τὸν χαίρεται ποτὲ κάποιος σὰν μένει ἑρμητικὰ κλειστὸς σ’ ἕνα δωμάτιο. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀνοίξει τὸ παράθυρο. Καὶ τὸν Χριστὸ δὲν μπορεῖ κανένας νὰ Τὸν καταλάβει ἀπὸ μακριά. Πρέπει νὰ πλησιάσει. Καὶ νὰ δεῖ καὶ νὰ γνωρίσει. Πρέπει νὰ λουσθεῖ στὶς ζωογόνες Του ἀκτίνες. Κάτι περισσότερο. Πρέπει νὰ ζήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποτάξει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ θέλημά του στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ λέγει σὰν τὸν Παῦλο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ἔλα, λοιπόν, ἀδελφέ μου, καὶ «ἴδε». Ὅταν μὲ τέτοιες διαθέσεις πλησιάσουμε τὸν Χριστό, τότε θὰ δοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὰ μάτια μας καὶ θὰ διακηρύξουμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῶν πνευμόνων μας αὐτὸ ποὺ διακήρυξε καὶ ὁ ἁγνὸς στὴν ψυχὴ Ναθαναήλ: «ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. α’ 50). Διδάσκαλε, στ’ ἀλήθεια, σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ.
Ὅσο πιὸ γρήγορα ὁ καθένας μας σπεύσει νὰ ἀποδεχθεῖ τούτη τὴ σωστικὴ ἀλήθεια καὶ νὰ πλησιάσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν πιστεύσει γιὰ Θεὸ καὶ Σωτήρα του, τόσο καὶ πιὸ γρήγορα ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν λαβύρινθο στὸν ὁποῖο οἱ ἴδιοι κλειστήκαμε. Νὰ βγοῦμε, γιὰ νὰ ξαναδοῦμε τὸ φῶς τῆς ζωῆς, καὶ νὰ γευτοῦμε τὴν χαρὰ καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸ ἄγχος ποὺ μᾶς δέρνει, μὰ καὶ τὸν φόβο μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς αὐτοκαταστροφῆς.
Ἡ χάρις τοῦ Τριαδικοῦ θεοῦ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Φιλίππου, τοῦ ὁποίου ἡ θήκη τῶν λειψάνων χρόνια τώρα ἁγιάζει τὸ εὐλογημένο νησί μας, νὰ χαρίσει στὴν Κύπρο μας τὸ ταχύτερο τὴν ποθητὴ ἐλευθερία. Ναί! τὴν ἐλευθερία. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν στοὺς ἀγνοούμενούς μας τὴν ἐπιστροφὴ στὶς οἰκογένειές τους, στοὺς πρόσφυγές μας τὴν χαρὰ τοῦ γυρισμοῦ στὰ σπίτια τους καὶ τὰ χωριά τους καὶ στὸν φιλόθρησκο λαό μας πλούσιες τὶς δωρεὲς καὶ εὐλογίες Του. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν, τοῦ Παρακλήτου, εἰσδεξάμενος, πυρὸς ἐν εἴδει, παγκοσμίως ὡς ἀστὴρ ἀνατέταλκας, καὶ τῆς ἀγνοίας τὸν ζόφον διέλυσας, τῇ θείᾳ αἴγλῃ Ἀπόστολε Φίλιππε. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ δεόμεθα, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὁ μαθητὴς καὶ φίλος σου, καὶ μιμητὴς τοῦ πάθους σου, τῇ οἰκουμένῃ Θεόν σε ἐκήρυξεν, ὁ θεηγόρος Φίλιππος. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, ἐξ ἐχθρῶν παρανόμων τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου συντήρησον Πολυέλεε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐν τῷ Υἱῷ τῷ Πατρικῷ φωτὶ ἑώρακας
Πατρὸς τὴν δόξαν ὡς τοῦ Πνεύματος κειμήλιον
Καθὰ ᾔτησας Ἀπόστολε θεορρῆμον.
Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς Χριστοῦ συγκαταβάσεως
Πολύτροπον συμφορῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις ἔνδοξε Φίλιππε.
Μεγαλυνάριον.
Φίλος καὶ Ἀπόστολος εὐκλεής, τοῦ καὶ μέχρι δούλου, κενωθέντος ἀναδειχθείς, Φίλιππε θεόπτα, ἐκήρυξας ἐν κόσμῳ, τὴν τούτου ὑπὲρ λόγον, ἄρρητον κένωσιν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Φωτός λαμπρόν κήρυκα νυν όντως μέγαν,
Πηγή φάους άδυτον άγει προς φέγγος.
Δεινὸς θεολόγος καὶ διαπρεπέστατος ρήτορας καὶ φιλόσοφος ὁ Γρηγόριος. Δὲν γνωρίζουμε τὸ χρόνο καὶ τὸν τόπο τῆς γέννησής του. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως, στὸ ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε τὸ 1296 στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Συγκλητικὸ καὶ τὴν εὐσεβεστάτη Καλλονή). Ξέρουμε ὅμως, ὅτι κατὰ τὸ πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰώνα ἦταν στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀπ’ ὅπου καὶ ἀποσύρθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος χάρη ἡσυχότερης ζωῆς, καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἠθική του τελειοποίηση καὶ σὲ διάφορες μελέτες. Ὅταν ὅμως ξέσπασε ἡ περίφημη διχόνοια γιὰ τοὺς ἁγιορεῖτες Ἡσυχαστές, κατὰ τῶν ὁποίων ἐπετέθη ὁ μοναχὸς Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρίας, ὁ Γρηγόριος πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀναδείχτηκε ὁ ὀρθόδοξος ἡγέτης στὴν μεγάλη ἐκείνη θεολογικὴ πάλη. Τὸ ζητούμενο τῆς πάλης αὐτῆς ἦταν κυρίως τὸ μεθεκτικὸν ἢ ἀμέθεκτον τῆς θείας οὐσίας. Ὁ Γρηγόριος, ὁπλισμένος μὲ μεγάλη πολυμάθεια καὶ ἰσχυρὴ κριτικὴ γιὰ θέματα ἁγίων Γραφῶν, διέκρινε μεταξὺ θείας οὐσίας ἀμεθέκτου καὶ θείας ἐνεργείας μεθεκτής. Καὶ αὐτὸ τὸ στήριξε σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπικύρωσε τὴν ἑρμηνεία του μὲ τέσσερις Συνόδους. Στὴν τελευταία, ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1351, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παλαμᾶς. Ἀλλὰ ὁ Γρηγόριος ἔγραψε πολλὰ καὶ διάφορα θεολογικὰ ἔργα, περίπου 60.
Ἀργότερα ὁ Πατριάρχης Ἰσίδωρος, τὸν ἐξέλεξε ἀρχικὰ ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω ὅμως τῶν τότε ζητημάτων, ἀποχώρησε πρόσκαιρα στὴ Λῆμνο. Ἀλλὰ κατόπιν ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του.
Πέθανε τὸ 1360 καὶ τιμήθηκε ἀμέσως σὰν Ἅγιος. Ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος, ἔγραψε τὸ 1376 ἐγκωμιαστικὸ λόγο στὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ, μαζὶ καὶ ἀκολουθία. Καὶ ὅρισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ μνήμη του στὴ Β’ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν, ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε· τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης· ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη,
λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον
Θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα
Ἀνυμνοῦμέν σε Γρηγόριε θεορρῆμον.
Ἀλλ’ ὡς νοῦς νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος,
Πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον,
Ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.
Ἔτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Θεσσαλονίκη ἡ περίβλεπτος πόλις, τὴν σὴν ἁγίαν ἑορτάζουσα μνήμην, πρὸς εὐφροσύνην συγκαλεῖται ἅπαντας· ταύτης ποιμενάρχης γάρ, θεοφόρος ἐδείχθης, καὶ σοφὸς διδάσκαλος, Ἐκκλησίας ἁπάσης· χαριστηρίους ὅθεν σοι ᾠδάς, ᾄδομεν πάντες, Γρηγόριε μέγιστε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας λαμπρὸς φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης θεοειδής· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς ὄργανον θεῖον, καὶ θεολόγων στόμα, Πάτερ Γρηγόριε.
Ἀργότερα ὁ Πατριάρχης Ἰσίδωρος, τὸν ἐξέλεξε ἀρχικὰ ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω ὅμως τῶν τότε ζητημάτων, ἀποχώρησε πρόσκαιρα στὴ Λῆμνο. Ἀλλὰ κατόπιν ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του.
Πέθανε τὸ 1360 καὶ τιμήθηκε ἀμέσως σὰν Ἅγιος. Ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος, ἔγραψε τὸ 1376 ἐγκωμιαστικὸ λόγο στὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ, μαζὶ καὶ ἀκολουθία. Καὶ ὅρισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ μνήμη του στὴ Β’ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν, ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε· τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης· ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη,
λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον
Θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα
Ἀνυμνοῦμέν σε Γρηγόριε θεορρῆμον.
Ἀλλ’ ὡς νοῦς νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος,
Πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον,
Ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.
Ἔτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Θεσσαλονίκη ἡ περίβλεπτος πόλις, τὴν σὴν ἁγίαν ἑορτάζουσα μνήμην, πρὸς εὐφροσύνην συγκαλεῖται ἅπαντας· ταύτης ποιμενάρχης γάρ, θεοφόρος ἐδείχθης, καὶ σοφὸς διδάσκαλος, Ἐκκλησίας ἁπάσης· χαριστηρίους ὅθεν σοι ᾠδάς, ᾄδομεν πάντες, Γρηγόριε μέγιστε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας λαμπρὸς φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης θεοειδής· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς ὄργανον θεῖον, καὶ θεολόγων στόμα, Πάτερ Γρηγόριε.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ὑδραῖος
Ύδρα ανύδρω νυν ρέει ύδωρ ξένον,
Tων ιαμάτων εκ σορού Kωνσταντίνου.
Γεννήθηκε στὴν Ὕδρα καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μιχαήλ, ἡ δὲ μητέρα τοῦ Μαρίνα. Δεκαοκτὼ χρονῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ὕδρα καὶ πῆγε στὴ Ρόδο, κοντὰ στὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα Χασᾶν Καπετάν. Ἐκεῖ ὁ Κωνσταντῖνος παρασύρθηκε καὶ ἐξισλαμίστηκε, μὲ τὸ ὄνομα Χασᾶν. Καὶ γιὰ τρία χρόνια ἀπολάμβανε μεγάλες τιμές.
Ἀργότερα ὅμως, συναισθάνθηκε τὸ ὀλίσθημά του καὶ ἄρχισε νὰ μετανοεῖ. Ἔκανε ἐλεημοσύνες καὶ ἔκλαψε πικρά. Τελικά, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει. Βρῆκε λοιπὸν κάποιο πνευματικό, ἐξομολογήθηκε καὶ ζήτησε τὴν εὐχή του νὰ μαρτυρήσει. Ὁ πνευματικός του ὅμως τὸν ἀπέτρεψε, διότι φοβήθηκε τὸ νεαρό της ἡλικίας του. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔκανε ὑπακοή, ἐγκατέλειψε τὴν Ρόδο καὶ πῆγε στὴν πόλη Κρίμι, κατόπιν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὴν Μονὴ Ἰβήρων, προετοιμάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν πατέρων ἦλθε στὴ Ρόδο. Ἐκεῖ, παρουσιάστηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν φρικτά. Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 14 Νοεμβρίου 1800.
Σήμερα, στὴ γενέτειρά του τὴν Ὕδρα, ὑπάρχει λαμπρότατος Ναὸς στὸ ὄνομά του, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ ἱερό του λείψανο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν λαμπρὸν γόνον Ὕδρας καὶ τῆς Ῥόδου τὸ καύχημα, καὶ Νεομαρτύρων τὸ κλέος Κωνσταντῖνον τιμήσωμεν, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν μνήμην ἐκτελοῦντες τὴν αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν πλουσίαν τὴν ἀμοιβήν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, σὲ στεφανώσαντι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὁμολογήσας τὸν Χριστὸν εὐτόλμῳ στόματι
Τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ τὴ ἀπάτην ἐθριάμβευσας
Νεομάρτυς Κωνσταντῖνε στερρῶς ἀθλήσας.
Ἀλλ’ ὡς μέτοχος ἐπάθλων ὑπὲρ ἔννοιαν
Πάσης βλάβης ἀπολύτρωσαι καὶ θλίψεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μάρτυς ἀήττητε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ὁ μιμητής, Μάρτυς Κωνσταντῖνε, καὶ ἰσότιμος ἀληθῶς· σὺ γὰρ ἐν ὑστέροις, καιροῖς ἀνδραγαθήσας, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, ἀπείροις χάρισι.
Ἀργότερα ὅμως, συναισθάνθηκε τὸ ὀλίσθημά του καὶ ἄρχισε νὰ μετανοεῖ. Ἔκανε ἐλεημοσύνες καὶ ἔκλαψε πικρά. Τελικά, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει. Βρῆκε λοιπὸν κάποιο πνευματικό, ἐξομολογήθηκε καὶ ζήτησε τὴν εὐχή του νὰ μαρτυρήσει. Ὁ πνευματικός του ὅμως τὸν ἀπέτρεψε, διότι φοβήθηκε τὸ νεαρό της ἡλικίας του. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔκανε ὑπακοή, ἐγκατέλειψε τὴν Ρόδο καὶ πῆγε στὴν πόλη Κρίμι, κατόπιν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὴν Μονὴ Ἰβήρων, προετοιμάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν πατέρων ἦλθε στὴ Ρόδο. Ἐκεῖ, παρουσιάστηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν φρικτά. Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 14 Νοεμβρίου 1800.
Σήμερα, στὴ γενέτειρά του τὴν Ὕδρα, ὑπάρχει λαμπρότατος Ναὸς στὸ ὄνομά του, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ ἱερό του λείψανο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν λαμπρὸν γόνον Ὕδρας καὶ τῆς Ῥόδου τὸ καύχημα, καὶ Νεομαρτύρων τὸ κλέος Κωνσταντῖνον τιμήσωμεν, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν μνήμην ἐκτελοῦντες τὴν αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν πλουσίαν τὴν ἀμοιβήν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, σὲ στεφανώσαντι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὁμολογήσας τὸν Χριστὸν εὐτόλμῳ στόματι
Τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ τὴ ἀπάτην ἐθριάμβευσας
Νεομάρτυς Κωνσταντῖνε στερρῶς ἀθλήσας.
Ἀλλ’ ὡς μέτοχος ἐπάθλων ὑπὲρ ἔννοιαν
Πάσης βλάβης ἀπολύτρωσαι καὶ θλίψεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μάρτυς ἀήττητε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ὁ μιμητής, Μάρτυς Κωνσταντῖνε, καὶ ἰσότιμος ἀληθῶς· σὺ γὰρ ἐν ὑστέροις, καιροῖς ἀνδραγαθήσας, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, ἀπείροις χάρισι.
Ὁ Ἅγιος Στάχυς Ἐπίσκοπος Ἱεραπολεως
Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου καὶ στὴν βιογραφία τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, ἀναφέρεται ὅτι μετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ, ὁ συνοδεύων αὐτὸν Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος, ἔκανε τὸν Στάχυ ἐπίσκοπο Ἱεραπόλεως. Σ’ ἄλλους ὅμως Συναξαριστές, τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται.
Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ὁ Νεομάρτυρας ἐν Κρήτῃ
Καταγόταν ἀπὸ τὶς Σπέτσες καὶ μαρτύρησε στὴν Κρήτη τὸ 1848.
Καταγόταν ἀπὸ τὶς Σπέτσες καὶ μαρτύρησε στὴν Κρήτη τὸ 1848.
Ὁ Ἅγιος Εὐφημιανὸς ὁ Θαυματουργός
Ἕνας ἀκόμη ἀθλητὴς τοῦ μεγάλου καὶ δύσκολου ἀγώνα, ποὺ εἶναι γνωστὸς ὡς «ἀγώνας τῆς ἐρήμου», εἶναι κι ὁ Ἅγιος Εὐφημιανός.
Ἦρθε καὶ αὐτὸς στὸ νησί μας ἀπ’ ἔξω.
Ἦρθε μαζὶ μ’ ἄλλους τριακόσιους ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὴν Ἀλαμανία.
Ἦταν καὶ αὐτός, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, Ἕλληνας ποὺ ἐργαζόταν ἐκεῖ.
Τὸ κήρυγμα τῶν ἀνθρώπων τοῦ πάπα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὰ μέσα περίπου τοῦ 12ου αἰώνα, ποὺ καλοῦσε τοὺς χριστιανοὺς σὲ ἐκστρατεία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπὸ τὰ χέρια τῶν μωαμεθανῶν, συγκινοῦσε πολλῶν τὶς καρδιές. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Εὐφημιανός, ποὺ μὲ πολλοὺς ἄλλους Ἕλληνες ξεσηκώθηκαν, ἀφήκαν τὶς δουλειές τους καὶ στρατεύθηκαν γιὰ τὸν ἱερὸ ἐκεῖνο ἀγώνα. Τούτη ἡ ἐκστρατεία ποὺ εἶναι γνωστὴ σὰν Β’ Σταυροφορία 1147 – 1149 διαλύθηκε προτοῦ ἀκόμη φθάσει στὴν Παλαιστίνη.
Οἱ Ἕλληνες, ποὺ ἦσαν στὴ στρατιὰ αὐτὴ μὲ ἀρχηγὸ κάποιον Αὐξέντιο, τὸν γνωστὸ Ἅγιο Αὐξέντιο, ἀποφάσισαν νὰ συνεχίσουν μόνοι τους τὴν πορεία πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ τὰ κρατοῦσαν ἀκόμη χριστιανοὶ Εὐρωπαῖοι. Ποθοῦσαν νὰ πᾶνε ἐκεῖ γιὰ νὰ προσκυνήσουν στὰ Ἅγια μέρη ποὺ περπάτησε, δίδαξε, θαυματούργησε καὶ ἀπέθανε ὁ Κύριός μας. Καὶ τὸ ἔκαμαν.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τοῦ ἱεροῦ τούτου πόθου τους οἱ ἀθλητὲς ἀποφάσισαν νὰ σκορπισθοῦν ἐκεῖ στὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνου καὶ νὰ ἀσκητέψουν. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ μωαμεθανοί, ὅπως καὶ οἱ Λατίνοι ποὺ ἦσαν ἐκεῖ τοὺς ἐνοχλοῦσαν διαρκῶς, μιὰ μέρα μαζεύτηκαν ὅλοι καὶ πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ φύγουν. Κατέβηκαν στὴν παραλία, βρῆκαν ἕνα καράβι ποὺ ἔφευγε γιὰ τὴν Κύπρο καὶ μπῆκαν σ’ αὐτό. Τὸ καράβι ὅμως, ὅταν ἔφτασε στὴν Πάφο, ἐξ αἰτίας δυνατῆς τρικυμίας συνετρίβη πάνω στοὺς βράχους. Εὐτυχῶς οἱ ἐπιβαίνοντες σώθηκαν ὅλοι, καθισμένοι πάνω σὲ κομμάτια ξύλα τοῦ καραβιοῦ καὶ μ’ αὐτὰ βγῆκαν στὰ Παφιακὰ ἀκρογιάλια. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀφοῦ συνεσκέφθηκαν τί νὰ κάμουν, κατέληξαν στὴν ἀπόφαση νὰ διασκορπιστοῦν στὸ νησὶ καὶ νὰ ἀσκητέψει ὁ καθένας ὅπου βρεῖ κατάλληλο μέρος. Καὶ τὸ πραγματοποίησαν.
Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς στὸ χρονικό του νὰ τί γράφει γι’ αὐτούς:
«Ὅταν οἱ Σαρακηνοὶ ἐπῆραν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, τότε βγῆκαν οἱ πτωχοὶ οἱ χριστιανοὶ ἀποὺ ἐγλυτώσαν καὶ ἐπῆγαν ὅπου ηὔραν καταφύγιν. Ἤσαν ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, καὶ ἐπῆγαν ὅπου φτάσαν καὶ ἦρταν καὶ εἰς τὴν περίφημον Κύπρον μία συντροφιά, ὅπου ἤσαν τ’ (300) ὀνομάτοι, καὶ γροικώντα ὅτι Ἕλληνες ἐφεντεύγαν τὸν τόπον, διὰ τὸν φόβον ἐπῆγαν εἰς τὸ ἕνα μέρος καὶ εἰς τὸ ἄλλον καὶ ἐσγάψαν τὴν γῆν καὶ ἐμπήκαν μέσα καὶ ἐπροσεύχονταν τῷ Θεῷ καὶ ἦσαν δυὸ τρεῖς ἀντάμα...». Δὲς Dawkins, Leontios Machairas, Oxford 1932 p. 28 – 30.
Ὁ Ἅγιος Εὐφημιανὸς μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωνᾶ προχώρησαν καὶ ἔφτασαν, ὁ μὲν Ἅγιος Ἰωνᾶς στὸ Πέργαμο, ὁ δὲ Ἅγιος Εὐφημιανὸς ὀλίγο παρακάτω ἀνάμεσα στὰ χωριὰ Λύση καὶ Τροῦλλοι. Ἐκεῖ σὲ μιὰ σπηλιὰ βολεύτηκε καὶ ἄρχισε τὴν ἄσκησή του. Μιὰ ἄσκηση σκληρή. Ἄσκηση ποὺ εἶχε ἕνα σκοπό. Τὴν προσωπικὴ τελείωση τοῦ ἀθλητή. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοὶς οὐρανοὶς τέλειος ἐστίν» (Ματθ. α’ 48), προβάλλουν συνεχῶς μπροστὰ στὰ μάτια του. Νὰ γίνει τέλειος, σκεῦος ἀρετῆς. Ἐκεῖ στὸ ἐρημητήριό του, τὴν σπηλιά του περνοῦσε καθημερινὰ τὴν ζωή του, ἀνάμεσα σὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ προσευχές. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἄσκησάς του αὐτῆς ὑπῆρξε ἄμεσο. Ἡ θεία χάρη, ποὺ θεραπεύει τὰ ἀσθενὴ καὶ ἀναπληροὶ τὰ ἐλλείποντα σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἐπισκίασε πλούσια τὸν Ὅσιο. Οἱ ἱερές του προσπάθειες καθαγιάζονται. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία φωτίζονται. Καὶ ὁ ἀθλητὴς ἀναδεικνύεται «παρὰ τῷ Θεῷ ἐκλεκτός, ἔντιμος» καὶ «ἅγιος τῷ Κυρίῳ».
Ἡ φήμη τῆς ἁγιοσύνης του μέρα μὲ τὴν ἡμέρα διαδίδεται παντοῦ. Πολλοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ τὰ γύρω μέρη ἔρχονται νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ τὸν ἀκούσουν. Νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του τὰ «ἁλάτι ἠρτυμένα» καὶ νὰ φωτισθοῦν. Νὰ διδαχθοῦν. Νὰ ἐνισχυθοῦν. Νὰ παρηγορηθοῦν ψυχικά. Κάτι περισσότερο. Νὰ λάβουν ἀκόμη τὴν θαυματουργική του χάρη μὲ τὴν ὁποία πλούσια τὸν ἐτίμησε ὁ Θεός.
Κατὰ τὶς ἱερὲς ἐκεῖνες στιγμὲς ποὺ οἱ ἐπισκέπτες καθισμένοι ὁλόγυρά του, ἄκουαν μὲ προσοχὴ τὰ λόγια καὶ τὶς συμβουλές του, ὁ Ὅσιος ἦταν πραγματικὰ ὑπέροχος. Ἡ στοργή του στοὺς πάσχοντες καὶ ἡ προθυμία νὰ ἐξυπηρετήσει τὸν καθένα στὸ πρόβλημά του ἦταν πολὺ συγκινητική. Μὰ καὶ ἡ σεβάσμια καὶ ἐπιβλητικὴ μορφή του καὶ γενικὰ ἡ ἁγιότητά του ἐπενεργοῦσαν μὲ τόση δύναμη στοὺς ἐπισκέπτες του, ποὺ ἔφερναν σωτήρια ἀποτελέσματα. Καρδιὲς ποὺ σκληρύνθηκαν στὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν διδασκαλία του μαλάκωναν καὶ μετανοοῦσαν καὶ ἐξομολογοῦντο καὶ ζητοῦσαν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Πηγὴ πλουσίων θησαυρισμάτων εἶχε καταντήσει ἡ ἀπέριττη ἐκείνη σπηλιά. Ἀπὸ αὐτὴ δὲν ἔβγαινε παρὰ μονάχα, γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς συνασκητές του Ἰωνᾶ καὶ Κενδέα. Ὁ τελευταῖος στὰ γηρατειά του ἐγκατέλειψε τὴν Πάφο καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ κοντὰ στὸ Ἀβγόρου, ποὺ εἶναι καὶ σήμερα τὸ μοναστήρι του.
Στὶς ἐπισκέψεις τους αὐτὲς οἱ Ὅσιοι ἀλληλοενισχύοντο καὶ ἀλληλοπαρηγοροῦντο. Καὶ πάλιν ἀποχωρίζοντο γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ὁ καθένας στὰ ἴδια, στὸ ἐρημητήριό του. Σ’ αὐτὸ ἔζησε ὁ καθένας μέχρι τὰ βαθιά του γηρατειά. Ἔτσι ἔζησε καὶ ὁ Ὅσιός μας ὡς τὴν τελευταία του πνοή. Μὲ ἔργα καὶ λόγια βάστασε θαρρετὰ τὸν ζυγὸ τοῦ Κυρίου μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἀγωνοθέτης Χριστὸς τὸν ἐκάλεσε κοντά του, γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει «τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ’ 14).
Οἱ πιστοὶ μὲ δάκρυα κήδευσαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἐκεῖ στὴν σπηλιά του, καὶ ἀργότερα ἐκεῖ ἔκτισαν μία μικρὴ ἐκκλησία στ’ ὄνομά του, ποὺ στέκει ὡς τὰ σήμερα. Προτοῦ ὁ Ἀττίλας βεβηλώσει τὰ ἅγια χώματα μὲ τὸν ἐρχομό του, κάθε χρόνο στὴν μνήμη τοῦ χιλιάδες χριστιανοὶ ἀπὸ παντοῦ ἔτρεχαν ἐκεῖ στὸ ἐκκλησάκι του, γιὰ νὰ ἀσπασθοῦν τὴν ἅγια εἰκόνα του καὶ νὰ ζητήσουν τὴ μεσιτεία του.
Τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου μέχρι τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ βρισκόταν σὲ πολὺ καλὴ κατάσταση. Στὸ τεταρτοσφαίριο τῆς ἁψίδος τοῦ ἱεροῦ περιλαμβανόταν καὶ τούτη ἡ ἐπιγραφή:
ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΘΕΜΟΝΙΑΝΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΚ ΠΟΛΛΟΥ ΠΟΘΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ
ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ.
Ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ μᾶς δημιουργεῖ τὰ ἑξῆς τρία ἐρωτήματα.
α) Ποὶο τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου;
β) Ποὶος ἔκτισε τὸ ἐκκλησάκι;
γ) Ποῦ βρισκόταν τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου;
Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἀπαντᾶμε:
α) Τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν χειρόγραφη ἀκολουθία του. Αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀναγράφει καὶ ὁ Μαχαιρᾶς στὸν κατάλογο, πού μας ἔχει ἀφήσει. Σ’ αὐτὸν ἀναφέρει τὰ ὀνόματα μόνον 67 ἀπὸ τοὺς Ἀλαμανοὺς Ἁγίους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ εἶναι καὶ τὸ ὄνομα Εὐφημιανός. Αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ ναοῦ «Θεμονιανός», καθὼς καὶ τὰ ἄλλα ποὺ προφέρονται ἀπὸ τοὺς κατοίκους «Φηνιανός, Θυμιανός, Θωμιανός» δὲν εἶναι παρὰ παραμόρφωση τοῦ πραγματικοῦ ὀνόματος.
β) Τὸ ἐκκλησάκι ἔκτισε κάποιος Λαυρέντιος, ποὺ ἦταν ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρόνικου.
γ) Τοῦτο τὸ μοναστήρι σύμφωνα μὲ προφορικὴ παράδοση Λυσιωτῶν βρισκόταν στὸ χωριὸ Ἄρσος τῆς ἐπαρχίας Λάρνακος.
Αὐτὰ σχετικὰ μὲ τὸ ἐκκλησάκι καὶ τὴν ἐπιγραφή.
Μὲ τῆς πίστης τὰ φτερὰ ἂς μεταφερόμαστε καὶ ἐμεῖς νοερὰ τούτη τὴν στιγμή, μὰ καὶ κάθε ἄλλη στιγμὴ στὰ ἅγια ἐκεῖνα χώματα, καὶ ἀφοῦ γονατίζουμε ψυχικὰ μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα τοῦ ὁσίου μας, ἂς τοῦ λέμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας:
Τρισμάκαρ Εὐφημιανέ, τὸ ἐκκλησάκι σου, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν μας τὰ καντήλια, χρόνια τώρα μένουν σβηστά. Οἱ ἁμαρτίες μας παρώργισαν τὸν Κύριό μας καὶ τὸν ἔκαμαν νὰ ἀποσύρει ἀπό μᾶς τὴν χάρη του. Καὶ τὴν ἀπέσυρε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα μὲ πόνο ψυχὴς τὸ ζοῦμε κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα. Βάρβαρο ἔθνος κατέλαβε τὸ μισὸ νησί μας. Πῆρε τὰ σπίτια μας. Γκρέμισε καὶ μόλυνε τὰ ἱερά μας. Ἅρπαξε ὅτι εἴχαμε. Ἀτίμασε τὶς γυναῖκες μας. Ἔσφαξε πολλὰ ἀπ’ τὰ ἀδέλφια μας καὶ ἄλλα τὰ ἀνάγκασε νὰ φύγουν μακριά. Σπαράσσει ἡ καρδιά μας ποὺ τὸ σκεφτόμαστε. Καὶ κλαῖμε. Καὶ θρηνοῦμε μετανιωμένοι! Καὶ παρακαλοῦμε. Ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μας παρακαλοῦμε καὶ λέμε καὶ ἐπαναλαμβάνουμε, Ἅγιέ μας, Σὺ ποὺ ἀξιώθηκες νὰ βρίσκεσαι «ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου» καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους νὰ ψάλλεις καὶ νὰ τὸν δοξολογεῖς. Σὺ Ἅγιέ μας, δεήσου νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ξαναγυρίσουμε στὰ ρημαγμένα χωριά μας. Νὰ ἀναστηλώσουμε τὰ ἅγια καὶ ἱερά μας. Νὰ ξαναλειτουργήσουμε τὶς ἐκκλησιές μας. Νὰ γευθοῦμε ξανὰ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη «τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν».
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Εὐφημιανοῦ, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν ὁσίων φωστῆρα καὶ τῆς Λύσης τὸ καύχημα, Εὐφημιανὸν τὸν θεόπνουν, εὐφημήσωμεν ᾄσμασι, τῷ πίστει ἀναλώσαντι αὐτόν, ἀσκήσει καὶ συντόνῳ προσευχῇ, καὶ πτερώσαντι ἐκθύμως, τὸν νοῦν πρὸς δόμους δόξης ἐκβοήσωμεν.
Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πιστὸς ἰάματα.
Ὁ Ἅγιος Dubritius (Οὐαλός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου