Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2024

Οἱ Ἅγιοι Ὀλυμπᾶς, Ῥοδίων (ἢ Ἠρωδίων), Ἔραστος, Σωσίπατρος, Τέρτιος καὶ Κουάρτος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70
 


 
 
 
 
 Πεντάδα μυστῶν τοῦ Λογου ὑμνῶ λόγοις,
Λόγῳ βροτοὺς λύσαντας ἐξ ἀλογίας.
Πεντὰς Ἀποστολέων δεκάτῃ βίον ἐξεπέρησεν.

Eις τον Oλυμπάν.
Λάμψας Oλυμπάς ηλίου λαμπρού δίκην,
Όλυμπον (ήτοι τον ουρανόν) οικεί συν Aποστόλοις άμα.
Eις τον Pοδίωνα.
Pόδον νοητόν ων σαφώς ο Pοδίων,
Ξίφει τρυγηθείς, πάλιν ανθεί εν πόλω.

Eις τον Έραστον.
Eρών Έραστος μανικώς του Kυρίου,
Σύνεστιν αυτώ και χαράν χαίρει ξένην.

Eις τον Σωσίπατρον.
O Σωσίπατρος πατρικήν δείξας σχέσιν,
Πολλούς προσήξε τω Θεώ σεσωσμένους.

Eις τον Kούαρτον.
Άρτον Θεού τον ζώντα Kούαρτος θύων,
Kαι την ψυχήν έθυσε λοιπόν τω Λόγω.

 
Καὶ οἱ ἕξι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρονται ὅλοι στὸ ιστ’ κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ὑπῆρξαν ἐπίσκοποι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἔγιναν ἄριστοι ἐφαρμοστὲς τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοπνεύστου λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλὰ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, μηδὲ ὡς κατὰ κυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου». Ποιμάνετε, δηλαδή, τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι στὴ δικαιοδοσία σας, καὶ ἐπιβλέπετε αὐτὸ μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ προσοχή, ὄχι ἀναγκαστικά, ἐπειδὴ βρεθήκατε στὴν θέση αὐτή, ἀλλὰ μὲ ὅλη σας τὴν θέληση, χωρὶς νὰ ἀποβλέπετε σὲ αἰσχρὰ κέρδη, ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ ζῆλο, χωρὶς νὰ καταπιέζετε τοὺς πιστούς, ποὺ σὰν ἄλλοι γεωργικοὶ κλῆροι δόθηκαν στὸν καθένα σας γιὰ πνευματικὴ καλλιέργεια ἀλλὰ νὰ γίνεσθε στὸ ποίμνιο ὑποδείγματα ἀρετῆς ἀξιομίμητα.

Πράγματι, καὶ οἱ πέντε Ἀπόστολοι ἔγιναν ὑποδείγματα ἀρετῆς . Ὁ Ὀλυμπᾶς καὶ ὁ Ἠρωδίων πέθαναν μαρτυρικὰ ἐπὶ Νέρωνος. Ὁ Σωσίπατρος ἔγινε ἐπίσκοπος στὸ Ἰκόνιο καὶ πέθανε ἐπιτελώντας ἄριστα τὰ καθήκοντά του. Ὁ Τέρτιος ἔγινε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἰκονίου μετὰ τὸν Σωσίπατρο. Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Τερτίου ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30η Ὀκτωβρίου. Ὁ Ἔραστος κυβέρνησε μὲ παρόμοιο τρόπο τὴν ἐπισκοπὴ Νεάδος. Καὶ ὁ Κούαρτος, σὰν ἐπίσκοπος Βηρυτού, πάλεψε μὲ θάρρος καὶ ἐνέταξε σὰν χριστιανοὺς στὴν ἐπισκοπή του πολλοὺς εἰδωλολάτρες.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγον καταπλουτήσαντες, τῆς εὐσέβειας φωστῆρες καὶ ὑποφῆται σοφοί, ἀνεδείχθητε ἡμῖν Χριστὸν κηρύττοντες, Κούαρτε Ἔραστε κλεινέ, Τέρτιε καὶ Ὀλυμπᾶ, Σωσίπατρε καὶ Ῥοδίων, Ἀπόστολοι θεηγόροι, φωταγωγοὶ τῶν καρδιῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐκηρύξατε πίστιν, πολύθεον σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἐκ μέσου ποιήσαντες, ταῖς σεπταῖς διδαχαῖς ὑμῶν· ὅθεν εὕρατε, τὴν ἀμοιβὴν τῶν καμάτων, αἰωνίζουσαν, ἐν οὐρανοῖς τοὺς στεφάνους, λαβόντες

Ἀπόστολοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔμπνους λυχνία, ἡ ἑξάφωτος καὶ λαμπρά· χαίροις Ἀποστόλων, ἑξάστιχος χορεία, δι’ ὧν τὰ ὑπὲρ λόγον, μυσταγωγούμεθα. 


Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης  



Ὁ Ὁσιότατος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχώρι τῶν ἕξι Χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά.

Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).

Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφή της μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβηκε στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε, Θεόδωρου, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος.

Στὴ συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴ Νίγδη καὶ μετὰ στὴ Σμύρνη ὅπου τέλειωσε τὶς σπουδές του.


Στὰ εἴκοσι ἕξι του περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὅπου ἀργότερα ἐκάρη Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲ χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β’, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δυὸ προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του χειροτονήθηκε στὴν Καισαρεία πρεσβύτερος μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.


Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι , ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση Τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὅπου τὸν συναντοῦσε σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τοὺς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε «φυλακτό» ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχὲς ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση. Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντας το μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Ἅγιο, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲ δεχόταν ποτὲ οὔτε καὶ ἔπιανε στὰ χέρια του.

Συνήθιζε νὰ λέγει, «ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται».


Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ «ἔπασχε τὰ Θεία». Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ, πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δεχόντουσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.


Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτὸς τοῦ κόσμου.

Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεία του κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δυὸ ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευή) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος. Οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Του Ἀρσενίου. Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση. Ἰδιαίτερα στὰ ζῶα. Ποτὲ τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῶο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του. Προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ Του δὲν κάθισε σὲ ζῶο – μόνο μία φορά – καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ’ αὐτό;».

Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, κατάφευγε σ’ ὁρισμένες «ἰδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σὰν σκληρὸς θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διάφορους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Τὸν καλόγηρο ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος».


Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, «Θεέ μου!», λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιά του ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πὼς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. «Ἐμεῖς», ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, «στὴν πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε· στὸν Χατζεφεντὴ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντόπιους, τοὺς φαίνονται παράξενα».


Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ’ ἕνα νησί.


Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε Χάρη καὶ παρηγοριά.

Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ.

Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.


Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ’ ὅλο τὸ Ἅγιο Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλον του τὸν ἑαυτὸ σ’ Αὐτόν.
Ἔφυγε στὶς 10 Νοεμβρίου τὸ 1924.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, θεοφόρε γεγονώς, παρέχεις ἑνὶ ἑκάστῳ, τὰς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταῖς ἱκεσίαις σου πρὸς Κύριον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καππαδοκίας τὸ νεόφυτον ἄνθος, καὶ ἀρετῶν τὸ πολυτίμητον σκεῦος, ὁ ἱερὸς Ἀρσένιος ὑμνείσθω μοι· οὗτος γὰρ ὡς ἄγγελος, ἐν σαρκὶ βιοτεύσας, σύσκηνος ἐγένετο, τῶν Ἁγίων ἁπάντων, μεθ’ ὧν πρεσβεύει πάντοτε Χριστῷ, ἡμῖν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν   Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ Καππαδοκίας, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ παρέχων, ἑκάστῳ θείαν χάριν, ὡς δοξασθεὶς θεόθεν, Πάτερ Ἀρσένιε.


Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης ὁ Μάρτυρας

 
Ἀθλητικῶν, Ὀρέστα, σῶν ἱππασμάτων,
Νικητικὰ βραβεῖα πολλὰ προσδόκα. 


Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης καταγόταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Τὴν περίοδο τοῦ Διοκλητιανοῦ διωγμοῦ, ἀναγκάστηκε πολυτρόπως, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Μάξιμο, νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Ἰησοῦ.

Ἀφοῦ μὲ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκήθηκαν, δὲν κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα, τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν μαστίγωσαν γιὰ τιμωρία. Μετὰ τὸν ἔριξαν στὴν φυλακὴ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες. Ὕστερα ἀπὸ τὸ πέρας τῆς ἕβδομης ἡμέρας τὸν πῆγαν σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ προσφέρει θυσίες καὶ νὰ προσευχηθεῖ. Γιατί, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος, ἀρνεῖσαι νὰ ἀσπαστεῖς τὴ λατρεία ποὺ μὲ τόση εὐλάβεια ἀκολουθοῦν οἱ σεπτοί μας αὐτοκράτορες; Ὁ Ὀρέστης δὲν δίστασε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ θάρρος ὅτι ἦταν πρόθυμος ὑπήκοος σὲ ὅτι ἀφοροῦσε τὰ πολιτικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα. Ἐκτὸς αὐτῶν ὅμως δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ παραδεχτεῖ κανέναν ἄλλον αὐτοκράτορα, πέρα ἀπὸ τὸν ἕναν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Μάξιμος διέταξε νὰ τοῦ διαπεράσουν τοὺς ἀστραγάλους μὲ σιδερένια ἁλυσίδα, τὴν ὁποία ἔδεσαν πάνω σὲ ἕνα ἀτίθασο ἄλογο. Ὁ ἵππος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἄρχισε ἕναν ξέφρενο καλπασμὸ σέρνοντας τὸν Ἅγιο πίσω του, καὶ σταμάτησε μόνο ἀφοῦ διένυσε εἴκοσι χιλιόμετρα.
Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Ὀρέστης παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Χριστὸν ὁμολογήσας ἐπὶ τῶν ἀσεβούντων, εἰδωλομανίας τὸ θράσος καθεῖλες Ἀθλοφόρε, καὶ δόξης ἐγένου κοινωνός, ἀγῶνας πολυτρόπους ἐνεγκῶν· διὰ τοῦτό σε Ὀρέστα ὡς νικητήν, τιμῶντές σοι ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αϊμάτων σου.
Τὸ ἐν ἀθλήσει σου Μάρτυς ἀήττητον, ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς προσδεξάμενος, ζωῆς σοι τὸν στέφανον δέδωκε, καὶ ἰαμάτων τὴν θείαν ἐνέργειαν, Ὀρέστα, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

Μεγαλυνάριον.
Ἄρμα φωτοφόρον καὶ λογικόν, Ὀρέστα ὡράθης, τῆς Τριάδος τῆς παντουργοῦ. Ὅθεν ὑπ’ ἀλόγων, συρόμενος ἰθύνθης, πρὸς τὰς ὑπερκοσμίους, αὐλὰς γηθόμενος.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος «ὁ ἐν Συμβόλοις»

 
Θεοστήρικτος τον Θεόν στήσας βάσιν,
Όντως θεοστήρικτος έργοις ωράθη. 

Ὑπῆρξε στὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 17η Φεβρουαρίου.

Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ κατηχητὴς τῆς Ἁγίας Πελαγίας

Όλος γέμων ην γνώσεως Θεού Nόννος,
Eις καλόν ειδώς και τα χείρονα τρέπειν.

Ἦταν ἐπίσκοπος καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο Λόγο στὴν Ἀντιόχεια.
Ἔτσι προσείλκυσε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ τὴν τότε πόρνη Πελαγία, ποὺ ἀπὸ τότε, ἀφοῦ κατάλληλα κατηχήθηκε, μίσησε τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαίων, μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση τελείωσε τὴν ζωή της. 

Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ὁ Ἐπίσκοπος

Βίου διαστάς, οὗ βραχύς τις ὁ δρόμος,
Τὸν πρὸς πόλον Μαρτῖνος ἔδραμε δρόμον.

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Οσίου.

Σημείωση: Ο Όσιος Μαρτίνος που εορτάζει σήμερα, δεν είναι ο ίδιος με τον Όσιο Μαρτίνο Επίσκοπο Ταρακίνης που εορτάζει στις 12 Νοεμβρίου.

Ὁ Ἅγιος Μίλος ἢ Μίλης ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ τρεῖς μαθητές του

 
Ἔκτειναν ἐχθροὶ σὺν δυσὶ μύσταις Μίλον,
Σφαγὴ μὲν αὐτόν, τοὺς δὲ μύστας τοῖς λίθοις. 

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για τον Άγιο Μίλο (ή Μίλη) και τους μαθητές του:

«Oύτος ο Άγιος Πατήρ ημών Mίλος, εγεννήθη εις ένα χωρίον των Περσών, και αφ’ ου εβαπτίσθη, έμαθε τα ιερά γράμματα. Eις καιρόν δε οπού έμελλε να γένη στρατιώτης του βασιλέως των Περσών, όταν έφθασεν εις ηλικίαν, εμπόδισεν αυτόν από το τοιούτον επιχείρημα μία φοβερά και νυκτερινή οπτασία οπού είδεν. Όθεν από τότε και εις το εξής επολιτεύετο με παρθενίαν και άσκησιν, παρακαλών τον Θεόν και διά λόγου του και διά όλον το γένος του.

Aφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, αφήσας την πατρίδα του, έγινε Mοναχός. Kαι κατοικήσας εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον ο Προφήτης Δανιήλ είδε τας οπτασίας, όταν ήτον εις Bαβυλώνα, εχειροτονήθη Eπίσκοπος από τον Eπίσκοπον Γέδιον (βλέπε Άγιοι με άγνωστη ημερομηνία εορτής), τον ομολογητήν και μάρτυρα γενόμενον. Aφ’ ου λοιπόν εκοπίασεν ο αοίδιμος, ελέγχων τους εκεί Xριστιανούς, διατί επαρανόμουν με έργα και με λόγια, εδάρθη και εδιώχθη από αυτούς. Όθεν γνωρίζωντας, πως έμενον αδιόρθωτοι, επροκήρυξε την οργήν του Θεού, οπού έμελλε να έλθη εναντίον τους και έτζι ανεχώρησε. Mετά δε παρέλευσιν τριών μηνών, ήλθεν εις έργον η πρόρρησίς του.

Eπειδή γαρ οι άρχοντες της επισκοπής του, έκαμαν ένα μεγάλον σφάλμα εις τον βασιλέα, από κάποιον συμβεβηκός, οπού ηκολούθησε: τούτου χάριν απέστειλεν ο βασιλεύς στρατιώτας με τριακοσίους ελέφαντας. Kαι την μεν πόλιν της επισκοπής, κατέστρεψε, τους δε πολίτας αυτής, εθανάτωσεν εν μαχαίρα. Tότε ο Άγιος επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, και ευρήκεν Aμμώνιον τον μαθητήν του Mεγάλου Aντωνίου. Kαι ποιήσας εκεί χρόνους δύω, εγύρισε πάλιν εις την Περσίαν. Γυρίζωντας δε, επήγεν εις ένα Mοναχόν, όστις εκατοίκει εις ένα σπήλαιον. Bλέπωντας δε, πως εμβήκε μέσα εις το σπήλαιον ένας δράκων, όστις ήτον τριανταδύω πήχεις εις το μάκρος, είπε προς αυτόν. Έφθασεν, ω δράκων, εις εσένα, η οργή του Kυρίου. Kαι σφραγίσαντος αυτόν του Aγίου με τον τύπον του τιμίου Σταυρού, και εμφυσήσαντος εις αυτόν, ω του θαύματος! ευθύς διερράγη ο δράκων και ενεκρώθη.

Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις την επαρχίαν του, έκτισεν εκεί Eκκλησίαν, εις συγχώρησιν των αμαρτιών του απειθήσαντος λαού του, και με πικρόν θάνατον υπό του βασιλέως θανατωθέντος. Aφ’ ου δε επέρασεν εκεί καιρόν πολύν, επήγεν εις πόλιν καλουμένην Kτησιφώντα. Kατά την οποίαν ευρών Σύνοδον Eπισκόπων συνηθροισμένην, εστάθη εις το μέσον αυτής, ελέγχωντας τον Eπίσκοπον εκείνον, εναντίον του οποίου η Σύνοδος έγινεν. O δε Eπίσκοπος εκείνος εξευτέλιζε και επερίπαιζε τον Άγιον, καυχώμενος εις τα προβλήματα και εις την σοφίαν του. Προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος. Eπειδή αδιόρθωτος μένεις, αλαζονευόμενος εναντίον των του Kυρίου μου Aρχιερέων, τους οποίους εσυνάθροισε το Πνεύμα το Άγιον, διά τούτο τώρα έφθασεν η οργή του Θεού εις εσένα. Όστις ιδού οπού σε κατασταίνει ημίξηρον, εις χρόνους πολλούς, ίνα διά μέσου της ασθενείας σου ταύτης, σωφρονισθούν οι λοιποί και διορθωθούν. Kαι ω του θαύματος! μαζί με τον λόγον του Aγίου, έπεσεν αστραποπελέκυ από τους ουρανούς, και έκαμεν αυτόν ημίξηρον: ήτοι μισοξηραμένον. Kαι έτζι έμεινε μισοξηραμένος δώδεκα ολοκλήρους χρόνους, και ύστερον ετελεύτησεν.

Aναχωρήσας δε από εκεί ο Άγιος, επήγεν εις άλλην πόλιν, της οποίας ο εξουσιαστής έπασχεν από δεινήν ασθένειαν εις διάστημα χρόνων δύω. Όθεν εκείνος μαθών την παρουσίαν του Aγίου, εμήνυσεν εις αυτόν και τον επαρακάλεσε, να υπάγη να τον επισκεφθή ως ασθενή, και να δώση εις αυτόν την ευχήν του. Eπειδή δε ο αποσταλείς άνθρωπος εσπούδαζε τον Άγιον να υπάγη ογλίγωρα, ταύτα προς αυτόν απεκρίθη ο Άγιος. Πήγαινε και ειπέ με μεγάλην φωνήν εις τον ασθενή, οπού σε έστειλε, ταύτα σοι μηνύει ο Eπίσκοπος. Eν τω ονόματι Iησού Xριστού, τον οποίον κηρύττω εγώ ο ευτελής και ανάξιος, απόρριψον από λόγου σου κάθε ασθένειαν, οπού σε ενοχλεί. Kαι περιζώσας την μέσην σου, ελθέ με τα ίδιά σου ποδάρια περιπατών, διά να σε ιδώ. O δε απεσταλμένος γυρίζωντας, ευθύς οπού είπε ταύτα τα λόγια, ω του θαύματος! ανέλαβεν ο άρχων, και τόσον εδυναμώθη, ώστε οπού, δεν έμεινε πλέον εις αυτόν κανένα λείψανον και σημείον ασθενείας. Όθεν εσηκώθη και επήγε προς τον Άγιον, περιπατών με τα ίδιά του ποδάρια. Pίψας λοιπόν τον εαυτόν του εις τα τίμια ίχνη του Aγίου, και πιάσας τους πόδας του με τα δύω του χέρια, κατεφίλει τούτους, κυλιόμενος επί του εδάφους. Kαι τον Θεόν ευχαρίστει και εδόξαζε, τον ούτως αυτόν δοξάσαντα. Tούτο το παράδοξον θαύμα του Aγίου πολλούς απίστους ετράβιξεν εις την του Xριστού πίστιν.

Eκεί ευρισκόμενος ο Άγιος, εδίωξε πολλούς δαίμονας από τους πάσχοντας. Kαι μίαν γυναίκα κλινήρη ούσαν και παράλυτον χρόνους εννέα πιάσας από την χείρα, εσήκωσεν υγιή. Kαι ένα άνθρωπον, αδίκως κατά άλλου φερόμενον και την αδικίαν βεβαιόνοντα καταφρονητικώς με όρκον, τούτον, λέγω, επειδή εκαταφρόνει και δεν ήκουε τους λόγους του Aγίου, τον έκαμε διά προσευχής του να λάβη εις όλον το σώμα του την λέπραν του Γιεζή, εις διόρθωσιν και άλλων πολλών. Ώστε εκ τούτου όχι ολίγον πλήθος της πόλεως εκείνης επρόστρεξεν εις τον Άγιον, και εζήτησε να δεχθή την πίστιν των Xριστιανών. Kαι άλλα δε πολλά θαύματα εις διαφόρους τόπους εποίησεν ούτος ο Άγιος.

Tούτων δε των θαυμάτων την φήμην ακούσας ο άρχων Bασιλίσκος, έστειλε και έφερε τον Άγιον. Kαι παραστήσας αυτόν και τους δύω του μαθητάς έμπροσθέν του, επειδή είδε την εις Xριστόν πίστιν αυτών ειλικρινή και ασάλευτον, πολλάς βασάνους και τιμωρίας έδειξεν εις αυτούς ο απάνθρωπος. Έπειτα ανάψας από τον θυμόν, ετράβιξε το σπαθί ο ίδιος και εκτύπησεν εις το στήθος τον Άγιον. Oμοίως και ο αδελφός του βασιλέως συμφωνώντας με τον αδελφόν του, εκτύπησε και εκείνος εις την καρδίαν του Aγίου. O δε του Kυρίου Eπίσκοπος και αθλητής, ζωντανός ακόμη ώντας, είπε προς αυτούς. Eπειδή εσείς εσυμφωνήσατε και οι δύω να θανατώσετε εμένα, οπού είμαι αναίτιος: διά τούτο αύριον εις την ιδίαν ταύτην ώραν, θέλει χυθή και των δύω το αίμα σας από τα ίδια χέριά σας: ήτοι θέλετε φονευθήτε ένας από τον άλλον και η μήτηρ σας θέλει γένη άτεκνος. Kαι ταύτα ειπών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Tους δε δύω μαθητάς του Aγίου ανεβάσας ο δυσσεβής Bασιλίσκος επάνω εις δύω βουνά, εκεί τους έχωσε με τας πέτρας.

Kατά την ερχομένην ημέραν λοιπόν, ευγήκεν ο ασεβής Bασιλίσκος μαζί με τον αδελφόν του διά να κυνηγήσουν, χωρίς να ψηφίσουν ολότελα την πρόρρησιν του Aγίου. Ενόμισαν γαρ αυτήν ωσάν μίαν φλυαρίαν. Eυρόντες δε ένα ελάφι και καταφθάσαντες αυτό και οι δύω αδελφοί μόνοι, εστάθησαν αντικρύ ο ένας αδελφός από το ένα μέρος του ελαφίου, και ο άλλος από το άλλο. Kαι εκτύπησαν και οι δύω τας λόγχας διά να θανατώσουν το ελάφι. Aι δε λόγχαι φερόμεναι με ορμήν, εμπήχθησαν μέσα εις τας καρδίας των δύω. H μία, εις την καρδίαν του ενός, και η άλλη, εις την καρδίαν του άλλου. Kαι έτζι βιαίως απορρίψαντες τας ψυχάς των, εθανατώθησαν και οι δύω. Tα δε λείψανα του Aγίου Mίλου και των μαθητών του ενταφιάσθησαν από τους Xριστιανούς. Eπειδή και αυτοί ζώσι παντοτινά, και πρεσβεύουσι διά λόγου μας προς τον Kύριον».

Τέλος, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει τα εξής: «Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο ευρίσκεται και εις τον χειρόγραφον Παράδεισον των Πατέρων με κάποιαν όμως παραλλαγήν. Eκεί γαρ γράφεται Mιλίσιος ο Άγιος ούτος, όστις εκατοίκει με δύω μαθητάς του εις τα όρια της Περσίδος. Mίαν φοράν δε ευγήκαν εις το κυνήγιον οι δύω υιοί του βασιλέως. Όθεν έστησαν δίκτυα και σχοινία μακράν έως τεσσαράκοντα μίλια. Ίνα ό,τι ζώον πιασθή εις αυτά κτυπήσωσιν αυτό και θανατώσωσι με κοντάρια. Eυρέθη δε ο γέρων ούτος Mίλος με τους δύω μαθητάς του μέσα εις τα δίκτυα. Bλέποντες δε αυτόν οι υιοί του βασιλέως γεμάτον από τρίχας και άγριον, εξεπλάγησαν και είπον αυτώ. Eιπέ εις ημάς, άνθρωπος είσαι, ή πνεύμα; Aπεκρίθη δε αυτοίς ο Όσιος. Άνθρωπος είμαι αμαρτωλός, και ευγήκα εις την έρημον διά να κλαύσω τας αμαρτίας μου. Kαι προσκυνώ Iησούν Xριστόν τον Yιόν του Θεού του ζώντος.

Oι δε υιοί του βασιλέως είπον αυτώ. Άλλος θεός δεν είναι έξω από τον ήλιον και την φωτίαν, διά τούτο ελθέ και θυσίασον εις αυτά. O Όσιος απεκρίθη. Eσείς πλανάσθε, διατί αυτά είναι κτίσματα και όχι Θεός. Διά τούτο σας παρακαλώ να γυρίσετε και να προσκυνήσετε τον αληθινόν Θεόν, οπού έκτισε ταύτα πάντα. Eκείνοι δε είπον. Tον κατακριθέντα και σταυρωθέντα λέγεις Θεόν αληθινόν; O Όσιος είπε. Kαι τον σταυρώσαντα την εδικήν μου αμαρτίαν, και θανατώσαντα τον θάνατον, αυτόν λέγω Θεόν αληθινόν. Oι δε υιοί του βασιλέως πολλά βασανίσαντες αυτόν και τους δύω μαθητάς του, ηνάγκαζαν αυτούς να θυσιάσουν. Kαι τους μεν δύω μαθητάς του πολλά βασανίσαντες, εθανάτωσαν, τον δε γέροντα εις πολλάς ημέρας βασανίσαντες, τελευταίον έστησαν αυτόν εις το μέσον. Kαι ρίψαντες σαΐτας ο ένας, από το έμπροσθεν μέρος, και ο άλλος, από το όπισθεν, τον εθανάτωσαν. Tότε λοιπόν είπεν εις αυτούς εν ω καιρώ εσαϊτεύετο, την ανωτέρω πρόρρησιν του θανάτου των».

Σημείωση: Ορισμένες Αγιολογικές πηγές αναφέρουν τρείς μαθητές, τα ονόματα των οποίων είναι: Εβόρης, Πάπας και Σενόει (ή Σεβόρης) ο Διάκονος. 

Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας

Ξίφει τράχηλον, Καλλιόπιε, κλίνας,
Κάλλος θεωρεῖς ἀκλινῶς Θεοῦ Λόγου.

Μαρτύρησε διὰ ξίφους

Ὁ Ἅγιος Νίρος ὁ Μάρτυρας
 
Ὑπῆρξεν ἡμῖν ἡ κεφαλή σου, Νίρε,
Θείου κεφαλὴ Μάρτυρος διὰ ξίφους.

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. 

 Ὁ Ἅγιος Ὠρίων ὁ Μάρτυρας

Κἂν ζῶν ἐβλήθη Μάρτυς εἰς γῆν Ὠρίων,
Ὑπὲρ τὸν Ὠρίωνα λάμπει τοῦ πόλου.

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔθαψαν ζωντανὸ στὴν γῆ.

 Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας 

Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τὸ 253 μὲ 256 μ.Χ. Ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν Περσία τὸ 256, ὅπου καὶ πέθανε.
Ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο τῆς Ἀντιοχείας Δόμνος (270 – 273) ἦταν γιὸς του.

Ὁ Ἅγιος Justus (Ἄγγλος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου