Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 12,16-21] Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ


ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 12,16-21]

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ

«Εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς, ῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ (:Καὶ εἶπε σὲ ὅσους τὸν ἄκουγαν: ''Νὰ προσέχετε καὶ νὰ προφυλάγεστε ἀπὸ κάθε εἶδος πλεονεξίας. Ἡ πλεονεξία δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ κάνει τὴ ζωή σας ἄνετη καὶ χαρούμενη· διότι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὰ περίσσια πλούτη του καὶ δὲν διατηρεῖται ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του. Τὰ πολλά του πλούτη δὲν μποροῦν νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν τὴ μακροζωία καὶ τὴν εὐχάριστη ζωή'')» [Λουκ. 12,16].

Μᾶς παρουσίασε ὁ Κύριος τὴν πλεονεξία ὡς βόθρο διαβολικό, τὴν ὁποία ὁ σοφὸς ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως εἴπαμε, τὴν ὀνομάζει καὶ εἰδωλολατρία: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία (:Νεκρῶστε λοιπὸν τὰ μέλη σας ποὺ ἐπιθυμοῦν τίς γήινες ἀπολαύσεις καὶ ἡδονές. Νεκρῶστε τὴν πορνεία, τὴν ἀκαθαρσία, κάθε πάθος καὶ ὑποδούλωση στὸ κακό, κάθε κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία εἶναι λατρεία στὸ εἴδωλο τοῦ χρήματος)» [Κολ. 3,5], ἐπειδὴ αὐτὴ ταιριάζει μόνο σὲ ἐκείνους ποὺ δὲ γνωρίζουν τὸν Θεό, ἢ καὶ εἶναι ἰσοβαρεῖς σὲ βεβήλωση μὲ ἐκείνους ποὺ λατρεύουν ξύλα καὶ πέτρες. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός: «῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας (:Νὰ προσέχετε καὶ νὰ προφυλάγεστε ἀπὸ κάθε εἶδος πλεονεξίας)», δηλαδὴ καὶ μικρὴ καὶ μεγάλη· γιατί ὁ πλεονέκτης εἶναι ἀσθενής, καὶ σηκώνει τὰ μάτια του παρακλητικὰ μόνο σὲ Ἐκεῖνον ποὺ μὲ ὅσα ἔπαθε μπορεῖ νὰ τὸν ἀγανακτήσει.

Καὶ Ἐκεῖνος, ἐπειδὴ εἶναι καὶ δίκαιος καὶ ἀγαθός, δέχεται βέβαια τὴν παράκληση, ἀλλὰ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν διαπράξει ἀδικίες, ἐπιβάλλει τίς τιμωρίες. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ μάθεις ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέγει μὲ τὴ φωνὴ τῶν ἁγίων προφητῶν: «Διὰ τοῦτο ἀνθ᾿ ὧν κατεκονδυλίζετε πτωχοὺς καὶ δῶρα ἐκλεκτὰ ἐδέξασθε παρ᾿ αὐτῶν, οἴκους ξεστοὺς ᾠκοδομήσατε καὶ οὐ μὴ κατοικήσητε ἐν αὐτοῖς, ἀμπελῶνας ἐπιθυμητοὺς ἐφυτεύσατε καὶ οὐ μὴ πίητε τὸν οἶνον αὐτῶν. ὅτι ἔγνων πολλὰς ἀσεβείας ὑμῶν, καὶ ἰσχυραὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν, καταπατοῦντες δίκαιον, λαμβάνοντες ἀλλάγματα καὶ πένητας ἐν πύλαις ἐκκλίνοντες (:Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο, ἐπειδὴ γρονθοκοπούσατε καὶ μωλωπίζατε τοὺς φτωχοὺς καὶ λαμβάνατε ἐκβιαστικῶς δῶρα ἀπὸ αὐτούς, μὲ τὰ ὁποῖα ἀνοικοδομήσατε πολυτελεῖς οἴκους μὲ λαξευτοὺς λίθους, σᾶς λέγω ὅτι δὲν θὰ κατοικήσετε σὲ αὐτούς. Φυτέψατε ὡραίους καρποφόρους ἀμπελῶνες καὶ δὲν θὰ πιεῖτε οἶνο ἀπὸ αὐτούς.  Θὰ βαδίσετε σὲ καταστροφὴ καὶ ἀφανισμό, διότι ἐγὼ γνώρισα ὅτι οἱ ἀσέβειές σας εἶναι πολλές, οἱ ἁμαρτίες σας βαριές, διότι καταπατούσατε τὸ δίκαιο, λαμβάνατε ἀνταλλάγματα καὶ παραβλέπατε τὸ δίκαιο τῶν φτωχῶν, ὅταν ὡς δικαστὲς κληθήκατε νὰ δικάσετε κοντὰ στὶς πύλες τῆς πόλεως)» [Ἀμώς, 5,11-12].

Καὶ πάλι: «Οὐαὶ οἱ συνάπτοντες οἰκίαν πρὸς οἰκίαν καὶ ἀγρὸν πρὸς ἀγρὸν ἐγγίζοντες, ἵνα τοῦ πλησίον ἀφέλωνταί τι. μὴ οἰκήσετε μόνοι ἐπὶ τῆς γῆς; ἠκούσθη γὰρ εἰς τὰ ὦτα Κυρίου σαβαὼθ ταῦτα· ἐὰν γὰρ γένωνται οἰκίαι πολλαί, εἰς ἔρημον ἔσονται μεγάλαι καὶ καλαί, καὶ οὐκ ἔσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν αὐταῖς. οὗ γὰρ ἐργῶνται δέκα ζεύγη βοῶν, ποιήσει κεράμιον ἕν, καὶ ὁ σπείρων ἀρτάβας ἓξ ποιήσει μέτρα τρία (:Ἀλίμονο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι συνδέουν τὴν οἰκία τους στὴν οἰκία τοῦ ἄλλου καὶ τὸν ἀγρό τους μὲ τὸν ἀγρὸ τοῦ ἄλλου, γιὰ νὰ ἀφαιρέσουν κάτι ἀπὸ τὴν ἰδιοκτησία τοῦ πλησίον! Μήπως πρόκειται νὰ κατοικήσετε μόνοι ἐσεῖς καὶ διὰ παντὸς ἐπάνω στὴ γῆ; Οἱ πονηρίες καὶ οἱ ἀδικίες αὐτὲς ἔφθασαν στὰ ὦτα Κυρίου τοῦ Παντοκράτορος, ὁ ὁποῖος καὶ εἶπε: "καὶ ἐὰν ἀκόμη οἰκοδομηθοῦν πολλὲς καὶ περισσότερες οἰκίες, μεγάλες καὶ ὡραῖες, θὰ προορισθοῦν γιὰ τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν ἐρήμωση. Κανεὶς δὲν θὰ ὑπάρχει, ποὺ θὰ κατοικεῖ σὲ αὐτές! Ἀγρός, τὸν ὁποῖο ὄργωσαν δέκα ζεύγη βοδιῶν, θὰ ἀποδώσει καρπό, ὁ ὁποῖος μόλις καὶ θὰ γεμίζει μία μόνο στάμνα. Καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στοὺς ἀγρούς του ἔσπειρε ἕξι ἀρτάβες, θὰ λάβει ὡς ἀπόδοση τὸ ἥμισυ αὐτῶν, μόνο τρία μέτρα'')» [Ἠσ. 5,8-10].

Λοιπὸν μὲ κάθε τρόπο ἡ πλεονεξία εἶναι ἀνώφελη, εἶναι ὅμως ἀνωφελὴς καὶ μὲ ἄλλο τρόπο. «Γιατί ἡ ζωὴ κάποιου», λέγει, «δὲν ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὸ ἂν εἶναι πλούσιος, δηλαδὴ δὲν παρατείνεται τὸ μέτρο τῆς  ζωῆς ἀνάλογα μὲ τὸν πλοῦτο». Καὶ αὐτό μᾶς τὸ ἔδειξε ὁ Σωτῆρας μὲ σαφήνεια καὶ ὁλοκάθαρα, συνθέτοντας πολὺ εὔστοχα τὴν παραβολὴ ποὺ εἶναι συνδεδεμένη μὲ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν. Διδάσκει λοιπὸν ὁ Χριστὸς τὰ πιὸ ἐξαιρετικὰ ἀπὸ ὅλα, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλες τίς ἀρετὲς τὸ ἐπιστέγασμα, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη, τῆς ὁποίας τὸ πιὸ καλὸ εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Ἀλλὰ ὁ Σατανᾶς ποὺ μισεῖ τὸ καλό, ὁ ἐφευρέτης ποὺ πολεμᾷ ἐκείνους ποὺ προκόβουν πνευματικά, δημιουργεῖ πολλὲς φορὲς ἐπιζήμια ὀκνηρία σὲ ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ κάνουν εὐεργεσίες.

Καὶ ὁ νόμος βέβαια τοῦ Θεοῦ μᾶς παρακινεῖ πρὸς ἐλεημοσύνη λέγοντας: «Ἐὰν δὲ γένηται ἐν σοὶ ἐνδεὴς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ἐν μιᾷ τῶν πόλεών σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, οὐκ ἀποστέρξεις τὴν καρδίαν σου οὐδ᾿ οὐ μὴ συσφίγξῃς τὴν χεῖρα σου ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ σου τοῦ ἐπιδεομένου· ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χεῖρας σου αὐτῷ καὶ δάνειον δανειεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται, καθότι ἐνδεεῖται (:Ἐὰν συμβεῖ, ὥστε σὲ μία ἀπὸ τίς πόλεις τῆς χώρας, ποὺ σοῦ ἔδωσε Κύριος ὁ Θεός σου, νὰ ὑπάρξει φτωχὸς μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σου, ἐσὺ νὰ μὴν κλείσεις τὰ σπλάγχνα σου, νὰ μὴ σκληρύνεις καὶ ἀποτραβήξεις τὴν καρδία σου ἀπὸ αὐτόν, νὰ μὴν κλείσεις σφικτὰ τὰ χέρια σου, γιὰ νὰ μὴ δώσεις τίποτε στὸν πεινασμένο καὶ πονεμένο ἀδελφό σου. Ἀλλὰ πλούσια θὰ ἀνοίξεις τὰ χέρια σου πρὸς αὐτόν, θὰ τοῦ προσφέρεις καὶ θὰ τοῦ δανείσεις ὅσο καὶ ὅ,τι τοῦ χρειάζεται, ἀφοῦ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη)» [Δευτ. 15,8]· ὁ Σατανᾶς ὅμως ἀντιστέκεται καὶ μᾶς πείθει νὰ μαζεύουμε τὸ χέρι καὶ νὰ συσσωρεύουμε τὸν πλοῦτο στὴ γῆ καὶ μᾶς ὑποδεικνύει ἀπολαύσεις σαρκικές. Ὁδηγεῖ βέβαια καὶ στὴ λήθη τοῦ θανάτου καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὸ μέλλον, οὔτε νὰ σκεφτοῦμε κάτι ἀνθρώπινο. Καὶ πρόσεχε τὸ πρᾶγμα ζωγραφισμένο σὰν σὲ εἰκόνα μὲ τὴν παραβολὴ ποὺ ἀμέσως παρακάτω μᾶς διηγεῖται ὁ Κύριός μας:

«Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων, Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; (:Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου τὰ ἐκτεταμένα του χωράφια ἀπέδωσαν ἄφθονη σοδειὰ καὶ μεγάλη παραγωγή. Ἀντὶ ὅμως νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ εὐχαριστηθεῖ κι ὁ ἴδιος γιὰ τὴν εὐφορία αὐτή, συλλογιζόταν μέσα του, ἀγωνιοῦσε καὶ ἀναστατωνόταν λέγοντας: ''Τί νὰ κάνω, διότι δὲν ἔχω ποῦ νὰ μαζέψω τοὺς καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου ποὺ μοῦ περισσεύουν; Θέλω νὰ γίνουν ὅλοι δικοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος μου'')» [Λουκ. 12,16-17].

Ἐσὺ ὅμως σὲ παρακαλῶ νὰ προσέξεις καλά, γιὰ νὰ θαυμάσεις τὴ σοφὴ διατύπωση τοῦ λόγου. Γιατί δὲν ἔδειξε σὲ ἐμᾶς ὅτι εὐφόρησε ἕνα χωράφι, ἀλλὰ εἶπε ὅτι εὐφόρησε ὅλη ἡ χώρα ποὺ κατεῖχε αὐτός, γιὰ νὰ μάθεις τὸ μέγεθος τοῦ πλούτου. Τί γίνεται λοιπόν; Ὁ πλούσιος, ποὺ περιβαλλόταν ἀπὸ τόσο πολλὰ καὶ ἀμέτρητα ἀγαθά, στενοχωρεῖται γιὰ τίς φροντίδες καὶ βγάζει τίς φωνὲς ποὺ προφανῶς θὰ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ φτωχοῦ. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται σὲ ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων γιὰ τὴ ζωή, λέγει: «Τί νὰ κάνω;». Πάντοτε βγάζει τὴν τόσο ἄθλια φωνή.

Ἀλλὰ νά, τὰ ἴδια λόγια λέει καὶ ὁ πλούσιος, πονῶντας πολὺ καὶ ὑποφέροντας: «καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου (:Τελικά, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη σκέψη καὶ συλλογισμό, εἶπε: «Αὐτὸ θὰ κάνω: Θὰ γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες καὶ πιὸ εὐρύχωρες. Καὶ θὰ μαζέψω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου καὶ σὰν ἄνθρωπος ποὺ μόνο τίς ἀπολαύσεις τῆς κοιλιᾶς γνώρισα, θὰ πῶ στὴν ψυχή μου: ''Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι ἀποθηκευμένα καὶ σοῦ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια. Μὴ σκοτίζεσαι πλέον γιὰ τίποτε, ἀλλὰ ἀπόλαυσε μία ζωὴ ἀναπαυτική· φάε, πιές, γέμισε χαρά'')» [Λουκ. 12,18-19].

Σκεφτόταν νὰ οἰκοδομήσει ἀποθῆκες πλατύτερες, ἤθελε νὰ ἀπολαμβάνει μόνος αὐτὰ ποὺ εἶχε. Δὲν ἀγαπᾷ τὴ φτώχεια, δὲν ἐπιθυμεῖ τὰ καυχήματα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ λέγει: «Θὰ γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου». Πρόσεχε καὶ ἄλλον ἀνόητο λόγο του· γιατί λέγει: «Θὰ μαζέψω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου». Δὲν πίστευε ὅτι αὐτὰ τὰ εἶχε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως ὁ Ἰώβ, γιατί τότε θὰ φρόντιζε γι᾿ αὐτὰ σὰν νὰ ἦταν οἰκονόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ θεωροῦσε καρποὺς τῶν κόπων του. Ὅτι δὲν θεωροῦσε ὅτι ἡ εὐημερία του προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ δείχνει καθαρὰ μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει. Γιατί λέγει: «Θὰ συγκεντρώσω τὴ σοδειά μου καὶ δὲν θὰ δώσω σὲ κανένα τὰ ἀγαθά μου, ἀλλὰ θὰ τὰ ἀποταμιεύσω ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ τὴν κοιλιά μου». Ποιός ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ ἔτσι γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ χορηγὸς αὐτῶν ποὺ ἔχει ἀποκτήσει; Γιατί σὲ αὐτοὺς ἀνήκει τὸ νὰ ἔχουν κάτι ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦν ὅπως θέλει ὁ Θεός, αὐτὰ ποὺ ἔχουν.

Ἀλλὰ ὁ πλούσιος αὐτὸς δὲν κτίζει τίς ἀποθῆκες ποὺ μένουν, ἀλλὰ ἐκεῖνες ποὺ καταστρέφονται. Καὶ τὸ ἀκόμα πιὸ παράλογο ἀπὸ αὐτό, ὁρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του διάρκεια ζωῆς, σὰν νὰ τὴ θέρισε καὶ αὐτὴν ἀπό τὴ γῆ· γιατί λέγει:  «Καὶ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου: ''Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀρκοῦν γιὰ πολλὰ χρόνια''». «Ἀλλὰ ὦ πλούσιε», θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος, «τοὺς καρποὺς βέβαια τοὺς ἔχεις στὶς ἀποθῆκες, ἔτη ὅμως πολλὰ ἀπὸ ποῦ μπορεῖς νὰ λάβεις;». Τέτοιος εἶναι καὶ ὁ ἐδῶ πλούσιος, ὁ ὁποῖος σκύβει πάνω στὴν κοιλιά του, ἔχοντας λαιμὸ ἀντὶ λογισμοῦ, ἀλλὰ δὲν ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ μόνου ἀγαθοῦ. Γι᾿ αὐτὸ τὴν ψυχή του τὴν περιποιεῖται μὲ τίς τροφὲς τῆς σάρκας, καὶ ἐπιβάλλει στὴν ψυχὴ τὴ μισητὴ ἡδονὴ ποὺ ἀκολουθεῖ αὐτές. Γιατί μὲ τρόπο εὔφημο ὁ Κύριος μὲ τὸ «νὰ εὐφραίνεσαι», φανέρωσε τὰ ὑπογάστρια πάθη, τὰ ὁποῖα εἶναι συνέπεια τοῦ χορτασμοῦ, γιατί τὸν χορτασμὸ τὸν ἀκολουθοῦν τὰ ἀφροδίσια.

Καὶ βέβαια ἔπρεπε νὰ τρώγει γιὰ νὰ ζεῖ, ὄχι ὅμως νὰ ζεῖ γιὰ νὰ τρώγει, σύμφωνα μὲ ἐκείνους ποὺ θεοποιοῦν τὴν κοιλιὰ καὶ λένε: «Αὐτοὶ δὲ ἐποιήσαντο εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίαμα σφάζοντες μόσχους καὶ θύοντες πρόβατα, ὥστε φαγεῖν κρέατα καὶ πιεῖν οἶνον λέγοντες· φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν (:Αὐτοὶ ὅμως ὀργάνωσαν συμπόσια εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως τῆς κοιλίας τους. Ἔσφαξαν μοσχάρια, θυσίασαν πρόβατα, ὥστε νὰ τρῶνε κρέατα καὶ νὰ πίνουν οἶνο λέγοντας: "ἂς φᾶμε καὶ ἂς πιοῦμε, διότι αὔριο πεθαίνουμε"!)» [Ἠσ. 22,13] καί: «Εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν ᾽Εφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν (:Ἐάν, ἀπὸ κίνητρα καὶ ὑπολογισμοὺς ποὺ κάνουν ὅσοι ἄνθρωποι ἐπιζητοῦν ἐπίγειες τιμὲς καὶ ἀπολαβές, κινδύνεψα νὰ κατασπαραχθῶ θηριομαχῶντας τὴν Ἔφεσο, τί κέρδισα ἀπὸ αὐτό; Ἐὰν οἱ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονται, τότε ἂς ἐφαρμόσουμε ἐκεῖνο ποὺ λένε οἱ ἄπιστοι καὶ ὑλιστές: ''Ἄς φᾶμε καὶ ἂς πιοῦμε, διότι αὔριο πεθαίνουμε'')» [Α΄ Κορ. 15,32]. Ἔπρεπε ὅμως νὰ λένε τὸ ἀντίθετο: «Ἐπειδὴ αὔριο πεθαίνουμε, ἂς μὴ φᾶμε, οὔτε νὰ πιοῦμε».

Σὲ τί ὠφέλησε αὐτὸν τὸν πλούσιο ἡ μεγάλη φροντίδα; Ὁλόκληρος εἶναι τῆς σάρκας. Βλέπεις ὅμως πόση ζημιὰ ὑπέστῃ αὐτὸς ποὺ γιὰ κανένα ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν καλός, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του πλούσιος. Εἶχε φροντίσει νὰ πλουτίσει· ἀγρύπνησε γιὰ νὰ συγκεντρώσει πολλά· συγχαίρει τὴν κοιλιά του, ἐπειδὴ ἔχει πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀναγκαία· ὁλόκληρος εἶναι προσκολλημένος στὰ γήινα πράγματα· δὲ βλέπει πρὸς τὰ ἐπάνω στὸν Θεό· δὲν βλέπει αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουν, δὲν σκέφτεται τὸν Θεὸ ποὺ δικάζει καθισμένος στὸ θεϊκὸ βῆμα· δὲν βλέπει τὸν γείτονα θάνατο· γιατί καταδικάστηκε μὲ ἀπρόσμενο θάνατο ὁ πλούσιος ποὺ μισοῦσε τοὺς φτωχούς. Ἐνῶ σκεφτόταν τὸ βράδυ τὴν πρωινὴ τροφή, δὲν ἔφτασε νὰ δεῖ τὴν ἀκτῖνα τοῦ ὄρθρου· γιατί ἄκουσε ὅτι συντομεύτηκε ἡ ζωή του μὲ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ.

«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται; (:Ἀφοῦ ὅμως τὰ ἑτοίμασε ὅλα, πρὶν ἀκόμη προφθάσει νὰ πεῖ στὴν ψυχή του τὰ ὅσα σχεδίαζε, τοῦ εἶπε ὁ Θεός -εἴτε μέσα ἀπὸ τὴ συνείδησή του εἴτε στὸν ὕπνο του-: ''Ἄμυαλε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε, ποὺ στήριξες τὴν εὐτυχία σου μόνο στὶς ἀπολαύσεις τῆς κοιλιᾶς καὶ νόμισες ὅτι ἡ μακροζωία σου ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὰ πλούτη σου καὶ ὄχι ἀπὸ μένα· τὴ νύχτα αὐτή, ποὺ ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ ὀνειρευόσουν ὡς νύχτα εὐτυχίας καὶ νόμιζες ὅτι θὰ ἄρχιζε ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἡ ἀναπαυτικὴ καὶ ἀπολαυστικὴ ζωή σου, οἱ φοβεροὶ δαίμονες ἀπαιτοῦν νὰ πάρουν τὴν ψυχή σου. Σὲ λίγο θὰ πεθάνεις. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἑτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες σὲ ποιόν θὰ ἀνήκουν καὶ σὲ ποιούς κληρονόμους θὰ περιέλθουν;'')» [Λουκ. 12, 20].

Ἔχοντας δηλαδὴ τὴν ἀπόλαυση ἐντελῶς γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ γιὰ περιορισμένο χρόνο· γιατί θὰ ἐξαφανιστεῖ σὰν σκόνη, καὶ θὰ σταλεῖ σὲ ἄλλους, καὶ πολλὲς φορὲς σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν γνωρίζουμε ἢ ἴσως καὶ σὲ ἐχθρούς. Ἄρα λοιπὸν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅταν παρατείνεται σὲ κάποιον ἢ ζωή του, αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὰ ὑπάρχοντά του. Τρισευτυχισμένος ὅμως εἶναι καὶ μὲ λαμπρὲς ἐλπίδες αὐτὸς ποὺ πλουτίζει μὲ τρόπο ἀρεστὸ στὸν Θεό· γιατί αὐτὸς ποὺ φθείρεται μὲ τίς γήινες φροντίδες ἔχει ἐπιζήμιο τέλος καὶ θὰ φύγει φτωχὸς πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει αὐτὰ ποὺ θέλει ὁ Κύριος, θὰ πλουτίσει μὲ ἔργα ἀγαθὰ καὶ θὰ ἔχει θησαυρὸ ἀσύλητο στοὺς οὐρανούς.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

   Ἁγίου Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αἰγαίου, ἐρευνητικὸ ἔργο «Οἱ δρόμοι τῆς πίστης: Ψηφιακὴ Πατρολογία».

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam .pdf)

   Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος  Παλαμᾶς», ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Α΄», κεφάλαιο 12ο, σελ. 513-521.

   Παν. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, ἐκδ. Ὁ Σωτήρ, Ἀθήνα 1997

   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου