Ὁ Ἅγιος Ματθαῖος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής
«Σῴζεις, Ἰησοῦ καὶ τελώνας· σοὶ χάρις».
Οὕτω βοᾷ Ματθαῖος ἐκ πυρὸς μέσου.
Ἀκάματον Ματθαῖον πῦρ δεκάτῃ κτάνεν ἕκτῃ.
Ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία. Προτοῦ γίνει μαθητὴς τοῦ Κυρίου ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη καὶ ὀνομαζόταν Λευΐ.
Μία μέρα καὶ ἐνῶ καθόταν στὸ τελωνεῖο του, ἔξω ἀπὸ τὴν Καπερναοῦμ, τὸν πλησίασε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ Ματθαῖος ὑπάκουσε καὶ δέχθηκε τὸν Κύριο στὴν οἰκία του, ὅπου παρέθεσε γεῦμα σὲ Αὐτὸν καθὼς καὶ σὲ πολλοὺς τελῶνες, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς συζήτησε καὶ συνέφαγε, ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία κατηγορήθηκε ἀπὸ κάποιους Φαρισαίους. Ὅταν ὁ Κύριος πληροφορήθηκε τὶς κατηγορίες ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Δὲν ἦρθα γιὰ νὰ καλέσω τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια».
Ἔκτοτε ὁ Ματθαῖος ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Ματθαῖος ἀνέλαβε νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στοὺς Πάρθους καὶ στοὺς Μήδους. Κατὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου, ὁ Ματθαῖος, ἐπιτέλεσε πλῆθος θαυμάτων.
Ὡς εὐαγγελιστὴς ἔχει σύμβολο ἕναν φτερωτὸ ἄνθρωπο. Στὸ ἀνεκτίμητης ἀξίας ἔργο του περιλαμβάνεται καὶ ἡ συγγραφὴ τοῦ πρώτου Εὐαγγελίου τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον· ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν, εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Ἔκτοτε ὁ Ματθαῖος ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Ματθαῖος ἀνέλαβε νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στοὺς Πάρθους καὶ στοὺς Μήδους. Κατὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου, ὁ Ματθαῖος, ἐπιτέλεσε πλῆθος θαυμάτων.
Ὡς εὐαγγελιστὴς ἔχει σύμβολο ἕναν φτερωτὸ ἄνθρωπο. Στὸ ἀνεκτίμητης ἀξίας ἔργο του περιλαμβάνεται καὶ ἡ συγγραφὴ τοῦ πρώτου Εὐαγγελίου τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον· ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν, εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ τελωνείου τὸν ζυγὸν ἀπορρίψας, δικαιοσύνης τῷ ζυγῷ προσηρμόσθης, καὶ ἀνεδείχθης ἔμπορος πανάριστος, πλοῦτον κομισάμενος, τὴν ἐξ ὕψους σοφίαν· ὅθεν ἀνεκήρυξας, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ τῶν ῥαθύμων ἤγειρας ψυχάς, καθυπογράψας, τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.
Μεγαλυνάριον.
Σύσκηνος τῷ Λόγῳ διατελῶν, θείων μυστηρίων, ἐμυήθης τὰς ἀστραπάς· ἔνθεν θεογράφως, Ἀπόστολε Ματθαῖε, ζωῆς διατυπώσω τὸ Εὐαγγέλιον.
Ἡ Ἁγία Ἰφιγένεια
Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες.
Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη της.
Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη της.
Άγιος Φιλούμενος ο Νεοιερομάρτυρας
Από μικρός ο Άγιος Φιλούμενος αγάπησε τον Χριστό. Σε ηλικία δέκα ετών μαζί με τον αδελφό του περίμεναν να αποκοιμηθεί ο μεγαλύτερος τους αδελφός και αυτοί σηκώνονταν και προσεύχονταν κρυφά για ώρες.
Ο Άγιος, κατάγονταν από το χωριό Ορούντα της επαρχίας Μόρφου. Καλή παιδαγωγό και δασκάλα της ευσεβείας είχαν τη γιαγιά τους Λωξάντρα, η οποία τους ζητούσε να της διαβάζουν βίους αγίων. Διαβάζοντας ο Άγιος του Θεού Φιλούμενος, τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Καυσοκαλυβίτου, ως άλλος μιμητής εκείνου, έκαυσε τις επιθυμίες του κόσμου τούτου.
Τα δίδυμα τέκνα της Μαγδαληνής και Γεωργίου Ορουντιώτη, Φιλούμενος και Ελπίδιος φλεγόμενα από θείο έρωτα, ξεκίνησαν για την παλαίφατη Ιερά Μονή Σταυροβουνίου.
Εκεί παρέμειναν για πέντε χρόνια και μετά ανεχωρήσαν από τη μαρτυρική γη της Κύπρου στην Αγία Γην των Ιεροσολύμων. Ο πατήρ Ελπίδιος μετά από δώδεκα έτη διακονίας στα Ιεροσόλυμα συνέχισε τον εκκλησιαστικό του βίο σε διάφορα μέρη της Ορθοδοξίας και εκοιμήθη στο Άγιο Όρος.
Ο Φιλούμενος έμεινε στην αγία γη για 46 έτη διακονώντας την εκεί αδελφότητα του Πατριαρχείου, ως φύλακας αγίων τόπων, αλλά εξαιρέτως αγίων τρόπων. Τελευταίος σταθμός της διακονίας του ήταν το Φρέαρ του Ιακώβ, το οποίον έγινε τόπος του μαρτυρίου του. Στις 16 Νοεμβρίου 1979 μ.Χ. (29 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), φανατικοί σιωνιστές, που διεκδικούσαν το προσκύνημα ως δικό τους, τον κατέκοψαν την ώρα του εσπερινού, Αγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν το τίμιο του λείψανο έπειτα από πέντε ημέρες και το ενταφίασαν στην αγία γη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, κατά την κηδεία θανούντος μέλους της αγιοταφικής αδελφότητας, ανοίχθηκε ο τάφος του π. Φιλουμένου, για να γίνει ανακομιδή των οστών. Όλοι τότε οι παρευρισκόμενοι αντίκρυσαν ένα εξαίρετο και θαυμαστό θέαμα. Το σώμα του νεκρού Αρχιμανδρίτη ήταν ανέπαφο και ευωδίαζε. Ξανακλείσανε τον τάφο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1984 μ.Χ., οπότε κατά την κηδεία του αρχιεπισκόπου Πέλλης Κλαυδίου ανοίχθηκε και πάλι. Το σώμα συνέχισε να είναι αναλλοίωτο και να ευωδιάζει. Το λείψανο τοποθετήθηκε με κάθε ευλάβεια σε γυάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του Αγίου Βήματος στον ιερό ναό της Αγίας Σιών, όπου και γίνεται αντικείμενο προσκύνησης από χιλιάδες πιστούς.
Σημείωση: Διαβάστε εδώ την Πατριαρχική Πράξη του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων για την αγιοκατάταξη του Αγίου Φιλούμενου.
Ο Άγιος, κατάγονταν από το χωριό Ορούντα της επαρχίας Μόρφου. Καλή παιδαγωγό και δασκάλα της ευσεβείας είχαν τη γιαγιά τους Λωξάντρα, η οποία τους ζητούσε να της διαβάζουν βίους αγίων. Διαβάζοντας ο Άγιος του Θεού Φιλούμενος, τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Καυσοκαλυβίτου, ως άλλος μιμητής εκείνου, έκαυσε τις επιθυμίες του κόσμου τούτου.
Τα δίδυμα τέκνα της Μαγδαληνής και Γεωργίου Ορουντιώτη, Φιλούμενος και Ελπίδιος φλεγόμενα από θείο έρωτα, ξεκίνησαν για την παλαίφατη Ιερά Μονή Σταυροβουνίου.
Εκεί παρέμειναν για πέντε χρόνια και μετά ανεχωρήσαν από τη μαρτυρική γη της Κύπρου στην Αγία Γην των Ιεροσολύμων. Ο πατήρ Ελπίδιος μετά από δώδεκα έτη διακονίας στα Ιεροσόλυμα συνέχισε τον εκκλησιαστικό του βίο σε διάφορα μέρη της Ορθοδοξίας και εκοιμήθη στο Άγιο Όρος.
Ο Φιλούμενος έμεινε στην αγία γη για 46 έτη διακονώντας την εκεί αδελφότητα του Πατριαρχείου, ως φύλακας αγίων τόπων, αλλά εξαιρέτως αγίων τρόπων. Τελευταίος σταθμός της διακονίας του ήταν το Φρέαρ του Ιακώβ, το οποίον έγινε τόπος του μαρτυρίου του. Στις 16 Νοεμβρίου 1979 μ.Χ. (29 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), φανατικοί σιωνιστές, που διεκδικούσαν το προσκύνημα ως δικό τους, τον κατέκοψαν την ώρα του εσπερινού, Αγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν το τίμιο του λείψανο έπειτα από πέντε ημέρες και το ενταφίασαν στην αγία γη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, κατά την κηδεία θανούντος μέλους της αγιοταφικής αδελφότητας, ανοίχθηκε ο τάφος του π. Φιλουμένου, για να γίνει ανακομιδή των οστών. Όλοι τότε οι παρευρισκόμενοι αντίκρυσαν ένα εξαίρετο και θαυμαστό θέαμα. Το σώμα του νεκρού Αρχιμανδρίτη ήταν ανέπαφο και ευωδίαζε. Ξανακλείσανε τον τάφο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1984 μ.Χ., οπότε κατά την κηδεία του αρχιεπισκόπου Πέλλης Κλαυδίου ανοίχθηκε και πάλι. Το σώμα συνέχισε να είναι αναλλοίωτο και να ευωδιάζει. Το λείψανο τοποθετήθηκε με κάθε ευλάβεια σε γυάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του Αγίου Βήματος στον ιερό ναό της Αγίας Σιών, όπου και γίνεται αντικείμενο προσκύνησης από χιλιάδες πιστούς.
Σημείωση: Διαβάστε εδώ την Πατριαρχική Πράξη του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων για την αγιοκατάταξη του Αγίου Φιλούμενου.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου