Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Οι Σύλλογοι Γονέων ως θεσμός - Μεταξύ παιδείας και «πολιτικής»




Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, 
δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. 
Η πόλις θα σε ακολουθεί. 
Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. 
Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. 
Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, 
σ’ όλην την γη την χάλασες.

Κων.Π.Καβάφης


Αρχή της σχολικής χρονιάς και όσοι είμαστε γονείς και αναλογιζόμαστε για το εκπαιδευτικό και γενικότερο μέλλον των παιδιών, φέρνουμε στο νου μας όλο το πλαίσιο, τους θεσμούς και τους ανθρώπους, που συναποτελούν το σχολείο. 

Ένας από αυτούς τους παράγοντες είναι και οι Σύλλογοι Γονέων. Ένας θεσμός που από τότε που καθιερώθηκε, κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πότε βρίσκοντας και πότε χάνοντας τον έτσι και αλλιώς ασαφή ρόλο του.

Τα τελευταία χρόνια της κρίσης, ο Σύλλογοι Γονέων, απέκτησαν πιο ενεργό ρόλο, καλούμενοι να καλύψουν αδυναμίες και να λύσουν προβλήματα που δημιούργησε το νεοαποικιακό μνημονιακό καθεστώς. Η εξέλιξη αυτή, κάνει επιτακτική την ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί και η ευρύτερη σχέση των Συλλόγων με τα κοινά, η οποία εώς τώρα επικεντρώνεται στο στενό χώρο του σχολείου, τον οποίο αναφέρουμε συχνά ως σχολική κοινότητα. 

Μια ενασχόληση με τα κοινά, που λόγω της πολιτισμικής κρίσης που έφερε στην επιφάνεια η οικονομική κατάρρευση, δεν μπορεί να περιορίζεται πια, αποκλειστικά, στον καλλωπισμό του σχολείου ή σε εορταστικές εκδηλώσεις. Κι αυτό επειδή, οι απειλές για το είδος της εκπαίδευσης των παιδιών μας, τα επόμενα χρόνια, μπορεί να εγκαθίστανται με «γλυκό» τρόπο και με το ύπουλο περίβλημα της «προόδου», είναι όμως υπαρκτές.

Μιλώντας, λοιπόν, για σχολική κοινότητα, όλα τα προηγούμενα χρόνια, μάλλον αποδεικνύεται ότι το βάρος πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στο «σχολική» και ξεχνάμε το «κοινότητα». Το μοντέλο δηλαδή ζωής και σχέσεων μιας ομάδας ανθρώπων(δάσκαλοι, γονείς, παιδιά, κλπ), το οποίο όμως δεν μπορεί να μένει αδιάφορο μπροστά σε καθολικά ζητήματα της ευρύτερης κοινότητας, που είναι η χώρας μας. 

Τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια, η ευαισθητοποίηση σε θέματα της Ελλάδας, του τόπου στον οποίον μεγαλώνουν τα παιδιά μας, δεν αποτελούσε προτεραιότητα, ιδιαίτερα την εποχή που η υλική ομίχλη έκρυβε τα πραγματικά προβλήματα της πατρίδας μας. Η ενεργοποίηση των Συλλόγων, σε ανάλογα θέματα, συνήθως ερχόταν όταν ένα γενικότερο πρόβλημα χτυπούσε την πόρτα του δικού τους σχολείου.

Η κριτική για την εκπαίδευση – και όχι για Παιδεία – αφορούσε είτε την υλικοτεχνική υποδομή των κτηρίων (απόλυτα σημαντική), είτε το γεγονός ότι η χώρα μας έμενε πίσω σε «μοντέρνες» προσεγγίσεις εκπαίδευσης, καθυστερώντας συνήθως πετυχημένες, όπως μας έλεγαν, «εκσυγχρονιστικές» μεταρρυθμίσεις,  της προηγμένης Ευρώπης. 

Βέβαια, δύσκολα συνειδητοποιεί κάποιος, ότι το επίπεδο της εκπαίδευσης, τα πρόσφατα χρόνια, υποβαθμίστηκε ακριβώς επειδή κυριάρχησαν ιδεολογικά οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι οποίοι οδήγησαν στην εκπαίδευση ως τεχνικό εγχειρίδιο και στην αποδόμηση, αξιών, εννοιών και ρόλων.

Στο πλαίσιο, αυτό, οι αρμοδιότητες και οι ταυτότητες μοιράστηκαν εκ νέου και συχνά με εργαλειακό τρόπο. Ιδιαίτερα, τα χρόνια της κρίσης, το Υπουργείο, οι δάσκαλοι και οι σχολικοί σύμβουλοι, θα ρύθμιζαν τη διαδικασία της εκπαίδευσης και οι Σύλλογοι Γονέων θα είχαν συνήθως το ρόλο άτυπου ή τυπικού χορηγού του σχολείου ή μιας εθελοντικής «τεχνική υπηρεσίας», κλείνοντας τα κενά που άφηνε η Πολιτεία. 

Το κίνημα, μάλιστα των εκπαιδευτικών, αντιμετωπίζοντας απίστευτες περικοπές, παραμέληση και απαξίωση τα τελευταία χρόνια, συμβιβάστηκε στην ισορροπία αυτή, ελπίζοντας κατά βάση στον εξωραϊσμό και την βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής του σχολείου, αντανακλώντας και προβάλλοντας και ανάλογες ανησυχίες των γονιών.

Παράλληλα, η ενασχόληση γονέων με τα κοινά και η ανάγκη συλλογικής διεκδίκησης αιτημάτων ουσίας (το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, το μοντέλο διδασκαλίας, ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα και τρόποι αντιμετώπισή τους από το σχολείο, κ.α) προς τους αρμόδιους φορείς της εκπαίδευσης (Υπουργείο, Τοπική αυτοδιοίκηση, Ενώσεις Δασκάλων ή Γονέων), χαρακτηριζόταν αρνητικά, ως πολιτικοποίηση.

Το γεγονός, ότι η λέξη, ταυτίστηκε, τόσο με την κομματικοποίηση, όσο και με τον συχνά παρωχημένο και διαστρεβλωμένο  συνδικαλισμό των εκπαιδευτικών ή του γονεικού κινήματος, και την παρακμή της επίσημης πολιτικής στην Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ενοχοποιούμε και να καταργούμε έννοιες, ιδέες και λέξεις. Χρειάζεται απλά, να επαναφέρουμε το αρχικό νόημα των λέξεων και της ιστορίας τους.

Ωστόσο, ο στόχος της ελληνικής εκπαίδευσης στην αρχαιότητα, θεωρητικά και πρακτικά ήταν η διαμόρφωση του καλύτερου δυνατού πολίτη και η ενασχόλησή του με τα κοινά. Στόχος δεν ήταν ο πλουτισμός –σε αντιστροφή προς τη σύγχρονη πραγματικότητα. 

Αναζητούσε πρωτίστως το καλό της κοινότητας και κατόπιν το καλό του ατόμου. Και δεν είναι τυχαίο, ότι οι φιλοσοφικές σχολές στην ελληνική αρχαιότητα γεννήθηκαν και συνδέονταν στενά με τόπους: κήπους, στοές, ακαδημίες, Λύκεια, κλπ, για να αγκαλιάζουν ως πρόταση ζωής το σύνολο της πόλης. 

Και μάλιστα, αν θεωρούσαμε τις σχολές, υπό μια διευρυμένη οπτική, ως τα «ιδιωτικά» σχολεία της εποχής, είχαν αίγλη, ακριβώς, επειδή υπήρχε η δημόσια παιδευτική διαδικασία της ίδιας της Πόλεως και οι δημοκρατικές αξίες της. Η οποία άφηνε ελεύθερο τον «εχθρό» της, ακριβώς επειδή, οι σχολές μόνο αν μετέρχονταν αρετές της Πόλεως και των κοινών, θα μπορούσαν να παράξουν παιδεία. 

Κάτι εντελώς αντίθετο από αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας, όταν, η λεηλασία, η κατασυκοφάντηση, η ερήμωση του Δημόσιου σχολείου αποτελεί  προϋπόθεση της προώθησης και της «υπεροχής» της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Η τεχνική καθοδήγηση και όλη η διδασκαλία που αποβλέπει στην οικονομική απολαβή εθεωρείτο χυδαία και δε δικαιούταν το όνομα της Παιδείας. Η αληθινή εκπαίδευση στοχεύει αποκλειστικά στην αρετή, η οποία ωθεί το παιδί να γίνει  καλός πολίτης, ικανός να άρχει και να άρχεται. Η παροχή γνώσεων είναι δευτερεύουσα δράση και, χωρίς τον σκοπό αυτό, είναι ανούσια και επικίνδυνη. Όλα αυτά συνεπάγονται και προϋποθέτουν ήθος, που σύμφωνα με τον Όμηρο, σημαίνει τόπος.

«Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς ῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ’ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ’ ἡμών ἐπὶ πλεῖστ’ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ’ ἂν εὐτραπέλως τὸ σώμα αὔταρκες παρέχεσθαι.

(Συνοψίζοντας θεωρώ ότι η όλη πόλη είναι παιδεία της Ελλάδας και ότι, μου φαίνεται, ο καθένας από εμάς μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του αυτάρκη σε πάρα πολλές δραστηριότητες με χάρη και επιδεξιότητα)
Περικλέους Επιτάφιος

    Όλη η Πόλη, λοιπόν, ο τόπος, οι άνθρωποι, τα προβλήματά τους, αποτελούν παιδευτική διεργασία για μαθητές, δασκάλους, γονείς. Η Πόλη δίδασκε τον εαυτό της, όπου «πόλις» είναι οι Αθηναίοι κι όχι η Αθήνα (Αθηναίων Πολιτεία και όχι Αθηνών Πολιτεία).

    Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη, αναφέρει: «καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο» (μτφ: και ομιλία και ελεύθερη σαν τον άνεμο σκέψη και αστυνόμους οργάς αυτοδιδάχτηκε).

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ποιητής και κριτικός θεάτρου, αποπειράθηκε μιαν άλλη μετάφραση: «Ένας τον άλλο δίδαξε λαλιά, τη σκέψη, σαν το πνεύμα των ανέμων, την όρεξη να ζει σε πολιτείες». Ενώ και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εξηγεί: «Ο άνθρωπος εδιδάξατο, “εδίδαξε ο ίδιος στον εαυτό του”, τας αστυνόμους οργάς». 

Το αστυνόμους, προέρχεται από το άστυ, την πόλη δηλαδή, πλάθεται όμως με τους νόμους, που ορίζουν την πόλη ως πολιτική οντότητα και διαδικασία. Η οργή, είναι η ορμή, η ενόρμηση, η διάθεση, η τάση, η ροπή. 

Ο  Σοφοκλής, στην ουσία, μιλά για την παιδευτική διαδικασία της πόλης, που τιθασεύει την ιδιώτευση, δημιουργώντας «το πάθος για την θέσμιση πόλεων». Και οι Σύλλογοι Γονέων είναι «πολιτικοί» θεσμοί της πόλης, του τόπου μας, με την πανάρχαια αυτή έννοια. Η κατεύθυνση που παίρνουν εξαρτάται πάντα από την ενεργοποίηση των γονέων, το στόχο και την συμμετοχή.

    Η ενοχοποίηση λέξεων και θεσμών, μέσα από μια λογική «προστασίας» των παιδιών και του σχολείου, μάλλον απομονώνει, παρά προστατεύει τα παιδιά μας. Σκεφτείτε, το 1940, να θεωρείτο «πολιτικοποίηση»  να μάθουν τα παιδιά τι συνέβαινε γύρω τους και να επιλεγόταν η αποσιώπηση της απειλής που ζύγωνε τον τόπο τους. 

Κι αν αυτό, βέβαια, σε συνθήκες πολέμου ήταν δύσκολο να υπάρξει, στα χρόνια μιας, η απειλή και οι κίνδυνοι της εξειδικευμένης αμάθειας των δεξιοτήτων, δεν είναι ορατοί και γι’αυτό είναι αναγκαία, όσο ποτέ, η ενεργοποίηση των γονιών.  Το πιο εκσυγχρονισμένο σχολείο, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το βάρβαρο έγκλημα της απονεύρωσης της ελληνικής γλώσσας και των αρχαίων Κλασικών. 

Όταν κορυφαία οικουμενικά κείμενα δημοκρατίας και παιδείας, θεωρούνται αναχρονισμός προγονοπληξία, προκειμένου να εμπεδωθούν, οι «εκσυγχρονιστικές»  μεταρρυθμίσεις που διενεργούνται τα τελευταία 25 χρόνια.

    Η πόλις του Καβάφη, δεν είναι μόνον ο τόπος, αλλά και η πόλις ως πολιτική συγκρότηση που πάντα ξεκινά και σχετίζεται με έναν τόπο. Που δημιουργεί δεσμούς, ιστορική συνέχεια, παιδεία και κριτική σκέψη και όχι βιβλία ως χρηστικά εγχειρίδια και προσπέκτους.

Πηγή:https://www.huffingtonpost.gr/
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου