Ένας νέος, το 1950 ήταν τριάντα ετών, έπαθε ένα πολύ δυνατό νευρικό κλονισμό και είχε απογοητευθεί. Επισκέφθηκε πολλούς και διάφορους ιατρούς, δίχως να γνωρίσει θεραπεία. Είχε και την κακή συνήθεια να βλασφημεί.
Η αδελφή του τον παρακαλούσε να επισκεφθούν τον όσιο Γεώργιο, αλλά εκείνος δεν δεχόταν επ’ ουδενί. Ήταν πολύ αρνητικός. Παρά τα πολλά φάρμακα που είχε πάρει, δεν είδε καμία βελτίωση. Είχε χάσει πολύ βάρος και ήταν σε άθλια κατάσταση.
Οι συγγενείς του τον έκλαιγαν ως άταφο νεκρό. Τότε σκέφθηκε ότι φεύγει από τη ζωή και, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, οδήγησε τα βήματά του στον όσιο Γέροντα συνοδευόμενος από τη μητέρα του.
Ο όσιος τους περίμενε στη θύρα του φράχτη του μοναστηριού και είπε με νόημα στη μητέρα: «Έλα, λοιπόν, όπου και να τον πας, αυτός δεν γίνεται καλά, αυτόν θα τον κάνει καλά το μοναστήρι». Γυρνώντας προς τον νέο τον αγκάλιασε και τον ρώτησε:
«Παιδί μου, εσύ δεν ξέρεις να μιλάς και βγάζεις φωτιά από το στόμα σου;» Έμεινε άφωνος και μόνο τον κοίταζε, κατανοώντας ότι αυτά τα έλεγε, επειδή βλασφημούσε τα θεία.
Κάθισαν δίπλα-δίπλα και ο όσιος επί αρκετή ώρα τον συμβούλεψε πολλά και ωραία. Στο τέλος τον διαβεβαίωσε: «Εγώ θα σου πω τι θα κάνεις και θα γίνεις καλά… Ό,τι κακό έχεις θα φύγει από πάνω σου, αλλά να θυμάσαι πως πρέπει να αλλάξεις ζωή, γιατί αν εξακολουθήσεις την ίδια ζωή, η δεύτερη φορά θα είναι πολύ χειρότερη από την πρώτη».
Πράγματι ακολούθησε τις θεοφώτιστες συμβουλές του οσίου κι αισθάνθηκε τελείως υγιής κλαίγοντας από την πολλή χαρά του. Άφησε τα φάρμακα και ακολούθησε μία φιλότιμη χριστιανική ζωή εργαζόμενος αρκετά σκληρά στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όπως ομολογεί μετά πενήντα χρόνια, η ζωή του άλλαξε ριζικά χάρη στη σωτήρια επέμβαση του οσίου Γέροντος.
Το 1955 ένας άνδρας από την Περιχώρα Δράμας ήταν άρρωστος πολύ βαριά. Οι ιατροί του νοσοκομείου είπαν στη σύζυγό του να τον πάρει στο σπίτι τους, να πεθάνει ήσυχα κοντά στους δικούς του. Ακούγοντας για τον όσιο Γεώργιο θέλησε να πάει τον σύζυγό της, μήπως μπορέσει να τους βοηθήσει.
Πηγαίνοντας στο πρακτορείο για να πάρουν το λεωφορείο για τη Σίψα, έμαθαν ότι ήταν ακινητοποιημένο επί μισή ώρα από κάποια βλάβη. Μόλις όμως ανέβηκαν σε αυτό και με την πρώτη δοκιμή της μηχανής, ξεκίνησε. Ο οδηγός παραξενεμένος σταυροκοπήθηκε και είπε:
«Μα καλά, τόση ώρα εσάς περιμέναμε και ήταν αδύνατον να ξεκινήσουμε;». «Ναι, γιατί είναι ανάγκη να πάω τον άρρωστο άνδρα μου στον Γέροντα, να μας βοηθήσει», απάντησε η καλή σύζυγος.
Μόλις έφθασαν, ο όσιος τους περίμενε ήδη. Της είπε:
«Τι σε είπαν στο νοσοκομείο, ότι θα πεθάνει ο άνδρας σου; Όχι, δεν θα πεθάνει, ώσπου να χτίσει το σπίτι του Αγίου Μηνά». Κατόπιν τον αγκάλιασε και συμπλήρωσε: «Παιδί μου, γιατί δεν πας να κάνεις τον Άγιο Μηνά; Ο άγιος Μηνάς θέλει το σπίτι του, γι’ αυτό θα σε κάνει καλά».
Φεύγοντας έδωσε στη σύζυγό του πολλά τρόφιμα, για να ταΐσει τα φτωχά παιδιά της.
(Η εικόνα του αγίου Μηνά ήταν στο μοναστήρι. Όταν θα την έδινε, ο όσιος έψαλλε το απολυτίκιο του.)
Ο άνδρας έζησε για χρόνια πολλά και εργάσθηκε σκληρά για να κτίσει το μοναστήρι του Αγίου Μηνά.
Μία νέα ήταν συγκύπτουσα και πήγε στον όσιο Γεώργιο να την βοηθήσει. Εκείνος την είδε, τη λυπήθηκε και της είπε να πάει στον ιερό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Δράμα, ν’ ανάψει μία λαμπάδα και να προσευχηθεί θερμά. Και ω του εξαισίου θαύματος! Το σκυφτό και καμπουριασμένο κορμί της ανορθώθηκε.
Από τη χαρά της διαλαλούσε το θαύμα παντού. Ο όσιος, μέσω ενός συγγενικού της προσώπου, όταν το έμαθε, της μήνυσε να μη το καυχιέται και τόσο πολύ, γιατί έρχονται μεγαλύτερες δυσκολίες. Αργότερα δοκιμάσθηκε φοβερά από επιληψία.
Δύο φοιτητές βρέθηκαν σ’ ένα μνημόσυνο του οσίου Γέροντος στο μοναστήρι του. Ήταν αρκετός κόσμος και άναβε πολλά κεριά στον τάφο του. Μία γυναίκα τους διηγήθηκε πώς γνώρισε τον όσιο, αφού άναψε κεριά και προηγήθηκε σχετική ερώτησή τους. Έμενε στη Δράμα και όταν πήγε για πρώτη φορά στο μοναστήρι και συνάντησε τον όσιο, της είπε:
«Άδικα τρέχεις στους γιατρούς και ξοδεύεσαι. Το παιδί σου θα το κάνει καλά ο μεγάλος γιατρός» κι έδειξε ψηλά. Έμεινε άναυδη, γιατί πράγματι το παιδί της δεν ήταν καλά. Εκεί που βάδιζε, ξαφνικά έπεφτε κάτω. Πήγε σε πολλούς γιατρούς, μα δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν τι ακριβώς είχε.
Ο όσιος της είπε: «Να νηστέψει όλη η οικογένεια για σαράντα ημέρες και μετά να έρθετε στο μοναστήρι να κοινωνήσετε». Έτσι κι έγινε. Έλεγε ο όσιος: «Να στέκεστε και να προσεύχεστε προσηλωμένοι στην εικόνα που βρίσκεται μπροστά σας, ούτε δίπλα να μη κοιτάτε… Ό,τι και να συμβεί, να μη κουνηθείς και να μη σταματήσεις να προσεύχεσαι…»
Κάποια στιγμή το παιδί της έπεσε κάτω ως λιπόθυμο. Εκείνη έμεινε ακίνητη στην προσευχή. Κάποιοι πήραν το παιδί και το πήγαν στο κελλί του οσίου. Μόλις τελείωσε η θεία λειτουργία, ήταν τελείως καλά και δεν έπαθε ξανά τίποτε.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 290, 318, 347 (αποσπάσματα).
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου