Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Υπέργηρος αθλητής: Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης


Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Χτύπησε πρωὶ – πρωὶ χαρμόσυνα ἡ καμ­πά­να. Κι ὄχι μόνο ἐδῶ ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἄλλα μέρη, σὲ χωριὰ καὶ πολιτεῖες κι ἀκόμα στὰ Μετέωρα, γιὰ τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους.

Τρεῖς καμπάνες χτυπάει ἡ Ἐκκλησία. Μία εἶ­νε πρωὶ – πρωί· εὐλογημένοι ἐ­κεῖνοι ποὺ ἔρ­χονται ν᾽ ἀκούσουν τὸν Ἑξά­ψαλ­μο. Δεύτερη ὅ­ταν προχωρήσῃ ὁ ὄρ­θρος, στὶς Καταβασίες. Καὶ ἡ τρίτη καμπάνα εἶ­­νε στὴ Δοξολογία, πρὶν τὴ λειτουργία. 

Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια μὲ τὸ «Εὐ­λο­­­γη­μένη ἡ βασιλεία…» ἦταν ὅλοι μέσα στὸ ναό· κατόπιν οἱ πόρτες ἔκλειναν. Θὰ τὸ κά­νω κ᾽ ἐ­γὼ ἐδῶ, θὰ ὁρίσω νὰ κλείνουν οἱ πόρ­τες. 

Αὐτὸ ποὺ γίνεται, νὰ μπαίνῃ κάποιος ὅταν δια­­βάζεται τὸ εὐαγγέλιο, ὅταν διαβάζεται ὁ ἀ­­πό­στολος, ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια, εἶνε ἁμαρτία. Κολάζεστε, δὲν ὠφελεῖστε ἔτσι. 

Πιστεύω νὰ θέλετε ν᾽ ἀ­κούσετε τὸν βίο τοῦ ἁγίου ποὺ ἑορ­τάζει. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ βιβλία, ὅμως σὲ κάθε σπίτι εἶχαν τὸν βίο τοῦ ἁγίου τους. Καὶ φτάνει ὁ βίος ἑνὸς ἁγίου νὰ μᾶς διδάξῃ πολλὰ πρά­γμα­τα. 

Εἶνε ἕνας κα­θρέφτης, ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκ­κλησία τὸν βάζει μπροστά μας. Κοιτάζον­τας σ᾽ αὐτὸν βλέπουμε πῶς ζοῦσαν ἄλλοτε οἱ Χριστι­ανοί· ζοῦσαν σὰν ἄγγελοι. Τώρα ἐμεῖς, στὰ ἔ­σχατα αὐτὰ χρό­νια, ζοῦμε ὄχι σὰν ἄγγελοι, ὄ­χι σὰν Χριστιανοὶ ἄν­θρωποι, μὰ σὰν ζῷα, χει­ρό­τερα κι ἀ­π᾽ τοὺς δαίμονες μερικὲς φορές. 

Ἂς κοιτάξουμε στὸν πνευματικὸ αὐτὸ καθρέφτη, γιὰ νὰ δοῦμε τὶς δικές μας ἀσχήμιες, ἀλλὰ νὰ δοῦμε καὶ τὸ μεγαλεῖο, τὸ ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ μεγαλεῖο ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος. 

* * *

Πατρίδα τοῦ ἁγίου Χαραλάμπου, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἡ Μαγνησία. Ὄχι ἡ Μαγνησία ποὺ εἶ­­νε στὴ Θεσσαλία μὲ πρωτεύουσα τὸ Βόλο, ἀλλὰ –σύμφωνα μὲ τὰ Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας– ἡ Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ποὺ εἶνε κοντὰ στὴ Σμύρνη. Μικρασιάτης ἦταν ὁ ἅγιος Χαράλαμπος ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι. Ἡ Μικρὰ Ἀσία καὶ ὁ Πόντος εἶνε μέρη στὰ ὁποῖα ὅπου νὰ σκαλίσουμε θὰ βροῦμε ὀστᾶ ἁγίων. 

Τί ἐργασία ἔκανε ὁ ἅγιος Χαράλαμπος; ἦ­ταν πλούσιος, ἄρχον­τας, στρατηγός, βασιλιᾶς; Κάτι παραπάνω. Μὰ ποιός εἶνε παραπάνω ἀπ᾽ τὸ βασιλιᾶ; Στὴ Μικρὰ Ἀσία ἔδιναν ὡραῖες εὐ­χές. Ὅταν εὐχόντουσαν ἕναν παπᾶ τοῦ ἔλεγαν «Νὰ χαίρεσαι τὴ βασιλεία σου»· ἐννοοῦ­σαν δηλαδὴ ὅτι ὁ παπᾶς εἶνε παραπάνω κι ἀπ᾽ τὸ βασιλιᾶ. 

Ὅπως ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ χωρὶς τὴ στολὴ εἶνε σὰν ἁπλὸς πολίτης ἐνῷ ὅ­ταν φέρῃ τὴ στολὴ ἐκπροσωπεῖ τὴν πατρί­δα, ἔτσι κι ὁ παπᾶς ποὺ φόρεσε τὸ ῥάσο, ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ποὺ περιβάλλεται τὸ πετραχήλι ἐν­εργεῖ ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, εἶ­νε ἄγγελος καὶ παρα­πάνω ἀ­πὸ ἄγγελος· ἔχει ἐξουσία ποὺ δὲν ἔ­χουν οὔτε οἱ ἄγγελοι. 

Ὅ­ταν πᾷς στὸν πνευ­ματικό, γονατίσῃς καὶ πῇς τὰ ἁ­μαρτήμα­τά σου, κ᾽ ἐκεῖνος ἁπλώσῃ πάνω σου τὸ πετρα­χήλι καὶ πῇ, «Παιδί μου, ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραί­ου ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι», τότε οἱ ἁ­μαρτίες σου ὅλες συγχωροῦν­ται. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ ἱερεὺς εἶνε παραπάνω κι ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ κι ἀπὸ τὸν ἄγγελο. 

Ἱερεὺς λοιπὸν ἦταν ὁ ἅγιος Χαράλαμπος· ἱερεὺς γεμᾶτος φωτιά, ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ δάκρυζε, ποὺ πήγαινε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ φρόντιζε φτωχοὺς καὶ χῆρες, ποὺ φρουροῦσε τὸ ποίμνιό του ἀπ᾽ τοὺς αἱρετικούς. Ἀλλ᾽ ὁ σατανᾶς τὸν μίσησε καὶ ὑποκίνησε τὰ ὄργανά του νὰ ἐξοντώσουν τὸν ἅγιο. 

Βασίλευε τότε ὁ εἰδωλολάτρης Σεπτίμιος Σεβῆρος (193-211 μ.Χ.) καὶ κήρυξε διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Μεταξὺ τῶν πρώτων ποὺ συν­ελήφθησαν ἦταν ὁ ἅγιος Χαράλαμπος, γέρον­τας ἑκατὸ ἐτῶν μὲ ἄσπρα γένεια καὶ μαλλιά. Τὸν ὡ­δήγησαν δέσμιο στὸ κρι­τήριο, ὅπου ὡ­μολόγησε ὅτι εἶνε Χριστιανὸς ἱερεύς. 

Τοῦ ἔ­ταξαν διορία ν᾽ ἀποφασίσῃ ἂν θὰ ἀρ­νηθῇ τὸ Χριστό, κ᾽ ἐκεῖνος εἶπε· Ὄχι δὲν τὸν ἀρνοῦ­μαι. Τοῦ ἔδειξαν τὰ ὄργανα μὲ τὰ ὁποῖα βασά­νιζαν τοὺς μάρτυρες, ἀλλὰ δὲν φοβήθηκε. 

Καὶ ἀκολούθησε τὸ μαρτύριό του, ποὺ εἶ­νε ἀπὸ τὰ σπάνια· τὸν ἔγδαραν ζωντανό! Τὸ ὑ­πέμεινε ἀνυποχώρητος μέχρι τέλους, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε κι ἄλλους νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό. 

Σήμερα ἡ τιμία κάρα του φυλάσσεται στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Στεφάνου στὰ Μετέωρα. 

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παθήματα ὁ ἅγιος Χαράλαμ­πος ἔκανε καὶ θαύματα. Καὶ μέχρι σήμερα τὰ ἱ­ερὰ λεί­ψανά του, εἴτε στὰ Μετέωρα τῆς Θεσσα­λίας εἴ­τε ἀλλοῦ, θαυματουργοῦν. Ἂς μὴν πιστεύ­ουν οἱ ἄθεοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅ­τι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει καὶ θαυματουργεῖ εἰς τοὺς αἰῶ­νας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅ­γιοί του κάνουν θαύματα πολλά.

Μερικὰ θαύματα ποὺ ἔκανε στὴν ἐποχή του. 

Πρῶτον. Τὸν πήγανε σ᾽ ἕνα ναὸ γεμᾶτο εἴ­δωλα. Μό­λις μπῆκε ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυ­ροῦ, κι ἀ­μέσως ὅλα τὰ ἀγάλματα ἔπεσαν κά­τω καὶ ἔγιναν κομμάτια. 

Δεύτερον. Ἐκεῖ ποὺ τὸν φυλάκισαν ὑπῆρχε ἕνα ξερὸ δέντρο, κι ὅταν ἄγγιξε πάνω του τὸ χέρι ὁ ἅ­γιος Χαράλαμπος, αὐτὸ ἔγινε πράσινο καὶ γέμισε λουλούδια καὶ καρπούς. 

Τρίτον. Γιὰ νὰ τὸν ἐξευτελίσουν τὸν κάθισαν ἀνάστροφα ἐπάνω σ᾿ ἕνα ἄλογο καὶ τὸν περι­έφεραν ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία, τὸν κορόιδευαν καὶ τὸν ἔφτυναν. Καὶ ξαφνικά –ἂς μὴν τὸ πιστεύῃς ἐσύ, ἐγὼ τὸ πιστεύω– τὸ ἄλογο πῆρε ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ εἶπε· Ὦ ἀσεβεῖς, γιατί τυραννεῖτε τὸν ἅγιο αὐτὸν ἄνθρωπο;… Ὅταν ἄκουσαν ἄλογο νὰ μιλάῃ τά ᾽χασαν. 

Καὶ τὸ τελευταῖο. Ἐκεῖ ποὺ ἀνέκριναν τὸν ἅ­γιο Χαράλαμπο, ἕνας ἀνώτερος ἀξιωματι­κός, ὁ Κρίσπος, ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ εἶπε μιὰ φρικτὴ βλαστήμια, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐ­πα­ναλάβω ἐδῶ. (Λέω μόνο ὅτι στὶς ἡμέρες μας βρέθηκε ἕνας νὰ τὴν ἐπαναλάβῃ, ὁ Καζαν­τζάκης, καὶ δυστυχῶς ἡ κρατικὴ τηλε­όρασι με­ταδίδει ἔργα του. 

Ἂν ὕβριζε ἔτσι τὶς μανάδες τῶν σημερινῶν ἀρχόντων μας, δὲν θὰ τὸν ἄ­φηναν ἀσφαλῶς· τώρα ὅμως γι᾽ αὐ­τοὺς εἶνε μικρὴ ἡ Παναγιὰ καὶ μικρὸς ὁ Χριστός, καὶ μεγάλοι εἶνε αὐτοί, ποὺ μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία εἶνε πελώρια μηδενικά. Αἶ­σχος αὐτὸ γιὰ τὸ κράτος μας!…) 

Ὁ Κρίσπος λοιπὸν εἶπε τὴ βλαστήμια αὐτή. Καὶ ὁ βα­σιλιᾶς, ποὺ ἦταν δίπλα του, πῆρε κι αὐ­τὸς θάρ­ρος καὶ τί ἔκανε· σήκωσε ὁ ἄθλιος τὰ χέ­ρια, μούντζωνε τὸν οὐρανὸ καὶ ἔλεγε· Χριστέ, δὲν σὲ φοβᾶμαι· κατέβα κάτω νὰ παλέ­ψουμε καὶ θὰ σὲ νικήσω· καὶ ἂν δὲν κατεβαίνῃς ἐσύ, θ᾽ ἀνεβῶ ἐγὼ στὸν οὐρανὸ νὰ σὲ γκρεμίσω ἀ­πὸ ἐκεῖ… 

Προτοῦ ὅμως νὰ τελειώσῃ τὶς βλασφη­μίες του ἔγινε σεισμὸς φοβερός! Τοὺς ἔ­πιασε τρόμος καὶ φόβος, ἔπεσαν κάτω αὐτοὶ μὲ τὰ σπαθιά τους, ἔτρεμαν καὶ φώναζαν μετα­νοημένοι σὰν τὸ λῃστὴ στὸ Γολγοθᾶ καὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχο ποὺ εἶπε «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54. Βλ. & Μᾶρκ. 15,39. Λουκ. 23,47). Αὐτὰ συνέβησαν καὶ πίστεψαν τότε πολλοί, μεταξὺ τῶν ὁ­ποίων καὶ ἡ κόρη τοῦ βασιλιᾶ. 

Δὲν σᾶς λέω περισσότερα. Εἶνε πράγματι ἅ­γιος ζωντανός, θαυματουργεῖ μέχρι σήμερα. Σ᾽ ἕνα μέρος τῆς Θεσσαλίας –εἶνε χρόνια τώρα– εἶχε πέσει χολέρα καὶ θέριζε τὸν κό­σμο. Οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ σταματήσουν τὸ κακό. 

Πῆραν τὴν κάρα τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὰ Μετέ­ωρα, τὴν ἔφεραν ἐκεῖ, νήστεψαν τρεῖς μέρες, καὶ ἡ ἀρρώστια κόπηκε ἀμέσως! Μεγάλη ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους· ἡ θρησκεία μας εἶνε ζωντανή. 

* * *
Μὲ ἀφορμὴ ὅμως τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ βλασφημία, ὅπως εἴδαμε, πρέπει τώρα, ἀ­δελφοί μου, νὰ προσέξουμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ ζήτημα αὐτό, ποὺ δυσ­τυ­χῶς ἔχει διαδοθῆ πολὺ στὸν τόπο μας. 

Γιὰ νὰ σταματήσῃ ἡ βλασφημία, ὀ­φείλου­με ν᾽ ἀγωνιστοῦμε ὅ­λοι, καὶ προπαντὸς ὅσοι κατάγονται ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ ἁγίου Χα­ραλάμπους, Μικρασι­ᾶ­τες καὶ Πόντιοι. Στὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἑκατὸ χρό­νια νὰ καθόσουν, βλαστήμια δὲν ἄκουγες. 

Τώ­ρα, ἐκεῖ ποὺ κατοικοῦν πρόσ­­φυγες ἀπ᾽ τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἀλλὰ καὶ σ᾽ ὅλη τὴν πατρίδα μας, δὲν περνάει μέρα χωρὶς ν᾽ ἀ­κουστῇ βλαστήμια. Πάθος φοβερό. Μικροὶ – μεγάλοι βλαστημοῦν, ἀκόμα καὶ τὰ θεῖα! 

Καταν­τήσαμε ἔθνος βλάσφημο. Κι ὅπως τό­τε ποὺ βλαστήμησαν ὁ Κρίσπος καὶ ὁ βασιλιᾶς ἔ­γινε σεισμός, φοβᾶ­μαι ἀδέρφια μου. Ἁμαρτω­λὸς εἶμαι, μὰ προ­φητεύω· ἂν δὲν μετανο­ήσουμε, θὰ τιμωρηθοῦμε. 

Δύο εἶνε τὰ με­γά­λα ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ μας· ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας μαζὶ μὲ τὶς ἐκ­­τρώσεις, καὶ τὸ δεύτερο ἡ βλασφημία. Καὶ φο­βᾶμαι γι᾿ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα, μήπως καμμιὰ ὥρα γίνῃ σεισμὸς καὶ καταποντισμός. 

Γι᾿ αὐτὸ τώρα, ποὺ ἀκοῦμε τὸν βίο τοῦ ἁ­γίου Χαραλάμπους, παρακαλῶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ μὴν ἀκούγεται καθόλου βλαστήμια. Μικροὶ – μεγάλοι, ἄντρες – γυναῖκες, προσηλω­μένοι ὅλοι στὴν πίστι μας, νὰ μὴ ἐπιτρέπουμε σὲ κανένα νὰ προσβάλῃ τὸν Κύριό μας. Πάν­τα καθαροί, ἁγνοί, ἀφωσιωμένοι στὴν πίστι τῶν πατέρων μας, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Χαραλάμπου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Χαραλάμπους Μανιακίου – Ἀμυνταίου τὴν Τρίτη 10-2-1976

«Πᾶνος» 

1 σχόλιο: