Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Χτύπησε πρωὶ – πρωὶ χαρμόσυνα ἡ καμπάνα. Κι ὄχι μόνο ἐδῶ ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἄλλα μέρη, σὲ χωριὰ καὶ πολιτεῖες κι ἀκόμα στὰ Μετέωρα, γιὰ τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους.
Τρεῖς καμπάνες χτυπάει ἡ Ἐκκλησία. Μία εἶνε πρωὶ – πρωί· εὐλογημένοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται ν᾽ ἀκούσουν τὸν Ἑξάψαλμο. Δεύτερη ὅταν προχωρήσῃ ὁ ὄρθρος, στὶς Καταβασίες. Καὶ ἡ τρίτη καμπάνα εἶνε στὴ Δοξολογία, πρὶν τὴ λειτουργία.
Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» ἦταν ὅλοι μέσα στὸ ναό· κατόπιν οἱ πόρτες ἔκλειναν. Θὰ τὸ κάνω κ᾽ ἐγὼ ἐδῶ, θὰ ὁρίσω νὰ κλείνουν οἱ πόρτες.
Αὐτὸ ποὺ γίνεται, νὰ μπαίνῃ κάποιος ὅταν διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο, ὅταν διαβάζεται ὁ ἀπόστολος, ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια, εἶνε ἁμαρτία. Κολάζεστε, δὲν ὠφελεῖστε ἔτσι.
Πιστεύω νὰ θέλετε ν᾽ ἀκούσετε τὸν βίο τοῦ ἁγίου ποὺ ἑορτάζει. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ βιβλία, ὅμως σὲ κάθε σπίτι εἶχαν τὸν βίο τοῦ ἁγίου τους. Καὶ φτάνει ὁ βίος ἑνὸς ἁγίου νὰ μᾶς διδάξῃ πολλὰ πράγματα.
Εἶνε ἕνας καθρέφτης, ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τὸν βάζει μπροστά μας. Κοιτάζοντας σ᾽ αὐτὸν βλέπουμε πῶς ζοῦσαν ἄλλοτε οἱ Χριστιανοί· ζοῦσαν σὰν ἄγγελοι. Τώρα ἐμεῖς, στὰ ἔσχατα αὐτὰ χρόνια, ζοῦμε ὄχι σὰν ἄγγελοι, ὄχι σὰν Χριστιανοὶ ἄνθρωποι, μὰ σὰν ζῷα, χειρότερα κι ἀπ᾽ τοὺς δαίμονες μερικὲς φορές.
Ἂς κοιτάξουμε στὸν πνευματικὸ αὐτὸ καθρέφτη, γιὰ νὰ δοῦμε τὶς δικές μας ἀσχήμιες, ἀλλὰ νὰ δοῦμε καὶ τὸ μεγαλεῖο, τὸ ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ μεγαλεῖο ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος.
* * *
Πατρίδα τοῦ ἁγίου Χαραλάμπου, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἡ Μαγνησία. Ὄχι ἡ Μαγνησία ποὺ εἶνε στὴ Θεσσαλία μὲ πρωτεύουσα τὸ Βόλο, ἀλλὰ –σύμφωνα μὲ τὰ Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας– ἡ Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ποὺ εἶνε κοντὰ στὴ Σμύρνη. Μικρασιάτης ἦταν ὁ ἅγιος Χαράλαμπος ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι. Ἡ Μικρὰ Ἀσία καὶ ὁ Πόντος εἶνε μέρη στὰ ὁποῖα ὅπου νὰ σκαλίσουμε θὰ βροῦμε ὀστᾶ ἁγίων.
Τί ἐργασία ἔκανε ὁ ἅγιος Χαράλαμπος; ἦταν πλούσιος, ἄρχοντας, στρατηγός, βασιλιᾶς; Κάτι παραπάνω. Μὰ ποιός εἶνε παραπάνω ἀπ᾽ τὸ βασιλιᾶ; Στὴ Μικρὰ Ἀσία ἔδιναν ὡραῖες εὐχές. Ὅταν εὐχόντουσαν ἕναν παπᾶ τοῦ ἔλεγαν «Νὰ χαίρεσαι τὴ βασιλεία σου»· ἐννοοῦσαν δηλαδὴ ὅτι ὁ παπᾶς εἶνε παραπάνω κι ἀπ᾽ τὸ βασιλιᾶ.
Ὅπως ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ χωρὶς τὴ στολὴ εἶνε σὰν ἁπλὸς πολίτης ἐνῷ ὅταν φέρῃ τὴ στολὴ ἐκπροσωπεῖ τὴν πατρίδα, ἔτσι κι ὁ παπᾶς ποὺ φόρεσε τὸ ῥάσο, ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ποὺ περιβάλλεται τὸ πετραχήλι ἐνεργεῖ ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἄγγελος καὶ παραπάνω ἀπὸ ἄγγελος· ἔχει ἐξουσία ποὺ δὲν ἔχουν οὔτε οἱ ἄγγελοι.
Ὅταν πᾷς στὸν πνευματικό, γονατίσῃς καὶ πῇς τὰ ἁμαρτήματά σου, κ᾽ ἐκεῖνος ἁπλώσῃ πάνω σου τὸ πετραχήλι καὶ πῇ, «Παιδί μου, ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι», τότε οἱ ἁμαρτίες σου ὅλες συγχωροῦνται. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ ἱερεὺς εἶνε παραπάνω κι ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ κι ἀπὸ τὸν ἄγγελο.
Ἱερεὺς λοιπὸν ἦταν ὁ ἅγιος Χαράλαμπος· ἱερεὺς γεμᾶτος φωτιά, ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ δάκρυζε, ποὺ πήγαινε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ φρόντιζε φτωχοὺς καὶ χῆρες, ποὺ φρουροῦσε τὸ ποίμνιό του ἀπ᾽ τοὺς αἱρετικούς. Ἀλλ᾽ ὁ σατανᾶς τὸν μίσησε καὶ ὑποκίνησε τὰ ὄργανά του νὰ ἐξοντώσουν τὸν ἅγιο.
Βασίλευε τότε ὁ εἰδωλολάτρης Σεπτίμιος Σεβῆρος (193-211 μ.Χ.) καὶ κήρυξε διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Μεταξὺ τῶν πρώτων ποὺ συνελήφθησαν ἦταν ὁ ἅγιος Χαράλαμπος, γέροντας ἑκατὸ ἐτῶν μὲ ἄσπρα γένεια καὶ μαλλιά. Τὸν ὡδήγησαν δέσμιο στὸ κριτήριο, ὅπου ὡμολόγησε ὅτι εἶνε Χριστιανὸς ἱερεύς.
Τοῦ ἔταξαν διορία ν᾽ ἀποφασίσῃ ἂν θὰ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό, κ᾽ ἐκεῖνος εἶπε· Ὄχι δὲν τὸν ἀρνοῦμαι. Τοῦ ἔδειξαν τὰ ὄργανα μὲ τὰ ὁποῖα βασάνιζαν τοὺς μάρτυρες, ἀλλὰ δὲν φοβήθηκε.
Καὶ ἀκολούθησε τὸ μαρτύριό του, ποὺ εἶνε ἀπὸ τὰ σπάνια· τὸν ἔγδαραν ζωντανό! Τὸ ὑπέμεινε ἀνυποχώρητος μέχρι τέλους, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε κι ἄλλους νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό.
Σήμερα ἡ τιμία κάρα του φυλάσσεται στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Στεφάνου στὰ Μετέωρα.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παθήματα ὁ ἅγιος Χαράλαμπος ἔκανε καὶ θαύματα. Καὶ μέχρι σήμερα τὰ ἱερὰ λείψανά του, εἴτε στὰ Μετέωρα τῆς Θεσσαλίας εἴτε ἀλλοῦ, θαυματουργοῦν. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄθεοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει καὶ θαυματουργεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοί του κάνουν θαύματα πολλά.
Μερικὰ θαύματα ποὺ ἔκανε στὴν ἐποχή του.
Πρῶτον. Τὸν πήγανε σ᾽ ἕνα ναὸ γεμᾶτο εἴδωλα. Μόλις μπῆκε ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, κι ἀμέσως ὅλα τὰ ἀγάλματα ἔπεσαν κάτω καὶ ἔγιναν κομμάτια.
Δεύτερον. Ἐκεῖ ποὺ τὸν φυλάκισαν ὑπῆρχε ἕνα ξερὸ δέντρο, κι ὅταν ἄγγιξε πάνω του τὸ χέρι ὁ ἅγιος Χαράλαμπος, αὐτὸ ἔγινε πράσινο καὶ γέμισε λουλούδια καὶ καρπούς.
Τρίτον. Γιὰ νὰ τὸν ἐξευτελίσουν τὸν κάθισαν ἀνάστροφα ἐπάνω σ᾿ ἕνα ἄλογο καὶ τὸν περιέφεραν ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία, τὸν κορόιδευαν καὶ τὸν ἔφτυναν. Καὶ ξαφνικά –ἂς μὴν τὸ πιστεύῃς ἐσύ, ἐγὼ τὸ πιστεύω– τὸ ἄλογο πῆρε ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ εἶπε· Ὦ ἀσεβεῖς, γιατί τυραννεῖτε τὸν ἅγιο αὐτὸν ἄνθρωπο;… Ὅταν ἄκουσαν ἄλογο νὰ μιλάῃ τά ᾽χασαν.
Καὶ τὸ τελευταῖο. Ἐκεῖ ποὺ ἀνέκριναν τὸν ἅγιο Χαράλαμπο, ἕνας ἀνώτερος ἀξιωματικός, ὁ Κρίσπος, ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ εἶπε μιὰ φρικτὴ βλαστήμια, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐπαναλάβω ἐδῶ. (Λέω μόνο ὅτι στὶς ἡμέρες μας βρέθηκε ἕνας νὰ τὴν ἐπαναλάβῃ, ὁ Καζαντζάκης, καὶ δυστυχῶς ἡ κρατικὴ τηλεόρασι μεταδίδει ἔργα του.
Ἂν ὕβριζε ἔτσι τὶς μανάδες τῶν σημερινῶν ἀρχόντων μας, δὲν θὰ τὸν ἄφηναν ἀσφαλῶς· τώρα ὅμως γι᾽ αὐτοὺς εἶνε μικρὴ ἡ Παναγιὰ καὶ μικρὸς ὁ Χριστός, καὶ μεγάλοι εἶνε αὐτοί, ποὺ μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία εἶνε πελώρια μηδενικά. Αἶσχος αὐτὸ γιὰ τὸ κράτος μας!…)
Ὁ Κρίσπος λοιπὸν εἶπε τὴ βλαστήμια αὐτή. Καὶ ὁ βασιλιᾶς, ποὺ ἦταν δίπλα του, πῆρε κι αὐτὸς θάρρος καὶ τί ἔκανε· σήκωσε ὁ ἄθλιος τὰ χέρια, μούντζωνε τὸν οὐρανὸ καὶ ἔλεγε· Χριστέ, δὲν σὲ φοβᾶμαι· κατέβα κάτω νὰ παλέψουμε καὶ θὰ σὲ νικήσω· καὶ ἂν δὲν κατεβαίνῃς ἐσύ, θ᾽ ἀνεβῶ ἐγὼ στὸν οὐρανὸ νὰ σὲ γκρεμίσω ἀπὸ ἐκεῖ…
Προτοῦ ὅμως νὰ τελειώσῃ τὶς βλασφημίες του ἔγινε σεισμὸς φοβερός! Τοὺς ἔπιασε τρόμος καὶ φόβος, ἔπεσαν κάτω αὐτοὶ μὲ τὰ σπαθιά τους, ἔτρεμαν καὶ φώναζαν μετανοημένοι σὰν τὸ λῃστὴ στὸ Γολγοθᾶ καὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχο ποὺ εἶπε «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54. Βλ. & Μᾶρκ. 15,39. Λουκ. 23,47). Αὐτὰ συνέβησαν καὶ πίστεψαν τότε πολλοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ κόρη τοῦ βασιλιᾶ.
Δὲν σᾶς λέω περισσότερα. Εἶνε πράγματι ἅγιος ζωντανός, θαυματουργεῖ μέχρι σήμερα. Σ᾽ ἕνα μέρος τῆς Θεσσαλίας –εἶνε χρόνια τώρα– εἶχε πέσει χολέρα καὶ θέριζε τὸν κόσμο. Οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ σταματήσουν τὸ κακό.
Πῆραν τὴν κάρα τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὰ Μετέωρα, τὴν ἔφεραν ἐκεῖ, νήστεψαν τρεῖς μέρες, καὶ ἡ ἀρρώστια κόπηκε ἀμέσως! Μεγάλη ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους· ἡ θρησκεία μας εἶνε ζωντανή.
* * *
Μὲ ἀφορμὴ ὅμως τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ βλασφημία, ὅπως εἴδαμε, πρέπει τώρα, ἀδελφοί μου, νὰ προσέξουμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ ζήτημα αὐτό, ποὺ δυστυχῶς ἔχει διαδοθῆ πολὺ στὸν τόπο μας.
Γιὰ νὰ σταματήσῃ ἡ βλασφημία, ὀφείλουμε ν᾽ ἀγωνιστοῦμε ὅλοι, καὶ προπαντὸς ὅσοι κατάγονται ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, Μικρασιᾶτες καὶ Πόντιοι. Στὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἑκατὸ χρόνια νὰ καθόσουν, βλαστήμια δὲν ἄκουγες.
Τώρα, ἐκεῖ ποὺ κατοικοῦν πρόσφυγες ἀπ᾽ τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἀλλὰ καὶ σ᾽ ὅλη τὴν πατρίδα μας, δὲν περνάει μέρα χωρὶς ν᾽ ἀκουστῇ βλαστήμια. Πάθος φοβερό. Μικροὶ – μεγάλοι βλαστημοῦν, ἀκόμα καὶ τὰ θεῖα!
Καταντήσαμε ἔθνος βλάσφημο. Κι ὅπως τότε ποὺ βλαστήμησαν ὁ Κρίσπος καὶ ὁ βασιλιᾶς ἔγινε σεισμός, φοβᾶμαι ἀδέρφια μου. Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, μὰ προφητεύω· ἂν δὲν μετανοήσουμε, θὰ τιμωρηθοῦμε.
Δύο εἶνε τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ μας· ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας μαζὶ μὲ τὶς ἐκτρώσεις, καὶ τὸ δεύτερο ἡ βλασφημία. Καὶ φοβᾶμαι γι᾿ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα, μήπως καμμιὰ ὥρα γίνῃ σεισμὸς καὶ καταποντισμός.
Γι᾿ αὐτὸ τώρα, ποὺ ἀκοῦμε τὸν βίο τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, παρακαλῶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ μὴν ἀκούγεται καθόλου βλαστήμια. Μικροὶ – μεγάλοι, ἄντρες – γυναῖκες, προσηλωμένοι ὅλοι στὴν πίστι μας, νὰ μὴ ἐπιτρέπουμε σὲ κανένα νὰ προσβάλῃ τὸν Κύριό μας. Πάντα καθαροί, ἁγνοί, ἀφωσιωμένοι στὴν πίστι τῶν πατέρων μας, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Χαραλάμπου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Χαραλάμπους Μανιακίου – Ἀμυνταίου τὴν Τρίτη 10-2-1976
«Πᾶνος»
Ένας Άξιος Ιεράρχης αιωνία του η μνήμη!
ΑπάντησηΔιαγραφή