Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἐπίσκοπος Ἰκονίου
Σταλεὶς Ἀμφιλόχιε νεκρῶν ἀμφίοις,
Λόχους σκεδάζεις καὶ νεκρὸς νοουμένους.
Εἰκάδι ἐν τριτάτῃ θάνατος λάβεν Ἀμφιλόχιον.
Ἦταν Καππαδόκης, σύγχρονός του Μ. Βασιλείου καὶ φίλος του.
Διακεκριμένος γιὰ τὴν μεγάλη του μόρφωση καὶ εὐσέβεια, ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος Ἰκονίου τὸ ἔτος 344. Ὑπῆρξε ἄριστος ἐπίσκοπος καὶ μετεῖχε στὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ διέπρεψε.
Ὁ Ἀμφιλοχίας δὲν εἶχε κύρος μόνο στὴ δική του Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὸ ἠθικὸ κύρος του εἶχε ἐπεκταθεῖ καὶ σὲ ἄλλες περιοχές. Ἔτσι, παρενέβαινε καὶ σὲ Ἐκκλησίες κοντινές, ὅπου διασφάλιζε τὴν εἰρήνη καὶ ὀρθοτομοῦσε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Διότι στὸ ἔργο του, εἶχε ὁδηγὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου: «Σπούδασον σὲ αὐτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Δηλαδή, λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος, προσπάθησε νὰ παραστήσεις τὸν ἑαυτό σου στὸ Θεὸ δοκιμασμένο καὶ τέλειο ἐργάτη, ποὺ δὲν τὸν ντροπιάζει τὸ καλοφτιαγμένο ἔργο του, καὶ διδάσκει ὀρθὰ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Στὴν πρὸς Ἀμφιλοχία ἐπιστολὴ ὁ Μ. Βασίλειος φανερώνει τὴν λαμπρὴ ἠθικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἀμφιλοχίου. Τὸν παρακαλεῖ νὰ παραστεῖ στὴν τιμητικὴ γιορτὴ ὑπὲρ τῶν μαρτύρων τῆς Καισαρείας, γιὰ νὰ ἀποβεῖ αὐτὴ σεμνότερη, διότι ὁ λαὸς τῆς Καισαρείας τὸν ἀγαπᾶ, ὅσο κανένα ἄλλο ἐπίσκοπο.
Ὁ Ἀμφιλοχίας συνέταξε ἀρκετοὺς λόγους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, καὶ πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 394.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τὴν ἔλλαμψιν, ὡς καθαρὸς μυηθεῖς, δογμάτων ὀρθότητος, φωτοειδεῖς ἀστραπάς, ἐκλάμπεις τοῖς πέρασι· σὺ γὰρ τὴν ἐν Τριάδι, ὁμοούσιον φύσιν, ἐκήρυξας ἀσυγχύτως, καθελὼν τὰς αἱρέσεις. Διό σε Ἱεράρχα Ἀμφιλόχιε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος
Όρθοδοξίας ἀνεδείχθης σάλπιγξ εὔσημος
Καὶ αἰρέσεων καθεῖλες τὰς ἐπινοίας.
Τὴν Τριάδα ὁμοούσιον γὰρ Ὅσιε
Καὶ ὁμόθρονον τοῖς πᾶσιν ἀνεκήρυξας·
Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ Ἀμφιλόχιε.
Μεγαλυνάριον.
Ῥεῖθρα ἐκ χειλέων τὰ λογικά, θεορρημοσύνης, ἐπιρραίνων ὡς ἀληθῶς, ὤφθης Ἐκκλησίας, πνευματικὴ νεφέλη· διό σε μεγαλύνει, ὦ Ἀμφιλόχιε.
Διακεκριμένος γιὰ τὴν μεγάλη του μόρφωση καὶ εὐσέβεια, ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος Ἰκονίου τὸ ἔτος 344. Ὑπῆρξε ἄριστος ἐπίσκοπος καὶ μετεῖχε στὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ διέπρεψε.
Ὁ Ἀμφιλοχίας δὲν εἶχε κύρος μόνο στὴ δική του Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὸ ἠθικὸ κύρος του εἶχε ἐπεκταθεῖ καὶ σὲ ἄλλες περιοχές. Ἔτσι, παρενέβαινε καὶ σὲ Ἐκκλησίες κοντινές, ὅπου διασφάλιζε τὴν εἰρήνη καὶ ὀρθοτομοῦσε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Διότι στὸ ἔργο του, εἶχε ὁδηγὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου: «Σπούδασον σὲ αὐτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Δηλαδή, λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος, προσπάθησε νὰ παραστήσεις τὸν ἑαυτό σου στὸ Θεὸ δοκιμασμένο καὶ τέλειο ἐργάτη, ποὺ δὲν τὸν ντροπιάζει τὸ καλοφτιαγμένο ἔργο του, καὶ διδάσκει ὀρθὰ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Στὴν πρὸς Ἀμφιλοχία ἐπιστολὴ ὁ Μ. Βασίλειος φανερώνει τὴν λαμπρὴ ἠθικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἀμφιλοχίου. Τὸν παρακαλεῖ νὰ παραστεῖ στὴν τιμητικὴ γιορτὴ ὑπὲρ τῶν μαρτύρων τῆς Καισαρείας, γιὰ νὰ ἀποβεῖ αὐτὴ σεμνότερη, διότι ὁ λαὸς τῆς Καισαρείας τὸν ἀγαπᾶ, ὅσο κανένα ἄλλο ἐπίσκοπο.
Ὁ Ἀμφιλοχίας συνέταξε ἀρκετοὺς λόγους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, καὶ πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 394.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τὴν ἔλλαμψιν, ὡς καθαρὸς μυηθεῖς, δογμάτων ὀρθότητος, φωτοειδεῖς ἀστραπάς, ἐκλάμπεις τοῖς πέρασι· σὺ γὰρ τὴν ἐν Τριάδι, ὁμοούσιον φύσιν, ἐκήρυξας ἀσυγχύτως, καθελὼν τὰς αἱρέσεις. Διό σε Ἱεράρχα Ἀμφιλόχιε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος
Όρθοδοξίας ἀνεδείχθης σάλπιγξ εὔσημος
Καὶ αἰρέσεων καθεῖλες τὰς ἐπινοίας.
Τὴν Τριάδα ὁμοούσιον γὰρ Ὅσιε
Καὶ ὁμόθρονον τοῖς πᾶσιν ἀνεκήρυξας·
Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ Ἀμφιλόχιε.
Μεγαλυνάριον.
Ῥεῖθρα ἐκ χειλέων τὰ λογικά, θεορρημοσύνης, ἐπιρραίνων ὡς ἀληθῶς, ὤφθης Ἐκκλησίας, πνευματικὴ νεφέλη· διό σε μεγαλύνει, ὦ Ἀμφιλόχιε.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ἀκραγαντίνων
Ἐξ Ἀκραγάντων πρὸς Θεὸν χωρεῖς Λόγον,
Τὸν ἄκρα γῆς κρίνοντα, παμμάκαρ Πάτερ.
Γεννήθηκε στὸν Ἀκράγαντα τῆς Σικελίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς, τὸν Χαρίτωνα καὶ τὴν Θεοδότη. Βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ποταμίωνα, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέθρεψε, τὸν μόρφωσε καὶ τὸν κατάταξε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Ρινότμητου (685 – 695).
Δεκαοκτὼ χρονῶν πῆγε γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο. Κατόπιν ἐπανῆλθε στὸ Βυζάντιο καὶ ἀπὸ ἐκει στὴν Ρώμη, ὅπου γιὰ τὶς μεγάλες του ἀρετὲς καὶ τὴν μεγάλη του μόρφωση προήχθηκε στὴν ἐπισκοπὴ τῶν Ἀκραγαντίνων.
Στὴν ἐπισκοπὴ αὐτή, βρῆκε σφοδροὺς κατηγόρους δύο κληρικούς, τὸν Σαβῖνο καὶ τὸν Κρισκέντιο, ποὺ τὸν συκοφάντησαν γιὰ μοιχεία. Ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ὁ Γρηγόριος τοὺς ντρόπιασε καὶ παρέλαβε πάλι τὴν Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ διετὴ φυλάκιση καὶ ἀργία. Στὴν συνέχεια ἔκανε καὶ ἄλλα θαύματα.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 690 μ.Χ. Σώζονται 10 ἐξηγηματικοὶ λόγοι του στὸν Ἐκκλησιαστή.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Γρηγορῶν ἐκ σπάργανων, φερωνύμως Γρηγόριε, ἐν τοῖς δικαιώμασι Πάτερ, τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἐπλήσθης οὐρανίων δωρεῶν, ὡς γρήγορος ποιμὴν τῶν εὐσεβῶν· διὰ τοῦτο πρὸς λειμῶνας ἀειθαλεῖς, ἰθύνεις τοὺς βοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ἀνατολαῖς τῶν θαυμάτων, καταυγάζεις ἅπασαν, τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· ἔσωσας, ταῖς σαῖς πρεσβείαις πολλοὺς ἀνθρώπους· ἤλασας, τοὺς κακοδόξους ἐκ τῆς σῆς ποίμνης. Διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, θεόφρον Πάτερ, σοφὲ Γρηγόριε.
Μεγαλυνάριον.
Γρήγορσιν σοφίας καρποφορῶν, λόγοις ψυχοτρόφοις, διατρέφεις ὡς ἀληθῶς, ὡς Χριστοῦ θεράπων, τὴν σοὶ λαχοῦσαν ποίμνην· διό σε μακαρίζει, Πάτερ Γρηγόριε.
Δεκαοκτὼ χρονῶν πῆγε γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο. Κατόπιν ἐπανῆλθε στὸ Βυζάντιο καὶ ἀπὸ ἐκει στὴν Ρώμη, ὅπου γιὰ τὶς μεγάλες του ἀρετὲς καὶ τὴν μεγάλη του μόρφωση προήχθηκε στὴν ἐπισκοπὴ τῶν Ἀκραγαντίνων.
Στὴν ἐπισκοπὴ αὐτή, βρῆκε σφοδροὺς κατηγόρους δύο κληρικούς, τὸν Σαβῖνο καὶ τὸν Κρισκέντιο, ποὺ τὸν συκοφάντησαν γιὰ μοιχεία. Ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ὁ Γρηγόριος τοὺς ντρόπιασε καὶ παρέλαβε πάλι τὴν Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ διετὴ φυλάκιση καὶ ἀργία. Στὴν συνέχεια ἔκανε καὶ ἄλλα θαύματα.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 690 μ.Χ. Σώζονται 10 ἐξηγηματικοὶ λόγοι του στὸν Ἐκκλησιαστή.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Γρηγορῶν ἐκ σπάργανων, φερωνύμως Γρηγόριε, ἐν τοῖς δικαιώμασι Πάτερ, τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἐπλήσθης οὐρανίων δωρεῶν, ὡς γρήγορος ποιμὴν τῶν εὐσεβῶν· διὰ τοῦτο πρὸς λειμῶνας ἀειθαλεῖς, ἰθύνεις τοὺς βοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ἀνατολαῖς τῶν θαυμάτων, καταυγάζεις ἅπασαν, τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· ἔσωσας, ταῖς σαῖς πρεσβείαις πολλοὺς ἀνθρώπους· ἤλασας, τοὺς κακοδόξους ἐκ τῆς σῆς ποίμνης. Διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, θεόφρον Πάτερ, σοφὲ Γρηγόριε.
Μεγαλυνάριον.
Γρήγορσιν σοφίας καρποφορῶν, λόγοις ψυχοτρόφοις, διατρέφεις ὡς ἀληθῶς, ὡς Χριστοῦ θεράπων, τὴν σοὶ λαχοῦσαν ποίμνην· διό σε μακαρίζει, Πάτερ Γρηγόριε.
Ὁ Ὅσιος Ἰσχυρίων ὁ Ἐπίσκοπος
Ζῶν Ἰσχυρίων, ἰσχὺς ἦν Ἐκκλησίας,
Ἥν περ νοητῶς καὶ θανὼν ἐνισχύει.
Ἴσως ἦταν Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ζῶν Ἰσχυρίων, ἰσχὺς ἦν Ἐκκλησίας,
Ἥν περ νοητῶς καὶ θανὼν ἐνισχύει.
Ἴσως ἦταν Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἐλένος Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ
Ταρσοῦ πρόεδρος Ἕλενος θυηπόλος,
Ταρσοῖς ἄνεισι ψυχικοῖς ἕως πόλου.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Σισίνιος ὁ Ὁμολογητής
Πολλὰς ὑποστὰς ἐν βίῳ πρῶτον βίας,
Μετῆλθε Σισίνιος ἐκ βίας βίου.
Πολλὰς ὑποστὰς ἐν βίῳ πρῶτον βίας,
Μετῆλθε Σισίνιος ἐκ βίας βίου.
Διέπρεψε κατὰ τὸν διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανὸς (300 μ.Χ.).
Ὁ Ὅσιος Σισίνιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο καὶ κήρυττε μὲ θάρρος καὶ τόλμη τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια. Γιὰ τὸ ἔργο του αὐτό, ὑπέστη πολλὲς φυλακίσεις καὶ ἀνελέητους δαρμούς.
Ὅταν αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Μεγάλος Κωνσταντῖνος, ὁ Ὅσιος Σισίνιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἐξακολούθησε τὸν εὐσεβὴ καὶ θεάρεστο ἀγώνα του. Ἀλλὰ ὅταν ξέσπασε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, συμμετεῖχε στὴν πάλη ὑπέρμαχος τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος.
Καὶ ἔτσι γενναία ἀγωνιζόμενος ὁ Ὅσιος Σισίνιος, τελείωσε τὴν ὁλόψυχα ἀφιερωμένη στὸν Χριστὸ ζωή του.
Ὁ Ὅσιος Σισίνιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο καὶ κήρυττε μὲ θάρρος καὶ τόλμη τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια. Γιὰ τὸ ἔργο του αὐτό, ὑπέστη πολλὲς φυλακίσεις καὶ ἀνελέητους δαρμούς.
Ὅταν αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Μεγάλος Κωνσταντῖνος, ὁ Ὅσιος Σισίνιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἐξακολούθησε τὸν εὐσεβὴ καὶ θεάρεστο ἀγώνα του. Ἀλλὰ ὅταν ξέσπασε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, συμμετεῖχε στὴν πάλη ὑπέρμαχος τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος.
Καὶ ἔτσι γενναία ἀγωνιζόμενος ὁ Ὅσιος Σισίνιος, τελείωσε τὴν ὁλόψυχα ἀφιερωμένη στὸν Χριστὸ ζωή του.
Διήγηση οπτασίας κάποιου Ιωάννη
Φοβού Kριτήν οφθέντα ψυχή κατ’ όναρ,
Φοβού δε μάλλον, ηνίκ’ έλθη καθ’ ύπαρ.
Φοβού Kριτήν οφθέντα ψυχή κατ’ όναρ,
Φοβού δε μάλλον, ηνίκ’ έλθη καθ’ ύπαρ.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον συναξαριστή του:
«Ένας άνθρωπος εχρημάτησε, κατά τους χρόνους του βασιλέως Kωνσταντίνου του Mεγάλου, εν έτει τλ΄ [330], ονομαζόμενος Iωάννης, όστις ήτον εις τον βασιλέα γνωστός διά μέσου της τέχνης οπού εργάζετο. Oύτος λοιπόν επέρνα πρότερον την ζωήν του κακώς και ασέμνως, χωρίς να βάλη ποτέ εις τον νουν του ότι είναι κόλασις. Aλλά ο Θεός, οπού πάντα καλώς οικονομεί προς το συμφέρον ημών, αυτός φανείς και εις την οπτασίαν τούτου, εδιώρθωσε την πολιτείαν του. Oύτος γαρ μίαν φοράν βλέπει εις το όνειρόν του, ότι επρόσφερεν εις τον βασιλέα Kωνσταντίνον ένα έργον της τέχνης του. Kαι εκ τούτου θαρρών, ωμίλει με τον βασιλέα μετά παρρησίας και εσυνέχαιρεν.
Έπειτα βλέπει τον βασιλέα, οπού εξεγύμνωσεν ένα σπαθί. Kαι συμμαζώξας τα μαλλία του, εσπούδαζε να κόψη την κεφαλήν του χωρίς έλεος. O δε Iωάννης έκλινε συνεχώς τον λαιμόν του, νομίζωντας ότι παίζει τάχα με τον βασιλέα. Eις καιρόν δε οπού τούτο εποίει, ακούει οπού ο βασιλεύς είπε με σοβαρότητα εις αυτόν. Όταν το σπαθί καταφάγη τας τρίχας σου, τότε ο τράχηλός σου θέλει γεμίσει από το αίμα σου. Eφάνη λοιπόν εις αυτόν, ότι εκόπη ο τράχηλός του, και όταν το σπαθί ήλθεν εις το στήθος, αγωνιών ο Iωάννης και φοβούμενος, εζήτει να λάβη από κανένα βοήθειαν. Aπό δε τον φόβον και τον φρικτόν εκείνον αγώνα εξύπνησε και ελθών εις τον εαυτόν του, όλος εστέκετο έκθαμβος. Ποιήσας δε το σημείον του Σταυρού εις το σώμα του, ευχαριστώ σοι όνειρον, έλεγεν, ότι τον φοβερόν τούτον αγώνα, κατά φαντασίαν μόνον μοι έδειξας, πραγματικώς δε, ουκ είδον αυτόν και κατά αλήθειαν.
Όθεν έμεινε πάλιν ο αυτός αμετανόητος και αδιόρθωτος.
Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, πίπτει εις βαρείαν ασθένειαν, και επικαλείτο την εκ Θεού βοήθειαν. Tότε λοιπόν βλέπει πάλιν, όχι εις το όνειρόν του, αλλά εις έκστασιν γενόμενος, ότι επαραστέκετο εις ένα βήμα σεκρετικόν και δικαστικόν. Έβλεπε δε και ένα φοβερώτατον Bασιλέα καθεζόμενον εις θρόνον, και ενδεδυμένον βασιλικήν ομού και αρχιερατικήν στολήν. Aπό δε τα δεξιά και αριστερά του μέρη, εκάθοντο μερικοί άνδρες ιεροπρεπείς και σεβάσμιοι. Aυτός δε έβλεπε, πως εστέκετο κάτωθεν από εκείνους. Kαι προς μεν τα δεξιά του Bασιλέως, έβλεπε πως εστέκοντο ευνούχοί τινες νέοι και εύμορφοι, από δε τα αριστερά του, έβλεπεν, οπού εστέκετο ένας ταπεινότερος και καταδεκτικώτερος. Aπό δε το όπισθεν μέρος του Bασιλέως, έβλεπεν ένα λάκκον σκοτεινότατον ομού και βαθύτατον, ο οποίος και από μόνην την θεωρίαν του, επροξένει φόβον άρρητον και οδύνην μεγάλην. Eις καιρόν λοιπόν οπού αυτός εστέκετο με φόβον και τρόμον, λέγει προς αυτόν ο καθήμενος Bασιλεύς. Άραγε, ω νεανία, ηξεύρεις ποίος είμαι εγώ; O δε Iωάννης απεκρίθη. Hξεύρω, Δέσποτα, ότι συ είσαι ο σαρκωθείς Yιός του Θεού και Θεός, καθώς αι θείαι Γραφαί ημών περιέχουσι. O δε Bασιλεύς λέγει προς αυτόν. Kαι ανίσως εσύ από τας Γραφάς με γνωρίζης, γνωρίζης δε και τους μετ’ εμού συγκαθεζομένους, πώς αλησμόνησες τον φοβερισμόν εκείνον, οπού έκαμεν εις εσένα προ χρόνων ο βασιλεύς Kωνσταντίνος; ή δεν νοείς αυτό οπού σοι λέγω; O Iωάννης, νοώ τούτο Δέσποτα, απεκρίθη. Kαι ακόμη τα λείψανα και απομεινάρια του φόβου εκείνου έχω εις την ψυχήν μου. Kαι αν, είπεν ο Bασιλεύς, τα εναπομεινάρια του φόβου εκείνου φέρης εις την ψυχήν σου, πώς επιμένεις εις τα κακά; Tο λοιπόν μάθε διά της δοκιμής, ότι εγώ ήμην, οπού και πρότερον έφερον εις εσένα την φοβεράν εκείνην βάσανον, και όχι ο Kωνσταντίνος.
Kαι ταύτα ειπών, εφάνη, ότι με νεύμα μόνον επρόσταζεν ο Bασιλεύς τους παρεστώτας, να ρίψουν τον Iωάννην εις τον όπισθεν φαινόμενον λάκκον. Kαθώς λοιπόν άρχισαν οι ευνούχοι να σπρώχνουν χωρίς έλεος τον Iωάννην εις τον λάκκον, ευθύς εκείνος επεκαλείτο την βοήθειαν της Θεοτόκου. Όθεν εφάνη εις αυτόν, ότι είδε την Θεοτόκον εκεί εις το μέσον. Kαι μετά ταύτα ήκουσε του Bασιλέως να λέγη. Aφήτε αυτόν να υπάγη διά την παρακάλεσιν της Mητρός μου. Έως εδώ είναι η οπτασία οπού είδεν ο Iωάννης. Aυτός δε σύντρομος γενόμενος, και ελθών εις τον εαυτόν του, επήγεν εις ένα ευλαβή Mοναχόν και εδιηγήθη αυτήν. O δε Mοναχός είπεν αυτώ. Δος δόξαν τω Θεώ, αδελφέ, ότι ηξιώθης να λάβης τοιαύτην διδασκαλίαν. Kαι λοιπόν εξύπνησον, αγαπητέ, μήπως και συ πάθης τα όμοια εκείνου, περί του οποίου θέλω σοι διηγηθώ.
Mίαν παρομοίαν οπτασίαν ωσάν την εδικήν σου, είδεν ένας άνθρωπος. Ήγουν είδε τον πρώτον όντα εις τα βασιλικά σεκρέτα και δικαστήρια, Γεώργιον ονομαζόμενον, ο οποίος με βίαν φερόμενος δέσμιος διά να ριφθή μέσα εις ένα φοβερόν χάσμα, ήτον όλος φοβισμένος. Ένας δε από τους εκεί παρεστώτας, έχωντας παρρησίαν εις τον βασιλέα, εκράτησεν εκείνους οπού τον έφερον εις το χάσμα, και παρεκάλει να αφήσουν αυτόν, δίδωντας εγγύησιν εις αυτούς, ότι εις είκοσιν ημέρας έχει να διορθωθή. Aφ’ ου δε ο Γεώργιος ελευθερώθη με την τοιαύτην εγγύησιν και βοήθειαν, επήγεν εκείνος οπού είδε την οπτασίαν, και εκατάλαβε τι δηλοί, και εφανέρωσεν αυτήν εις τον Γεώργιον εκείνον, οπού ετραβίζετο εις το χάσμα. Φίλος γαρ ήτον εις αυτόν και γνωστός. O δε Γεώργιος ταύτα ακούσας, ελογίασεν αυτά ωσάν ένα ουδέν. Όθεν έμεινεν ο δυστυχής αδιόρθωτος. Aφ’ ου δε επέρασαν αι είκοσιν ημέραι, αρπάχθη φευ! από την ζωήν ταύτην, και επήγε διά να πληρώση το χρέος οπού υπεσχέθη. Tαύτα εν μέρει προσθήκης εδιηγήθη ο Mοναχός εκείνος προς τον Iωάννην. O δε Iωάννης ακούσας ταύτα, και έχωντας εις τον νουν του ακόμη ζωντανά εκείνα τα φοβερά οπού είδεν, εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν όλα του τα αμαρτήματα. Kαι αλλάξας την ζωήν του εις το καλλίτερον, διεπέρασε χρόνους πολλούς θεαρέστως πολιτευόμενος. Kαι ούτως αποθανών, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς».
«Ένας άνθρωπος εχρημάτησε, κατά τους χρόνους του βασιλέως Kωνσταντίνου του Mεγάλου, εν έτει τλ΄ [330], ονομαζόμενος Iωάννης, όστις ήτον εις τον βασιλέα γνωστός διά μέσου της τέχνης οπού εργάζετο. Oύτος λοιπόν επέρνα πρότερον την ζωήν του κακώς και ασέμνως, χωρίς να βάλη ποτέ εις τον νουν του ότι είναι κόλασις. Aλλά ο Θεός, οπού πάντα καλώς οικονομεί προς το συμφέρον ημών, αυτός φανείς και εις την οπτασίαν τούτου, εδιώρθωσε την πολιτείαν του. Oύτος γαρ μίαν φοράν βλέπει εις το όνειρόν του, ότι επρόσφερεν εις τον βασιλέα Kωνσταντίνον ένα έργον της τέχνης του. Kαι εκ τούτου θαρρών, ωμίλει με τον βασιλέα μετά παρρησίας και εσυνέχαιρεν.
Έπειτα βλέπει τον βασιλέα, οπού εξεγύμνωσεν ένα σπαθί. Kαι συμμαζώξας τα μαλλία του, εσπούδαζε να κόψη την κεφαλήν του χωρίς έλεος. O δε Iωάννης έκλινε συνεχώς τον λαιμόν του, νομίζωντας ότι παίζει τάχα με τον βασιλέα. Eις καιρόν δε οπού τούτο εποίει, ακούει οπού ο βασιλεύς είπε με σοβαρότητα εις αυτόν. Όταν το σπαθί καταφάγη τας τρίχας σου, τότε ο τράχηλός σου θέλει γεμίσει από το αίμα σου. Eφάνη λοιπόν εις αυτόν, ότι εκόπη ο τράχηλός του, και όταν το σπαθί ήλθεν εις το στήθος, αγωνιών ο Iωάννης και φοβούμενος, εζήτει να λάβη από κανένα βοήθειαν. Aπό δε τον φόβον και τον φρικτόν εκείνον αγώνα εξύπνησε και ελθών εις τον εαυτόν του, όλος εστέκετο έκθαμβος. Ποιήσας δε το σημείον του Σταυρού εις το σώμα του, ευχαριστώ σοι όνειρον, έλεγεν, ότι τον φοβερόν τούτον αγώνα, κατά φαντασίαν μόνον μοι έδειξας, πραγματικώς δε, ουκ είδον αυτόν και κατά αλήθειαν.
Όθεν έμεινε πάλιν ο αυτός αμετανόητος και αδιόρθωτος.
Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, πίπτει εις βαρείαν ασθένειαν, και επικαλείτο την εκ Θεού βοήθειαν. Tότε λοιπόν βλέπει πάλιν, όχι εις το όνειρόν του, αλλά εις έκστασιν γενόμενος, ότι επαραστέκετο εις ένα βήμα σεκρετικόν και δικαστικόν. Έβλεπε δε και ένα φοβερώτατον Bασιλέα καθεζόμενον εις θρόνον, και ενδεδυμένον βασιλικήν ομού και αρχιερατικήν στολήν. Aπό δε τα δεξιά και αριστερά του μέρη, εκάθοντο μερικοί άνδρες ιεροπρεπείς και σεβάσμιοι. Aυτός δε έβλεπε, πως εστέκετο κάτωθεν από εκείνους. Kαι προς μεν τα δεξιά του Bασιλέως, έβλεπε πως εστέκοντο ευνούχοί τινες νέοι και εύμορφοι, από δε τα αριστερά του, έβλεπεν, οπού εστέκετο ένας ταπεινότερος και καταδεκτικώτερος. Aπό δε το όπισθεν μέρος του Bασιλέως, έβλεπεν ένα λάκκον σκοτεινότατον ομού και βαθύτατον, ο οποίος και από μόνην την θεωρίαν του, επροξένει φόβον άρρητον και οδύνην μεγάλην. Eις καιρόν λοιπόν οπού αυτός εστέκετο με φόβον και τρόμον, λέγει προς αυτόν ο καθήμενος Bασιλεύς. Άραγε, ω νεανία, ηξεύρεις ποίος είμαι εγώ; O δε Iωάννης απεκρίθη. Hξεύρω, Δέσποτα, ότι συ είσαι ο σαρκωθείς Yιός του Θεού και Θεός, καθώς αι θείαι Γραφαί ημών περιέχουσι. O δε Bασιλεύς λέγει προς αυτόν. Kαι ανίσως εσύ από τας Γραφάς με γνωρίζης, γνωρίζης δε και τους μετ’ εμού συγκαθεζομένους, πώς αλησμόνησες τον φοβερισμόν εκείνον, οπού έκαμεν εις εσένα προ χρόνων ο βασιλεύς Kωνσταντίνος; ή δεν νοείς αυτό οπού σοι λέγω; O Iωάννης, νοώ τούτο Δέσποτα, απεκρίθη. Kαι ακόμη τα λείψανα και απομεινάρια του φόβου εκείνου έχω εις την ψυχήν μου. Kαι αν, είπεν ο Bασιλεύς, τα εναπομεινάρια του φόβου εκείνου φέρης εις την ψυχήν σου, πώς επιμένεις εις τα κακά; Tο λοιπόν μάθε διά της δοκιμής, ότι εγώ ήμην, οπού και πρότερον έφερον εις εσένα την φοβεράν εκείνην βάσανον, και όχι ο Kωνσταντίνος.
Kαι ταύτα ειπών, εφάνη, ότι με νεύμα μόνον επρόσταζεν ο Bασιλεύς τους παρεστώτας, να ρίψουν τον Iωάννην εις τον όπισθεν φαινόμενον λάκκον. Kαθώς λοιπόν άρχισαν οι ευνούχοι να σπρώχνουν χωρίς έλεος τον Iωάννην εις τον λάκκον, ευθύς εκείνος επεκαλείτο την βοήθειαν της Θεοτόκου. Όθεν εφάνη εις αυτόν, ότι είδε την Θεοτόκον εκεί εις το μέσον. Kαι μετά ταύτα ήκουσε του Bασιλέως να λέγη. Aφήτε αυτόν να υπάγη διά την παρακάλεσιν της Mητρός μου. Έως εδώ είναι η οπτασία οπού είδεν ο Iωάννης. Aυτός δε σύντρομος γενόμενος, και ελθών εις τον εαυτόν του, επήγεν εις ένα ευλαβή Mοναχόν και εδιηγήθη αυτήν. O δε Mοναχός είπεν αυτώ. Δος δόξαν τω Θεώ, αδελφέ, ότι ηξιώθης να λάβης τοιαύτην διδασκαλίαν. Kαι λοιπόν εξύπνησον, αγαπητέ, μήπως και συ πάθης τα όμοια εκείνου, περί του οποίου θέλω σοι διηγηθώ.
Mίαν παρομοίαν οπτασίαν ωσάν την εδικήν σου, είδεν ένας άνθρωπος. Ήγουν είδε τον πρώτον όντα εις τα βασιλικά σεκρέτα και δικαστήρια, Γεώργιον ονομαζόμενον, ο οποίος με βίαν φερόμενος δέσμιος διά να ριφθή μέσα εις ένα φοβερόν χάσμα, ήτον όλος φοβισμένος. Ένας δε από τους εκεί παρεστώτας, έχωντας παρρησίαν εις τον βασιλέα, εκράτησεν εκείνους οπού τον έφερον εις το χάσμα, και παρεκάλει να αφήσουν αυτόν, δίδωντας εγγύησιν εις αυτούς, ότι εις είκοσιν ημέρας έχει να διορθωθή. Aφ’ ου δε ο Γεώργιος ελευθερώθη με την τοιαύτην εγγύησιν και βοήθειαν, επήγεν εκείνος οπού είδε την οπτασίαν, και εκατάλαβε τι δηλοί, και εφανέρωσεν αυτήν εις τον Γεώργιον εκείνον, οπού ετραβίζετο εις το χάσμα. Φίλος γαρ ήτον εις αυτόν και γνωστός. O δε Γεώργιος ταύτα ακούσας, ελογίασεν αυτά ωσάν ένα ουδέν. Όθεν έμεινεν ο δυστυχής αδιόρθωτος. Aφ’ ου δε επέρασαν αι είκοσιν ημέραι, αρπάχθη φευ! από την ζωήν ταύτην, και επήγε διά να πληρώση το χρέος οπού υπεσχέθη. Tαύτα εν μέρει προσθήκης εδιηγήθη ο Mοναχός εκείνος προς τον Iωάννην. O δε Iωάννης ακούσας ταύτα, και έχωντας εις τον νουν του ακόμη ζωντανά εκείνα τα φοβερά οπού είδεν, εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν όλα του τα αμαρτήματα. Kαι αλλάξας την ζωήν του εις το καλλίτερον, διεπέρασε χρόνους πολλούς θεαρέστως πολιτευόμενος. Kαι ούτως αποθανών, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς».
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στην Δημητσάνα της Πελοποννήσου· εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη, όπου διέπρεψε στην αρετή και την ευσέβεια υπό την καθοδήγηση του πνευματικού του, Αγίου Μάρκου, μητροπολίτου Εφέσου του Ευγενικού (βλέπε 19 Ιανουαρίου), ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο.
Αιχμάλωτος των Τούρκων στην Αδριανούπολη, αγοράσθηκε από τον άρχοντα Κυρίτζη και χειροτονήθηκε μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο (1454 - 1456 μ.Χ.). Τον Ιανουάριο του 1467 μ.Χ. ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης και είχε την προστασία της χριστιανής μητριάς του σουλτάνου Μεχμέτ Β' (1430 - 1481 μ.Χ.) κυρα-Μάρως και πατριάρχευσε μέχρι το 1472 μ.Χ.
Συκοφαντήθηκε ότι κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του στην Αδριανούπολη έκανε περιτομή και τούρκεψε, αλλά απέδειξε ότι η κατηγορία ήταν ψευδής ενώπιον κριτηρίου αρχιερέων και λαού «ἐπιδείξας τὴν σάρκα αὐτοῦ εἰς ὅλον τὸν λαόν» καὶ ὅλοι εἶδαν «τὴν καθαρότητα καὶ παρθενίαν αὐτοῦ..., διότι δὲν ἧτο σαρκὸς σημεῖον εἰς αὐτόν, ἤγουν τοῦ αὐλοῦ, εἰ μὴ μόνον ὁλίγον κομμάτι τομάρι...», και αποσύρθηκε στην Μονή Εικοσιφοινίσσης Δράμας, στην οποία εγκαταβίωσε και μετά την δευτέρα πατριαρχεία του (1488 - 1490 μ.Χ.) μέχρι τον θάνατο του το 1492 μ.Χ. και της οποίας θεωρείται δεύτερος κτίτωρ.
Ακολουθία και κανόνα προς αυτόν έγραψε ο σύγχρονος του Μ. Ρήτωρ της Μεγάλης Εκκλησίας Μανουήλ ο Κορίνθιος, άλλον δε κανόνα προς αυτόν συνέταξε ο πρωτοσύγκελος Ξάνθης Χρύσανθος.
Αιχμάλωτος των Τούρκων στην Αδριανούπολη, αγοράσθηκε από τον άρχοντα Κυρίτζη και χειροτονήθηκε μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο (1454 - 1456 μ.Χ.). Τον Ιανουάριο του 1467 μ.Χ. ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης και είχε την προστασία της χριστιανής μητριάς του σουλτάνου Μεχμέτ Β' (1430 - 1481 μ.Χ.) κυρα-Μάρως και πατριάρχευσε μέχρι το 1472 μ.Χ.
Συκοφαντήθηκε ότι κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του στην Αδριανούπολη έκανε περιτομή και τούρκεψε, αλλά απέδειξε ότι η κατηγορία ήταν ψευδής ενώπιον κριτηρίου αρχιερέων και λαού «ἐπιδείξας τὴν σάρκα αὐτοῦ εἰς ὅλον τὸν λαόν» καὶ ὅλοι εἶδαν «τὴν καθαρότητα καὶ παρθενίαν αὐτοῦ..., διότι δὲν ἧτο σαρκὸς σημεῖον εἰς αὐτόν, ἤγουν τοῦ αὐλοῦ, εἰ μὴ μόνον ὁλίγον κομμάτι τομάρι...», και αποσύρθηκε στην Μονή Εικοσιφοινίσσης Δράμας, στην οποία εγκαταβίωσε και μετά την δευτέρα πατριαρχεία του (1488 - 1490 μ.Χ.) μέχρι τον θάνατο του το 1492 μ.Χ. και της οποίας θεωρείται δεύτερος κτίτωρ.
Ακολουθία και κανόνα προς αυτόν έγραψε ο σύγχρονος του Μ. Ρήτωρ της Μεγάλης Εκκλησίας Μανουήλ ο Κορίνθιος, άλλον δε κανόνα προς αυτόν συνέταξε ο πρωτοσύγκελος Ξάνθης Χρύσανθος.
Άγιος Μητροφάνης πρώτος επίσκοπος Βορονεζίας
Ο Άγιος Μητροφάνης (που μετονομάστηκε Μακάτιος) υπήρξε πρώτος επίσκοπος Βορονεζίας. Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1623 μ.Χ. και κοιμήθηκε το 1703 μ.Χ.
Άγιος Αλέξανδρος «Νιέφσκι»
Ο Αλέξανδρος Γιαροσλάβιτς «Νιέφσκι» (1220 - 1263 μ.Χ.) είναι μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της μεσαιωνικής Ρωσίας και άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας. Υπήρξε ηγέτης της Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ και κατόπιν ολόκληρης της Ρωσίας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τον ανατολικό σλαβικό κόσμο.
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στο Περεσλάβλ (νυν Περεσλάβλ-Ζαλέσκι του Γιαροσλάβλ) στις 30 Μαΐου 1220 μ.Χ. Ήταν ο τέταρτος γιος του Γιαροσλάβ Βζέβολοντοβιτς, ρουρικίδα διαδόχου του θρόνου και μετέπειτα Μεγάλου Πρίγκιπα του Βλαντίμιρ. Βλέποντας ότι δεν είχε πιθανότητες να φορέσει το στέμμα του Βλαντίμιρ, σε ηλικία μόλις 16 ετών αποδέχθηκε την πρόταση της Φεουδαλικής Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ να αναλάβει Δούκας της και άφησε την πατρίδα του για να εγκατασταθεί στο Νόβγκοροντ, σε μια συγκυρία που δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή:
1) Η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων που έφερνε πλούτο είχε σταματήσει.
2) Σχεδόν όλο το Κράτος των Ρως εκτός από το Νόβγκοροντ είχε μόλις καταλυθεί από τους Τατάρους της Χρυσής Ορδής και διασπασθεί σε δεκάδες μικρά πριγκιπάτα, τα περισσότερα ελεγχόμενα διά φόρου υποτέλειας.
3) Δύο δυνάμεις από τα δυτικά εποφθαλμιούσαν τα εδάφη του Νόβγκοροντ: οι Σουηδοί που επιθυμούσαν να ανασυστήσουν τις ποτάμιες εμπορικές οδούς από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, και οι γερμανοί Τεύτονες Ιππότες που ήδη ήλεγχαν τη Λιβονία (νυν Εσθονία & Λετονία).
Ο νεαρός δούκας κλήθηκε πολύ γρήγορα να αποδείξει τις ικανότητές του. Το 1240 μ.Χ. ο σουηδικός στρατός εισέβαλε στην Ίνγκρια με στόχο να αποκτήσει τον έλεγχο του Νέβα και της Λάντογκα, ώστε μακροπρόθεσμα να χρησιμοποιήσει την περιοχή ως ορμητήριο για περαιτέρω επέκταση. Ο Αλέξανδρος κινήθηκε ταχύτατα με ένα μικρό στράτευμα, θέλοντας να φθάσει τους εισβολείς πριν μπουν στην οχυρωμένη Λάντογκα. Τους πρόλαβε τελικά στη συμβολή του Νέβα με τον Ιζόρα και τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τη νύχτα (Μάχη του Νέβα, 15 Ιουλίου 1240 μ.Χ.). Οι Σουηδοί δεν πρόλαβαν καλά-καλά να βγουν από τα πλοία τους (ο Νέβας είναι πλωτός ποταμός) και ο Αλέξανδρος θριάμβευσε - έκτοτε έλαβε το προσωνύμιο Νιέφσκι (δηλαδή του Νέβα). Η νίκη αυτή είχε μεγάλη σημασία για το μέλλον του Νόβγκοροντ, αφού απέτρεψε μία ενδεχόμενη εκστρατεία μεγάλης κλίμακας των σουηδών στη ΒΔ Ρωσία τα επόμενα χρόνια.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο Αλέξανδρος μετά τη νίκη στο Νέβα διατάχθηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του! Τα αίτια εντοπίζονται στο εξής: η πολιτική εξουσία στη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ ασκούταν κυρίως από τους Βογιάρους (παραδοσιακή αριστοκρατία) και τη Βέτσε (λαϊκή συνέλευση). Από την άλλη ο Δούκας ήταν πρωτίστως στρατιωτικό αξίωμα, με αρμοδιότητες που οριοθετούνταν σαφώς από ειδικό συμβόλαιο που υπέγραφε όταν αναλάμβανε καθήκοντα. Όμως ο Αλέξανδρος είχε αποκτήσει τέτοια δημοφιλία που ήταν εύκολο να αρχίσει να συγκεντρώνει και πολιτική δύναμη, πράγμα που ενόχλησε τους βογιάρους και οδήγησε στην «απόλυσή» του. Τηρουμένων των αναλογιών, η ιστορία αυτή θυμίζει τον εξοστρακισμό της αρχαίας Αθήνας.
Ελάχιστο χρόνο αργότερα οι Τεύτονες Ιππότες της Λιβονίας άρχισαν να εκδηλώνουν έμπρακτα την επιθετικότητά τους. Αφού κατέλαβαν το Πσκοβ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Δημοκρατίας, άρχισαν να πραγματοποιούν ληστρικές επιδρομές στα περίχωρα του Νόβγκοροντ. Ο Αλέξανδρος ανακλήθηκε από την ιδιότυπη εξορία του και επέστρεψε στην πόλη την άνοιξη του 1241 μ.Χ., αν και η πρώτη του αντίδραση ήταν αρνητική. Τους πρώτους μήνες αφοσιώθηκε στην αποκατάσταση του ελέγχου στις κοντινές περιοχές και μόνο όταν ένιωσε αρκετά προετοιμασμένος εξεστράτευσε δυτικά για να απελευθερώσει το Πσκοβ.
Η μάχη - κλειδί ήταν αυτή της λίμνης Πέιπους (ή Τσούντσκο-Πσκόβσκοε), στις 5 Απριλίου 1242 μ.Χ. Ο Αλέξανδρος ήταν επικεφαλής μιας δύναμης 4.000 - 5.000 πεζών. Οι τεύτονες (υπό τις διαταγές του Χέρμαν φον Μπουξχέβντεν) μαζί με τους Δανούς και Εσθονούς συμμάχους τους ήταν περίπου οι μισοί, αλλά από αυτούς οι χίλιοι ήταν ιππότες και έως τότε θεωρούνταν ανίκητοι.
Γνωρίζοντας ότι δύσκολα θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μάχη ενάντια στο σιδερόφρακτο ιππικό, ο Αλέξανδρος έκανε το εξής τέχνασμα: Παρέσυρε τους Τεύτονες στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, όπου τα άλογα γλιστρούσαν και δε μπορούσαν να εκτελέσουν γρήγορους ελιγμούς! Η σύγκρουση έληξε με νίκη του στρατού του Νόβγκοροντ και έμεινε στην ιστορία ως Μάχη των Πάγων, η δε ήττα των τευτόνων σήμανε το τέλος της προσπάθειάς τους να επεκταθούν προς ανατολάς εις βάρος του Νόβγκοροντ.
Έχοντας εδραιώσει τη θέση του μετά την εκδίωξη των τευτόνων, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι προσκλήθηκε από τον Πάπα Ρώμης να αναλάβει εκστρατεία κατά των αλλοθρήσκων Τατάρων της Χρυσής Ορδής. Η απάντησή του όμως ήταν αρνητική. Υπάρχουν διάφορες εικασίες για τα αίτια αυτής της επιλογής, όχι απαραίτητα αντίθετες μεταξύ τους:
1) Φοβόταν πως δε θα μπορούσε να νικήσει τους Τατάρους, που λίγα νωρίτερα είχαν φθάσει μέχρι τις πύλες της Βιέννης. Επιπλέον πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας ότι δεν ήταν παρά ο ηγέτης ενός μικρού κρατιδίου που απειλούνταν και από Σουηδούς - Γερμανούς, επομένως δε μπορούσε να έχει διαρκώς τρία μέτωπα ανοικτά.
2) Πίστευε ότι ο καθολικισμός αντιπροσώπευε μεγαλύτερη απειλή για το λαό του απ' ό,τι οι Τάταροι, που ενδιαφέρονταν μόνο για τη συλλογή φόρου υποτέλειας και δε νοιάζονταν να προσαρτήσουν τους υποτελείς τους ή να τους επιβάλουν άλλη θρησκεία. Εξάλλου ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204 μ.Χ.).
3) Εκτιμούσε ότι η ύπαρξη της Χρυσής Ορδής στα νότια ήταν ένα φόβητρο που απέτρεπε τους βογιάρους από το να αμφισβητήσουν ξανά την πολιτική ισχύ του, καθώς και τον απλό λαό από το να ζητά μεταρρυθμίσεις.
4) Προτιμούσε να εξευμενίζει τους Τατάρους διά της πληρωμής φόρου υποτέλειας αντί να τους εξαγριώνει. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να κρατήσει τις ρωσικές περιοχές ανέπαφες από τη μανία του ταταρικού στρατού, ελπίζοντας ότι στο μέλλον οι συνθήκες για διεκδίκηση πλήρους ανεξαρτησίας θα ήταν πιο ώριμες.
Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι και ο αδελφός του Αντρέι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Ρωσίας το 1248 μ.Χ. Ο Αλέξανδρος έλαβε τα δυτικά πριγκιπάτα γύρω από το Κίεβο (συν το Νόβγκοροντ που ήδη εξουσίαζε), ενώ ο Αντρέι τα ανατολικά με κέντρο το Βλαντίμιρ.
Ο θάνατος βρήκε τον Αλέξανδρο σε ηλικία μόλις 43 ετών καθώς επέστρεφε στο Βλαντίμιρ από το Σαράι, όπου θρυλλείται πως είχε πάει για να ζητήσει επιεική μεταχείριση για κάποια πριγκιπάτα που δεν ήθελαν να πληρώσουν φόρο υποτέλειας. Ταξίδευε ήδη σοβαρά άρρωστος όταν εξέπνευσε στην πόλη Γκοροντέτς του Βόλγα στις 14 Νοεμβρίου 1263 μ.Χ.
Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό του, στα τέλη του 13ου αιώνα, εμφανίσθηκε ένα χρονικό με τίτλο «Η ζωή του Αλέξανδρου Νιέφσκι». Σε αυτό περιγράφεται ως ο ιδανικός πρίγκιπας που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή κατά των εχθρών και έσωσε τη Ρωσία.
Η Ρωσική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο το 1547 μ.Χ.
Το 1703 μ.Χ. ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε στο δέλτα του Νέβα την Αγία Πετρούπολη. Σε ένα σημείο της νέας πρωτεύουσας ίδρυσε τη Λαύρα του Αλέξανδρου Νιέφσκι και μετέφερε εκεί τα οστά του από το Βλαντίμιρ. Ως σήμερα η Λαύρα είναι η σημαντικότερη μονή της πόλης, ενώ στεγάζει και το νεκροταφείο των σπουδαιότερων προσωπικοτήτων της. Κατά τήν Επανάσταση του 1917 μ.Χ. οι Μπολσεβίκοι σεβάσθηκαν το Λείψανο του ηρωϊκού Ηγεμόνα. Το 1922 μ.Χ. εκτέθηκε στο Μουσείο Ιστορίας της Θρησκείας, απ' όπου το 1989 μ.Χ. επιστράφηκε στη Ρωσική Εκκλησία, για να κατατεθεί και πάλι στην Λαύρα του, όπου και σήμερα φυλάσσεται, σε λάρνακα εξαιρετικής τέχνης.
Το 1725 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Αικατερίνη καθιέρωσε το παράσημο του Τάγματος του Αλέξανδρου Νιέφσκι. Με την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης το παράσημο καταργήθηκε, αλλά επανήλθε κατά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο για ανδραγαθήματα κατά των Γερμανών εισβολέων.
Κατόπιν παράκλησης του Ιωσήφ Στάλιν, το 1938 μ.Χ. ο Σεργκέι Αϊζενστάιν γύρισε την κινηματογραφική ταινία Αλέξανδρος Νιέφσκι. Σκοπός ήταν η δημιουργία ενός έπους που θα τόνωνε το εθνικό συναίσθημα των σοβιετικών εν όψει της επαπειλούμενης ναζιστικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση, γι' αυτό και η ταινία περιορίσθηκε στα γεγονότα του 1241 - 1242 μ.Χ.
Το όνομά του δόθηκε σε πολλά πλοία τόσο στην τσαρική όσο και στη σοβιετική περίοδο. Ένα από αυτά, το ιστιοφόρο Αλέξανδρος Νιέφσκι, είχε λάβει μέρος στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827 μ.Χ. Συνεχίζοντας την παράδοση, το όνομά του πρόκειται να δοθεί σε ένα πυρηνοκίνητο υποβρύχιο που κατασκευάζεται στις μέρες μας (2008 μ.Χ.) για το ρωσικό Πολεμικό Ναυτικό.
Τέλος, σε δημοσκόπηση που διεξήγαγε το 2008 μ.Χ. η ρωσική κρατική τηλεόραση με συμμετοχή περίπου 50.000.000 ατόμων, ο Νιέφσκι ψηφίσθηκε ως ο σπουδαιότερος Ρώσος όλων των εποχών.
Σημείωση: Λέγεται πως ο Αλέξανδρος κατάφερε τον Σαρτάκ (γιο και διάδοχο του Μεγάλου Μπατού Χαν) να βαπτισθεί χριστιανός, αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις.
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στο Περεσλάβλ (νυν Περεσλάβλ-Ζαλέσκι του Γιαροσλάβλ) στις 30 Μαΐου 1220 μ.Χ. Ήταν ο τέταρτος γιος του Γιαροσλάβ Βζέβολοντοβιτς, ρουρικίδα διαδόχου του θρόνου και μετέπειτα Μεγάλου Πρίγκιπα του Βλαντίμιρ. Βλέποντας ότι δεν είχε πιθανότητες να φορέσει το στέμμα του Βλαντίμιρ, σε ηλικία μόλις 16 ετών αποδέχθηκε την πρόταση της Φεουδαλικής Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ να αναλάβει Δούκας της και άφησε την πατρίδα του για να εγκατασταθεί στο Νόβγκοροντ, σε μια συγκυρία που δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή:
1) Η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων που έφερνε πλούτο είχε σταματήσει.
2) Σχεδόν όλο το Κράτος των Ρως εκτός από το Νόβγκοροντ είχε μόλις καταλυθεί από τους Τατάρους της Χρυσής Ορδής και διασπασθεί σε δεκάδες μικρά πριγκιπάτα, τα περισσότερα ελεγχόμενα διά φόρου υποτέλειας.
3) Δύο δυνάμεις από τα δυτικά εποφθαλμιούσαν τα εδάφη του Νόβγκοροντ: οι Σουηδοί που επιθυμούσαν να ανασυστήσουν τις ποτάμιες εμπορικές οδούς από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, και οι γερμανοί Τεύτονες Ιππότες που ήδη ήλεγχαν τη Λιβονία (νυν Εσθονία & Λετονία).
Ο νεαρός δούκας κλήθηκε πολύ γρήγορα να αποδείξει τις ικανότητές του. Το 1240 μ.Χ. ο σουηδικός στρατός εισέβαλε στην Ίνγκρια με στόχο να αποκτήσει τον έλεγχο του Νέβα και της Λάντογκα, ώστε μακροπρόθεσμα να χρησιμοποιήσει την περιοχή ως ορμητήριο για περαιτέρω επέκταση. Ο Αλέξανδρος κινήθηκε ταχύτατα με ένα μικρό στράτευμα, θέλοντας να φθάσει τους εισβολείς πριν μπουν στην οχυρωμένη Λάντογκα. Τους πρόλαβε τελικά στη συμβολή του Νέβα με τον Ιζόρα και τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τη νύχτα (Μάχη του Νέβα, 15 Ιουλίου 1240 μ.Χ.). Οι Σουηδοί δεν πρόλαβαν καλά-καλά να βγουν από τα πλοία τους (ο Νέβας είναι πλωτός ποταμός) και ο Αλέξανδρος θριάμβευσε - έκτοτε έλαβε το προσωνύμιο Νιέφσκι (δηλαδή του Νέβα). Η νίκη αυτή είχε μεγάλη σημασία για το μέλλον του Νόβγκοροντ, αφού απέτρεψε μία ενδεχόμενη εκστρατεία μεγάλης κλίμακας των σουηδών στη ΒΔ Ρωσία τα επόμενα χρόνια.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο Αλέξανδρος μετά τη νίκη στο Νέβα διατάχθηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του! Τα αίτια εντοπίζονται στο εξής: η πολιτική εξουσία στη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ ασκούταν κυρίως από τους Βογιάρους (παραδοσιακή αριστοκρατία) και τη Βέτσε (λαϊκή συνέλευση). Από την άλλη ο Δούκας ήταν πρωτίστως στρατιωτικό αξίωμα, με αρμοδιότητες που οριοθετούνταν σαφώς από ειδικό συμβόλαιο που υπέγραφε όταν αναλάμβανε καθήκοντα. Όμως ο Αλέξανδρος είχε αποκτήσει τέτοια δημοφιλία που ήταν εύκολο να αρχίσει να συγκεντρώνει και πολιτική δύναμη, πράγμα που ενόχλησε τους βογιάρους και οδήγησε στην «απόλυσή» του. Τηρουμένων των αναλογιών, η ιστορία αυτή θυμίζει τον εξοστρακισμό της αρχαίας Αθήνας.
Ελάχιστο χρόνο αργότερα οι Τεύτονες Ιππότες της Λιβονίας άρχισαν να εκδηλώνουν έμπρακτα την επιθετικότητά τους. Αφού κατέλαβαν το Πσκοβ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Δημοκρατίας, άρχισαν να πραγματοποιούν ληστρικές επιδρομές στα περίχωρα του Νόβγκοροντ. Ο Αλέξανδρος ανακλήθηκε από την ιδιότυπη εξορία του και επέστρεψε στην πόλη την άνοιξη του 1241 μ.Χ., αν και η πρώτη του αντίδραση ήταν αρνητική. Τους πρώτους μήνες αφοσιώθηκε στην αποκατάσταση του ελέγχου στις κοντινές περιοχές και μόνο όταν ένιωσε αρκετά προετοιμασμένος εξεστράτευσε δυτικά για να απελευθερώσει το Πσκοβ.
Η μάχη - κλειδί ήταν αυτή της λίμνης Πέιπους (ή Τσούντσκο-Πσκόβσκοε), στις 5 Απριλίου 1242 μ.Χ. Ο Αλέξανδρος ήταν επικεφαλής μιας δύναμης 4.000 - 5.000 πεζών. Οι τεύτονες (υπό τις διαταγές του Χέρμαν φον Μπουξχέβντεν) μαζί με τους Δανούς και Εσθονούς συμμάχους τους ήταν περίπου οι μισοί, αλλά από αυτούς οι χίλιοι ήταν ιππότες και έως τότε θεωρούνταν ανίκητοι.
Γνωρίζοντας ότι δύσκολα θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μάχη ενάντια στο σιδερόφρακτο ιππικό, ο Αλέξανδρος έκανε το εξής τέχνασμα: Παρέσυρε τους Τεύτονες στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, όπου τα άλογα γλιστρούσαν και δε μπορούσαν να εκτελέσουν γρήγορους ελιγμούς! Η σύγκρουση έληξε με νίκη του στρατού του Νόβγκοροντ και έμεινε στην ιστορία ως Μάχη των Πάγων, η δε ήττα των τευτόνων σήμανε το τέλος της προσπάθειάς τους να επεκταθούν προς ανατολάς εις βάρος του Νόβγκοροντ.
Έχοντας εδραιώσει τη θέση του μετά την εκδίωξη των τευτόνων, ο Αλέξανδρος Νιέφσκι προσκλήθηκε από τον Πάπα Ρώμης να αναλάβει εκστρατεία κατά των αλλοθρήσκων Τατάρων της Χρυσής Ορδής. Η απάντησή του όμως ήταν αρνητική. Υπάρχουν διάφορες εικασίες για τα αίτια αυτής της επιλογής, όχι απαραίτητα αντίθετες μεταξύ τους:
1) Φοβόταν πως δε θα μπορούσε να νικήσει τους Τατάρους, που λίγα νωρίτερα είχαν φθάσει μέχρι τις πύλες της Βιέννης. Επιπλέον πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας ότι δεν ήταν παρά ο ηγέτης ενός μικρού κρατιδίου που απειλούνταν και από Σουηδούς - Γερμανούς, επομένως δε μπορούσε να έχει διαρκώς τρία μέτωπα ανοικτά.
2) Πίστευε ότι ο καθολικισμός αντιπροσώπευε μεγαλύτερη απειλή για το λαό του απ' ό,τι οι Τάταροι, που ενδιαφέρονταν μόνο για τη συλλογή φόρου υποτέλειας και δε νοιάζονταν να προσαρτήσουν τους υποτελείς τους ή να τους επιβάλουν άλλη θρησκεία. Εξάλλου ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204 μ.Χ.).
3) Εκτιμούσε ότι η ύπαρξη της Χρυσής Ορδής στα νότια ήταν ένα φόβητρο που απέτρεπε τους βογιάρους από το να αμφισβητήσουν ξανά την πολιτική ισχύ του, καθώς και τον απλό λαό από το να ζητά μεταρρυθμίσεις.
4) Προτιμούσε να εξευμενίζει τους Τατάρους διά της πληρωμής φόρου υποτέλειας αντί να τους εξαγριώνει. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να κρατήσει τις ρωσικές περιοχές ανέπαφες από τη μανία του ταταρικού στρατού, ελπίζοντας ότι στο μέλλον οι συνθήκες για διεκδίκηση πλήρους ανεξαρτησίας θα ήταν πιο ώριμες.
Ο Αλέξανδρος Νιέφσκι και ο αδελφός του Αντρέι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Ρωσίας το 1248 μ.Χ. Ο Αλέξανδρος έλαβε τα δυτικά πριγκιπάτα γύρω από το Κίεβο (συν το Νόβγκοροντ που ήδη εξουσίαζε), ενώ ο Αντρέι τα ανατολικά με κέντρο το Βλαντίμιρ.
Ο θάνατος βρήκε τον Αλέξανδρο σε ηλικία μόλις 43 ετών καθώς επέστρεφε στο Βλαντίμιρ από το Σαράι, όπου θρυλλείται πως είχε πάει για να ζητήσει επιεική μεταχείριση για κάποια πριγκιπάτα που δεν ήθελαν να πληρώσουν φόρο υποτέλειας. Ταξίδευε ήδη σοβαρά άρρωστος όταν εξέπνευσε στην πόλη Γκοροντέτς του Βόλγα στις 14 Νοεμβρίου 1263 μ.Χ.
Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό του, στα τέλη του 13ου αιώνα, εμφανίσθηκε ένα χρονικό με τίτλο «Η ζωή του Αλέξανδρου Νιέφσκι». Σε αυτό περιγράφεται ως ο ιδανικός πρίγκιπας που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή κατά των εχθρών και έσωσε τη Ρωσία.
Η Ρωσική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο το 1547 μ.Χ.
Το 1703 μ.Χ. ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε στο δέλτα του Νέβα την Αγία Πετρούπολη. Σε ένα σημείο της νέας πρωτεύουσας ίδρυσε τη Λαύρα του Αλέξανδρου Νιέφσκι και μετέφερε εκεί τα οστά του από το Βλαντίμιρ. Ως σήμερα η Λαύρα είναι η σημαντικότερη μονή της πόλης, ενώ στεγάζει και το νεκροταφείο των σπουδαιότερων προσωπικοτήτων της. Κατά τήν Επανάσταση του 1917 μ.Χ. οι Μπολσεβίκοι σεβάσθηκαν το Λείψανο του ηρωϊκού Ηγεμόνα. Το 1922 μ.Χ. εκτέθηκε στο Μουσείο Ιστορίας της Θρησκείας, απ' όπου το 1989 μ.Χ. επιστράφηκε στη Ρωσική Εκκλησία, για να κατατεθεί και πάλι στην Λαύρα του, όπου και σήμερα φυλάσσεται, σε λάρνακα εξαιρετικής τέχνης.
Το 1725 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Αικατερίνη καθιέρωσε το παράσημο του Τάγματος του Αλέξανδρου Νιέφσκι. Με την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης το παράσημο καταργήθηκε, αλλά επανήλθε κατά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο για ανδραγαθήματα κατά των Γερμανών εισβολέων.
Κατόπιν παράκλησης του Ιωσήφ Στάλιν, το 1938 μ.Χ. ο Σεργκέι Αϊζενστάιν γύρισε την κινηματογραφική ταινία Αλέξανδρος Νιέφσκι. Σκοπός ήταν η δημιουργία ενός έπους που θα τόνωνε το εθνικό συναίσθημα των σοβιετικών εν όψει της επαπειλούμενης ναζιστικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση, γι' αυτό και η ταινία περιορίσθηκε στα γεγονότα του 1241 - 1242 μ.Χ.
Το όνομά του δόθηκε σε πολλά πλοία τόσο στην τσαρική όσο και στη σοβιετική περίοδο. Ένα από αυτά, το ιστιοφόρο Αλέξανδρος Νιέφσκι, είχε λάβει μέρος στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827 μ.Χ. Συνεχίζοντας την παράδοση, το όνομά του πρόκειται να δοθεί σε ένα πυρηνοκίνητο υποβρύχιο που κατασκευάζεται στις μέρες μας (2008 μ.Χ.) για το ρωσικό Πολεμικό Ναυτικό.
Τέλος, σε δημοσκόπηση που διεξήγαγε το 2008 μ.Χ. η ρωσική κρατική τηλεόραση με συμμετοχή περίπου 50.000.000 ατόμων, ο Νιέφσκι ψηφίσθηκε ως ο σπουδαιότερος Ρώσος όλων των εποχών.
Σημείωση: Λέγεται πως ο Αλέξανδρος κατάφερε τον Σαρτάκ (γιο και διάδοχο του Μεγάλου Μπατού Χαν) να βαπτισθεί χριστιανός, αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις.
Άγιος Columbanus απόστολος της Γαλλίας
Ο Άγιος Columbanus(Κολουμβάνος) γεννήθηκε το 543 μ.Χ. στο Λάινστερ της Ιρλανδίας από γονείς ευγενείς, που του έδωσαν αξιόλογη κλασική παιδεία. Πολύ νωρίς πόθησε τη μοναχική πολιτεία, από την οποία όμως τον κρατούσαν μακριά οι νεανικοί πειρασμοί. Η εξαιρετική ομορφιά του, έκανε πολλές νέες να τον ερωτεύονται παράφορα. Ζήτησε τη συμβουλή μίας ηλικιωμένης ασκήτριας, που τον παρακίνησε ν' απαρνηθεί την πατρίδα του και τα εγκόσμια.
«Φύγε και σώσου», του είπε λακωνικά. Κι εκείνος πραγματικά έφυγε, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, που δοκίμασε να τον εμποδίσει.
Ύστερα από σύντομη παραμονή στη μονή Κλουάινινις του Λούφερν, πήγε στο περίφημο μοναστήρι Μπαγκόρ του Καρρικφέργκως, μεγάλο εκπαιδευτικό και ιεραποστολικό κέντρο, όπου μαθήτευσε στο διάσημο ηγούμενο άγιο Κογγάλλο (+ 602 μ.Χ.).
Το 590 μ.Χ., φλεγόμενος από τον πόθο της ιεραποστολής, αναχώρησε με δώδεκα ακόμη μοναχούς για την Ευρώπη. Πέρασε τη Βρετανία και ήρθε στη Γαλλία, χώρα με χριστιανική παρουσία ήδη, αλλά, λόγω των πολεμικών αναστατώσεων και της ολιγωρίας του ανώτερου κλήρου, σε κατάσταση πνευματικής καταπτώσεως και εκκλησιαστικής αταξίας. Για πολλά χρόνια αφοσιώθηκε στο ευαγγελικό έργο. Διατρέχοντας τη χώρα απ' άκρη σ' άκρη, κήρυσσε την πίστη, καλούσε σε μετάνοια, δίδασκε την αρετή, έδινε με τη ζωή του το παράδειγμα της ταπεινοφροσύνης, της αγάπης, της φιλανθρωπίας και της καλοσύνης. Στην Ιερή αυτή διακονία τον ακολουθούσαν και τον βοηθούσαν οι δώδεκα σύντροφοι του.
Σε μιαν από τις αλλεπάλληλες αποστολικές περιοδείες του, έφτασε και στη Βουργουνδία, όπου έγινε δεκτός από το βασιλιά Γκοντράν (+ 593 μ.Χ.). Η αγιότητα και η ευγλωττία του, σαγήνευσαν το μονάρχη, που του πρόσφερε το ρωμαϊκό κάστρο του Αννεγκραί για να το μετατρέψει σε μοναστήρι. Έτσι η μικρή αδελφότητα του αγίου εγκαταστάθηκε εκεί, ζώντας με πτώχεια, εγκράτεια και προσευχή. Η ραγδαία αύξηση των μοναχών έκανε σύντομα αναγκαία την αναζήτηση άλλου τόπου. Ο Γκοντράν παραχώρησε στον άγιο το ευρύχωρο φρούριο του Λουξέγ, όπου πλήθη Φράγκων και Βουργουνδών, όλων των τάξεων και των ηλικιών, συνέρεαν είτε για ν' απολαύσουν τις ψυχωφελείς διδαχές του ηγουμένου Κολουμβάνου, είτε για να ενταχθούν στο κοινόβιό του.
Είκοσι χρόνια φώτιζε πνευματικά ο Άγιος τους μοναχούς και τους κοσμικούς, όχι μόνο της Βουργουνδίας αλλά και ολόκληρης της Γαλλίας, επιτελώντας ένα αξιοθαύμαστο εποικοδομητικό έργο. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο συναξάρι του, «θεμελίωσε τη συνείδηση της Ευρώπης... σε όποιον τόπο πήγε, έκανε να βλαστήσει η αληθινή αγιότητα... άναψε το πυρ του Χριστού όπου μπορούσε, αδιαφορώντας αν θα καιγόταν ο ίδιος από τη φλόγα...». Και πράγματι, τα φλογερά κηρύγματά του, ελεγκτικά κάποτε των παρεκτροπών κάποιων ασυνείδητων ρασοφόρων, δυσαρέστησαν μια μερίδα του τοπικού κλήρου.
Θέλοντας να τον εκδικηθούν και μη βρίσκοντας άλλη αφορμή, τον κατηγόρησαν για το ότι ακολουθούσε το κελτικό τυπικό στον εορτασμό του Πάσχα και στη μοναχική αμφίεση. Ο Άγιος Κολουμβάνος απολογήθηκε με επιστολές, τόσο προς τη σύνοδο των Γάλλων επισκόπων (Σεν, 601 μ.Χ.) όσο και προς τον πάπα Ρώμης άγιο Γρηγόριο το Μέγα (590 - 604 μ.Χ.), υποστηρίζοντας τις θέσεις του με την επίκληση της παλαιάς δυτικής (ιρλανδικής) πράξης και του αγίου Ανατολίου Λαοδικείας (+ 282 μ.Χ.), συγγραφέα πραγματείας για το Πάσχα.
Στη συνέχεια γνώρισε τον κατατρεγμό και από την κοσμική εξουσία. Ακέραιος καθώς ήταν, προκάλεσε το μίσος της διεφθαρμένης βασίλισσας Βρουγχίλδης, χήρας και μητέρας αντίστοιχα των βασιλέων της Αυστραλίας (Ανατ. Γαλλίας) Σιγεβέρτου Α' (+ 575 μ.Χ.) και Χιλδεβέρτου Β' (+ 596 μ.Χ.). Η Βρουγχίλδη, είχε την κηδεμονία των δύο ανήλικων εγγονών της, βασιλέων της Αυστραλίας Θεοδεβέρτου Β' (γενν. 586 μ.Χ.) και της Βουργουνδίας Θεοδώριχου Β' (γενν. 587 μ.χ.) και κατοικούσε στα ανάκτορα του πρώτου. Όταν η σκανδαλώδης ανάμειξή της στη διακυβέρνηση της χώρας ανάγκασε τους άρχοντες να απαιτήσουν από τον νεαρό βασιλιά την απομάκρυνσή της, εκείνη κατέφυγε στον άλλο εγγονό της (599 μ.Χ.).
«Φύγε και σώσου», του είπε λακωνικά. Κι εκείνος πραγματικά έφυγε, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, που δοκίμασε να τον εμποδίσει.
Ύστερα από σύντομη παραμονή στη μονή Κλουάινινις του Λούφερν, πήγε στο περίφημο μοναστήρι Μπαγκόρ του Καρρικφέργκως, μεγάλο εκπαιδευτικό και ιεραποστολικό κέντρο, όπου μαθήτευσε στο διάσημο ηγούμενο άγιο Κογγάλλο (+ 602 μ.Χ.).
Το 590 μ.Χ., φλεγόμενος από τον πόθο της ιεραποστολής, αναχώρησε με δώδεκα ακόμη μοναχούς για την Ευρώπη. Πέρασε τη Βρετανία και ήρθε στη Γαλλία, χώρα με χριστιανική παρουσία ήδη, αλλά, λόγω των πολεμικών αναστατώσεων και της ολιγωρίας του ανώτερου κλήρου, σε κατάσταση πνευματικής καταπτώσεως και εκκλησιαστικής αταξίας. Για πολλά χρόνια αφοσιώθηκε στο ευαγγελικό έργο. Διατρέχοντας τη χώρα απ' άκρη σ' άκρη, κήρυσσε την πίστη, καλούσε σε μετάνοια, δίδασκε την αρετή, έδινε με τη ζωή του το παράδειγμα της ταπεινοφροσύνης, της αγάπης, της φιλανθρωπίας και της καλοσύνης. Στην Ιερή αυτή διακονία τον ακολουθούσαν και τον βοηθούσαν οι δώδεκα σύντροφοι του.
Σε μιαν από τις αλλεπάλληλες αποστολικές περιοδείες του, έφτασε και στη Βουργουνδία, όπου έγινε δεκτός από το βασιλιά Γκοντράν (+ 593 μ.Χ.). Η αγιότητα και η ευγλωττία του, σαγήνευσαν το μονάρχη, που του πρόσφερε το ρωμαϊκό κάστρο του Αννεγκραί για να το μετατρέψει σε μοναστήρι. Έτσι η μικρή αδελφότητα του αγίου εγκαταστάθηκε εκεί, ζώντας με πτώχεια, εγκράτεια και προσευχή. Η ραγδαία αύξηση των μοναχών έκανε σύντομα αναγκαία την αναζήτηση άλλου τόπου. Ο Γκοντράν παραχώρησε στον άγιο το ευρύχωρο φρούριο του Λουξέγ, όπου πλήθη Φράγκων και Βουργουνδών, όλων των τάξεων και των ηλικιών, συνέρεαν είτε για ν' απολαύσουν τις ψυχωφελείς διδαχές του ηγουμένου Κολουμβάνου, είτε για να ενταχθούν στο κοινόβιό του.
Είκοσι χρόνια φώτιζε πνευματικά ο Άγιος τους μοναχούς και τους κοσμικούς, όχι μόνο της Βουργουνδίας αλλά και ολόκληρης της Γαλλίας, επιτελώντας ένα αξιοθαύμαστο εποικοδομητικό έργο. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο συναξάρι του, «θεμελίωσε τη συνείδηση της Ευρώπης... σε όποιον τόπο πήγε, έκανε να βλαστήσει η αληθινή αγιότητα... άναψε το πυρ του Χριστού όπου μπορούσε, αδιαφορώντας αν θα καιγόταν ο ίδιος από τη φλόγα...». Και πράγματι, τα φλογερά κηρύγματά του, ελεγκτικά κάποτε των παρεκτροπών κάποιων ασυνείδητων ρασοφόρων, δυσαρέστησαν μια μερίδα του τοπικού κλήρου.
Θέλοντας να τον εκδικηθούν και μη βρίσκοντας άλλη αφορμή, τον κατηγόρησαν για το ότι ακολουθούσε το κελτικό τυπικό στον εορτασμό του Πάσχα και στη μοναχική αμφίεση. Ο Άγιος Κολουμβάνος απολογήθηκε με επιστολές, τόσο προς τη σύνοδο των Γάλλων επισκόπων (Σεν, 601 μ.Χ.) όσο και προς τον πάπα Ρώμης άγιο Γρηγόριο το Μέγα (590 - 604 μ.Χ.), υποστηρίζοντας τις θέσεις του με την επίκληση της παλαιάς δυτικής (ιρλανδικής) πράξης και του αγίου Ανατολίου Λαοδικείας (+ 282 μ.Χ.), συγγραφέα πραγματείας για το Πάσχα.
Στη συνέχεια γνώρισε τον κατατρεγμό και από την κοσμική εξουσία. Ακέραιος καθώς ήταν, προκάλεσε το μίσος της διεφθαρμένης βασίλισσας Βρουγχίλδης, χήρας και μητέρας αντίστοιχα των βασιλέων της Αυστραλίας (Ανατ. Γαλλίας) Σιγεβέρτου Α' (+ 575 μ.Χ.) και Χιλδεβέρτου Β' (+ 596 μ.Χ.). Η Βρουγχίλδη, είχε την κηδεμονία των δύο ανήλικων εγγονών της, βασιλέων της Αυστραλίας Θεοδεβέρτου Β' (γενν. 586 μ.Χ.) και της Βουργουνδίας Θεοδώριχου Β' (γενν. 587 μ.χ.) και κατοικούσε στα ανάκτορα του πρώτου. Όταν η σκανδαλώδης ανάμειξή της στη διακυβέρνηση της χώρας ανάγκασε τους άρχοντες να απαιτήσουν από τον νεαρό βασιλιά την απομάκρυνσή της, εκείνη κατέφυγε στον άλλο εγγονό της (599 μ.Χ.).
Στη Βουργουνδιανή Αυλή, η φίλαρχη και αδίσταχτη γυναίκα χρησιμοποίησε κάθε αθέμιτο μέσο για να πάρει στα χέρια της την εξουσία. Εξώθησε τον ευάλωτο Θεοδώριχο σε ακόλαστη ζωή, ματαίωσε τον νόμιμο γάμο του με μια Βησιγοτθίδα πριγκίπισσα κι έβαλε κακοποιούς να δολοφονήσουν τον άγιο Δεσιδέριο, επίσκοπο της Βιέν, που αποδοκίμαζε τις ανομίες της. Στόχος της οργής της έγινε και ο άγιος Κολουμβάνος, όταν αρνήθηκε να ευλογήσει τους τέσσερις γιους, που ο εγγονός της είχε αποκτήσει με παλλακίδες. «Αυτά τα παιδιά είναι καρποί της αμαρτίας!», είπε. «Όχι μόνο δεν θα βασιλέψουν ποτέ, αλλά θα έχουν και κακό θάνατο σύντομα», πρόσθεσε προφητικά, απαγορεύοντας άφοβα στη βασιλομάμμη να μπει στη μονή του. Ύστερ' από λίγο, στρατιώτες συνέλαβαν τον άγιο και όλους τους Ιρλανδούς μοναχούς του. Τους επιβίβασαν με τη βία σ' ένα πλοίο, που σάλπαρε αμέσως με προορισμό την Ιρλανδία. Το ταξίδι όμως ήταν προβληματικό και το σκάφος κινδύνεψε να ναυαγήσει. Οι δεισιδαίμονες ναυτικοί, αποδίδοντας τον κίνδυνο στην παρουσία των μοναχών, τους αποβίβασαν σε μια γαλλική ακτή, απ' όπου κατέφυγαν στη Νευστρία (Δυτ. Γαλλία).
Ό βασιλιάς τής χώρας Κλοτάριος Β' (584 - 628 μ.Χ.), εχθρός του Θεοδώριχου και της Βρουγχίλδης, τους δέχτηκε φιλόφρονα και τους έστειλε με συνοδεία στο μονάρχη της Αυστρασίας Θεοδεβέρτο, που τους πρόσφερε την προστασία του και τους παρακάλεσε να εγκατασταθούν στην επικράτειά του. Ο Άγιος Κολουμβάνος όμως «μετά από μάταιες προσπάθειες τόσων χρόνων για τη διόρθωση βασιλέων και υπηκόων που ήθελαν να λέγονται χριστιανοί χωρίς όμως να ζουν χριστιανικά, αποφάσισε να στρέψει το ιεραποστολικό του ενδιαφέρον στους ειδωλολάτρες. Κατευθύνθηκε λοιπόν με τους μαθητές του προς την Ελβετία. Εκεί κήρυξαν το ευαγγέλιο στις παγανιστικές φυλές της περιοχής της Κωνσταντίας.
Στο μεταξύ ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους αδελφούς Θεοδεβέρτο της Αυστρασίας και Θεοδώριχο της Βουργουνδίας, με υποκίνηση της δαιμόνιας γιαγιάς τους. Ο δεύτερος νίκησε τον πρώτο δυο φορές, στην Τούλη και στο Τολβίακο, τον αιχμαλώτισε και τον παρέδωσε στη Βρουγχίλδη (612 μ.Χ.). Εκείνη, για να εκδικηθεί τον εγγονό της, που την είχε διώξει δεκατρία χρόνια πριν από το παλάτι του, τον έκειρε με τη βία μοναχό -η κούρα ήταν για τους Φράγκους ηγεμόνες η έσχατη ταπείνωση(!!)- και τον έκλεισε στο φρούριο του Σαλόν-σύρ-Σέν, όπου τον θανάτωσε λίγο αργότερα.
Ο Άγιος Κολουμβάνος, που οι ανάγκες της ιεραποστολής τον είχαν φέρει κοντά στις κατεχόμενες πια από τον Θεοδώριχο περιοχές, βρέθηκε σε κίνδυνο. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να αναχωρήσει με το μαθητή του Άτταλο για την Ιταλία.
Πέρασαν τις Άλπεις κι έφτασαν στο Μιλάνο, όπου ο βασιλιάς των Λομβαρδών Αγιλούλφος (590 - 615 μ.X.) τους δέχτηκε εγκάρδια και τους παραχώρησε την περιοχή του Μπόμπιο, στα Απέννινα, για την ίδρυση μονής. Εκεί έζησε ο Άγιος τα τελευταία του χρόνια, οικοδομώντας το μοναστήρι του και πολεμώντας με τα πειστικά κηρύγματά του την αίρεση του αρειανισμού, που είχε μολύνει τον λομβαρδικό λαό.
Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 23 (ή στις 21) Νοεμβρίου του 615 μ.Χ. και τάφηκε στο Μπόμπιο.
Στο μνήμα του έγιναν πολλά θαύματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγο νωρίτερα, το 613 μ.Χ., ο Θεοδώριχος πέθανε στο Μέτς δηλητηριασμένος από την εγκληματική Βρουγχίλδη. Κι εκείνη, όμως, έπεσε στα χέρια του εχθρού της Κλοτάριου Β' της Νευστρίας, που τη θανάτωσε με φρικτά βασανιστήρια, αφού πρώτα έσφαξε τους τέσσερις γιους του Θεοδώριχου και δισέγγονους της. Έτσι επαληθεύτηκε η προφητεία του αγίου Κολουμβάνου.
Ό βασιλιάς τής χώρας Κλοτάριος Β' (584 - 628 μ.Χ.), εχθρός του Θεοδώριχου και της Βρουγχίλδης, τους δέχτηκε φιλόφρονα και τους έστειλε με συνοδεία στο μονάρχη της Αυστρασίας Θεοδεβέρτο, που τους πρόσφερε την προστασία του και τους παρακάλεσε να εγκατασταθούν στην επικράτειά του. Ο Άγιος Κολουμβάνος όμως «μετά από μάταιες προσπάθειες τόσων χρόνων για τη διόρθωση βασιλέων και υπηκόων που ήθελαν να λέγονται χριστιανοί χωρίς όμως να ζουν χριστιανικά, αποφάσισε να στρέψει το ιεραποστολικό του ενδιαφέρον στους ειδωλολάτρες. Κατευθύνθηκε λοιπόν με τους μαθητές του προς την Ελβετία. Εκεί κήρυξαν το ευαγγέλιο στις παγανιστικές φυλές της περιοχής της Κωνσταντίας.
Στο μεταξύ ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους αδελφούς Θεοδεβέρτο της Αυστρασίας και Θεοδώριχο της Βουργουνδίας, με υποκίνηση της δαιμόνιας γιαγιάς τους. Ο δεύτερος νίκησε τον πρώτο δυο φορές, στην Τούλη και στο Τολβίακο, τον αιχμαλώτισε και τον παρέδωσε στη Βρουγχίλδη (612 μ.Χ.). Εκείνη, για να εκδικηθεί τον εγγονό της, που την είχε διώξει δεκατρία χρόνια πριν από το παλάτι του, τον έκειρε με τη βία μοναχό -η κούρα ήταν για τους Φράγκους ηγεμόνες η έσχατη ταπείνωση(!!)- και τον έκλεισε στο φρούριο του Σαλόν-σύρ-Σέν, όπου τον θανάτωσε λίγο αργότερα.
Ο Άγιος Κολουμβάνος, που οι ανάγκες της ιεραποστολής τον είχαν φέρει κοντά στις κατεχόμενες πια από τον Θεοδώριχο περιοχές, βρέθηκε σε κίνδυνο. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να αναχωρήσει με το μαθητή του Άτταλο για την Ιταλία.
Πέρασαν τις Άλπεις κι έφτασαν στο Μιλάνο, όπου ο βασιλιάς των Λομβαρδών Αγιλούλφος (590 - 615 μ.X.) τους δέχτηκε εγκάρδια και τους παραχώρησε την περιοχή του Μπόμπιο, στα Απέννινα, για την ίδρυση μονής. Εκεί έζησε ο Άγιος τα τελευταία του χρόνια, οικοδομώντας το μοναστήρι του και πολεμώντας με τα πειστικά κηρύγματά του την αίρεση του αρειανισμού, που είχε μολύνει τον λομβαρδικό λαό.
Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 23 (ή στις 21) Νοεμβρίου του 615 μ.Χ. και τάφηκε στο Μπόμπιο.
Στο μνήμα του έγιναν πολλά θαύματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγο νωρίτερα, το 613 μ.Χ., ο Θεοδώριχος πέθανε στο Μέτς δηλητηριασμένος από την εγκληματική Βρουγχίλδη. Κι εκείνη, όμως, έπεσε στα χέρια του εχθρού της Κλοτάριου Β' της Νευστρίας, που τη θανάτωσε με φρικτά βασανιστήρια, αφού πρώτα έσφαξε τους τέσσερις γιους του Θεοδώριχου και δισέγγονους της. Έτσι επαληθεύτηκε η προφητεία του αγίου Κολουμβάνου.
Ὁ Ἅγιος Deiniol (Οὐαλός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου