Ἡ πόλη τῶν Ἀθηνῶν κατέστη, ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ἡ κοιτίδα τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ. Σὲ αὐτὴ γεννήθηκε ἡ πρώτη δημοκρατία στὸν κόσμο καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ἄνθρωπος ἀναδείχθηκε σὲ ἀξία καὶ ἄρχισαν νὰ γίνονται σεβαστὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Σὲ αὐτὴ γεννήθηκαν καὶ ἔδρασαν οἱ μέγιστοι φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητας, καλλιεργήθηκαν τὰ γράμματα καὶ ἡ τέχνη ἔφτασε στὸ ἀποκορύφωμά της. Ἀλλὰ ἡ πόλη αὐτὴ τῆς σοφίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μπορεῖ νὰ σεμνύνεται καὶ γιὰ τὴν χριστιανική της κληρονομία, στὴν ὁποία ἀναδείχθηκε μιὰ πλειάδα ἁγίων, μαρτύρων καὶ ὁσίων στὸ διάβα τῆς ἱστορίας της. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Ἱερόθεος, ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπός της.
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν εἶναι ἀποστολική, διότι ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, κατὰ τὴν δεύτερη ἀποστολική του περιοδεία, περὶ τὸ 51 μ. Χ. Ὅπως διαβάζουμε στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, περιόδευσε στὴν Ἑλλάδα, μὲ τοὺς συνεργάτες του Σίλα καὶ Τιμόθεο. Μετά τοὺς Φιλίππους, τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴ Βέροια, ἔφτασε ἀκτοπλοϊκῶς στὸ Φάληρο καὶ ἀνέβηκε στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο στὸ «Κλεινὸν Ἄστυ», ὅπως ἀποκαλοῦνταν τότε, δηλαδὴ ἡ «ἔνδοξη πόλη», λόγῳ τοῦ ἀρχαίου κλέους της.
Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν εἶχε πλέον τὴν παλιά της δόξα καὶ φήμη. Οἱ ἀρχαῖοι μεγάλοι φιλόσοφοι ἐξέλειπαν καὶ τὴ θέση τους πῆραν μωροφιλόδοξοι καὶ φιλοχρήματοι δάσκαλοι καὶ οἱ παλιὲς ὀνομαστὲς σχολὲς εἶχαν περιπέσει σὲ παρακμὴ καὶ ἔγιναν ἑστίες δεισιδαιμόνων τελετουργιῶν ἀπὸ ἀγύρτες τῆς καταρρέουσας ἀρχαίας θρησκείας. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἱστορία δὲν κατέγραψε κανέναν σημαντικὸ φιλόσοφο, μετὰ τὸν 4ο π. Χ. αἰῶνα!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἀναφέρει τὸ ἱερὸ κείμενο, περιῆλθε τὴν πόλη καὶ παροργίστηκε «θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν» (Πράξ. 17,16), δηλαδὴ γεμάτη μὲ εἴδωλα. Ἀνάμεσά τους βρῆκε τὸν βωμὸ «Τῷ Ἀγνώστω Θεῶ», δίνοντάς του τὸ ἔναυσμα νὰ μιλήση γιὰ τὸν ἄγνωστο αὐτὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός. Κλήθηκε νὰ μιλήσει στὸν Ἄρειο Πάγο, ἐκφωνῶντας μιὰ καταπληκτικὴ ὁμιλία, τὴν ὁποία μᾶς διέσωσε ὁ ἱερὸς συγγραφέας τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (17, 22-34) καὶ ἡ ὁποία δυστυχῶς δὲν εἶχε σημαντικὰ ἀποτελέσματα. Μᾶλλον λοιδορίες ἔλαβε ἀπὸ τοὺς μωροφιλόδοξους παγανιστὲς ἀκροατές του, κυρίως ὅταν ἄκουσαν γιὰ ἀνάσταση νεκρῶν.
Παρὰ ταῦτα,«τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ ᾿Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς» (Πράξ. 17,34). Ἀνάμεσά τους καὶ ὁ Ἰερόθεος, ὁ ὁποῖος εὐτύχησε νὰ γίνει ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν.
Τόσο ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὅσο καὶ ὁ Ἱερόθεος ἀνῆκαν στὴν πνευματικὴ ἀριστοκρατία τῶν Ἀθηνῶν, ἦταν ἀνώτατοι δικαστές, μέλη τοῦ Ἀρείου Πάγου. Οἱ δύο ἄνδρες ἀποτελοῦσαν τὰ δύο ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλη τοῦ Ἀνωτάτου ἀθηναϊκοῦ Δικαστηρίου, λειτουργία πραγματικὰ κορυφαῖα στὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνία.
Ὁ Ἱερόθεος γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα περὶ τὰ τέλη τοῦ 1ου π. Χ. αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Αὔγουστος (27 π. Χ.- 14 μ.Χ.), λίγο πρὶν τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια καὶ εἶχε λάβει τὴν ἀνώτερη μόρφωση ποὺ λάμβαναν οἱ εὐγενεῖς Ἀθηναῖοι. Εἶχε σπουδάσει κύρια τὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία στὴν φημισμένη Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία εἶχε ἀκόμα κάποια ἀπὸ τὴν αἴγλη τοῦ παρελθόντος.
Ἡ παράδοση τὸν θέλει νὰ ἦταν εὐσεβὴς καὶ θεοσεβούμενος, ἐκτελῶντας μὲ ἀκρίβεια τὶς θρησκευτικές του ὑποχρεώσεις στὶς δημόσιες λατρεῖες τῶν «θεῶν» τῆς
πόλεως. Μάλιστα ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι εἶχε μυηθῇ καὶ στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια, στὰ ὁποῖα εἶχαν τὸ προνόμιο νὰ μυοῦνται οἱ μορφωμένοι ἀριστοκράτες.
πόλεως. Μάλιστα ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι εἶχε μυηθῇ καὶ στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια, στὰ ὁποῖα εἶχαν τὸ προνόμιο νὰ μυοῦνται οἱ μορφωμένοι ἀριστοκράτες.
Ὅμως ὁ ἴδιος, παρὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων του καὶ τὴ δημόσια δήλωση εὐσέβειας στὴν κρατικὴ λατρεία, ὡς ἀνώτατο κρατικὸ ὄργανο, στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του ἦταν ἀγνωστικιστής, μὴ μπορῶντας νὰ συμβιβαστῇ μὲ τοὺς πρωτογονισμοὺς τῆς ἀρχαίας παγανιστικῆς θρησκείας καὶ κύρια μὲ τὴν δεισιδαιμονία, ἡ ὁποία εἶχε βυθιστῇ ἡ ἀθηναϊκὴ κοινωνία τῆς ἐποχῆς του.
Ἐπίσης ἀναφέρεται ὡς δίκαιος καὶ ἀνθρωπιστής, τόσο στὴ ἄσκηση τῶν δικαστικῶν του καθηκόντων, ὅσο καὶ στὴν ἰδιωτική του ζωή, ἔχοντας χαραγμένο στὴ ψυχή του τὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο, τὸν ὁποῖο ὑπαγόρευσε ὁ Δημιουργὸς στὴν ἀνθρώπινη φύση ὅταν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, καὶ γιὰ τοῦτο ἀπολάμβανε τὴν ἐκτίμηση τῶν συμπολιτῶν του.
Τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶχε, ὅπως προαναφέραμε, πολὺ περιορισμένο ἀποτέλεσμα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ μεγάλος ἀπόστολος ἐξάντλησε τὶς γνώσεις του στὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὴ ρητορική του ἱκανότητα. Ἡ δεισιδαιμονία καὶ ἡ πνευματικὴ κατάπτωση τῶν ἀθηναίων ἐμπόδισαν νὰ καρποφορήση τὸ κήρυγμά του στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ.
Φαίνεται πὼς ὁ ἀγνωστικιστὴς Ἱερόθεος ἄκουσε μὲ προσοχὴ τὶς ἀρχὲς τῆς νέας πίστης καὶ σαγηνεύτηκε ἀπὸ τὰ μηνύματα τοῦ Εὐαγγελίου. Μὲ πνεῦμα ταπείνωσης ἄνοιξε τὴν καρδιά του νὰ εἰσέλθη τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν, ὁ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενόν εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. 1,9), καὶ γέμισε τὴν, ἄδεια ἀπὸ πνευματικότητα, ψυχή του μὲ τὴν μυστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὕστερα ἀπὸ μιὰ σύντομη κατήχηση ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ ἐντάχτηκε στὴν ὀλιγομελῆ νεαρὴ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν.
Ὡς χριστιανὸς πιὰ ὁ Ἱερόθεος ἄλλαξε ἡ ζωή του. Ἡ πίστη του στὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ σαρκωμένο Θεό, δυνάμωνε συνεχῶς, ὥστε σύντομα ἀναδείχτηκε σημαῖνον μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν, ἐξελέγη ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπός της, προφανῶς χειροτονούμενος ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὴν Κόρινθο.
Ὁ βυζαντινὸς λόγιος καὶ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας Εὐθύμιος Ζυγαβινὸς (1050-1120), διασώζοντας ἀρχαία παράδοση, ἀναφέρει πὼς ὁ Ἱερόθεος ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ γνωρίστηκε μὲ τὸν Παῦλο καὶ πὼς αὐτὸς τὸν γνώρισε στὸν συνάδελφό του ἀρεοπαγίτη Διονύσιο. Ἴσως γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς συγγραφέας τοῦ Βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων δὲν τὸν ἀναφέρει μεταξὺ τῶν προσώπων, οἱ ὁποῖοι προσκολλήθηκαν στὸν Παῦλο, διότι ἤδη ὁ Ἱερόθεος, πρὶν ἀπὸ αὐτούς, εἶχε πιστέψει στὸ κήρυγμά του, εἶχε βαπτισθῇ καὶ χειροτονηθῇ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν. Δὲν ἦταν ἁπλὰ προσκολλώμενος στὸν Παῦλο, ἀλλὰ ἐνταγμένος ἤδη στὴν νεαρὴ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν. Ἐπίσης ὁ Ζυγαβηνὸς ἀναφέρει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Ἱερόθεος ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Διονυσίου. Αὐτὸ βεβαιώνουν καὶ τὰ λεγόμενα περίφημα «Ἀρεοπαγιτικὰ Συγγράμματα», τὰ ὁποῖα ἀποδίδονται στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη.
Ὁ Ἱερόθεος, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν, ἀναδείχτηκε καὶ ὡς ἱκανότατος ἐκκλησιαστικὸς ἄνδρας. Διακρίθηκε ὡς δυναμικὸς καὶ χαρισματικὸς ἱεράρχης, ἐργαζόμενος μὲ ζῆλο γιὰ τὴν μεταστροφὴ πλήθους εἰδωλολατρῶν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σπουδαία μόρφωσή του, ἡ φιλοσοφική του κατάρτιση, ἡ ρητορική του δεινότητα, ἡ κοινωνική του σημαίνουσα θέση καὶ ὁ σεβασμὸς τῶν Ἀθηναίων πρὸς τὸ πρόσωπό του, συντέλεσαν ὥστε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν παρηκμασμένη εἰδωλολατρία χιλιάδες παγανιστὲς καὶ νὰ ἐνταχτοῦν στὴν σωστικὴ ἀγκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας. Χάρις στὴ μεγάλη καὶ δυναμικὴ αὐτὴ προσωπικότητα ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν ἑδραιώθηκε σὲ γερὰ θεμέλια καὶ αὔξανε, στὴν κοιτίδα του ἐθνισμοῦ καὶ τῶν φανατικῶν παγανιστῶν.
Ὁ Ἰερόθεος ἀναφέρεται καὶ ὡς μεγάλος θεολόγος, στοχαστὴς καὶ συγγραφέας. Ὅπως προαναφέραμε, ὑπῆρξε ὁ διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Διονυσίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ μεγάλου Ἀπολογητῆ Ἀθηναίου Ἀριστείδη, ὁ ὁποῖος ἀνάλαβε νὰ ὑπερασπίση τὴν διωκόμενη Ἐκκλησία καὶ μαρτύρησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου μ. Χ. αἰῶνα. Θαυμασμὸ προκαλεῖ ὁ σωζόμενος κώδικας, ἕνα βαθυστόχαστο θεώρημα στὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴν βιβλιοθήκη τῆς Ἱερὰς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἀποδίδεται στὸν ἅγιο Ἱερόθεο.
Ἀλλὰ ὁ Ἱερόθεος διακρίθηκε καὶ ὡς χαρισματικὸς ἐκκλησιαστικὸς ὑμνογράφος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Τὰ «Ἀρεοπαγιτικὰ Συγγράμματα» διασώζουν τὴν ἀρχέγονη παράδοση πὼς ὁ ἅγιος Ἱερόθεος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι εὐτύχησαν νὰ παραστοῦν στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μεταφερόμενος καὶ αὐτὸς μὲ νεφέλη στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀναφέρεται πὼς ὁ ἱερὸς ἄνδρας προεξῆρχε τῆς κηδείας τοῦ θεοδόχου Σώματος τῆς Θεομήτορος καὶ ἔψαλε ἐξαίσιους ὕμνους πρὸς τιμήν Της, τοὺς ὁποίους εἶχε συνθέσει ὁ ἴδιος. Στὸν Συναξαριστή τοῦ Βίκτωρος Ματθαίου ἀναφέρεται πὼς «ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔφθασαν στὸν Τάφο τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ ἀποχαιρετῶντας Την, ἕκαστος ἔλεγε ἐγκώμια θεῖα καὶ ἔνθεα πρὸς Αὐτήν, ὅλοι δὲ εἶπαν διάφορα ἐγκώμια. Ὁ Ἱερόθεος εἶπε τοιαῦτα ἐγκώμια, πρὸς τὴν Παναγία μας, ποὺ ὑπερέβαιναν ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ τολμῶ εἰπεῖν, ἦσαν τόσο ἐξαίρετα καὶ καταπληκτικά, ὥστε αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι δὲν θὰ μποροῦσαν, καταλεπτῶς (μὲ κάθε λεπτομέρεια), καθὼς τὰ εἶπεν ἐκεῖνος».
Δὲν ἔχουμε ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὴν κατοπινὴ δράση τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου. Εἶναι εὐνόητο πὼς ὁ ζηλωτὴς καὶ θεόληπτος ἱεράρχης λάμπρυνε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Κλεινοῦ Ἄστεως γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ διακόνησε τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, δοξάζοντας τὸ Θεό. Δὲν γνωρίζουμε ἂν ὑπέστη διώξεις ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς παγανιστές, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν μὲ πανικὸ νὰ σβήνη ἡ εἰδωλολατρικὴ πλάνη. Εἰκάζουμε πὼς θὰ ὑπέστη καὶ αὐτὸς διώξεις, ὅπως ὅλοι οἱ πιστοὶ τῶν δύσκολων ἐκείνων χρόνων. Ἡ παράδοση ἀναφέρει πὼς κοιμήθηκε εἰρηνικὰ σὲ βαθὺ γῆρας στὰ τέλη τοῦ 1ου μ. Χ. αἰῶνα καὶ ἐνταφιάστηκε στὰ Μέγαρα νότια τοῦ μικροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀνεγείρει ὁ ἴδιος. Τὸν 11ο αἰῶνα ἱδρύθηκε πρὸς τιμήν του ὁμώνυμη Ἱερὰ Μονή, καὶ ἐπανιδρύθηκε τὸ 1930, ὅπου φυλάσσεται ἡ τιμία καὶ θαυματουργὸς κᾶρα του, ὡς πολύτιμος θησαυρός! Ἐπίσης λείψανά του σώζονται στὸ Ἅγιον Ὅρος (Ἱ. Μ. Ἁγ. Παύλου) καθὼς καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα (Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν). Στὸ προάστιο Περιστέρι Ἀττικῆς βρίσκεται περικαλλὴς ναὸς πρὸς τιμήν του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 4 Ὀκτωβρίου.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου