Στὸ σύντομο αὐτὸ κάλαντο περιέχεται, μὲ ἁπλὸ τρόπο, ἡ ὀρθόδοξη θεώρηση τοῦ χρόνου. Τὸ νέο ἔτος, λοιπόν, εἶναι ἡ εὐκαιρία ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός μας νὰ κάνουμε μιὰ «καλὴ ἀρχή», ἕνα νέο ξεκίνημα στὴν ζωή μας, ὥστε νὰ τὴν εὐθυγραμμίσουμε ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ οἱ Ἅγιοί μας. Ἔζησαν βίο τέλειο, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔζησαν μέσα στὸν παρόντα χρόνο, ἀλλὰ μὲ τὴν προοπτικὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἔτσι, μὲ τὴν «τέλεια» ζωὴ καὶ πολιτεία των, ἐξαγίασαν τὸν φθαρτό, ὑλικὸ χρόνο καὶ μεταπήδησαν στὴν ἀφθαρσία, στὴν αἰωνιότητα. Ὁ Μέγας Βασίλειος, λ.χ., ποὺ προσφάτως ἑορτάσαμε, ἔκανε πράξη στὴν ζωή του τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν «καινή» ἐντολή Του: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν Σου καὶ τὸν πλησίον Σου ὡς σεαυτόν.» (Ματθ., κβ’ 37-39). Ὑπηρέτησε, μάλιστα, ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ ὀρθοδόξου βίου, τὴν ὀρθὴ πίστη, «δογματίζοντας θεοπρεπῶς», τὴν ὀρθὴ ζωή, «κατακοσμῶντας τὰ ἤθη» τῶν συνανθρώπων του, ἀποτελῶντας ὁ ἴδιος, βεβαίως, πρότυπο ἤθους. Τέλος, προσέφερε τὴν γνώση καὶ τὴν σοφία του στὴν ὑπηρεσία τῆς κοινωνίας, «διατρανώνοντας - διασαφηνίζοντας- τὴν φύσιν τῶν ὄντων», μὲ τὴν περίφημη «Ἑξαήμερό» του, ἀλλὰ καὶ διακονῶντας τους συναδελφούς του, μὲ τὸ τεράστιο κοινωνικό του ἔργο.
Ἡ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ποὺ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν πρώτη τοῦ ἔτους, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ δεῖγμα ἁγιότητος. Ὅλοι οἱ Ἅγιοί μας ἔκαναν τὸ ἴδιο. Ὑπηρέτησαν τὸν Κύριο καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη, τὸν συνετὸ βίο καὶ τὴν συνεπῆ μὲ τὰ διδάγματα τῆς πίστεως πολιτεία των. Συνεπῶς, οἱ Ἅγιοί μας εἶναι οἱ ὁδοδεῖκτες μας καὶ ἡ βεβαία ἐλπίδα μας, ὅτι, ἐφ’ ὅσον τὰ κατάφεραν ἐκεῖνοι, οἱ ὑλικοί, φθαρτοὶ καὶ γήϊνοι ἄνθρωποι, μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε κι ἐμεῖς, ἀρκεῖ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Ἐξ ἄλλου, γι’ αὐτό τοὺς ἑορτάζουμε: «μνήμη Ἁγίου, μίμησις Ἁγίου».
Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας, μάλιστα, μᾶς προτρέπει νὰ τὸν μιμηθοῦμε, νὰ γίνουμε καὶ μεῖς Ἅγιοι, ὅπως καὶ Ἐκεῖνος: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Α’ Πετρ., α’ 16). Μᾶς συμβουλεύει, δηλαδή, πρακτικά, νὰ θελήσουμε νὰ ζήσουμε μακρυὰ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες μας, «νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὴν κακία καὶ νὰ στολιστοῦμε μὲ ἀρετές.» Καὶ μεῖς τί κάνουμε; Ἀντὶ νὰ ἀκοῦμε τὸν Κύριο καὶ νὰ μιμούμαστε τοὺς Ἁγίους μας, στὸν τρόπο ζωῆς καὶ πολιτείας των, ὥστε νὰ γινώμαστε καὶ μεῖς ἅγιοι, ζῶντας πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴν φθορὰ τοῦ θανάτου, ἐμεῖς ἐπιμένουμε νὰ διάγουμε «πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας» μέσα στὴν φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ στὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία τελικά «ἀποκύει» τὸν θάνατο (Καθολικὴ Ἐπιστολὴ Ἰακώβου, α’ 16).
Ἔτσι, βλέπουμε τὸν νέο χρόνο ὄχι ὡς μιὰ νέα πνευματικὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν καλή μας ἀλλοίωση ἀλλὰ ὡς εὐκαιρία νὰ ζήσουμε περισσότερες ἐμπειρίες. Μὴν ἔχοντας ὅμως ἐμπειρία Χριστοῦ, ὅσες ἐμπειρίες καὶ ἐὰν γευτοῦμε, καμμία ἀπὸ αὐτὲς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μᾶς δώση τὴν γεύση τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὐδόκησε νὰ γίνη γιὰ μᾶς χρονικὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ κοινωνήσουμε μαζί Του στὴν αἰωνιότητα.
«Κύριε, ὁ ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ καιροὺς καὶ χρόνους θέμενος.» Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ξεκινάει ἡ ὑπέροχη εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὸ νέο ἔτος, ποὺ ἀκοῦμε τὴν Πρωτοχρονιά. Ζητάει, λοιπόν, ὁ μέγας καὶ τρανὸς τῆς σοφίας πλὴν ὅμως ταπεινὸς στὸ ἦθος Βασίλειος ἀπὸ τὸν «ἄναρχο καὶ ἀτελεύτητο» Κύριο, Αὐτὸν ποὺ βρίσκεται «ἐπέκεινα παντὸς χρόνου» ἀλλὰ πληροῖ, μὲ τὴν παρουσία Του, «τὸν πάντα χρόνον τόν τε γεγονότα τόν τε ὄντα καὶ τὸν ἐσόμενον -τὸν παρελθόντα, τὸν παρόντα καὶ τὸν μέλλοντα», νὰ εὐλογήση τὴν εἴσοδο τοῦ νέου ἐνιαυτοῦ -ἔτους- τῆς χρηστότητός Του, μὲ τὴν θεία Του χάρη, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος εἶναι «ἐκτὸς πάσης μεταβολῆς καὶ ἀλλοιώσεως τῶν ὄντων». Πράγματι, μόνον ὁ ἄναρχος καὶ ἀναλλοίωτος Κύριος μπορεῖ νὰ εὐλογήση τὸν ὑποκείμενο στὴν φθορὰ καὶ στὴν ἀλλοίωση χρόνο, ποὺ ὁ Ἴδιος δημιούργησε ὡς εὐκαιρία γιὰ τὴν σωτηρία μας!
«Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας», μᾶς ὑπενθυμίζει συνεχῶς ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς εἰσαγωγῆς μας σὲ κάθε καινούργια πνευματικὴ περίοδο. Βεβαίως, ὁ κάθε καιρὸς καὶ ἡ κάθε ἡμέρα εἶναι εὐπρόσδεκτες εὐκαιρίες γιὰ τὴν σωτηρία. Οἱ ἀρχαῖοι ἕλληνες σοφοί, γνωρίζοντας τὴν ἀξία ποὺ ἔχει ὁ χρόνος ὡς μοναδικὴ εὐκαιρία, ἔλεγαν «χρόνου φείδου» καὶ «δράττομαι τῆς εὐκαιρίας», οἱ δὲ Λατῖνοι προέτρεπαν: «carpe diem» («ἅρπαξε» τὴν ἡμέρα, ἀξιοποίησε τὴν εὐκαιρία ποὺ σοῦ προσφέρει ἡ ἡμέρα). Καὶ οἱ σοφοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὴν σειρά των, μᾶς καλοῦν, νὰ μὴν ἀφήνουμε τὶς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνονται νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸν χρόνο, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν σωτηρία, ὄχι μόνον διότι δὲν μποροῦμε νὰ τὶς ξαναβροῦμε, ἀλλὰ καὶ διότι δὲν γνωρίζουμε, ἐάν, ὡς ὑποκείμενοι στὴν φθορὰ καὶ στὴν ἀλλοίωση, θὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ «ἁρπάξουμε» τὶς νέες εὐκαιρίες ποὺ θὰ μᾶς παρουσιάζη ὁ καλὸς Θεός, - ἕως πότε, Ἐκεῖνος γνωρίζει -, ὁ Ὁποῖος θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ., β’ 4).
Νὰ λοιπὸν γιατί ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς καλεῖ «νὰ ζοῦμε βίο τέλειο, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο», ὅπως ἔζησαν καὶ οἱ Ἅγιοί μας﮲ διότι γνωρίζει ὅτι, ἐὰν οἱ Ἅγιοι ἀποτελέσουν τὰ ὁρόσημα καὶ τὶς κατευθυντήριες γραμμὲς γιὰ τὴν ζωή μας, τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ θεωρήσουμε καὶ μεῖς τὸν χρόνο ὑπὸ τὸ πρίσμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγιασμένων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς μιὰ μοναδική, ναί, μοναδικὴ εὐκαιρία, ποὺ θὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε πρὸς ὄφελός μας.
Αὐτὸ πρακτικὰ σημαίνει ὅτι θὰ θελήσουμε ἤδη «ἐν τῷ παρόντι βίῳ» νὰ ζήσουμε «εὐσεβῶς, σωφρόνως καὶ δικαίως» (Τίτ., β’ 12), μὲ ὀρθόδοξη πίστη, ἐνάρετη ζωή, δίκαιη καὶ ἀγαπητικὴ πολιτεία, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε στὸν μέλλοντα βίο νὰ ἀπολαύσουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά Του καὶ μάλιστα τὸ θεόσδοτο δῶρο τῆς σωτηρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου