ΕΥΧΗ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα: «ΠΕΡΙ ΑΡΓΟΛΟΓΙΑΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ
Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 22-4-1983, Παρασκευὴ Ἀκαθίστου Ὕμνου
Εἶχε δίκιο, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸν νὰ μὴν τοῦ παραχωρήσει μερικὲς κακίες, ποὺ μαστίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως εἶναι ἡ ἀργολογία, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε στὴν προσευχή του: «Κύριε, καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας, καὶ ἀργολογίας μὴ μοι δῷς». Λέγει: «Μὴ μοῦ δώσεις». Ἀλλὰ γιατί λέγει: «Μὴ μοῦ δώσεις»; Δίδει ὁ Θεὸς κακίες; Ὁ Θεὸς ὅταν βλέπει μία ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι ἀμελὴς καὶ ἐπανερχομένη εἰς τὰ ἴδια καὶ εἰς τὰ ἴδια, προκειμένου νὰ τὴν τιμωρήσῃ, παραχωρεῖ νὰ καταληφθῇ ἡ ψυχὴ αὐτὴ ἀπὸ πάθη. Φοβούμενος, λοιπόν, ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος μήπως δείχνει κάποια ἀμέλεια καὶ ὀλιγωρία καὶ ἀφροντισιὰ γιὰ νὰ ἐφαρμόσῃ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, παρακαλεῖ τὸν ἅγιον Θεὸν νὰ μὴν παραχωρήσῃ, ὥστε νὰ καταληφθῇ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες αὐτές, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι καὶ ἡ ἀργολογία.
Τί εἶναι ὅμως ἡ ἀργολογία;
Εἶναι ἡ πολυλογία. Εἶναι ἡ φλυαρία. Ἡ ματαιολογία, εἶναι ἡ περιττολογία, εἶναι
οἱ ἀνόητοι λόγοι, εἶναι τά ...χασομερόλογα. Εἶναι αὐτὸς ποὺ λέγει πολλά, χωρὶς
νὰ λέγῃ τίποτα. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀργολόγος, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀργολογία. Καὶ ἴσως σὲ
πολλοὺς ὑπάρχει ἡ ἀντίληψις ὅτι... «Ἔ, δὲν εἶναι καὶ σπουδαῖο πρᾶγμα τὸ νὰ
εἶναι κανεὶς φλύαρος ἄνθρωπος, ἀργολόγος, δὲν ἔχει τί ἄλλο νὰ κάνῃ, σκοτώνει
τὸν καιρό του, λέει, λέει, λέει, ἔ, ἀνοησίες, νὰ περάσῃ ἡ ὥρα, δὲν ἔχει καὶ
πολλὴ σημασία».
Ἀγαπητοί μου, τὸ γνωρίζετε
ὅτι ὁ Κύριος καταδικάζει τὴν ἀργολογία, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ζητήσῃ λόγο ἐν ἡμέρᾳ
Κρίσεως; Λέγει συγκεκριμένα, Ματθ. 12,36: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν
λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμὲρᾳ κρίσεως· ἐκ γὰρ τῶν
λόγων σου δικαιωθὴσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ». «Σᾶς βεβαιώνω», λέγει
ὁ Κύριος, «ὅτι γιὰ κάθε ἀργὸν λόγον, γιὰ κάθε ἀργολογία, γιὰ κάθε περιττὸν
λόγον, ποὺ θὰ λαλήσουν οἱ ἄνθρωποι, θὰ ἀποδώσουν λόγο τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Καὶ τοῦτο διότι ἀπὸ τὰ λόγια σου θὰ δικαιωθῇς ἢ ἀπὸ τὰ λόγια σου θὰ
καταδικαστῇς».
Ὥστε, λοιπόν, εἶναι ἕνα
τόσο σοβαρὸ ἁμάρτημα ἡ ἀργολογία; Ποὺ μπορῶ νὰ ὑποστῶ τὴν αἰωνία κόλαση;
Ἀγαπητοί μου, δὲν τὸ λέγω ἐγώ. Τὸ λέγει ὁ Κύριος. Καὶ πραγματικὰ καὶ ἐγὼ ἀπορῶ
καὶ αἰσθάνομαι ἄσχημα, γιατί ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει βρεθεῖ λίγο ἢ πολὺ σὲ μία
κατάσταση ἀργολογίας;
Ὡστόσο ἡ ἀργολογία, γιὰ νὰ
δοῦμε πιὸ καλύτερα καὶ βαθύτερα τὸ θέμα αὐτό, εἶναι ἕνας δείκτης ὅτι ἔχομε ἕνα
κούφιο καὶ πτωχὸ ἐσωτερικὸ κόσμο. Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι ἀργολόγος, μέσα του
δὲν ἔχει τίποτα, εἶναι κούφιος ἄνθρωπος. Λέγει πάλι ὁ Κύριος: «Ὁ ἀγαθὸς
ἄνθρωπος -καὶ ἀναφέρεται ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτό, γιατί εἶναι ἡ ἰδία περικοπή-
ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ
θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά». «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος λέγει καλὰ πράγματα, ἔχει ἕνα
θησαυροφυλάκιο μέσα του ἀπὸ ἀγαθὰ πράγματα. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος λέγει
ἀργολογίες, αὐτὸς ἔχει μέσα του ἕνα θησαυροφυλάκιον, ἀλλὰ γεμᾶτο ἀπὸ κουρέλια
καὶ βρωμιές. Δὲν ἔχει τίποτα. Εἶναι ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος, εἶναι ἕνας κούφιος
ἄνθρωπος». Ὁπότε βλέπει κανένας ὅτι ἡ ἀργολογία, αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο προδίδει· τὸν
ἄνθρωπον τὸν κούφιο. Καὶ συνεπῶς ὁ κούφιος ἄνθρωπος δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ
εἶναι ἕνας σοβαρὸς ἄνθρωπος. Δὲν μπορεῖ ποτὲ ἕνας κούφιος ἄνθρωπος νὰ μπορέσει
νὰ κάνῃ κάτι σωστό.
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε τὴν ἀνάλυση
τῆς ἀργολογίας, ὅπως μᾶς τὴν κάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, γιὰ νὰ δοῦμε,
θὰ λέγαμε, τὴν χρωματική της κλίμακα, πῶς ἀκριβῶς ξεδιπλώνεται μπροστά μας, γιὰ
νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι εἶναι ἕνα πολὺ σοβαρὸ θέμα ἡ ἀργολογία καὶ δὲν μποροῦμε, μὲ
κάποια ἐλαφρὰ συνείδηση, νὰ τὴν μετερχόμεθα καὶ νὰ μὴν τὴν διορθώνουμε. Λέγει,
λοιπόν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Πολυλογία ἐστὶ κενοδοξίας καθέδρα
(:εἶναι ἡ καθέδρα, ἡ καρέκλα, ὁ θρόνος τῆς κενοδοξίας)». Ἄνθρωπος ποὺ λέει
πολλά, λέει πολλά, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος στὸ βάθος εἶναι κενόδοξος. Θέλει νὰ
προσελκύσῃ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἄλλων. Γιατί ἂν ἔλεγε σωστὰ πράγματα, βεβαίως δὲν
θὰ ἦταν κενόδοξος.
Σημειώσατε ὅτι στὸ σημεῖο
αὐτὸ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἔχει ἐπαναλήψεις πολλὲς καὶ λέγει πολλὰ σὲ πολλὰ πράγματα. Μάλιστα ἂν διαβάσουμε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως εἰδικότερα εἶναι τὸ βιβλίο τῆς
«Ἐξόδου» ἢ τὸ «Δευτερονόμιον» ἢ τὸ «Λευιτικόν», θὰ δεῖτε ἐπαναλήψεις ἐπὶ
ἐπαναλήψεων. Μήπως κι ἐκεῖ ἔχομε κάτι ἀνάλογο; Ἀναμφισβήτητα ὄχι. Διότι ἐκεῖ
δὲν ἔχομε ἀργολογία, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ματαιολογία. Εἶναι πράγματα σωστά. Γιατί
ὅμως τὰ ἐπαναλαμβάνει ἐκεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; Τὰ ἐπαναλαμβάνει γιὰ δύο λόγους.
Πρῶτον εἶναι διὰ νὰ τυπωθοῦν στὸ μυαλὸ τοῦ ἀναγνώστου. Καὶ νὰ τοῦ ἐπιστηθῇ ἡ
προσοχή. Καὶ δεύτερον νὰ διατηρεῖται διαρκῶς ἡ μνήμη αὐτοῦ τοῦ λόγου. Ὥστε δὲν
εἶναι ματαιολογία ἂν αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐπαναλαμβάνει διαρκῶς καὶ διαρκῶς
τὰ ἴδια πράγματα.
Ἡ ματαιολογία εἶναι διὰ
πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν καμίαν σημασίαν. Εἶναι ἀσημαντολογία, ἀσήμαντα
πράγματα, δὲν ἔχουν καμία σημασία. Ὥστε μπορεῖ κανεὶς νὰ λέγῃ πολλὰ καὶ νὰ μὴν
εἶναι πολυλογία. Νὰ λέγῃ ὀλίγα καὶ νὰ εἶναι πολυλογία. Γιατί εἶναι ἀργολογία.
Καθετὶ ποὺ ἀφορᾶ στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, στὴν οἰκοδομὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν
μπορεῖ νὰ εἶναι ποτὲ ματαιολογία καὶ ἀργολογία. Καθετὶ ποὺ δὲν ἔχει τίποτα νὰ
προσφέρῃ στὸν ἄλλον ἄνθρωπο, αὐτὸ ὁπωσδήποτε εἶναι ματαιολογία. Ἕνας, λοιπόν,
ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πραγματικὰ τίποτα μέσα του, θέλει ὅμως νὰ φανῇ, δηλαδὴ εἶναι
κενό-δοξος, ζητᾶ δόξα, ἀλλὰ εἶναι κούφια δόξα αὐτή, προφανῶς προσπαθεῖ νὰ
κάνῃ, νὰ δείξῃ, νὰ ἐπιδειχθῆ, μὲ τὸ νὰ παρουσιάζῃ πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν
ἔχουν καμία ἀξία, εἶναι τῆς πεντάρας. Ὥστε ὡραῖα τὸ λέγει αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κλίμακος, ὅτι ἡ ἀργολογία εἶναι ἡ καθέδρα, εἶναι ὁ θρόνος τῆς κενοδοξίας.
«Πολυλογία ἐστίν, ἀγνωσίας τεκμήριον». Εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι δὲν ξέρεις τίποτα. Ἔλεγε κάποτε ἕνας Γάλλος συγγραφεύς, στέλνοντας μία ἐπιστολὴ σὲ κάποιον: «Σοῦ γράφω πολλά, γιατί δὲν ἔχω καιρό». Ὀξύμωρο. Τοῦ γράφει πολλά, γιατί δὲν ἔχει καιρό; Ναί, ἀγαπητοί μου, γιατί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ εἶχε νὰ γράψῃ σωστὰ πράγματα, θὰ ἤθελε πολὺν καιρό. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει καιρὸ νὰ μελετήσῃ, αὐτὸς λέγει πολλά. Συνεπῶς δείχνει ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος λέγει πολλά, κούφια ὅμως, ὅτι εἶναι ἀπαίδευτος ἄνθρωπος, δὲν ἔχει γνώση.
«Πολυλογία ἐστὶν καταλαλιᾶς θύρα». Εἶναι ἡ πόρτα τῆς κατηγορίας. Διότι μέσα στὰ πολλὰ τὰ λόγια ποὺ λέγει κανείς, ὁπωσδήποτε τοῦ ἀνοίγεται ἡ πόρτα γιὰ νὰ κατηγορήσῃ ἄλλους ἀνθρώπους.
«Πολυλογία ἐστὶ
εὐτραπελίας χειραγωγὸς» Τί εἶναι ἡ «εὐτραπελία»; Τὸ «εὐτράπελον» καὶ ἡ
«εὐτραπελία» εἶναι ἐκεῖνα τὰ ἀστεῖα, τὰ ὁποῖα εἶναι πρόστυχα. Εἶναι δεύτερα.
Δὲν ἀντέχουν στὴν ντροπή, δὲν ἀντέχουν στὴν εὐπρέπεια. Ὅταν κανεὶς λέγει πολλά,
καὶ κάτι τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι περιζήτητοι στὶς παρέες, ὅταν κάνουν
διασκεδάσεις καὶ συντροφιές, γιὰ νὰ λέγουν πολλὰ καὶ μέσα στὰ πολλὰ νὰ λέγουν
πολλὰ βρώμικα πράγματα. Ἀγαπητοί μου, ἂν ξέρατε τί εἶναι ἡ «εὐτραπελία»! Ἕνας
σοβαρὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι ποτὲ εὐτράπελος. Ἂς προσέξομε πολὺ στὸ σημεῖο αὐτό.
Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι τὸ γόνιμο, τὸ ἔξυπνο, τὸ ὡραῖο, τὸ καθαρὸ ἀστεῖο, τὸ
λογοπαίγνιο τὸ καθαρό, ἐκεῖνο ποὺ δημιουργεῖ μιὰ ἄνεση στ’ αὐτιὰ τῶν ἀκροατῶν
καὶ αἰσθάνονται πολὺ εὐχάριστα ὅταν τὸν ἀκοῦν, καὶ ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ
εὐτραπελία. Ἡ εὐτραπελία εἶναι τὰ πρόστυχα λόγια. Εἶναι τά «σόκιν» ποὺ λένε. Ὁ
ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος λέγει πολλὰ λόγια, στὸ τέλος ἐκεῖ καταλήγει.
«Πολυλογία ἐστὶ ψεύδους
ὑπουργός». «Ὑπουργεῖ», ὑπηρετεῖ ἡ πολυλογία τὸ ψεῦδος. Διότι λέει, λέει, λέει
κανεὶς πολλὰ κούφια πράγματα, κούφια, ἔ, ὅλα αὐτὰ κάποτε θέλει νὰ τὰ μπαλώσῃ.
Διότι ἀφοῦ λέγει πολλά, θὰ ἀναγκαστῇ νὰ λέει καὶ ψέματα.
«Πολυλογία ἐστὶ κατανύξεως
διάλυσις». Θέλει κανεὶς νὰ ἔχῃ μίαν κατάνυξιν, μία συντριβὴ τῆς καρδιᾶς του. Ἡ
πολυλογία τὰ διαλύει ὅλα.
«Πολυλογία ἐστὶ ἀκηδίας δημιουργός». Δημιουργεῖ ἡ πολυλογία τὴν ἀκηδία. Αὐτὴν τὴν πνευματικὴ τεμπελιά, ἐκεῖνο τὸ ἐλαφρύ. Προσέξτε, οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ζοῦν αὐτὴν τὴν κατάσταση. Καὶ εἶναι δυσάρεστο. Πολλὰ πράγματα στοὺς συγχρόνους ἀνθρώπους ἔχουν προπαρασκευάσει καὶ παρασκευάσει, καὶ διαρκῶς παρασκευάζουν αὐτὴν τὴν κατάσταση, ὥστε νὰ βρίσκονται σὲ αὐτὴν τὴν ἀκηδία. Εἶναι ἡ τηλεόρασις, εἶναι τὸ ἔντυπο χαρτὶ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, οἱ εἰκόνες καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, ὁ κινηματογράφος κ.τ.λ. Καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸ ἄγχος τῆς ζωῆς. Ὅλα αὐτὰ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν θέλῃ κάτι σοβαρό, νὰ μὴ θέλῃ κάτι βαθύ. Ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὑπάρχει ἕνα θεατρικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο εἶναι πολὺ σοβαρό, εἶναι κλασικό, δὲν θὰ εἶχε τόσο κόσμο, ὅσο σὲ μία κωμωδία θὰ πήγαιναν οἱ ἄνθρωποι. Γιατί ζητοῦν τὸ ρηχό. Ἡ πολυλογία, ἀγαπητοί μου, γεννάει τὴν τεμπελιὰ τοῦ νοῦ. Καὶ ἡ τεμπελιὰ τοῦ νοῦ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐπιπολαιότητα καὶ εἰς τὴν ρηχότητα. Ἐξάλλου, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ λέγει πολλὰ λόγια καὶ δὲν ἔχουν τίποτα ἀντίκρυσμα τὰ λόγια του αὐτά, ἀναμφισβήτητα, δὲν εἶναι ἐπιπόλαιος καὶ ρηχὸς ἄνθρωπος;
«Πολυλογία ἐστὶ συννοίας σκορπισμός». Ἡ «σύν-νοια» εἶναι ἡ περισυλλογή, τὸ μάζεμα τοῦ νοῦ. Σκορπίζει τὸ μάζεμα τοῦ νοῦ ἡ πολυλογία. Ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι θὰ ἤθελαν πραγματικὰ νὰ μαζέψουν τὸν νοῦ τους, νὰ τὸν συγκεντρώσουν καὶ νὰ σκεφθοῦν, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄνθρωποι ἀργόλογοι.
«Πολυλογία ἐστὶ φυλακῆς ἀφανισμός». Ἀφανίζει κάθε φύλαγμα, ποὺ πήραμε ἐντολή, ἀγαπητοί μου, νὰ φυλάττομε τὸν Παράδεισον τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνες οἱ τρεῖς ἐντολὲς ποὺ μᾶς ἔδωκε ὁ Θεὸς στὸν Παράδεισο, νὰ νηστεύσομε ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἀπὸ τοῦ νὰ φυλάττομε τὸν Παράδεισον καὶ νὰ ἐργαζόμεθα τὸν Παράδεισον. Ὁ Παράδεισος εἶναι ἡ ψυχή μας, μέσα εἰς τὴν ὁποία θά ᾿ρθει ὁ Χριστὸς νὰ μείνῃ, γιὰ νὰ τὴν μεταβάλῃ τὴν ψυχή μας σὲ Βασιλεία Του. Ὀφείλομε, λοιπόν, νὰ ἐργαζόμεθα τὶς ἀρετές, ὀφείλομε νὰ ὑπακούομε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ὀφείλομε νὰ φυλάττομε τὸν Παράδεισον. Ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας! Ὅταν ἔρχεται ἡ πολυλογία δημιουργεῖ στὸν Παράδεισον τῆς ψυχῆς μας ἕνα ξέφραγο ἀμπέλι. Δὲν ἔχει πιὰ ὅρια ἡ ψυχή, δὲν ἔχει φράκτη ἡ ψυχή. Γιατί; Γιατί ἄφραγο στόμα δημιουργεῖ ἄφραγη ψυχή. Καὶ εἶναι ἑπόμενον σὲ μία ἄφραγη ψυχή, τότε πολλοὶ δαίμονες νὰ εἰσέλθουν κι ἐκεῖ νὰ σπείρουν κάθε λογῆς ζιζάνιο.
«Πολυλογία ἐστὶ θέρμης ψυκτήριον». Ψύχει, λέγει, παγώνει κάθε θέρμη, κάθε ζεστασιὰ τῆς καρδιᾶς. Πόσες φορὲς αἰσθανόμεθα τὸν ἑαυτό μας παγωμένο, νεκρὸ ἐσωτερικά, παγωμένο. Ποῦ ὀφείλεται; Στὴν πολυλογία. Στὴν ἀργολογία.
Καί, τέλος, «πολυλογία
ἐστὶν προσευχῆς ἀμαύρωσις». Ἀμαυρώνει τὴν προσευχὴ ἡ πολυλογία.
Καὶ σᾶς ἐρωτῶ, ἀγαπητοί
μου: Εἶναι μεγάλο θέμα ἡ πολυλογία, ἡ ἀργολογία; Ἐὰν καταφέρνει τόσα δεινὰ νὰ
φέρνῃ μέσα στὴν ψυχή μου, νὰ γιατί ὁ Κύριος εἶπε ὅτι θὰ δώσουμε λόγο γιὰ κάθε
ἀργὸ λόγο, ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως. Στὴν καθημερινότητά μας, αὐτὴ ἡ ἀργολογία
ἐμφανίζεται μὲ ἀσήμαντα πράγματα, ὅπως εἶναι ἡ ἀτέλειωτη συζήτηση γιὰ τὸ
ποδόσφαιρο, γιὰ τὴν μόδα, γιὰ τὴν κοσμικὴ κίνηση. Ὅταν λέμε, λέμε, λέμε... γι’
αὐτὰ τὰ θέματα. Αὐτά τὰ τρία. Θὰ τὰ ξαναπῶ. Γιὰ τὸ ποδόσφαιρο, γιὰ τὴν μόδα καὶ
γιὰ τὴν κοσμικὴ κίνηση. Ὅταν μιλᾶμε διαρκῶς γύρω ἀπὸ τὰ θέματα αὐτά, εἴμεθα
ἀργόλογοι ἄνθρωποι. Διότι δὲν ὑπάρχει κανένα περιεχόμενο καὶ δὲν ὑπάρχει
σοβαρότης, ἀλλὰ ματαιολογία.
Πρέπει, ὅμως, νὰ
ἀναζητήσομε τὸ φάρμακο τῆς ἀργολογίας, ἂν διαπιστώσομε ὅτι πάσχομε ἀπὸ αὐτήν.
Καὶ τὸ φάρμακο, ἀγαπητοί μου, εἶναι τὸ ἑξῆς: Πρῶτον, εἶναι ἡ σιωπή. Εἶναι ἡ
σιγή. Δεύτερον, εἶναι ἡ διαρκὴς ἐνασχόλησή μας σὲ μία ἐργασία. Τρίτον, εἶναι ἡ
ἐμβάθυνσις καί, τέταρτον, εἶναι ἡ ὀργάνωση μιᾶς συζητήσεως.
Ἂς ἀρχίσω ἀπὸ τὸ
τελευταῖο. Πρέπει νὰ σᾶς πῶ, ὅτι τὸ νὰ συζητᾷ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία εὐλογία. Ὁ
Κύριος ὁμιλοῦσε διαρκῶς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε Λόγος. «Λόγος» ἔχει δύο
σημασίες. Σημαίνει νοῦς, λογική, σημαίνει καὶ λόγος, ὁ ἔναρθρος λόγος, ἡ
ὁμιλία. Ὁ Θεὸς Λόγος ὁμιλεῖ. Αὐτὸς ὁμιλεῖ καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ
Διαθήκη. Ὁ Κύριος δὲν ἔπαυε ἀπὸ τοῦ νὰ βρίσκει εὐκαιρίες διαρκῶς νὰ ὁμιλῇ. Μὰ
εἴτε σὲ ἕνα τραπέζι κάποιου Φαρισαίου, εἴτε στὸ πηγάδι στὴν Σαμάρεια μὲ κάποια
Σαμαρίτισσα, εἴτε ὁπουδήποτε, εἴτε πήγαινε πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἴτε εὑρίσκετο
μέσα εἰς τὸ πλοιάριον, ὁπουδήποτε ὁ Κύριος ὡμίλει. Τὸ θέμα τοῦ ἔναρθρου λόγου
εἶναι μία εὐλογία. Μόνο ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸν ἔναρθρον λόγον. Ἔτσι καλεῖται νὰ
ὀργανώσῃ τὴν ὁμιλία του καὶ νὰ φτιάξῃ αὐτὸ τὸ θαῦμα, τὸ θαῦμα, ποὺ λέγεται
συζήτηση.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν
ὀργανώσει τὴν συζήτησή τους καὶ τὴν εἶχαν ἀναγάγει σὲ τέχνη. Εἶναι ἡ περίφημη
«διαλεκτικὴ τέχνη». Κι αὐτὴ ἡ διαλεκτικὴ τέχνη, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ
φιλοσοφία! Εἶναι, λοιπόν, μεγάλο πρᾶγμα τὸ νὰ μπορῇ κανεὶς πραγματικὰ νὰ ἔχῃ
αὐτὴν τὴν τέχνη. Νὰ ξέρῃ πότε θὰ μιλήσῃ, πότε δὲν θὰ μιλήσῃ καὶ τί θὰ πῇ.
Νὰ ἔχῃ αἴσθηση τοῦ μέτρου. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καλλιέργησαν πάρα πολὺ τὴν
αἴσθηση τοῦ μέτρου. Γι᾿ αὐτὸ ἡ πολυλογία καὶ ἡ ἀργολογία εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ
μέτρου. Ὅταν ἔχομε αὐτὸ τὸ μέτρο μέσα μας, ξέρομε πόσο θὰ μιλήσουμε, τί θὰ
ποῦμε, πῶς θὰ ὠφελήσουμε, μὲ κάθε τρόπο, ὥστε νὰ εὐχαριστηθῇ ὁ ἄλλος καὶ νὰ
ὠφεληθῇ. Πρέπει, λοιπόν, νὰ ὀργανώσουμε τὴν συζήτησή μας. Ὅταν, ξέρετε,
πηγαίνομε σὲ ἕνα σπίτι, τὸ ᾿χετε προσέξει, θὰ σᾶς τὸ πῶ, θὰ τὸ ἰδεῖτε, ἐγὼ τὸ
ἔχω προσέξει καὶ εἶναι κάτι ποὺ μὲ ἐνοχλεῖ πάρα πολύ, ὅταν κάποιος ἀρχίσει νὰ
λέγῃ κάτι, τότε κάποιος δεύτερος ἀρχίζει νὰ μιλᾷ μὲ τὸν διπλανό του κι ἕνας
πέμπτος μὲ τὸν ἕκτον ἀρχίζει νὰ μιλάῃ μὲ τὸν διπλανό του. Καὶ τότε γίνονται
μικρὲς ὁμάδες καὶ σὲ λίγο γίνεται μία χάβρα καὶ ὅλοι μιλοῦν καὶ κανεὶς δὲν
ἀκούει. Γιατί αὐτό; Θὰ ὁμιλῇ ἕνας. Ὅταν σταματήσει αὐτός, θὰ πάρῃ τὸν λόγο
κάποιος ἄλλος. Καὶ θὰ ἀκοῦνε ὅλοι οἱ ἄλλοι. Μετὰ θὰ μιλήσῃ ἕνας τρίτος. Καὶ
ὅποιος θέλει, θὰ μιλήσῃ. Ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ
μάθουν καὶ νὰ ἀκοῦνε. Δὲν μπορεῖς νὰ ὁμιλῇς, ἂν δὲν ἔχεις μάθει νὰ ἀκοῦς.
Πρέπει, λοιπόν, νὰ μάθομε νὰ ἀκοῦμε. Αὐτὸ θὰ πεῖ «ὀργανώνω τὴν συζήτησή μου».
Ἀλλὰ ἂς ἔρθω, ἀγαπητοί μου, στὸ δεύτερο σημεῖο. Εἶναι ἡ ἐνασχόλησις, τὸ δεύτερο φάρμακο ἐναντίον τῆς ἀργολογίας. Ἀργία, περιέργεια καὶ ἀργολογία, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, εἶναι ἀδελφοῦλες ὁμογάλακτες. Πηγαίνουν πλάϊ πλάϊ. Ἡ ἀργία, ἡ περιέργεια καὶ ἡ ἀργολογία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔμαθε πάντοτε νὰ ἀσχολεῖται μὲ κάτι, δὲν τοῦ μένει καιρὸς νὰ ἀνοίγῃ κουβέντες ὁπουδήποτε, ὁτιδήποτε, μὲ ὁποιονδήποτε. Κοιτάζει τὴν δουλειά του. Γι᾿ αὐτὸ ἀγαπητοί μου, θὰ πρέπει νὰ ἔχομε πάντοτε μία ἀπασχόληση, γιὰ νὰ μὴν πέφτουμε στὴν ἀργολογία.
Τρίτο φάρμακο εἶναι ἡ
ἐμβάθυνσις. Νὰ βαθαίνομε πάντοτε. Εἶναι τὸ σκάψιμο τῆς σκέψεως. Νὰ σκεπτόμαστε.
Καὶ ὅταν κανεὶς σκέφτεται, δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ἀργολογία. Γίνεται ἕνας
βαθὺς ἄνθρωπος. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν φυγαδεύεται ἡ ἐπιπολαιότητα. Ὁ Μέγας
Βασίλειος πολλάκις ἐκεῖ ποὺ κουβέντιαζε, ἔπεφτε σὲ περισυλλογή, γιατί ἤθελε νὰ
βαθύνῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔλεγε ἢ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἤκουε. Ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ
διηγηματογράφος μας, δὲν ἦταν πολύλογος ἄνθρωπος· ἔπιανε μία γωνιὰ καὶ ἐκεῖ
ἐκάθητο καὶ ἐσκέπτετο. Καὶ τὸν βλέπει κανεὶς νὰ εἶναι γλαφυρότατος μέσα στὰ
διηγήματά του. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μαθαίνει νὰ βαθαίνῃ, δὲν εἶναι δυνατὸν
ποτὲ νὰ πέφτῃ εἰς τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀργολογίας.
Καὶ ἕνα τέταρτο. Εἶναι ἡ
σιωπή, εἶναι ἡ σιγή. Ὦ, γι’ αὐτὴ τὴ σιγή, ἀγαπητοί μου, ἀκούσατε. Λέγει ἡ
«Σοφία Σειράχ». Δηλαδὴ νὰ μάθομε νὰ σωπαίνομε πολλὲς φορὲς· νὰ σωπαίνουμε. Ὄχι
πάντα νὰ μιλᾶμε. Νὰ ἔχομε καὶ τὴν ὥρα ποὺ θὰ σιωπήσομε. Λέγει ἡ «Σοφία Σειρὰχ»
20,7: «Ἄνθρωπος σοφὸς σιγήσει ἕως καιροῦ». «Ὁ σοφὸς ἄνθρωπος ξέρει πότε θὰ
σιωπήσῃ». «Ἕως καιροῦ». Καὶ πότε θὰ μιλήσῃ. Θὰ μιλήσῃ. Ἀλλὰ καὶ θὰ σιωπήσῃ.
Ὁ δέ «Ἐκκλησιαστὴς» 3,7 λέγει: «Καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν».
Ὑπάρχει ὥρα ποὺ πρέπει νὰ σιωπήσουμε καὶ ὑπάρχει ἡ ὥρα ποὺ πρέπει νὰ μιλήσουμε.
Ἂν ἔχομε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ μέτρο, τότε ἀναμφισβήτητα ξέρομε πότε θὰ μιλᾶμε καὶ
πότε θὰ σιωποῦμε.
Καὶ πάλι ἀναλύει τὴν σιωπή, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στὸν 13ο λόγο του. Λέγει τὰ ἑξῆς: «Σιωπὴ ἐν γνώσει -δηλαδή, μιὰ σιωπὴ συνειδητή, ποὺ ξέρεις γιατί σιωπᾶς· ὄχι γιατί δὲν ἔχεις τίποτα νὰ πῇς, ἀλλὰ γιατί ξέρεις νὰ σιωπᾶς- μήτηρ προσευχῆς (:εἶναι ἡ μάνα τῆς προσευχῆς), αἰχμαλωσίας ἀνάκλησις (:εἶναι ἡ ἀνάκληση ὅταν αἰχμαλωτίστηκες ἀπὸ τὰ πάθη), ζωγράφος κολάσεως (:σοῦ διαζωγραφίζει μέσα σου τὰ δεινὰ τῆς κολάσεως ἐὰν ἔχεις τὴν περισυλλογὴ καὶ τὴν σιωπὴ καὶ σκέπτεσαι καὶ εἶσαι θεωρητικὸς ἄνθρωπος καὶ μπαίνεις εἰς τὰ μέλλοντα νὰ γίνουν)». Εἶναι «γνώσεως προσθήκη (:ἔρχεται νὰ σοῦ προσθέσῃ γνώση ἡ σιωπή, διότι ὅταν σιωπᾶς, ξέρεις νὰ μαθαίνῃς), ἀφανὴς προκοπή (:εἶναι ἡ προκοπὴ ἐκείνη ποὺ δὲν φαίνεται ἀπὸ ποῦ σοῦ ἔρχεται, κι ὅμως προκόβεις. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ προκόβει, εἶναι γιατί σιωπᾶ)». Καὶ τέλος, «λεληθυῖα ἀνάβασις (:εἶναι ἡ ἀνάβασις ἡ πνευματική, ἡ κρυφὴ πνευματικὴ ἀνάβασις. Ἀνεβαίνεις καὶ κανεὶς δὲν ἀντιλαμβάνεται πῶς ἀνεβαίνεις. Γιατί ἡ σιωπὴ σοῦ δημιουργεῖ γνώση Θεοῦ)».
Ἡ σιωπή, ἀγαπητοί μου,
κάποτε εἶναι μία τρομακτικὴ βοή, πολὺ πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὰ λόγια. Θυμηθεῖτε τὸν
Κύριο πρό τοῦ Πιλάτου: «Οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ;». Ὁ Κύριος σιωπᾶ. Οὐδεμία
ἀπάντησις. «Σὲ μένα δὲν ἀποκρίνεσαι; Δὲν ξέρεις ὅτι ἔχω τὸ δικαίωμα καὶ ἔχω καὶ
τὸ ἀξίωμα νὰ σὲ καταδικάσω σὲ θάνατο ἢ ὄχι;». Ἐταράχθη ὁ Πιλάτος. Γιατί; Διότι
ὁ κατηγορούμενος δὲν μιλοῦσε. Ἡ σιωπή; Κραυγαλέα εἶναι ἡ σιωπή. Μάλιστα κάποτε,
σὲ περιπτώσεις ποὺ ἡ σιωπή, ἡ σιωπὴ μένει διαρκῶς, δημιουργεῖ τέτοια ἀνησυχία
στὸ περιβάλλον, ὥστε τρέμουν οἱ ἐχθροί. Στὸ «Δ΄ Μακκαβαίων» συναντοῦμε τὸ ἑξῆς
καταπληκτικό: Δίνει διαταγὴ ὁ Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανὴς νὰ τοῦ κοπεῖ ἡ γλῶσσα τοῦ
τέταρτου Μακκαβαίου, δηλαδὴ τοῦ τετάρτου γιοῦ τῆς Σολομωνῆς, καὶ λέγει ὁ
Μακκαβαῖος ὁ τέταρτος: «Κἂν ἀφὲλῃς τὸ τῆς φωνῆς ὄργανον, καὶ σιωπώντων ἀκούει ὁ
Θεός». «Κι ἂν ἀκόμη μοῦ κόψεις τὰ ὄργανα τῆς ὁμιλίας, μοῦ κόψεις τὴν γλῶσσα, ὁ
Θεὸς ξέρει νὰ ἀκούῃ κι ἐκείνους ποὺ σιωποῦν. Κι ἀλίμονο μάλιστα ἂν κανεὶς
ἀδικεῖ ἐκεῖνον ποὺ ἔμαθε νὰ σιωπᾷ. Ἐκδικεῖται γιὰ λογαριασμό του ὁ Θεός!».
Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα ἡ σιωπή. Εἶναι φοβερὸ ὅπλο ἡ σιωπή. Κι εἶναι τὸ τελευταῖο
φάρμακο κατὰ τῆς ἀργολογίας.
Ἀγαπητοί μου, γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι (:ὁ λόγος σας νὰ εἶναι χαριτωμένος), ἅλατι ἠρτυμένος (:ἁλατισμένος), εἰδέναι πῶς δεῖ ὑμᾶς ἑνὶ ἑκὰστῳ ἀποκρίνεσθαι (:γιὰ νὰ ξέρετε πῶς θὰ μιλᾶτε στὸν καθένα)». Ξέρετε ὅτι στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μιλᾶμε. Πολὺ δὲ παραπάνω δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἀργολογία. Γιατί θὰ εἴμεθα ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Δοξασμένου, καὶ δὲν θὰ μένῃ καιρὸς νὰ βλέπει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Μποροῦμε νὰ βλέπομε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ δὲν θὰ μένῃ ὁ καιρός. Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, θὰ μπορέσομε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ πρέπῃ μὲ κάθε τρόπο ὅταν σιωποῦμε, ἀρχίζουμε νὰ μαθαίνουμε καὶ τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ. Κι ὅταν ἀρχίσομε νὰ σιωποῦμε καὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε τὰ φάρμακα ἐναντίον τῆς ἀργολογίας, τότε θὰ ἔχομε γίνει νικηταὶ ἑνὸς φοβεροῦ πάθους, φοβεροτάτου πάθους: τῆς ἀργολογίας.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/xairetismoi/xairetismoi_015.mp3
________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου