ΕΥΧΗ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα: «ΠΕΡΙ ΦΙΛΑΡΧΙΑΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης κατὰ τοὺς Γ΄Χαιρετισμούς, στὶς
8-4-1983]
Ἕνας ἀκόμη, ἀγαπητοί μου, ἀγῶνας, πνευματικὸς γιὰ μᾶς, ὅπως μᾶς σημειώνει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, εἶναι ἡ φιλαρχία. Πρέπει νὰ νικήσομε τὴν φιλαρχίαν. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας, μὴ μοι δῷς». Πραγματικά, ἡ φιλαρχία εἶναι ἕνας μεγάλος ἀγὼν ποὺ πρέπει νὰ καταβάλουμε νὰ τὴν νικήσουμε.
Τί εἶναι, ὅμως, ἡ φιλαρχία; Εἶναι ἡ ἀγάπη μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσο, κατάληψη τῆς ἀρχῆς. Νὰ εἶμαι ἐγὼ ψηλά. Νὰ ἄρχω ἐγώ, ὄχι ἐσύ, ἐγώ. Σὲ μία ὁμάδα ἀνθρώπων, ὁποιασδήποτε μορφῆς καὶ φύσεως. Νὰ ἄρχω ἐγώ, ὄχι ἐσύ. Αὐτὸ εἶναι ἡ φιλαρχία. Καὶ ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, χρειάζεται ἡ φιλαρχία ὁμάδα γιὰ νὰ ἀναδειχθῇ. Καὶ συνεπῶς, εἶναι μία κοινωνικὴ πληγή, ἡ ὁποία πραγματικὰ συναντᾶται παντοῦ. Καὶ στὸ ἔθνος μας, καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν μας, καὶ εἰς τὴν δουλειά μας καὶ εἰς τὸ σπίτι μας τὸ ἴδιο.
Δὲν μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος εἶναι φίλαρχος, νὰ εἶναι πρόσφορο ἔδαφος γιὰ νὰ ἀναπτυχθῇ ἡ
πνευματικὴ ζωή. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ὅπως σᾶς εἶπα, καὶ ὅπως μᾶς σημειώνει ὁ ὅσιος
Ἐφραίμ, πρέπει νὰ ὑπερνικήσουμε αὐτὸ τὸ πάθος.
Ἂς δοῦμε, ἀγαπητοί μου,
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἔθνος μας, πῶς ἀκριβῶς ἐπικρατεῖ αὐτὴ ἡ φιλαρχία. Ἂν
κοιτάξουμε τὴν ἱστορία μας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, εἶναι μία, ὅπως
λέμε εἰδικότερα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ἑλληνικὸν ἁμάρτημα. Βέβαια ἐγὼ θὰ ἔλεγα
ἀνθρώπινο ἁμάρτημα. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἰδιαιτέρως ἔχομε τὸ
ἁμάρτημα αὐτὸ τῆς φιλαρχίας. Θέλομε ὅλοι νὰ ἀρχηγεύουμε. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι
θέλουμε νὰ ἀρχηγεύομε, φατριαζόμεθα. Καὶ ὁ ἕνας πολεμᾶ τὸν ἄλλον, ἀκριβῶς γιὰ
νὰ καταλάβῃ τὴν ἀρχήν. Καί, πολεμοῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, στὸ τέλος ἔχουμε τὸ
ἑξῆς φαινόμενο: Πολλὲς μάχες χάσαμε καὶ πολλὲς νῖκες δὲν ἀξιοποιήσαμε. Κι ἔτσι,
ἐνῷ εἴμεθα ἕνας ἀξιόλογος λαός, ἕνας ἔξυπνος λαός, αὐτὴ ἡ φιλαρχία σὰν σαράκι
τρώγει τὰ σωθικά μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀναπτυχθοῦμε σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ
κοινωνικοῦ καὶ τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Καὶ τοῦτο γιατί δὲν μάθαμε νὰ ἀρχόμεθα.
Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι μόνον ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔμαθε νὰ ἄρχεται, δύναται νὰ ἄρχῃ.
Ἐμεῖς, ὅμως, χωρὶς κανεὶς νὰ καταδέχεται ἢ νὰ θέλῃ νὰ μαθητεύσει στὰ θρανία
τοῦ μαθητοῦ καὶ τοῦ ἀρχομένου, θέλει νὰ βρεθῇ στὴν ἕδρα τοῦ διδασκάλου καὶ τοῦ
ἀρχηγοῦ. Καὶ θέλομε ὅλοι νὰ ἀρχηγεύομε. Ἔτσι, βλέπετε, ὅτι ὑπάρχει μία
κατάστασις ποὺ στὸ τέλος, ἐνῷ συμφωνοῦμε νὰ οἰκοδομήσομε, στὸ τέλος βρισκόμαστε
γκρεμιστές.
Ἀλλὰ τὸ κακὸ αὐτὸ δὲν
εἶναι μόνο στὸ ἔθνος μας. Ὁ ἴδιος ὁ λαός μας ἀποτελεῖ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Κι ἔτσι
μεταφέρομε αὐτὸ τὸ πάθος τῆς φιλαρχίας καὶ μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ
εἶναι, ὅμως, αὐτόχρημα τραγικὸ διότι μέσα σ’ αὐτὸν τὸν χῶρον θὰ ἔπρεπε νὰ
ὑπάρχῃ ἡ ταπείνωσις. Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν φουντώσει ἡ
φιλαρχία, κάθε ἀκαταστασία μπορεῖ κανεὶς νὰ περιμένῃ. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ σὰν ἕνα
ἀνθρώπινο πάθος καὶ εἰς αὐτοὺς ἀκόμη, ἀγαπητοί μου -θὰ τὸ φανταζόσαστε;- τοὺς
Μαθητάς. Θὰ φανταζόσαστε ἀκόμη ὅτι καὶ εἰς τὴν πιὸ καίρια στιγμὴ τῆς ἐπιγείου
ζωῆς τοῦ Κυρίου, οἱ μαθηταί Του μαλώνουν, ἐρίζουν γι’ αὐτὴν τὴν ἀρχηγίαν; Ποῦ;
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Μᾶς τὸ σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Καὶ φαίνεται πὼς εἶναι ὄχι ἡ πρώτη φορά, γιατί ὁ Ματθαῖος μᾶς ἀναφέρει ἄλλη
μία, ὄχι κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνον. Μὲ ἐκεῖνο τὸ ἐπεισόδιο τῶν δύο μαθητῶν, τοῦ
Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου ποὺ κρυφά, ἔβαλαν μάλιστα τὴν μητέρα τους νὰ
μεσολαβήσῃ, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν νὰ καθίσουν, ἐὰν ὁ Ἰησοῦς ἐγίνετο -βεβαίως, τί
ἄλλο;- ἐπίγειος βασιλεύς, ἀριστερά του καὶ δεξιά του καὶ νὰ ἄρχουν καὶ αὐτοὶ
μαζί Του. Νὰ ἄρχουν μαζί, νὰ κυβερνοῦν μαζί Του. Καὶ ἠγανάκτησαν –μᾶς σημειώνει
ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος- οἱ δέκα ὅταν ἔμαθαν τὸ περιστατικό.
Ἐδῶ ὅμως τώρα, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, μᾶς σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «Καὶ ἐγένετο δὲ καὶ φιλονικία ἐν αὐτοῖς τὸ τὶς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων». Ἔγινε φιλονικία, σκεφτεῖτε τί, τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ προπαντὸς ἐδῶ βλέπομε τώρα τὴν φιλαρχία, νὰ εἶναι ἀνάλγητη. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε ἁπλᾶ «δὲν σὲ νοιάζει νὰ πατήσῃς ἐπάνω σὲ πτώματα, ἀρκεῖ νὰ ἀνέβῃς ἐσύ!». Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει –Ποιούς; Ὤωω, τοὺς μαθητάς... -ἐὰν ὁ Κύριος ἀλγεῖ, ἐὰν ὁ Κύριος σὲ λίγες ὧρες παραδίδεται, ἐὰν ὁ Κύριος καὶ Διδάσκαλος ποὺ Τὸν τιμάει ὁ λαός, ἀλλὰ τώρα περνάει κρίσιμη στιγμή- δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει αὐτό. Θὰ λέγαμε στὸ βάθος τὸ ἀνθρώπινο πάθος φαίνεται καὶ φουντώνει, ποῦ; Ἄ! Φοβερό! Ζητοῦν Αὐτὸν τὸν Κύριον νὰ γίνῃ γέφυρα νὰ ἀνέλθουν ἐκεῖνοι σὲ ὕπατα ἀξιώματα! Ὁ Κύριος νὰ γίνῃ γέφυρα! Κι ἐκεῖνοι νὰ ἀναδειχθοῦν! Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάλγητη ἡ φιλαρχία. Καὶ τότε ὁ Κύριος στρέφεται καὶ τοὺς λέγει: «Οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν». «Στοὺς κοσμικοὺς ἐπικρατεῖ ἡ φιλαρχία καὶ οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ ἐπιβληθοῦν διὰ τῆς βίας καὶ διὰ τῆς τυραννίας, ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, σὲ σᾶς ὅμως ὄχι ἔτσι. Ἐσεῖς πρέπει νὰ ᾿χετε ἀντίστροφη συμπεριφορά. Ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ σᾶς -ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι μεγαλύτερος- ἤ, ἂν θέλετε, ἂν θέλει νὰ εἶναι ὁ μείζων, ὁ μεγαλύτερος, νὰ γίνῃ ὅπως ὁ νεότερος· κι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ἡγούμενος, ἢ θὰ ἤθελε νὰ ἡγεῖται, αὐτὸς νὰ εἶναι ὡς ὁ διακονῶν, ὡς ὁ ὑπηρέτης». Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ θέσις τοῦ εὐαγγελίου. Καὶ ἔρχεται νὰ διορθώσῃ αὐτὸ τὸ φοβερὸ πάθος. Καὶ βέβαια, χρειάστηκε ἡ Πεντηκοστή, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔλειπε, οἱ μαθηταὶ ἐμφανίζονται μὲ τὰ ἐλαττώματά τους. Ὅταν ἦρθε ἡ Πεντηκοστή, ἐκαθαρίσθησαν, ὑγιάσθησαν καὶ τότε κατενόησαν πῶς πρέπει νὰ πολιτευτοῦν τὸν εὐαγγελικὸν βίον.
Ἀλλὰ καὶ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἀκόμη, παρουσιάστηκαν πολλὰ φαινόμενα τέτοια. Ἤδη πρώιμα, σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, εἰς τὴν τρίτην του ἐπιστολήν, τὸ ἑξῆς, θλιβερὸν βεβαίως: «Ἒγραψα τῇ ἐκκλησὶᾳ· ἀλλ᾿ ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρεφὴς οὐκ ἐπιδέχεται ἡμᾶς. Καὶ μὴ ἀρκούμενος ἐπὶ τούτοις οὔτε αὐτὸς ἐπιδέχεται τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς βουλομένους κωλύει καὶ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλει». «Σᾶς ἔγραψα», λέγει, στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ὁ Διοτρεφής –ἕνα ὄνομα, ἄνθρωπος, ἡγούμενος μέσα στὴν ἐκκλησία, ἴσως ἱερεύς, ἴσως ἐπίσκοπος, ἴσως ἐπίτροπος, δὲν μᾶς καθορίζει ἐδῶ- ποὺ φιλοπρωτεύει, ἀγαπάει τὰ πρωτεῖα, αὐτός -λέγει- δὲν δέχεται ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους, καὶ δὲν ἀρκεῖται σ’ αὐτό, ἀλλὰ δὲν δέχεται οὔτε τοὺς ἀδελφοὺς· κι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι στὴν ἐκκλησία, τοὺς βγάζει ἀπ᾿ ἔξω». Βλέπετε, δηλαδή, ἐδῶ, ἕνα κλίμα πολὺ δυσάρεστο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὑπάρχει αὐτὸ τὸ πάθος τῆς φιλαρχίας.
Ἂν δέ, ἔπρεπε, νὰ ρίξομε
μιὰ ματιὰ εἰς αὐτὴν τὴν ἐκκλησιαστικήν μας ἱστορία, θὰ δοῦμε ὅτι τὸ πάθος αὐτὸ
κυριολεκτικὰ κατεσπάραξε τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά, δὲν μποροῦμε νὰ
καταλάβουμε ὅτι τὸ νὰ εἶσαι ἀρχηγὸς ἀνθρώπων, αὐτὸ ἀπαιτεῖ πολὺν κόπον. Λέγει ὁ
ὅσιος Νεῖλος: «Πάντων ἐστὶν ἐπιπονώτερον, τὸ ἄρχειν ψυχῶν». «Δὲν ὑπάρχει πιὸ
δύσκολο πρᾶγμα καὶ πιὸ κοπιαστικὸ πρᾶγμα, τὸ νὰ ἄρχῃς ἐπάνω σὲ ἀνθρώπους». Ἐὰν
πραγματικὰ θὰ ἤθελες νὰ ἄρχῃς καὶ νὰ βοηθήσῃς καὶ νὰ οἰκοδομήσῃς. Οἱ
ἄνθρωποι ποὺ ζητοῦν τὴν ἀρχήν, δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει πόσοι θὰ χαθοῦν καὶ πόσοι θὰ
γκρεμιστοῦν, ἀρκεῖ αὐτοὶ νὰ ἀναδειχθοῦν. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν
συναίσθηση ὅτι τὸ νὰ ἄρχῃς ἐπάνω σὲ ἀνθρώπους εἶναι βαρύτατον ἔργον, πάντοτε,
ὅταν ἐκλήθησαν νὰ ἄρχουν, προσπαθοῦσαν νὰ ἀποφύγουν τὴν ἀρχήν. Ὅλοι οἱ μεγάλοι.
Οἱ ἀληθινὰ μεγάλοι. Οἱ ἀληθινὰ εὐσυνείδητοι, κυρίως στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας,
μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, προσπαθοῦσαν νὰ ἀποποιηθοῦν κάθε ἀρχή, γιατί
ἤξεραν αὐτὸ τὸ βάρος.
Ἀλλὰ τὸ θέμα τῆς φιλαρχίας τρυπώνει καὶ μέσα στὶς δουλειές μας, αὐτὲς ποὺ κάνουμε γιὰ νὰ ζήσουμε. Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς ἐργασίες μας, ποὺ ἐκεῖ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ αὐτὴ ἡ εὐγενὴς ἅμιλλα, θά ᾿πρεπε νὰ ὑπάρχῃ παραγωγικότητα, ἐκεῖ μπαίνει ἡ σπουδαρχία , μπαίνει καὶ ἡ θεσιθηρία, τὸ κυνηγητὸ τῶν θέσεων καὶ τῶν ἀξιωμάτων, καὶ προσπαθεῖ ὁ ἕνας νὰ παραγκωνίσῃ τὸν ἄλλον, νὰ ἀνεβῇ αὐτὸς καὶ ὁ ἄλλος νὰ μὴν ἀνεβῇ. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς κάποιος θὰ καταφέρῃ νὰ ἀνεβεῖ, καὶ κάποιοι δὲν θὰ καταφέρουν νὰ ἀνεβοῦν, γι᾿ αὐτὸ γεννιέται ὁ φατριασμός, γεννιέται ὁ φθόνος, γεννιέται τὸ μῖσος, καὶ ἔτσι, μὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, μέσα σὲ ἕνα χῶρο ἐργαζομένων, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι συνεργαζόμενοι, μὲ ἕνα πνεῦμα ἀγάπης, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὑποβλέπονται, καὶ ἀλληλοϋποσκελίζονται καὶ ἀλληλοτρώγονται. Γιατί; Γιατί ἔχει μπεῖ τὸ πάθος τῆς φιλαρχίας, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ λέγει: «Θεέ μου, γλύτωσέ με ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαρχίας».
Ἀλλὰ καὶ στὴν οἰκογένειά
μας, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχει αὐτὴ ἡ φιλαρχία. Βλέπει κανένας τὸ ἑξῆς φαινόμενο,
καὶ ἐπιτρέψατέ μου στὸ σημεῖο αὐτό, ἐπιτρέψατέ μου, γιατί πολλὰ βλέπω μὲ τὰ
μάτια μου μέσα στὶς οἰκογένειες καὶ λυποῦμαι πολὺ καὶ ἔρχομαι σὲ δύσκολη θέση,
ὅταν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζω προβλήματα καὶ καταστάσεις ποὺ δημιουργοῦν οἱ ἴδιοι
οἱ ἄνθρωποι μέσα στὴν οἰκογένειά τους. Ὅπως θὰ ξέρετε, ὁ Θεὸς ἔβαλε ὡς κεφαλὴ
τῆς οἰκογενείας τὸν ἄντρα. Κεφαλὴ τῆς οἰκογενείας δὲν εἶναι βεβαίως ἡ γυναῖκα.
Εἶναι ὁ ἄντρας. Ἡ γυναῖκα ὑποτάσσεται στὸν ἄντρα. Αὐτό τό «ὑποτάσσεται» ποὺ
ὑπάρχει στὴν Ἁγία Γραφή, δὲν εἶναι σχῆμα λόγου, οὔτε θὰ μπορούσαμε νὰ δώσουμε
ἄλλες ἠπιότερες διαστάσεις. Ἀλλὰ εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγει ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ: «Ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα».
Ἀλλὰ ἐδῶ, ὅμως, σημειώθηκε
τὸ ἑξῆς φαινόμενο. Ὁ μὲν ἄντρας εἶναι ἡ κεφαλή, γιατί ἔτσι ὁρίζει ὁ Θεός. Ὁ
ἄντρας, ὅμως, ἔκανε κατάχρηση τῆς ἐξουσίας του καὶ τότε ἐπέρασε ἀπὸ τὸ
«κυριαρχικόν», ποὺ εἶχε μέσα στὸ σπιτικό του, εἰς τὴν τυραννίαν. Καὶ ἔγινε ἕνας
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ ἐπιβάλλῃ μὲ αὐταρχικὸ τρόπο τὸ θέλημά του καὶ νὰ
τὸ ἐπιβάλλῃ διαρκῶς μέσα στὸ σπίτι του. Αὐτὸς ὁ αὐταρχισμὸς τοῦ ἀνδρὸς
ἐδημιούργησε μία ἄλλη κατάσταση, ἀπὸ ἀντίδραση. Ἐδημιούργησε, καὶ κυρίως στὴ
σύγχρονη γυναῖκα, τὴν ἐπιθυμία νὰ χειραφετηθῇ ἀπὸ τὸν ἄντρα, κι ἔτσι ἐδημιούργησε
τὸν φεμινισμόν. Ἀλλὰ ἕναν φεμινισμόν, μία κίνηση, ἡ ὁποία εἶναι καθαρῶς
ἀρνητική. Διότι θέλησε νὰ γίνῃ ἴση μὲ τὸν ἄντρα καὶ σὲ κάποια δεδομένη στιγμὴ
νὰ ξεπεράσῃ καὶ τὸν ἄντρα καὶ νὰ ἔχομε ἕνα μητριαρχικὸν σύστημα καὶ τότε,
λοιπόν, νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα ἄλλο παρὰ ἕνα ἀναποδογύρισμα τοῦ παλαιοῦ
συστήματος. Καὶ νὰ κυβερνάῃ τώρα πιὰ αὐταρχικὰ ἡ γυναῖκα. Αὐτὸ στὸ τέλος θέλει
νὰ ἐπιτύχῃ ἡ γυναῖκα, διότι καὶ στὴ γυναῖκα ὑπάρχει ἡ φιλαρχία. Καὶ μάλιστα
ὑπάρχει πιὸ ζωηρὴ εἰς τὴν γυναῖκα ἡ φιλαρχία, διότι ὁ ἄντρας αἰσθάνεται φύσει
ὅτι ἔχει τὴν ἀρχηγία· ἡ γυναῖκα αἰσθανομένη ὅτι δὲν τὴν ἔχει, τότε ζητᾶ,
ζηλοτυποῦσα τὸν ἄντρα, νὰ φτάσῃ ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, ἡ φιλαρχία, τὸ πάθος
τῆς φιλαρχίας, εἶναι φοβερότερο καὶ δριμύτερο μέσα εἰς τὴν γυναῖκα.
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἐκεῖ ποὺ φτάσαμε. Νὰ μιλᾶμε γιὰ μιὰ ἰσότητα. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἰσότητα, ἀγαπητοί μου, τί ἔννοια ἔχει; Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὴν ἔννοια τῆς ἰσότητος τῶν δύο φύλων, ἀνδρὸς καὶ γυναικός, τὴν ἔθεσε ἀπαρχῆς αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἁγία Γραφή. Δὲν πάω στὴν Καινὴ Διαθήκη. Πάω εἰς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ μάλιστα εἰς τὸ πρῶτον βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν «Γένεσιν»· ποὺ βλέπομε ὅτι ἡ γυναῖκα ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ. Καὶ τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ γυναῖκα δὲν εἶναι οὔτε πιὸ πάνω, οὔτε πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἄντρα, ἀλλ’ εἶναι ἴση μὲ τὸν ἄντρα. Ἡ ἰσότητα, λοιπόν, ὅπως τὴν ἐννοεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἰσότητα ἀξίας· ὅτι καὶ ἡ γυναῖκα εἶναι ἄνθρωπος, καὶ ὁ ἄντρας εἶναι ἄνθρωπος, καὶ συνεπῶς εἶναι ἴσης ἀξίας. Ἀλλὰ εἶναι κοινὴ καὶ ἡ σωτηρία. Καὶ ἀφοῦ εἶναι κοινὴ καὶ ἡ σωτηρία, καὶ γιὰ τὸν ἄντρα καὶ γιὰ τὴν γυναῖκα, τότε καὶ ὁ ἄντρας καὶ ἡ γυναῖκα, ἔναντι τοῦ Αἵματος τοῦ ἐκχυθέντος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἴσοι. Δὲν πρόκειται γι’ αὐτὴν τὴν ἰσότητα. Ὁ ἄντρας καὶ ἡ γυναῖκα ὡς ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι. Ἀλλὰ κάπου ἀλλοῦ ὑπάρχει μία διαφορὰ καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ καταστρατήγησις. Εἶναι ὅτι ὑπάρχει μία εἰδικὴ ἀποστολὴ τοῦ καθενὸς μέσα στὴν οἰκογένεια. Πῶς νὰ τὸ κάνομε, ἀδελφοί μου; Ὁ ἄνδρας εἶναι ἄνδρας! Πῶς νὰ τὸ κάνομε δηλαδή; Καὶ ἡ γυναῖκα εἶναι γυναῖκα! Πῶς νὰ τὸ κάνομε δηλαδή; Ἂν θέλετε νὰ τὸ πάρετε καὶ ἀπὸ βιολογικῆς πλευρᾶς, θὰ τὸ δεῖτε αὐτό. Ὁ ἄντρας εἶναι ἄντρας καὶ ἡ γυναῖκα εἶναι γυναῖκα. Δὲν μποροῦν νὰ ᾿χουνε ἀνταλλαγὴ τῶν ρόλων των ἢ ἀνταλλαγὴ τῶν καθηκόντων των καὶ τῆς εἰδικότητός των καὶ τοῦ προορισμοῦ των.
Ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ὁ ἄντρας
θὰ ἀρχηγεύῃ, χωρὶς ὅμως νὰ αὐταρχῇ. Χωρὶς νὰ εἶναι ὁ αὐταρχικὸς ἄνθρωπος. Θὰ
ἀρχηγεύῃ. Θὰ εἶναι ἡ κεφαλή. Ἕνα σῶμα θὰ ἔχει μιὰ κεφαλή. Ἔχει δύο πόδια, ἔχει
δύο χέρια. Δὲν μπορεῖ, λοιπόν, μέσα στὴν οἰκογένεια νὰ ὑπάρχουν δυὸ κεφαλές. Θὰ
συγκρουστοῦν καὶ θὰ σπάσουν τὰ κεφάλια αὐτά. Δὲν γίνεται. Δὲν γίνεται! Μήν,
λοιπόν, ζητοῦμε, ὅπως ὁ σύγχρονος κόσμος, ἡ σύγχρονη γυναῖκα ζητᾶ νὰ ἄρχῃ μὲ
αὐτὸν τὸν τρόπον, μέσα εἰς τὴν οἰκογένειαν. Θὰ ἐπέλθει σχίσμα. Ἂν γεννιόταν ἕνα
παιδὶ μὲ δύο κεφάλια, θὰ τὸ λέγαμε ὅτι γεννήθηκε ἕνα τέρας. Πῶς, λοιπόν, ἡ
οἰκογένεια, ποὺ εἶναι ἕνα σῶμα, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα, καὶ μάλιστα
τὸ παράδειγμα δὲν εἶναι δικό μου, ἀλλὰ εἶναι αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πῶς θὰ
μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ γυναῖκα θὰ ἄρχῃ μέσα στὸ σπίτι, ὅπως
καὶ ὁ ἄντρας, καὶ δὲν θὰ εἶναι ὑποταγμένη στὸν ἄντρα, συνεργαζομένη μαζί του;
Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ θέσις. Κι ἔτσι σχίσμα δὲν ἐπέρχεται μέσα στὸ σπιτικό. Πάντως
ὅπως κι ἂν γίνει, τὸ θέμα εἶναι ὅτι ὁ μὲν ἄντρας ἔκανε κατάχρηση τῆς ἐξουσίας
του καὶ ἔγινε αὐταρχικὸς γιατί ἡ φιλαρχία του ὑπερυψώθηκε, ἡ δὲ γυναῖκα,
ζηλοτυποῦσα, ἔβαλε πόδι, ἀνέβηκε, γιατί κι ἐκείνη ἔχει μέσα της τὸ πάθος τῆς
φιλαρχίας. Μόλις νικήσομε, ἀδελφοί μου, τὸ πάθος τῆς φιλαρχίας, νὰ ᾿στε
σίγουροι, ὅλα τὰ πράγματα μπαίνουν στὴ θέση τους. Ὅλα τὰ πράγματα. Ἀμέσως!
Μπαίνουνε στὴ θέση τους.
Ἀλλὰ θὰ σᾶς κάνῃ ἐντύπωση ἂν σᾶς πῶ ὅτι ἡ φιλαρχία, ὅπως παρουσιάζεται σὰν πάθος στὸν κάθε ἄνθρωπο, εἶναι ἕνα ὑποκατάστατο μιᾶς ἀληθοῦς ἀξίας. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀληθὴς ἀξία εἶναι ὅτι τὸ «κυριαρχεῖν», τὸ νὰ κυριαρχῶ δηλαδή, εἶναι ἕνα στοιχεῖο τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἔχω τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς δομή μου, ὡς κτίσιμό μου· ὅπως μὲ ἔφτιαξε ὁ Θεός, ἔβαλε σὰν ἕνα στοιχεῖο μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἔβαλε καὶ τὸ κυριαρχικόν. Νὰ ἄρχω. Καὶ συνεπῶς, ἂν ἀγαπῶ νὰ ἄρχω, αὐτὸ εἶναι ἔμφυτο. Δηλαδὴ γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε, ἀκούσατε, παρακαλῶ, πῶς τὸ λέγει αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Μὴν σᾶς παραξενεύει, περιμένετε ὅμως. «Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός –Ποιούς; Τοὺς πρωτοπλάστους- λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε (:νὰ ᾿σαστε ἀρχηγοὶ) τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς». «Ἐσεῖς θὰ εἴσαστε οἱ ἄρχοντες, ἐσεῖς θὰ ἄρχετε σὲ ὁλόκληρη τὴν ἄλογον κτίσιν». Κι ὅπως ὡραῖα σημειώνει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος πάνω σ’ αὐτό, λέγει: «Τοῦτο αὐτὸν ἀποφήνας, τοῦτον τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός – «ἀποφήνας», δηλαδὴ διακηρύξας- ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπερ ἐστὶν αὐτὸς ἐν τοῖς οὐρανοῖς». «Καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο πάνω στὴ γῆ καὶ τὸν διακηρύσσει ὅ,τι εἶναι ὁ Θεὸς στὸν οὐρανό». Τί εἶναι ὁ Θεὸς στὸν οὐρανό; Κυρίαρχος. Καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς, τί; Κυρίαρχον. «Τὸ γὰρ ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν οὐδὲν ἕτερον ἐστὶν ἢ τὸ κατ’ αὐτῶν τὴν ἀρχὴν ἀνῃρεῖσθαι τῶν ἐν τῇ γῆ». Δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο τὸ κατ᾿ εἰκόνα παρὰ ἕνα στοιχεῖο ποὺ συνιστᾶ τοῦτο: Τὸ νὰ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος – ἀνῃρεῖσθαι - τὴν ἀρχὴ πάνω στὴ γῆ. Ὥστε, λοιπόν, τὸ κυριαρχικὸν εἶναι μέσα μου ἔμφυτο. Ὑπάρχει στὸν κάθε ἄνθρωπο.
Ἀλλά, σᾶς εἶπα
προηγουμένως, ὅτι δυστυχῶς, δυστυχῶς, ἀπωθήσαμε τὴν ἀληθῆ σχέση αὐτὴ μὲ τὴν
κτίση ποὺ ἔχομε, καὶ ζοῦμε ἕνα ὑποκατάστατο. Τί ἐκάναμε; Νὰ σᾶς πῶ τί ἐκάναμε.
Ἀντὶ νὰ ἄρχομε πάνω στὴν ἄλογον κτίσιν, ἄρχομε πάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς
τυραννοῦμε. Καὶ κάνομε τί τώρα; Κάνομε ζῶα τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους. Ἀκοῦστε, παρακαλῶ, τί λέγει ὁ Θεός, ἀνανεώνοντας τὴν διαθήκη Του,
στὸν Νῶε μετὰ τὸν Κατακλυσμόν: « Καὶ ὁ τρόμος καὶ ὁ φόβος ὑμῶν ἔσται ἐπὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τῆς γῆς· ὑπὸ χεῖρας ὑμῖν δέδωκα». «Τὰ θηρία», λέγει, «καὶ τὰ ζῶα
νὰ σᾶς φοβοῦνται καὶ νὰ σᾶς τρέμουν. Νά, ὅλα τὰ ζῶα τὰ ᾿βαλα κάτω ἀπὸ τὰ χέρια
σας», λέει στὸν Νῶε ὁ Θεός. Εἶναι δευτέρωση τῆς εὐλογίας. Καὶ τί κάνει ὁ
ταλαίπωρος ἄνθρωπος· ὁ ξεπεσμένος ἄνθρωπος· ὁ πεπτωκὼς ἄνθρωπος; Ἀντὶ νὰ τὸν
φοβοῦνται τὰ θηρία, τὸν φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι. Καὶ κυριαρχεῖ ἐπάνω στοὺς
ἀνθρώπους καὶ εἶναι τυραννικὸς ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους, βασανιστὴς ἐπάνω στοὺς
ἀνθρώπους καὶ ἔχομε ὅλα τὰ γνωστὰ φαινόμενα τὰ κοινωνικά, ποὺ οἱ μὲν βασανίζουν
τοὺς δέ. Καὶ λέει κανεὶς πολὺ ἁπλᾶ: «Γιατί ἄνθρωποι βασανίζουν τοὺς
ἀνθρώπους;». Γιατί ἁπλούστατα, ὑπάρχει ἡ φιλαρχία. «Ὁ κόσμος νὰ γίνῃ τσιμέντο,
νὰ καῇ ὁλόκληρος, ἀρκεῖ ἐγὼ νὰ ἀναδειχθῶ ἀρχηγός. Ἐγώ!». Τί φοβερὸ πάθος,
ἀγαπητοί μου...Τί φοβερὸν πάθος...
Ἀλλὰ προσέξατε ὅμως. Λέγει ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς ὅτι δὲν εἶναι κακὸ πρᾶγμα νὰ ἄρχῃς, ἀρκεῖ νὰ ξέρῃς πῶς θὰ ἄρχῃς. Καὶ ἔχει ἕνα κατάλογο- μόνο μιὰ μικρὴ ἐπιλογὴ ἐγὼ ἔκανα στὴν ἀγάπη σας, γιατί ἔχει πολλά. Ἀκούσατε καὶ μάλιστα θὰ βοηθηθοῦμε καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς. «Οὐ τὰ βρώματα, ἀλλ’ ἡ γαστριμαργία κακή». «Τὰ φαγητὰ δὲν εἶναι κακά, ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία εἶναι κακὸ πρᾶγμα». Δηλαδή τὸ νὰ φᾶς δὲν εἶναι κακό. Τὸ νὰ γαστριμαργήσῃς εἶναι κακό. «Οὐ τὸ λέγειν, ἀλλὰ ἡ ἀργολογία». «Τὸ νὰ ὁμιλῇς δὲν εἶναι κακό, ἀλλὰ τὸ νὰ ἀργολογῇς εἶναι κακό». «Οὐδὲ τὰ ἡδέα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ ἀκρασία». «Οὔτε τὰ ὡραῖα πράγματα τοῦ κόσμου ἀπαγορεύονται, ἀλλὰ ἡ ἀκρασία, τὸ νὰ εἶσαι ἀκρατὴς ἄνθρωπος». «Οὐδὲ γυνὴ κακόν, ἀλλ’ ἡ πορνεία». «Κακὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι ἡ γυναῖκα, ἡ πορνεία εἶναι κακὸ πρᾶγμα».
«Οὐδὲ ὁ πλοῦτος, ἀλλ’ ἡ
φιλαργυρία». Δὲν εἶναι κακὸ πρᾶγμα ὁ πλοῦτος καθ’ ἑαυτόν. Τί εἶναι; Αὐτὸ ποὺ
λέμε: χρῆμα. Ἀπὸ τὸ χρησιμοποιῶ. Γιὰ τὶς ἀνάγκες μου. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς
κοινωνίας. Κακὸ εἶναι ἡ φιλαργυρία. «Οὐδὲ ὁ οἶνος, ἀλλ’ ἡ μέθη». «Δὲν εἶναι
κακὸ πρᾶγμα τὸ κρασί, δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδώσουμε εὐθύνες στὸν Θεὸ γιατί ἔκανε
τὰ ἀμπέλια καὶ πίνομε τὸ κρασί, ἀλλὰ ἡ μέθη». «Οὐδὲ ὁ φυσικὸς θυμός, ὁ δοθεὶς
πρὸς τὸ κολάζειν τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ τὸ χρήσασθαι τοῦτο κατὰ τῶν ὁμογενῶν
ἀνθρώπων». «Δὲν εἶναι κακὸ πρᾶγμα νὰ ᾿χεις θυμό, γιὰ νὰ στρέφεσαι ἐναντίον τοῦ
κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ εἶναι κακὸ νὰ στρέφεσαι μὲ τὸν θυμὸ σου ἐναντίον
τῶν ἀνθρώπων. Καὶ νὰ θυμώνῃς ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων». «Οὐδὲ τὸ ἄρχειν, ἀλλ’ ἡ
φιλαρχία». «Οὔτε τὸ νὰ εἶσαι ἀρχηγὸς εἶναι κακὸ πρᾶγμα. Ἀλλὰ ἡ φιλαρχία, ἡ
σπουδαρχία εἶναι κακὸ πρᾶγμα».
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας θέλουν νὰ διασώσουν τὸ «κυριαρχικὸν» στὸν ἄνθρωπον, γιατί, σᾶς εἶπα, ἀποτελεῖ στοιχεῖον τῆς ἐν ἡμῖν εἰκόνος. Καὶ τί λέγουν; Λέγουν ὅτι τὸ «κυριαρχικὸν» ἀπηχεῖ τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ «προφητικόν», τὸ «βασιλικὸν» καὶ τὸ «ἱερατικόν». Ἔ, τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, τὸ κυριαρχικόν. Καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, εἶναι καὶ εἰς τὸν ἄνθρωπο. Γιατί εἴμεθα εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἡγεμὼν νοῦς. Ὁ ἡγεμὼν νοῦς, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νὰ κυριαρχήσῃ ἐπάνω εἰς τὴν ἀνθρώπινη ψυχή, στὴν δική του τὴν ψυχή. Ἐπάνω στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἐπάνω στὴν καρδιά. Ἐπάνω στὰ πάθη. Ἐπάνω ἐκεῖ θὰ κυριαρχήσουμε.
Ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὸ κυριαρχικὸν τώρα, νὰ κυριαρχοῦμε ἐπάνω εἰς
τὸν ἑαυτόν μας. Νὰ ἔχουμε αὐτὸ ποὺ λέμε: αὐτοκυριαρχία. Κι ὅταν κανεὶς
ἀποκτήσει τὴν αὐτοκυριαρχία, τότε πραγματικὰ εἶναι ἀληθινὸς κύριος. Τότε, μὲ τὸ
ἀντίδοτον τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς αὐτοκυριαρχίας, ἀναδεικνύεται πραγματικὴ
εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ἀπομαγνητοφώνηση τῆς ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΗ:
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/xairetismoi/xairetismoi_013.mp3
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου