Κάποιος
Ευλόγιος από την Αλεξάνδρεια, άνθρωπος μορφωμένος, πληγώθηκε από τον
θεϊκό έρωτα, απαρνήθηκε τον κόσμο και σκόρπισε τα υπάρχοντά του, εκτός
από λίγα που κράτησε για τη συντήρησή του, επειδή δεν μπορούσε να
εργάζεται.
Σκεφτόταν λοιπόν τι να κάνει, γιατί ούτε σε μοναχική
αδελφότητα αποφάσιζε να ενταχθεί, ούτε μόνος να μένει το έβρισκε καλό.
Όντας σε αυτές τις σκέψεις, βρήκε κάποιον λεπρό ριγμένο στην αγορά, ο
οποίος δεν είχε ούτε χέρια ούτε πόδια· μόνο η γλώσσα του έμενε και με
αυτήν παρακινούσε τους περαστικούς να τον σπλαχνιστούν.
Όταν
τον είδε ο Ευλόγιος, ένιωσε κατάνυξη· προσευχήθηκε λοιπόν μέσα του στον
Θεό και έκανε συμφωνία με τον Κύριο λέγοντας: «Κύριε, στο όνομά σου θα
πάρω αυτόν τον λεπρό και θα τον περιποιούμαι μέχρι τον θάνατό του, ώστε
μέσω αυτού να σωθώ και εγώ. Χάρισέ μου λοιπόν, Κύριε, υπομονή για να τον
υπηρετώ».