Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίγος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους.
Ο
κυρ-Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και
είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (παπα-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!).
Και
αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την
«Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς
πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό
των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην,
αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και
σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως δεξιός ψάλτης, εις το
παρεκκλήσιον του Προφήτου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από
στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη
φέξει!