Ενιωσε ἕναν κόμπο στὸ λαιμό, καθὼς τὸ αὐτοκίνητο ἔφτασε στὸν αὐχένα τοῦ βουνοῦ καὶ ἀντίκρισε τοὺς γνωστοὺς τόπους τῶν παιδικῶν του χρόνων.
Ἦταν πολὺ πρωί, 26 Ἰουλίου, τῆς ἁγίας Παρασκευῆς... Ἀραιὰ καὶ ποῦ, μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ἢ στὰ δύο χρόνια, καὶ μόνο γιὰ λίγες ὧρες, πήγαινε στὸ χωριό του.
Θὰ πήγαινε νὰ λειτουργηθεῖ, θά ’λεγε καὶ δυὸ λόγια στὴν ἐκκλησία στοὺς συγχωριανούς, ἕνα τρισάγιο στὸ Κοιμητήριο γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς συγγενεῖς, μιὰ δυὸ ἐπισκέψεις καὶ θά ’φευγε μετὰ τὸ μεσημέρι. Αὐτὸ περίπου ἦταν σὲ κάθε τέτοια ἐπίσκεψη τὸ πρόγραμμά του.
Μὲ τὶς σκέψεις αὐτὲς τὰ 6-7 χιλιόμετρα γιὰ τὸ χωριὸ εἶχαν κιόλας διανυθεῖ. Τὸ ὄμορφο βλαχοχώρι τῆς Πίνδου ἁπλωνόταν χαριτωμένο στὶς πλαγιὲς τῆς βασίλισσας Βασιλίτσας ἀπέναντι ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Σμόλικα...
Ἀπὸ μακριὰ ἀντίκρισε καὶ τὸ ἐγκαταλειμμένο πατρικό του σπίτι. Ὅλα κατάκλειστα καὶ τὰ παραθυρόφυλλα χαλασμένα. Τὸ ἤξερε, θὰ τοῦ ἦταν σχεδὸν ἀδύνατο νὰ μπεῖ στὴν αὐλή. Τὰ ἀγριόχορτα, τὰ ἀγκάθια καὶ τὰ τριβόλια ἔπνιγαν τὰ πάντα.