Τὴν βλέπω δακρυσμένος νὰ τὴν ἀνεμίζει ὁ ἀγέρας, μὲ τὶς ἐννέα της γραμμὲς νὰ χάνονται στὶς ἐσχατιὲς τοῦ ὁρίζοντα.
Ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια τὴν προσκυνήσαμε καὶ τὴ φιλήσαμε πρὶν τὴ στερεώσουμε στὸ μπαλκόνι. Μὰ πολὺ πρὶν ἀπ᾿ αὐτό, τὴν εἴχαμε στεριώσει στὴ ψυχή μας. Στὴ συνείδησή μας.
Ἀναπνέαμε τὸ ἀσπρογάλαζο τοῦ πανιοῦ της καὶ τὸ εὐωδιαστὸ λιβάνι τοῦ σταυροῦ της.
Δὲν κουράστηκες νὰ ἀνεμίζεις τόσα χρόνια, στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου, στὶς κορβέτες, τὰ ἱστιοφόρα καὶ τὰ μπρίκια του 1821, μὲς στὰ μανιασμένα νερὰ τοῦ Αἰγαίου, στὰ ἅγια χώματα τῆς Μακεδονίας, καταδιώκοντας Ἰταλό, Τοῦρκο, Βούλγαρο, τὸν κάθε ἐχθρό.